Η επιστροφή των "Αργοναυτών" Μέρος 3ο

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Πλήθος τούρκικα καΐκια πολιόρκησαν το καράβι μας, από τα πλευρικά του. Οι καϊκτσήδες στη μέση της βάρκας τους είχαν μια φουφού αναμμένη κι απάνω στη φουφού ένα μεγάλο στρογγυλό τηγάνι γεμάτο λάδι, που έβραζε. Μέσ’ στο λάδι έριχναν φουχτιές- φουχτιές αλευρωμένο, φρέσκο γαύρο ( χαψία) και τον τηγάνιζαν με μαεστρία και μεράκι. Κι ύστερα τηγανισμένο και ζεστόν-ζεστόν τον σέρβιραν, συνοδευόμενο με ζεστό μαύρο ψωμί.
Οι πελάτες απ’ το καράβι κατέβαζαν, και σήμερα κατεβάζουν οι ταξιδευτάδες των νησιών του Βοσπόρου, ένα καλάθι με σκοινί, που είχαν βάλει μέσα μια "μπαγκανότα" όπως λέγανε το χάρτινο νόμισμά τους. Ο τούρκος βαρκάρης, ο θαλασσινός αυτός πρωτότυπος μάγειρας, έπαιρνε την μπαγκανότα, έβαζε τη μερίδα του γαύρου με το ψωμί κι ένα κρομμύδι κομμένο στα τέσσερα μέσ’ στο καλάθι, και ο πελάτης από πάνω ανέβαζε το καλάθι και έπαιρνε την μερίδα του.
Όποιος γεύτηκε τον τηγανισμένο τούτο χαψί με το μαύρο νόστιμο φρέσκο ψωμί δεν μπορεί να ξεχάσει την τούρκικη τούτη νοστιμιά. Έχουν κι αυτοί κάτι ωραίο, βρε αδελφέ.
Έτσι κι οι δικοί μας τίμησαν το πρωινό εκείνο, την πολίτικη γαστρονομική έφοδο των τούρκων καϊκτσήδων με πολλή προθυμία και όρεξη. Τα καλάθια ανεβοκατέβαιναν συνεχώς.
Σε λίγο, με το σαλπάρισμα, όλα τα μάτια έμεναν καρφωμένα στο θέαμα της Πόλης και δη της Αγιάς Σοφιάς, που χρόνια στη σκλαβιά, πρόγονοι, γονείς, φυλή, ζούσαν με την λατρεία τους και με το όνειρο του "Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι".
                                                                 
ΝΑ ΜΑΣ τώρα, που μπήκαμε και περνούμε τον Ελλήσποντο, τα Στενά. Χωριά ελληνικά, όμορφα, τόποι παραδεισένιοι, δεξιά κι αριστερά μας. Ποιον να ονοματίσεις, να πρωτοκοιτάξεις και ποιον να πρωτοθαυμάσεις! Στο κομμάτι τούτο της γης, Βόσπορο, Προποντίδα, Ελλήσποντο, λες η φύση έριξε όλη την ομορφιά της και δυστυχώς άφησε να την χαίρεται ο πιο άξεστος λαός. Κι ο Θεόφιλος ο αδελφός μου, που στο Φροντιστήριο στην Τραπεζούντα μόνο Ιστορία και Γεωγραφία κατόρθωνε να μάθει, βρήκε την ευκαιρία να μου κάνει επίδειξη των σχετικών του γνώσεων, χωρίς φόβο να συλληφθεί αμελέτητος ή απληροφόρητος γιατί όσα έλεγε τάλεγε σε μένα που άκουγα με απληστία, που δεν είχα καμιά γνώση ούτε Ιστορίας, ούτε Γεωγραφίας, μιας και δεν πρόφτασα να διδαχτώ ακόμη τίποτε σχετικό, γιατί δεν φοίτησα ακόμη ούτε στο Δημοτικό. Όμως ο Φρίξος και η Έλλη και η ιστορία τους ήταν συγκινητική, και ο Θεόφιλος - είναι αλήθεια - από χαρακτήρα ήταν καλός αφηγητής, και διηγόταν με συγκίνηση και ζωντάνια ότι παραδοσιακό ή ιστορικό διηγόταν. 
Έτσι περάσαμε μέσ’ στην ομορφιά και την ανοιξιάτικη εκείνη πράσινη φαντασμαγορία και να που ξεπορτίζουμε πια απ’ τον Ελλήσποντο και ανοίγεται μπροστά μας το Αιγαίο, το αγαπημένο πέλαγος των Ελλήνων!
                                                                  
ΝΕΑ αναταραχή στους ταξιδευτήδες του καραβιού μας.
Μπαίνουμε πια σε ελληνική θάλασσα, ελληνικά νερά διασχίζει το πλοίο μας, ελληνικόν αέρα αναπνέουμε, ελληνικά βράζει το αίμα στις φλέβες μας.
Τ ι όμορφες τούτες οι ώρες της προσπέλασης προς την Ελλάδα!
Να! απέναντί μας ένα πλοίο έρχεται προς τον Ελλήσποντο απ’ το Αιγαίο. Έρχεται ασφαλώς από την Ελλάδα. Είναι ωραία η φιγούρα του, στον γαλανό ορίζοντα καθώς σκίζει τα γαλάζια νερά κι ο καπνός από την τσιμινιέρα του γράφει μια μαύρη γραμμή, ωραία, γραφική γραμμή, που θάθελες να είσαι ζωγράφος, θαλασσογράφος να την αποθανάτιζες.
Σε λίγο περνά δίπλα μας. Η ελληνική σημαία κυματίζει στην πρύμνη του. Η ευγενική γαλανόλευκη. Ευγενικά τα χρώματά της, η γαλάζια ελληνική θάλασσα κι ο κατάλευκος ουρανός της Ελλάδος, όμορφοι οι κυματισμοί της στο απαλοχάδι του Αιγαίου. Μαζί της κυματίζει κι η ψυχή των ελεύθερων πια τώρα, προ ολίγων σκλάβων, Ελλήνων, που γυρνούν στην πατρώα τους γη.
Για τούτο, εκείνο το βράδυ, εκείνη την νύχτα που επαναλήφθηκε κι η χορευτική μας εκδήλωση στην πρύμνη και στο κατάστρωμα του καραβιού μας, έγινε η πιο όμορφη, η πιο θερμή γιορτή που έκλεισε μέσα σ’ ένα θερμό ενθουσιασμό με το τραγούδι του Αβέρωφ, του θρυλικού μας Αβέρωφ, που σε τούτα τα νερά, κατατρόπωσε τον τουρκικό στόλο ακόμα προχτές, στους Βαλκανικούς πολέμους.
Στην αρχή μερικοί, κι ύστερα όλος ο κόσμος, γέροι, γριές, άντρες και γυναίκες, νεαροί και κοπέλες, πλήρωμα και καπετάνιος, με τρομερή, έτσι απροετοίμαστα, συγκίνηση, απρόοπτα έκλεισαν την γιορτή πάλι με το τραγούδι του Αβέρωφ.
Για δες ο Αβέρωφ πώς βροντά,
Τα κύματα πώς σκίζει,
Τα Δαρδανέλια, τα Στενά,
Τα κάστρα βομβαρδίζει.
Ε βίρα, βίρα, γεια σας Τα κατσαρά μαλλιά σας Ε βίρα να βιράρουμε, Την Πόλη για να πάρουμε...
Βαθιά μεσάνυχτα πια, και ησυχία βασιλεύει στο πλοίο. Όλος ο κόσμος γεμάτος χαρά και ενθουσιασμό κοιμάται βαθιά και γλυκά, γιατί τον νανουρίζει τώρα το λαφρύ Ελληνικό κύμα του αγαπημένου Αιγαίου, της θάλασσας των Ελλήνων, της θάλασσάς μας, της θάλασσας των προγόνων, που κάποτε την έσκισαν οι Αργοναύτες και σήμερα την σκίζουν οι απόγονοί τους, που επιστρέφουν στην πατρώα γη...                                                                       
ΕΙΝΑΙ πρωί, πολύ πρωί: σήμερα μπαίνομε σ’ έναν μεγάλο κόλπο και αντικρίζομε μία ωραία πολιτεία στο βάθος.
Το πλοίο σφυρίζει χαρούμενα. Αγκυροβολεί σε λίγο, σε μικρή σχετικά απόσταση από την προκυμαία της πολιτείας.
Είναι μια ωραία παραθαλάσσια πόλη, καθώς είναι χτισμένη αμφιθεατρικά, με ωραία διώροφα και τριώροφα σπίτια κατά μήκος της προκυμαίας της, που αρχίζει από ένα μεσαιωνικό ψηλό πύργο - τον Λευκό Πύργο, όπως τον λένε, καθώς μάθαμε αργότερα, ένα άσπρο κατασκεύασμα σαν ένα τεράστιο ποντιακό τσορτάν που ξεπηδάει ανάμεσα από λίγα πράσινα δέντρα - και φτάνει ως την άλλη άκρη, όπου είναι το εμπορικό λιμάνι της, με τις εγκαταστάσεις του, όπου ξεπροβάλλουν φουγάρα πλοίων, κατάρτια καραβιών και πανιά, μαούνες και βάρκες, ναυτικοί και ψαράδες και βαρκάρηδες.
Σ’ όλο το μήκος της παραλίας ένα είδος ηλεκτρικών τραίνων πηγαινοέρχονται· είναι τα λεγόμενα "τραμ". Μα και ένα παρδαλής αμφίεσης πλήθος κυκλοφορεί. Είναι Έλληνες, Εβραίοι και ελάχιστοι Τούρκοι, που δεν έφυγαν ακόμη για την Τουρκία τους.
Πίσω από τον παραλιακό δρόμο, πίσω από τα σπίτια, φαίνεται μια μαυρισμένη έκταση. Είναι το αποτέλεσμα μιας μεγάλης πυρκαγιάς, που αποτέφρωσε τούτο το τμήμα της πόλης, εδώ και λίγα χρόνια κι ακόμη μένει έτσι, όπως το άφησε η πυρκαγιά.
Οι πρόσφυγες του καραβιού, όπως στην Κωνσταντινούπολη, ανεβαίνουν στο κατάστρωμα, προσεχτικά όμως τώρα, και κοιτάζουν την όμορφη πολιτεία, που στέκει απέναντί τους λευκή και φωτεινή, καθώς την λούζει ο πρωινός ήλιος και την καλεί στη ζωή και στη δράση. Έχει όμως και κάποιο χρώμα ακόμη τουρκόπολης, γιατί δεν πέρασαν ακόμη πολλά χρόνια που λευτερώθηκε τον καιρό των Βαλκανικών πολέμων, ανήμερα του Άι-Δημήτρη, του πολιούχου της, και τώρα προσπαθεί να φτιαχτεί, να ξετινάξει από πάνω της το χρώμα και την ανάσα της τουρκοκρατίας, που την βάραινε τόσους αιώνες.
Είμαστε στη Θεσσαλονίκη, τη νύφη του Θερμαϊκού, τη φτωχομάνα Θεσσαλονίκη, την μεγαλούπολη της Μακεδονίας, πόχει το όνομα της Θεσσαλονίκης - της αδελφής του Μεγαλέξανδρου, του κοσμοπορθητή Μακεδόνα. Είναι η παραλία της κι είναι ο Λευκός Πύργος της.
Η χαρά του κόσμου είναι απερίγραπτη. Απέναντί μας η πρώτη Ελληνική πολιτεία που βλέπουμε. Είναι για μας τούτο μεγάλη στιγμή. Είναι μεγάλη στιγμή για τους ελεύθερους σήμερα, ραγιάδες του χτες, που βλέπουν μπροστά τους μια μεγάλη πόλη ελεύθερη της ελεύθερης πατρίδας.
Και μαντίλια ανεμίζουν και χέρια κουνιούνται και χαράς δάκρυα κυλούν και φωνές χαράς ακούγονται κι αγκαλιές ανοίγονται κι αγκαλιάσματα δίνουν και παίρνουν.
Είμαστε στη Θεσσαλονίκη, είμαστε στην Ελλάδα πια.
Στο κατάστρωμα βέβαια είμαστε κι εμείς, όλη η οικογένεια. Η καλομάνα μ’ ( η γιαγιά μου από πατέρα), η Ζωή, ο πατέρας μου ο Φωκίων, η μητέρα μου η Ευρύκλη, ο αδελφός μου ο Θεόφιλος, οι αδελφές μας η Μαρίκα κι η Ουρανία κι η παντρεμένη αδελφή η Κυριακή ή Κίτσα με το μωρό της, την Ιφιγένεια, που ήταν μεγαλύτερη από τις άλλες. Για όλους αυτούς μέχρι τώρα κάποια ευκαιρία μας δόθηκε να σας πω κάτι. Ήμασταν μια οικογένεια αγαπημένη, δεμένη και παραδοσιακά ενωμένη. Η Κίτσα, με το μωρό της, την Ιφιγένεια, ήταν μαζί μας. Ο Περικλής, ο άντρας της, έμεινε στο Κουταΐς, όπως αναφέραμε σε προηγούμενες σελίδες. Η μητέρα μου με κρατάει από το χέρι κι εγώ προσπαθώ, όπως όλοι, πατώντας στις μύτες των ποδαριών μου, να δω την πολιτεία κι όλο το θέαμα.

Σίμος Λιανίδης
Φιλόλογος










Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah