Τα σκάνδαλα όμως δεν έπαυσαν. «Αλλά και μεταξύ των
Σανταίων επήγασαν διαιρέσεις και διχοστασίαι, λέει ο πρώτος ιστοριογράφος της
Σαντάς και αι ενορίαι εδιχάσθησαν εις δύο αντιπάλους φατρίας, την μεν υπέρ της
αρχιεπισκοπής, ήν απετέλουν αι ενορίαι Τερζάντων, Κοσλαράντων, Πινατάντων και
μέρος της ενορίας Ισχανάντων, την δε κατ' αυτής αποτελουμένην εκ των ενοριών
Ισχανάντων, Ζουρνατζάντων και Πιστοφάντων.
τέλος 2ου μέρους
Και αναγκάσθηκε ο Πατριάρχης Σωφρόνιος στις 27.6.1866
να γράψει στον ηγούμενο της Σουμελά, «όπως παύσωσι παρέχοντες σκάνδαλα και
υποκινούντες τους ειρημένους της κωμοπόλεως Σαντά εναντίον του αρχιερέως αυτών
εάν και μετά την ανοχήν ταύτην της εκκλησίας πληροφορηθώμεν εκ νέου ότι ο
ρηθείς ουκ επαύσατο των ιδιοτελών αυτού σκοπών και ενεργειών, ου μόνον απόβλητος εκ της μονής γενήσεται, αλλά και την πρέπουσαν αυτώ τιμωρίαν υποστήσεται μεθ’
όλης της αυστηρότητος».
Έδρα της μητροπόλεως, συνεχίζει ο Φ. Χειμωνίδης, ήτο η
Λιβερά, κατά τα δύο πρώτα έτη ο Γεννάδιος δεν ετόλμησε να επισκεφθεί την
Σαντάν, διότι οι αντίπαλοι διεβίβασαν αυτώ απειλάς, ότι θα τον εκακοποίουν εάν
επάτει το χώμα της πατρίδος των. Το τρίτον όμως έτος, μεσούντος του Αυγούστου,
οι θιασώται της μητροπόλεως επωφελούμενοι της υφέσεως την οποίαν έλαβεν ο
ερεθισμός της αντιπάλου μερίδος και ελπίζοντες ότι δια της προσωπικής
παρουσίας του αρχιερέως ήθελεν εκλείψει η κατ' αυτού πρόληψις και το άλογον
μίσος, προσεκάλεσαν αυτόν εις Σαντάν. Ο αρχιερεύς μετά χαράς εδέχθη την
πρόσκλησιν των φίλων του και ήλθε πρώτον εις την ενορίαν Τερζάντων όπου και
ιερούργησε.
Τούτο παρώργισε τους αντιπάλους των οποίων αρχηγοί
ήσαν ο Αθανάσιος Αμιράς μουχτάρης Ισχανάντων και ο Ιωάννης Μαρούφ, μουχτάρης
Πιστοφάντων, φοβούμενοι μήπως προσηλυτισθεί το πλήθος και υπερισχύσει το
αντίθετον κόμμα και τοιουτοτρόπως εγκατασταθεί μονίμως ο άρχιερεύς, συνεκάλεσαν
συνέδριον και συνεσκέφθησαν περί του τρόπου της εξώσεως αυτού εκ της χώρας. Όθεν ότε μετά τινας ημέρας προσεκλήθη υπό του Μουρτεζέ ίνα ιερουργήσει εν τη
ενορία Πινατάντων, οι ειρημένοι κομματάρχαι συλλέξαντες περί εαυτούς τριάκοντα
εκ των μάλα αφοσιωμένων εις αυτούς οπαδών, το εσπέρας του Σαββάτου, έστησαν
σκηνή άνωθεν της ενορίας Πινατάντων παρά το παρεκλήσιον του Αγίου Γεωργίου, έχοντες απόφασιν να κακοποιήσουν τον αρχιερέα όταν θα μετέβαινε εις την
εκλησίαν.
Καθ’ όλην την διάρκειαν της νυκτός ήσαν παραδεδομένοι εις κραιπάλην και ευωχίαν, περί δε την αυγήν ότε ο καιρός της εκλησίας ήτο εγγύς, έστειλαν τρείς κατασκόπους, οι οποίοι εκρύβησαν εντός των θάμνων πλησίον της εκκλησίας έχοντες εντολήν να αναγγείλωσι την άφιξιν του αρχιερέως δια τριών πυροβολισμών. Τώ όντι μόλις ο αρχιερεύς εξήλθεν εκ της οικίας του Μουρτεζέ εν η την εσπέραν εκείνην εξενίζετο, και το σύνθημα ανήγγειλε τούτο.
Καθ’ όλην την διάρκειαν της νυκτός ήσαν παραδεδομένοι εις κραιπάλην και ευωχίαν, περί δε την αυγήν ότε ο καιρός της εκλησίας ήτο εγγύς, έστειλαν τρείς κατασκόπους, οι οποίοι εκρύβησαν εντός των θάμνων πλησίον της εκκλησίας έχοντες εντολήν να αναγγείλωσι την άφιξιν του αρχιερέως δια τριών πυροβολισμών. Τώ όντι μόλις ο αρχιερεύς εξήλθεν εκ της οικίας του Μουρτεζέ εν η την εσπέραν εκείνην εξενίζετο, και το σύνθημα ανήγγειλε τούτο.
Ο αρχιερεύς επτοημένος εζήτησε παρά του Μουρτεζέ
εξήγησιν του ακαίρου τούτου πυροβολισμού, ούτος δε καίτοι υποπτευθείς την
τεκταινομένην σκευωρίαν προσεπάθησε να καθησυχάσει αυτόν, αποδώσας το πράγμα
εις την συνήθειαν των Σανταίων να πυροβολούν οσάκις ευθυμούσιν. Αλλά μετ’
ολίγον ηκούσθησαν επανειλημμένοι πυροβολισμοί και αι φωναί του επερχομένου πλήθους,
ο δε αρχιερεύς εννοήσας καλώς περί τίνος επρόκειτο, έσπευσε κατά σύστασιν του
Μουρτεζέ να καταφύγει εις την ενορίαν Τερζάντων, αφορίζων και αναθεματίζων τον
ασεβή και αθεόφοβον τούτον λαόν και αμέσως ητοιμάσθη να αναχωρήσει εις
Λιβεράν, παρά την γνώμην των οπαδών αυτού, συνιστώντων επιμονήν και υπομονήν.
Επειδή δε εφοβείτο μήπως φεύγοντα τον καταδιώξει το πλήθος, παρεκάλεσε τον εκ
των εφημερίων της ενορίας Τερζάντων Παπα- Γεώργιον Ξυμύτ’ και άλλους τινάς εκ
των ανδρειοτέρων κατοίκων να συνοδεύσωσι αυτών μέχρις ου εξέλθη εκ των ορίων
της χώρας και ούτως έφυγε με την ελπίδα όμως να επανέλθη, των οπαδών
αυτού υποσχεθέντων να λάβωσι προς τούτο τα κατάλληλα μέτρα.
Τούτο γενομένου, οι διενεργήσαντες την απέλασιν του
αρχιερέως επέστρεψαν ικανοποιημένοι, ίνα συνεχίσωσι την κραιπάλην, γινομένην
δαπάναις της ιεράς μονής Σουμελά, έχοντες αναπεπαυμένην την συνείδησιν ότι
πιστώς εξετέλεσαν το ανατεθέν αυτοίς έργον. Την πράξιν των
Σανταίων ως ήτο επόμενον, επευφήμησαν γηθοσύνως (σ.σ. με χαρά) οι εν Σουμελά και ταις άλλαις
μοναίς πατέρες, οι δε πρώτοι (της Σουμελά) και γράμματα ευχετικά έστειλαν
εξαίροντες το χριστιανικόν αυτόν φρόνημα και επικαλούμενοι την χάριν της
Παναγίας επ’ αυτών, διότι απεδίωξαν τον λυμεώνα των πολυπαθών εξαρχιών.
Έν τούτοις οι θιασώται της αρχιεπισκοπής δεν
απηλπίσθησαν, αλλά πάντα λίθον εκίνουν όπως διαφωτίσωσι το πλήθος περί των
αληθών συμφερόντων του και το κόμμα αυτών εθεωρήθη ισχυρόν όταν δια των
ενεργειών του Παπα-Χαραλάμπους Μερτζάν μετέστη εις αυτό ο Ιωάννης Κύρτογλης,
υιός του εν τη Ιστορία της Σαντάς γνωστού Χαραλάμπους Κούρτου. Όθεν το επιόν
έτος έγραψαν πάλιν και προσεκάλεσαν τον αρχιερέα διαβεβαιώσαντες αυτόν ότι το
μεγαλύτερον μέρος των κατοίκων ήτο υπέρ αυτού. Εις ταύτα πεισθείς ο Γεννάδιος
ανεχώρησεν εκ Λιβεράς και ήλθεν εις Τάσκιοπρι, όπου ήτο ο Κύρτογλης, εκείθεν δε
απέστειλε γράμματα εις τους φίλους του αγγέλων την έλευσίν του.
Προς την είδησιν αυτήν οι κομματάρχαι εξαγριούνται,
και προσκαλέσαντες άνδρας τυφλώς υπακούοντας εις αυτούς άγουσιν εναντίον του
αρχιερέως. Ότε δε έφθασαν εις Γεφυροπόδ’ οι μεν οπλίται έμειναν εκεί
αναμένοντες διαταγάς των αρχηγών, ούτοι δε εν οίς και ο Τζιλιγκιάρ ανέβησαν εις
Τάσκιοπρι, ίνα βολιδοσκοπήσωσι τας ενέργειας των αντιπάλων των.
Αφού δε είδον ότι τα πάντα ήσαν εν ησυχία, ο μεν
Αμιράς και ο Μαρούφ επέστρεψαν εις Γεφυροπόδ’, ο δε Τζιλιγκιάρ εισήλθεν εις
την οικίαν του Κύρτογλη, εν τη οποία εξενίζετο ο αρχιερεύς και συνωμίλει μετ’
αυτού. Δεν παρήλθεν όμως πολύς χρόνος και ολόκληρος η αγορά επληρώθη θορύβου
και η κλαγγή των όπλων συνενωθείσα μετά των φωνών του ταραχώδους πλήθους έκαμε
τον αρχιερέα να τρέμη, διότι ηννόησεν εις ποίαν ενέπεσεν ενέδραν και εν τη
αμηχανία του ικέτευε τον Τζιλιγκιάρ να τον σώση. Έντρομος κατέρχεται τας
βαθμίδας της κλίμακος βοηθούμενος υπό του Τζιλιγκιάρ, ιππεύει και φεύγει δρομαίως,
καταδιωκόμενος υπό του πλήθους. Ότε δε έφθασεν εις μικρόν ύψωμα όπερ έμελλε να
αποκρύψη αυτόν από του πλήθους, ενώ ακόμη ηκούετο η διάταρος φωνή του Μαρούφ
«Εφτάστια τον, σκοτώστια τον» στρέφεται προς αυτό και το ευλογεί διότι ουκ οίδε
τι ποιεί και αναχωρεί οριστικώς εκ Σαντάς μεταβαίνων εις Αργυρούπολιν μετά του
Ιωάννου Κύρτογλου, ίνα καταγγείλωσι τους πρωτουργούς του κινήματος, οι δε
Σανταίοι επέστρεψαν με λύρας, τύμπανα και αυλούς, πανηγυρίσαντες μεγαλοπρεπώς
την έξωσιν αυτού εκ της χώρας.
Αργυρούπολη 1932- Gümüşhane |
Εν τούτοις εγνώσθη εν Σουμελά ότι ο Γεννάδιος
κατήγγειλε τους Σανταίους εις Αργυρούπολιν και φοβούμενοι μήπως η εξουσία
επεμβαίνουσα διαταράξη τα σχέδια αυτών απέστειλλαν εις τον Αμιράν 2.000 γρόσια
ίνα δωροδοκήση τον πασάν και τον διαθέση υπέρ αύτών. Τούτου ένεκα αυτός μετά του Μαρούφ, συνοδευόμενοι μετά πολλού πλήθους
ήλθον εις Αργυρούπολιν και απελογήθησαν ενώπιον του πασά παραπονηθέντες ότι δεν
δύνανται εκ της πτωχείας των να συντηρήσουν αρχιερέα. Εύρον δε κατάλληλον
ευκαιρίαν να εγχειρίσωσιν εις αυτόν 1800 γρόσια (18 λίρας), όστις δια τούτο
στραφείς προς τον λαόν, ηρώτησεν αν ήθελε τον αρχιερέα. Όχι, εφώναξαν
όλοι. Τρις επανέλαβεν ο πασάς την αυτήν ερώτησιν και τρις η αυτή
απάντησις εδόθη υπό του πλήθους, μεθ’ ο εκρίθη άδικος ο άρχιερεύς και ηθωώθησαν
οι κατηγορούμενοι. Τότε ο αρχιερεύς τηλεγραφικώς παρεπονήθη εις τον βαλήν
ότι ο πασάς μεροληπτεί, συνεπεία δε τούτου ο βαλής διέταξε τον πασά να
τον υπερασπισθή.
Ετηλεγράφησε τότε και ο πασάς ότι ο λαός κατέκλυσε το Σεράϊ (Διοικητήριον) και φωνάζει εναντίον του και ελήφθη δεύτερον τηλεγράφημα να μη πιεσθή ο λαός. Μεθ’ ο αθωούνται ολοτελώς οι Σανταίοι και επανακάμπτουν εις τα ίδια, ο δε Γεννάδιος ανεχώρησε περίλυπος εις Λιβεράν.
Ετηλεγράφησε τότε και ο πασάς ότι ο λαός κατέκλυσε το Σεράϊ (Διοικητήριον) και φωνάζει εναντίον του και ελήφθη δεύτερον τηλεγράφημα να μη πιεσθή ο λαός. Μεθ’ ο αθωούνται ολοτελώς οι Σανταίοι και επανακάμπτουν εις τα ίδια, ο δε Γεννάδιος ανεχώρησε περίλυπος εις Λιβεράν.
Εκ της στάσεως ταύτης των Σανταίων λαβούσαι θάρρος και
αι λοιπαί επαρχίαι έλαβον απειλητικωτέραν στάσιν εναντίον του αρχιερέως και
ηπειλούντο έκνομα και έκρυθμα εκθέτοντα το τε γένος και την εκκλησίαν, ένεκα
των οποίων αύτη (η Μ.Ε.) ηναγκάσθη να αποστείλη εξάρχους Χρύσανθόν τινα
αρχιμανδρίτην και τον Θεόδωρον Κυριακίδην, οι οποίοι εξετάσαντες εκ του
σύνεγγυς το πνεύμα των κατοίκων παρέστησαν εις την εκκλησίαν ασύμφωρον
την ύπαρξιν της αρχιεπισκοπής».
Το Πατριαρχείο διόρισε και άλλη επιτροπήν από τους
μητροπολίτες Κυζίκου Νικόδημο και Χίου Γρηγόριο που και αυτοί σύστησαν την κατάργηση. Τότε ο Γρηγόριος ο ΣΤ' ανεκάλεσε το Γεννάδιο και έγραψε στα μοναστήρια «όπως
αναλάβητε αύθις την εκκλησιαστικήν και πνευματικήν διακυβέρνησιν και προστασίαν
των ειρημένων χωρίων,όσα ανέκαθεν υπήρχον υποκείμενα τω ιερώ ύμών
μοναστηρίω"'».
Aγία Κυριακή- Ισχανάντων |
«Εκ των τότε απολυθέντων Πατριαρχικών γραμμάτων
παραθέτομεν απόσπασμα όπως καταδείξωμεν τα αίτια δια τα οποία ωρμήθη η Εκκλησία
εις την σύστασιν της αρχιεπισκοπής και τους όρους ύφ’ ους διέλυσαν αυτήν.
«Δηλοποιούμεν υμίν ότι η Εκκλησία εκ προνοίας αυτής
θεωρούσα χρέος απαραίτητον των ιερών αυτών Μονών, ίνα προς τη εκκλησιαστική
διοικήσει και τη κοσμική προστασία και τη πνευματική αυτών προστασία φροντίζωσι
περί της ηθικής προόδου και του φωτισμού των χριστιανών, μάλλον δ’ ειπείν επί
τούτω τω όρω ενέδωκεν και απεφήνατο την εις την προτέραν εξάρτησιν επανάκλησιν
αυτών, όπως δηλ. έκαστον μοναστήριον, αναλόγως των πόρων αυτού, συστήση και
συντηρή σχολεία κατάλληλα εν τοις χωρίοις προς εκπαίδευσιν της εγχωρίου
ομογενούς νεολαίας, όπερ ου μόνον συντελεί προς εύκλειαν των Μονών και
επαυξάνει την ευλάβειαν και την προς αυτάς συνδρομήν των χριστιανών, αλλά
θεωρείται και δίκαιον, άνθ’ ών και αύται απολαμβάνουσι δικαιωμάτων και άλλων
βοηθειών, δια ταύτα γράφοντες εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν τη υμών οσιότητι,
όπως γνωρίζοντες απαραίτητον υμών χρέος την παρ’ εκάστου ιερού μοναστηριού
προσπάθειαν υπέρ της εκπαιδεύσεως, συνεννοηθήτε μετά των προκρίτων και
συστήσητε εν τοις προσφορωτέροις και κεντρικωτέροις μέρεσι, όπου αν κοινώς
εγκριθή, σχολεία κατάλληλα αναλόγως των πόρων εκάστου μοναστηριού, όπερ οφείλει
συντηρεΐν αυτά δια μοναστηριακών εξόδων. Θέλετε δε καταβάλλει πάσαν φροντίδα
και επαγρύπνησιν υπέρ της καλής αυτών διεξαγωγής και καρποφορίας και της
χριστιανικής εκπαιδεύσεως και ηθικής προόδου των μαθητευομένων δι’ εκλογής
αξίων και ευσεβών διδασκάλων».
τέλος 2ου μέρους
1. Ο μετέπειτα πρώτος μητροπολίτης Γερβάσιος την
κατάργηση αποδίδει "εις την συστηματικήν αντίδρασιν των εν ταις ιεραίς
μοναίς ισχυόντων μοναχών και ενίων παλαιοκομματικών αρχόντων Τραπεζούντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου