Η Οικογένεια ως βασικός κοινωνικός θεσμός των Ελλήνων στον Πόντο

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Μαρία  Σισμανίδου
1907-1978
Στο πλαίσιο του οσμανικού κράτους, για πολλούς αιώνες οι ελληνικές οικογένειες διαβιούν δίπλα στις τουρκικές, χωρίς όμως καμιά ουσιαστική επαφή. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί που αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν εμποδίζουν την επικοινωνία μεταξύ τους και επιβάλλουν τεράστιες ιδεολογικές διαφορές ανάμεσά τους, οι οποίες είναι αδύνατο να καταρριφθούν. Η ελληνική οικογένεια αποτέλεσε ένα μύθο για την τουρκική και το αντίθετο. Αυτό προφανώς οφείλεται στα χαρακτηριστικά του συστήματος των «εθνικών κοινοτήτων» (των «Milliyet») που κυριαρχεί για αιώνες στην οσμανική κοινωνία, με την αναγκαστική συμβίωση των διαφόρων λαών που τη συγκροτούν.
 Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, οι διάφορες κοινότητες είναι κλειστές τόσο εσωτερικά όσο και ως προς τις άλλες κοινότητες. Τα μέλη κάθε κοινότητας μπορούν να αναπτύξουν μόνο αγοραίες σχέσεις με τα μέλη των άλλων κοινοτήτων, δηλαδή σχέσεις ψυχρών συναλλαγών, στις οποίες κυριαρχεί το οικονομικό συμφέρον. Στενότερους δεσμούς, δηλαδή οικογενειακούς κ.λπ., δεν επιτρέπεται να συνάψουν. Βαθύτερος στόχος είναι η αποτροπή των διεκκλησιαστικών σχέσεων, δηλαδή η αποδυνάμωση των εθνικών κοινοτήτων και η στέρησή τους από συμμάχους. Όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί επηρεάζονται από τη συνολική κοινωνική δομή: κοινωνίες που βρίσκονται σε διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης παρουσιάζουν διαφορετικούς τύπους οικογενειών
 Η ποντιακή κοινωνία είναι παραδοσιακή, γιατί - αν εξαιρεθούν τα λίγα μεγάλα αστικά κέντρα - είναι μια κατεξοχήν αγροτική κοινωνία με τα επιμέρους χαρακτηριστικά της: έχει σχετική οικονομική αυτάρκεια απέναντι στην ευρύτερη κοινωνία, η οικιακή μονάδα (το νοικοκυριό) έχει σημαντική θέση στην κοινωνική και οικονομική οργάνωση, οι επιμέρους κοινότητες χαρακτηρίζονται από τις εσωτερικές σχέσεις των μελών τους και, τέλος, υπάρχουν σε ένα βαθμό οι ιερωμένοι αλλά, κυρίως, τα στελέχη των ελληνικών κοινοτήτων που λειτουργούν ως μεσάζοντες ανάμεσα στις κοινότητες και την ευρύτερη κοινωνία. Η ποντιακή οικογένεια στο πλαίσιο αυτής της κοινωνίας έχει επίσης παραδοσιακά χαρακτηριστικά.
Οικογένεια στη Σαντά

Δομή της ποντιακής οικογένειας
 Στο πλαίσιο αυτής της παραδοσιακής ποντιακής κοινωνίας, παρατηρούμε ότι ο βασικός τύπος οικογενειακής οργάνωσης - αν εξαιρεθεί η Τραπεζούντα και τα υπόλοιπα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου παρατηρείται σε κάποιες περιπτώσεις και ο τύπος της διευρυμένης  οικογένειας, που αποτελείται από το ζευγάρι με τα παιδιά και σε πολλές περιπτώσεις και τους γονείς του άνδρα ή της γυναίκας - είναι ο τύπος της εκτεταμένης και μάλιστα πατριαρχικής οικογένειας: αποτελείται από τον αρχηγό της οικογένειας, τους παντρεμένους γιους και τα παιδιά τους. Ο αριθμός των μελών των οικογενειών αυτών είναι μεγάλος. Σε κάποιες περιπτώσεις αναφέρονται τέτοιες πατριαρχικές οικογένειες με 32 μέλη.
 Τα μέλη των οικογενειών αυτών πολλές φορές συναπαρτίζονται από άτομα μέχρι τριών ή ακόμη και τεσσάρων γενεών Η δομή αυτή τηρείται μέχρι το θάνατο του άρρενος αρχηγού, οπότε κατά κανόνα διασπάται στις επιμέρους οικογένειες της επόμενης γενεάς. Τότε η χήρα του αρχηγού πηγαίνει με τον πρωτότοκο γιο, εφόσον δεν υπάρχουν στην οικογένεια άγαμα παιδιά ή ανήλικα εγγόνια, οπότε αναλαμβάνει αυτή την προστασία τους. Ο τύπος αυτός επιβλήθηκε από τις ίδιες τις ανάγκες της ζωής: οι εξαιρετικά δύσκολες γεωγραφικές και καιρικές συνθήκες στους ορεινούς οικισμούς, σε συνδυασμό με την ανάγκη ύπαρξης πολλών ανδρών για τη διεκπεραίωση των δύσκολων εξωτερικών -κτηνοτροφικών, κυρίως - εργασιών οδηγεί σ’ αυτή τη μορφή κοινωνικής οργάνωσης.
 Ο τύπος αυτός οικογενειακής οργάνωσης είναι ο συνήθης και στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως την Τραπεζούντα, το μεγαλύτερο αστικό κέντρο του Πόντου και μάλιστα στο κέντρο της πόλης.
 Στο πλαίσιο της πατριαρχικής ποντιακής οικογένειας αδιαμφισβήτητος αρχηγός είναι ο άνδρας (γεροντότερος στη σειρά: παππούς, αν ζει, ή ο σύζυγος ή ο μεγάλος γιος). Όλα τα μέλη της οικογένειας έχουν απεριόριστο σεβασμό στον αρχηγό της οικογένειας. Ο σεβασμός αυτός μεταφέρεται από γενιά σε γενιά και θεωρείται υποχρέωση όλων των μικρότερων προς τους μεγαλύτερους και, προπάντων, της νύφης προς τον πεθερό και την πεθερά. Όταν αυτός φτάσει σε μεγάλη ηλικία, δημιουργείται κυριολεκτικά άμιλλα μεταξύ των οικογενειών για την καλύτερη δυνατή περιποίησή του. 
Μάλιστα αναφέρεται χαρακτηριστικά ως «ιερή υποχρέωση» η δημιουργία σε κάθε κατοικία ενός ξεχωριστού μικρού δωματίου για τους γέροντες - χώρου θαλπωρής και ξεκούρασης, που αποκαλείται «σιακίν» (χειμερινό δωμάτιο), με σχετικά χαμηλότερο, σε σχέση με το υπόλοιπο σπίτι, ταβάνι, προστατευμένο από τους ανέμους και στραμμένο προς την είσοδο του σπιτιού, ανατολικά, με όλες τις ανέσεις, για να αντιμετωπίζονται οι δυσκολίες του πολύμηνου και σκληρού χειμώνα.
 Ο αρχηγός της οικογένειας έχει τον κύριο ρόλο, έχει την ευθύνη των οικονομικών ζητημάτων και των εξωτερικών σχέσεων της οικογένειας, ενώ η ρύθμιση της εσωτερικής οργάνωσης (φαγητό, καθημερινές εργασίες του σπιτιού, φροντίδα των παιδιών, περιποίηση των ζώων, οργάνωση και περιποίηση του κήπου κ.λπ.) είναι κύρια φροντίδα της συζύγου του.
 Γενικά, οι ρόλοι στην ποντιακή οικογένεια είναι ανδρικοί και γυναικείοι, με όρια όμως που συχνά συγχέονται, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες των δύσκολων συνθηκών διαβίωσης και της αγροτικής οικονομίας.
Μεταξύ των αρρένων μελών της οικογένειας υπάρχει μια ιεράρχηση, που αντιστοιχεί στην ηλικία τους: π.χ. οι μικρότεροι αδελφοί δεν καπνίζουν μπροστά στους μεγαλύτερους, δέχονται από αυτούς παραγγελίες, παρατηρήσεις, συστάσεις κ.λπ. Μεταξύ των θηλέων αντίστοιχα γίνεται διάκριση ανάμεσα στις άγαμες κόρες και στις νύφες, στις δεύτερες ανάλογα με το χρόνο που πραγματοποιήθηκε ο γάμος τους.
 Παρά το γεγονός ότι στις οικογένειες υπάρχει προτίμηση στην απόκτηση άρρενος τέκνου - την οποία επιβάλλει η ανάγκη ύπαρξης ανδρών για τη διεκπεραίωση των ιδιαίτερα επίπονων εργασιών -, τα νεογέννητα άρρενα και θήλεα παιδιά είναι ισότιμα τώρα, κατά τις αρχές του 20ού αιώνα. Διάκριση σε σχέση με το φύλο παρατηρείται κατά τις παλαιότερες δεκαετίες, που οφειλόταν στην αποχή των θηλέων από τη σχολική διαδικασία.
 Τώρα, όμως, υπάρχει ήδη μια τεράστια ανάπτυξη της εκπαίδευσης και σύμφωνα με την τρέχουσα ιδεολογία ο αναλφαβητισμός θεωρείται ντροπή για κάθε παιδί. Στο πλαίσιο αυτής της ισοτιμίας, το προνόμιο της πρωτοτοκίας ισχύει και για τα δύο φύλα. Ειδικά δε στην περίπτωση του θήλεος πρωτοτόκου, αυτό για όλα τα μικρότερα αδέλφια του είναι η «μεγάλη αδελφή» (η «τρανέσσα»), της οποίας η γνώμη βρίσκεται σε ισχύ ιεραρχικά αμέσως μετά τη γνώμη της μητέρας, μετά το θάνατο της οποίας παίρνει ουσιαστικά τη θέση της και η άποψή της για τα ζητήματα της οικογένειας έχει ιδιαίτερο βάρος, ακόμη και αν έχει νυμφευθεί και απομακρυνθεί από την οικογένεια.
 Στην περίπτωση του γάμου των παιδιών, η επιλογή του συζύγου ή της συζύγου είναι αποκλειστικό καθήκον και ευθύνη των γονέων, ενώ η ηλικία γάμου των παιδιών και των δύο φύλων - και κυρίως του θήλεος - συνήθως είναι μικρή. Αυτές οι αντιλήψεις αντικατοπτρίζονται σε πολλές όψεις της ζωής (παροιμίες, αποφθέγματα κ.λπ.) του ποντιακού ελληνισμού. Γενικά θεωρείται ότι η αγάπη μόνη της «τυφλώνει» μεγιστοποιώντας τα θετικά και υποβαθμίζοντας τα αρνητικά στοιχεία του άλλου και συνεπώς απαιτείται η παρέμβαση των γονέων με την ώριμη κρίση και το «καθαρό» μυαλό. 
Πρέπει δε να θεωρηθεί φυσικό, στην περίπτωση των παιδιών της μικρής ηλικίας, η κρίση τους να θεωρείται από τους γονείς ανώριμη ως προς την επιλογή του ή της συζύγου. Η προτίμηση των γονέων να νυμφεύεται ειδικά το θήλυ σε πολύ μικρή ηλικία έχει σχέση κυρίως με ιστορικές εμπειρίες κατά τις οποίες, σε σχετικά παλαιότερες εποχές, τα θήλεα άτομα των οικογενειών γίνονταν συχνά θύματα απαγωγών από Τούρκους, γεγονός όμως που συνέβαινε σε περιπτώσεις νέων στην ηλικία και σε καμιά περίπτωση νυμφευμένων γυναικών, τις οποίες απέφευγαν να απαγάγουν.
 Δεν είναι, όμως, σπάνιες οι περιπτώσεις νέων οι οποίοι επαναστατούν απέναντι σ’ αυτή την κατεστημένη αντίληψη της ποντιακής κοινωνίας, να αποφασίζουν οι γονείς για το γάμο τους. Εδώ, εκτός της γνωστής μεθόδου της απαγωγής του θήλεος από το άρρεν (το «σύρσιμον τη κοριτσί»), έχουμε και μια άλλη πρωτότυπη κατάσταση στην περίπτωση που ο νέος είναι επιφυλακτικός και άτολμος στην πραγματοποίηση της απαγωγής: την πρωτοβουλία αναλαμβάνει το θήλυ, το οποίο, σε συνεννόηση συνήθως με κάποιο από τα θήλεα μέλη της οικογένειας του άρρενος, που είναι σύμφωνο με το ζεύγος στην πραγματοποίηση του γάμου, παρουσιάζεται στο σπίτι του άρρενος με τα προσωπικά του αντικείμενα, δηλώνοντας την παρουσία του με τη φράση «έρθα» («ήρθα»).
 Αυτό σημαίνει πορεία προς το γάμο και από τη στιγμή εκείνη αρχίζουν οι σχετικές προετοιμασίες. Οι γονείς του άρρενος, όσο δύστροποι κι αν είναι, συνήθως δεν αντιδρούν αρνητικά, μη δεχόμενοι να αναλάβουν το κόστος μιας αποπομπής, που θα σκιάσει το κύρος και την υπόληψή τους. Η μέθοδος αυτή να παρακάμπτεται η άρνηση των γονέων στο γάμο βρίσκει την έκφρασή της σε διάφορες περιοχές του Πόντου και κυρίως στη Ματσούκα και τη Σαντά.
Το "πάρσιμον" της νύφης

Ο Γάμος
 Ο γάμος είναι κεντρικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής των Ελλήνων του Πόντου. Είναι μια εκδήλωση κορυφαία στη ζωή των μελλονύμφων και σ’ αυτή συμμετέχει σύμπασα η τοπική κοινότητα. Η σημειολογία μάλιστα είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική: στην ποντιακή διάλεκτο ο γάμος ονομάζεται χαρά.
 Η σημασία που έχει για τον ποντιακό ελληνισμό η ένωση δύο νέων ανθρώπων και η δημιουργία των καλύτερων προϋποθέσεων για την ευτυχία τους - όπως τουλάχιστον οι γονείς τους το αντιλαμβάνονται - προκύπτει και από το γεγονός ότι η συμφωνία των οικείων των δύο νέων γίνεται όχι μόνο πριν από το γάμο, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και από την παιδική ή νηπιακή τους ηλικία.
 Η καθεαυτή διαδικασία του γάμου είναι γενικά κοινή σε όλο τον Πόντο με κάποιες μικρές ή μεγαλύτερες παραλλαγές. Θα αποπειραθούμε να δώσουμε μια σύντομη περιγραφή σε μια χαρακτηριστική περίπτωση που αφορά στην περιοχή του κεντρικού Πόντου.
 Μετά τη συγκατάθεση των γονέων στο γάμο, ορίζεται η ημερομηνία του αρραβώνα. Μεταξύ αρραβώνα και γάμου δίνονται στη νύφη δώρα με την ευκαιρία σημαντικών χριστιανικών εορτών που τυχόν παρεμβάλλονται μέχρι το γάμο. Τέσσερις ημέρες πριν από το γάμο γίνεται το λογόπαρμα: οι γονείς και ο κουμπάρος πηγαίνουν στο σπίτι της νύφης με τον ιερέα και στενούς συγγενείς δηλώνοντας ότι έρχονται «να παραλάβουν τη νύφη». Δίνουν ένα συμβολικό χρηματικό ποσό στους γονείς της νύφης (συνήθως 50 γρόσια), που θεωρείται το «δικαίωμα του γάλακτος». Κατόπιν κάνουν πρόποση υπέρ των μελλονύμφων και επιστρέφουν. 
Την Παρασκευή (δύο ημέρες πριν από το γάμο) οι γονείς της νύφης αναθέτουν σε μια γυναίκα, τη λαλήτρα, να καλέσει στο γάμο τους συγγενείς, φίλους και λοιπούς. Πρόκειται εδώ για μια πανάρχαια επιβίωση της προϊστορικής φάσης της μητριαρχίας (γυναικοκρατίας) στην περιοχή του Πόντου. (Ειδικά στον Πόντο κατά τη διαδικασία του γάμου έχουμε και άλλα ενδιαφέροντα κατάλοιπα της μητριαρχίας: στην περιοχή της Κερασούντας, π.χ., στην πομπή της νύφης  προς την εκκλησία προπορεύεται μια γριά κρατώντας λαμπάδα, που την αποκαλούν παραμάνα ή παρανύφισσα. Πρόκειται για τη σύγχρονη μορφή πανάρχαιου τελετουργικού, όπου η γριά παριστάνει την εκπρόσωπο του μητρικού γένους. Άλλη περίπτωση είναι αυτή της Αμισού, όπου ο γαμπρός, κινούμενος έφιππος προς το σπίτι της νύφης, συνοδεύεται από έφιππες γυναίκες και παρθένες πεπλοφορούσες, τις παρανυφάδες κ.λπ.).
 Όσοι προσέρχονται δίνουν γαμήλια δώρα, ενώ ο χορός, το γλέντι και το τραγούδι κυριαρχούν σε κάθε περίπτωση. Το απόγευμα του Σαββάτου γίνεται η ανταλλαγή των δαχτυλιδιών για να επιβεβαιωθεί ο αρραβώνας, αφού πριν έρχεται στη νύφη δώρο από το γαμπρό, που το μεταφέρει ο ιερέας με τον παράνυμφο - συνήθως χρυσός ή ασημένιος σταυρός ή χρυσό νόμισμα. 
Παράλληλα, γίνεται το πλέξιμον, όπου οι φίλες της νύφης της ετοιμάζουν την κόμμωση για το γάμο. Το πρωί της Κυριακής οι δύο νεόνυμφοι φορούν τα ρούχα του γάμου, που έχουν σταλεί για τον καθένα από τους γονείς του άλλου και ετοιμάζονται για την τελετή. Στο σπίτι του γαμπρού χορεύεται κυκλικός χορός, όπου συμμετέχουν όλοι όσοι είναι παρόντες και στη μέση του παρίσταται ο γαμπρός. 
Στη συνέχεια, έχουμε το νυφέπαρμαν, δηλαδή την παραλαβή της νύφης με μεγαλόπρεπη πομπή, της οποίας ηγείται ο γαμπρός. Πρόκειται για το πανηγυρικότερο και εορταστικότερο μέρος της διαδικασίας του γάμου. Είναι δε πιο πλούσιο σε εκδηλώσεις όταν οι μελλόνυμφοι είναι νέοι και ευέλπιδες για μια νέα ζωή, γι' αυτό και το στοιχείο αυτό απουσιάζει από τους γάμους ηλικιωμένων ή αυτών που έρχονται σε δεύτερο ή τρίτο γάμο. Η πομπή, στη συνέχεια, μεγαλώνει και με τους συγγενείς της νύφης και κατευθύνεται προς την εκκλησία. Μετά τη στέψη πηγαίνουν όλοι στο σπίτι του γαμπρού, απ’ όπου προβάλλει γυναίκα συγγενής του και ραίνει τους νεονύμφους με ρύζι και ζαχαρωτά, σύμβολα «ευδαίμονος και γλυκυτάτου βίου». Η νύφη εισέρχεται στο σπίτι με το δεξί, για να είναι αίσια η είσοδός της στη νέα της ζωή. Την ασπάζεται η πεθερά και την οδηγεί στο δωμάτιο του ζεύγους. Ακολουθεί το τραπέζι του γάμου, το γαμοστόλιον, όπου συμμετέχει όλη η συνοδεία. 
Στη συνέχεια, ανοίγεται ο νυμφώνας και υπό τους ήχους των μουσικών οργάνων η νύφη προσφέρει στον καθένα κρασί και ταυτόχρονα όλοι οι καλεσμένοι της δίνουν δώρα. Είναι το χαρ’ ή χάρισμαν. Από τη στιγμή εκείνη ο χορός και το γλέντι συνεχίζονται αδιάκοπα μέχρι τα μεσάνυχτα, οπότε έχουμε το θύμισμα της νύφης. Πρόκειται για ένα σιγανό χορό όπου τραγουδούν όλοι γλυκά, στον οποίο, κρατώντας σε κάποιες περιπτώσεις και αναμμένα κεριά, μετέχουν μόνο οι νεόνυμφοι, με τους στενούς συγγενείς και τον κουμπάρο. Μετά από τρεις γύρους κι ενώ η νύφη βρίσκεται μεταξύ του γαμπρού και των γονέων της, διαλύεται ο χορός, μοιράζονται κεριά στους ξένους και διαλύονται όλοι.
 Σε πολλές περιπτώσεις το γλέντι συνεχίζεται μέχρι την επόμενη ημέρα, οπότε έχουμε το κοτσαγγέλ’, ένα λεβέντικο χορό, όπου όλοι οι χορευτές μαζί με τους νεονύμφους, με τη συνοδεία των μουσικών οργάνων, σχηματίζουν μια αλυσίδα που περνά από όλα τα συγγενικά σπίτια, όπου δέχονται κεράσματα, ενώ συχνά περνά από όλα τα σπίτια του χωριού, δημιουργώντας την εικόνα ότι όλη η μικρή κοινωνία του χωριού συμμετέχει στο κοινωνικό γεγονός. 
Αργά το απόγευμα επιστρέφουν στο σπίτι του  γαμπρού και κατόπιν, αφού δώσουν και πάλι ευχές, αποχωρούν. Την Τρίτη το απόγευμα η νύφη, χωρίς να μιλά πλέον, προσφέρει στα μέλη της νέας της οικογένειας και παίρνει δώρα από αυτά και στη συνέχεια δείχνει τα δώρα που έλαβε. Την επόμενη Κυριακή το νέο ζεύγος προσκαλείται στο σπίτι των γονέων της νύφης, όπου μένει για λίγες ημέρες μέχρι μία εβδομάδα.
 Η είσοδος της νέας στην ξένη οικογένεια σημαίνει την απώλεια της ανέμελης ζωής και της θαλπωρής του πατρικού σπιτιού, σημαίνει σκληρές συνθήκες διαβίωσης, χωρίς δικαίωμα έκφρασης γνώμης. Τώρα η θέση της καθορίζεται σύμφωνα με τη θεσμοθετημένη ιεραρχία της οικογένειας του συζύγου της, που την τοποθετεί στο χαμηλότερο σκαλοπάτι, μέχρις ότου η οικογένεια αποκτήσει νέα νύφη. Γενικά, η ένταξη σε μια νέα οικογένεια σημαίνει για τη γυναίκα μια σκληρή δοκιμασία, για την οποία την έχουν ήδη προετοιμάσει οι γονείς της παρακινώντας τη σχετικά να τιμά τους γονείς του μέλλοντος συζύγου της.
 Ακραία έκφραση του σεβασμού της νύφης προς τον πεθερό της αποτελεί το γνωστό ως «στύμνωμαν» ή «μαχ’», που στερεί από τη νύφη το δικαίωμα να απευθύνεται στον πεθερό της, αλλά ακόμη και της επιβάλλει να μιλά χαμηλόφωνα στους υπόλοιπους για να μην ακούγεται η φωνή της από εκείνον. Έχει δε επιπλέον την υποχρέωση του χειροφιλήματος όχι μόνο του αρχηγού, αλλά και των υπόλοιπων αρρένων μελών της οικογένειας, της μητέρας και των αδελφών του συζύγου της, καθώς και των πλησιέστερων συγγενών σε περίπτωση που τους προσφέρει κάτι. 
Ενδιαφέρον έχουν οι προσφωνήσεις των διαφόρων μελών της ποντιακής οικογένειας. Η νύφη υποχρεώνεται να προσφωνεί τα άρρενα μέλη της οικογένειας «αφέντα» («αφέντη» στις πόλεις), ενώ τα θήλεα μέλη «κύρα» και «κυρά». Άμεσα με το όνομά τους καλεί μόνο τις νεότερές της νύφες της οικογένειας και τα παιδιά. 
Ο μεγαλύτερος αδελφός προσφωνείται από τα υπόλοιπα αδέλφια του «πασάς» και, αντίστοιχα, η μεγαλύτερη αδελφή «πατσή».
 Η γυναίκα που αναφέρεται στο σύζυγό της σε συζήτηση με μέλη της οικογένειας δεν αναφέρει ποτέ το όνομά του, αλλά μνημονεύει τη συγγενική σχέση του συνομιλητή προς το σύζυγό της (π.χ. στην πεθερά της τον αναφέρει ως «ο γυιός σ’», στον κουνιάδο της «ο αδελφός σ’» κ.ο.κ.). 
Αλλά και ενώπιον των ξένων προσώπων δεν αναφέρει το όνομα του συζύγου της, αποκαλώντας τον «εκείνος». Ούτε, όμως, και στις απευθείας συνομιλίες τους η γυναίκα αναφέρει το όνομα του συζύγου της. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει τυποποιημένος όρος, η κάθε γυναίκα βρίσκει όποια προσφώνηση θεωρεί η ίδια πρόσφορη.
 Έτσι, π.χ., τον αποκαλεί «νέπε» ή «ερίφ’», «άνδρα» (με την έννοια, όχι φυσικά του συζύγου, αλλά του άρρενος) ή «άγουρε» (με την έννοια γενικά του «αρσενικού») ή με την επαγγελματική του ιδιότητα: «δέσκαλε» («δάσκαλε»), «μάστορα» ή, ακόμη, και με το επώνυμό του.

  Η θέση της γυναίκας
 Η εικόνα της ελληνικής ποντιακής οικογένειας κυρίως στην ύπαιθρο ίσως να φαίνεται εξαιρετικά σκληρή κρινόμενη σύμφωνα με τα σύγχρονα κοινωνικά πρότυπα, ιδιαίτερα σε ό,τι έχει σχέση με τη θέση της γυναίκας σ’ αυτή. Αυτή 
 όμως, η θεώρηση θα ήταν άδικη αν δεν συνυπολογιστούν και άλλες παράμετροι της ζωής των Ελλήνων του Πόντου. Το μοντέλο της ποντιακής οικογενειακής οργάνωσης, με τη συσπείρωση και συμβίωση τριών ή ακόμη και τεσσάρων γενεών κάτω από την ίδια στέγη, υπαγορεύεται από την ανάγκη της ίδιας της επιβίωσης του τουρκοκρατούμενου ποντιακού ελληνισμού.
 Η συσπείρωση, όμως, αυτή απαιτεί σκληρή πειθαρχία με συγκεκριμένους κανόνες και διακριτούς ρόλους για κάθε μέλος της οικογένειας. Στις συνθήκες αυτές, όπου ο ποντιακός ελληνισμός επιβίωσε μέσα από οριακές σε πολλές περιπτώσεις καταστάσεις, είναι φυσικό η γνώση και η πείρα των γεροντότερων να παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιβίωσή του. Εκτός όμως από αυτή τη μέχρι σκληρότητας πειθαρχημένη συνοχή, βασικά χαρακτηριστικά της συμβίωσης των μελών της ποντιακής οικογένειας είναι η αλληλεγγύη, η στοργή και η αλληλοεκτίμηση.
 Παρά το γεγονός ότι η διαβίωση της, νέας κυρίως, γυναίκας στο πλαίσιο της ποντιακής οικογένειας ούτως ή άλλως είναι σκληρή, θα πρέπει να τονιστεί καταρχάς ότι το γεγονός αυτό έχει γενική ισχύ τόσο στην ύπαιθρο όσο και στις πόλεις και μάλιστα χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών τάξεων.
 Η ιεράρχηση, άλλωστε, και η διαβάθμιση περιορισμών και δικαιωμάτων, όπως ήδη έχει τονιστεί, ισχύει και στην περίπτωση των αρρένων μελών της οικογένειας.
 Θα άξιζε, όμως, σίγουρα αλλά και θα ήταν πιο δίκαιη μια μικρή μόνο σύγκριση της θέσης της Ελληνίδας γυναίκας με αυτή της Τούρκισσας.
 Από τα επιμέρους στοιχεία προκύπτει σαφής και τεράστια διαφορά υπέρ της πρώτης. Τα πράγματα για την Τούρκισσα γυναίκα δεν είναι καθόλου ευνοϊκά. Το αντίθετο μάλιστα: το ίδιο το ισλαμικό δίκαιο αναγνωρίζει την ανδρική υπεροχή. Κατά το κοράνι, «οι άνδρες είναι κατά πολύ ανώτεροι των γυναικών» και, κατά συνέπεια, δικαιούνται «να τις εξουσιάζουν». Κατά τον προφήτη του Ισλάμ, η γυναίκα είναι «λειψή στα λογικά» και «κακιά από τη φύση της, σατανάς, αίτιο διχοστασίας και μηχανορραφιών, είναι γρουσούζα, ύπουλη και απατεών», συμπεραίνοντας ότι «δεν υπάρχει καλή γυναίκα» και πως όλες του είναι του ίδιου φυράματος. 
Το ιδεολογικό, λοιπόν, πλαίσιο που καθορίζει τη θέση της Τούρκισσας γυναίκας είναι δεδομένο. Αυτονόητες συνέπειες είναι τα μονόπλευρα δικαιώματα υπέρ του άνδρα (πολυγαμία, λύση του γάμου απλώς με τη ρήση 3 φορές από το σύζυγο της φράσης «σε χωρίζω», υποχρέωση της γυναίκας να κρύβει το πρόσωπό της, η πλήρης απουσία κοινωνικής ζωής και κάθε είδους ψυχαγωγίας - στις γυναίκες απαγορεύεται να χορεύουν δημόσια και σ’ αυτό εν πολλοίς οφείλεται η έλλειψη δικών τους φολκλορικών χορών). Όλα αυτά, που αναφέρονται στην Τούρκισσα γυναίκα, αντιπαρατιθέμενα με τη σκληρότητα οπωσδήποτε της καθημερινής ζωής της Ελληνίδας γυναίκας από τον Πόντο, ασφαλώς κατατάσσουν την πρώτη σε πολύ χειρότερη θέση.
 Η σύγκριση αυτή επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τη θέση της Τούρκισσας, αν συνυπολογιστούν οι αμέτρητες γιορτές με τα συνεχή πανηγύρια (βασικές κοινωνικές εκδηλώσεις των Ελλήνων του Πόντου, όπου κυρίως γνωρίζονται και ερωτεύονται οι νέοι και γενικά συναναστρέφονται οι άνθρωποι), οι χοροί και τα γλέντια, που σε πολλές περιπτώσεις διαρκούν  μέχρι τις πρωινές ώρες, στα οποία συμμετέχουν οι Πόντιες γυναίκες κάθε ηλικίας. Οι εκδηλώσεις αυτές γλυκαίνουν τη ζωή τους με πινελιές χαράς, τη μαγεία των οποίων εμείς οι νεότεροι μπορούμε να φανταστούμε μόνο, βλέποντας το πάθος για χορό και τραγούδι των υπέργηρων σημερινών Ποντίων γυναικών, που σιγά - σιγά φεύγουν από τη ζωή.

ΑΝΤΩΝΗ Υ. ΠΑΥΛΙΔΗ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ
 «ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΝΤΟΥ» ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 24
"ΤΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ (1900-1914) και η ιδεολογική κυριαρχία των Ελλήνων στον Πόντο"
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah