Η επιστροφή των "Αργοναυτών" Μέρος 2ο

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Σε κάμποση ώρα το πλοίο είναι πια βαθιά, μακριά από τον τούρκικο παράδεισο... των σφαγών, της εξορίας και των ατιμώσεων. Και τότε, ε τότε φέσια πολλά, φέσια που φορούσαν μέχρι προ ολίγου Έλληνες από τον φόβο του τζανταρμά, φέσια κόκκινα, φέσια μισητά, καταποντίζονται στη θάλασσα και τα συνοδεύουν οι κατάρες των γυναικών και η ανακούφιση των αντρών.
Να το φάει ο Εύξεινος βυθός να ξαλαφρώσει ο κόσμος απ’ το κόκκινο βάρος τους.
Γλιστράει τώρα πια ολοταχώς το πλοίο μ’ όση ταχύτητα μπορεί ν’ αναπτύξει ένα μικρό φορτηγό καράβι, πολυφορτωμένο και σκίζει τον Εύξεινο Πόντο, που σήμερα είναι ήσυχος, ήμερος, γαλήνιος κι όμορφος, ίσως για να δείξει κι αυτός την αγάπη του στον λαό, που χρόνια τον έπλευσε, τον τραγούδησε και σήμερα τον ευχαριστεί και δεν του ζητά παρά μόνο γαλήνη και ηρεμία να περάσει τούτες τις μέρες του ταξιδιού του ειρηνικά και ακίνδυνα.
Κι εκείνος ευγενικός, κι ας τον αποκαλούσαν κάποτε "Άξεινο Πόντο", όσες μέρες κι όσες νύχτες τον διασχίσαμε στάθηκε ειρηνικός, ήσυχος, ακύμαντος σαν λάδι και προστατευτικός στο μικρό συμπαθητικό καράβι και στο βασανισμένο ανθρωποφορτίο του. Τι θα γινόνταν αν τον έβρισκαν τα δυνατά μπουρίνια του της Μαύρης θάλασσας, αν ώρες και μέρες ανασκάλευαν τα έγκατά του βορεινοί Ρούσικοι αέρηδες;
Πολλές φορές, μα την αλήθεια, τα άψυχα είναι ευγενικά στους δυστυχείς. Έτσι και τώρα.
Το ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ είμαστε πια για καλά ελεύθεροι στην πελαγίσια απλοχωριά του πελάγου. Μερικοί ώριμοι άνδρες και μεσοκαιρίτες είναι συγκεντρωμένοι σε μια γωνιά του καταστρώματος και συζητούν σιωπηλά, σοβαρά και νηφάλια.
Οι Έλληνες της Διασποράς είτε στην Τουρκία ζούσαν, είτε στη Ρουσία, ή όπου αλλού, πάντα σ’ όλες τις εποχές ήσαν άνθρωποι της οργάνωσης και της ομαδικής κοινωνικής δραστηριότητας. Οι Κοινότητές τους ανθούσαν. Γνωστό κι από άλλες προσφορές τους στους ελληνικούς αγώνες, την προσφορά τους στον αγώνα του 21. Πόσους, και πόσα έδωσαν για τον ξεσηκωμό εκείνο!
Μπρος λοιπόν στα ζητήματα που πρόβαλαν και θα πρόβαλαν κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού, συνήλθαν οι "εμποροαστοί" να οργανωθούν και να πάρουν αποφάσεις.
Και τις πήραν.
Εκλέξαν μία τριμελή επιτροπή, "την Επιτροπή των Γερόντων", όπως την ονόμασαν. Κι αυτή πήρε σε συνέχεια τις δικές της σχετικές αποφάσεις που έθεσε υπ’ όψιν του καπετάνιου του πλοίου, για έγκριση. Ο καπετάνιος, όχι μόνο τις ενέκρινε αλλά και τους συνεχάρη κι αυτός κι όλοι όσοι πρόσφυγες ήταν στο καράβι. Αποφασίστηκε λοιπόν σχέδιο καθαριότητας στο πλοίο, στους κοινόχρηστους χώρους, στους χώρους διαμονής και όπου αλλού. Ιδρύθηκε ομάδα για βοήθεια σε περίπτωση τρικυμίας, αρρώστιας, ή άλλης ανάγκης, ομάδα νυχτερινής υπηρεσίας και ασφαλείας του πλοίου σε συνεργασία βέβαια με τον πλοίαρχο και το πλήρωμα. Θεσπίσθηκαν ώρες κοινής ησυχίας και άλλα.
Οι νέοι ζήτησαν μέσω της "Επιτροπής των Γερόντων", και ο πλοίαρχος ενέκρινε, να χρησιμοποιούν κατ’ αποκλειστικότητα κάθε βράδυ για διάφορες καλλιτεχνικές και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, μερικές ώρες το πίσω υψωμένο, σαν δωμάτιο, κατάστρωμα της πρύμνης που είχαν τότε όλα τα φορτηγά πλοία, και σχετικά συγκροτήσανε μουσική ομάδα μαντολινάτας με αρχηγό τον Σταύρο Βαφειάδη "τον Κωτσόν τον Σταύρην" όπως τον έλεγαν κοινώς, επειδή ήταν κουτσός ο καημένος, αλλά δεινός μαντολινίστας, και αποτέλεσαν την μαντολινάτα πολλοί νέοι που έπαιζαν και μαντολίνο και κιθάρες και ακορντεόν και μερικοί τραγουδούσαν ωραία.
Το πρώτο βράδυ που έγινε εκδήλωση, καθαρίστηκε το πίσω κατάστρωμα το υπερυψωμένο της πρύμνης. 
Τοποθετήθηκαν καθίσματα για τον πλοίαρχο, τα μέλη της Επιτροπής των Γερόντων και τα μέλη της ορχήστρας και ο χορός άνοιξε με ένα πεταχτό βιεννέζικο βαλς. Μετά ακολούθησαν άλλοι χοροί: "κρακαβιάκ", στέπ’ Λάμιλ’", "τάλι", κλπ. χοροί τους οποίους ξέρουν οι παλαιοί. Πολλοί από τους νέους ήσαν ήδη μαθητές σε σχολές χορού στο Βατούμ, στο Κουταΐς, στο Τιφλίς κλπ.
Στο κάτω μέρος του υπερυψωμένου καταστρώματος, στο κανονικό κατάστρωμα του πλοίου, οι νοσταλγοί ηλικιωμένοι Πόντιοι και Πόντιες "εγούρεψαν" (= στρώσανε) τον δικό τους παραδοσιακό ποντιακό χορό, με τον λυράρη - που στο πλοίο υπήρχαν τρεις τέτοιοι ανάμεσα στους ταξιδευτάδες πρόσφυγες - και έτσι συμπληρώθηκε η χορευτική λίστα..., άνωθεν και... κάτωθεν. Ήταν χάρμα και χαρά η βραδιά.
Ο πλοίαρχος ήταν ενθουσιασμένος κι ο κόσμος χαρούμενος.
Ευτυχώς στο καράβι μας δεν παρουσιάστηκε καμιά αρρώστια, σε αντίθεση με πολλά άλλα πλοία που μετέφεραν κι αυτά πρόσφυγες. Κι αυτό γιατί η Επιτροπή έκανε καλά τη δουλειά της κι ο λαός στάθηκε πειθαρχημένος και πρόθυμος στις εντολές που έπαιρνε.

Το καράβι κάθε βράδυ φωταγωγημένο με φροντίδα του ηλεκτρολόγου, λουσμένο σε φως και μουσική έπλεε σαν φωτεινό μουσικό μετέωρο μέσα στις νύχτες της πορείας του και νόμιζες πως ήταν το πλοίο της χαράς, και ήταν πραγματικά, κι ας μετέφερε ανθρώπους που έδερνε το αβέβαιο αύριο, μοναδική εξαίρεση, όσο ξέρουμε, στο πλήθος των πλοίων που μεταφέρανε πρόσφυγες. Σ’ όλα ενέσκηψαν αρρώστιες, πέθαναν πολλοί και ρίχτηκαν στη θάλασσα για τάφο. Εμείς ταξιδεύαμε έτσι "εν χορδαίς και οργάνοις", χοροίς και άσμασιν, και δεν ξέρω σε πόσες ώρες, σε πόσες μέρες, μπήκαμε στον Βόσπορο και αγκυροβόλησε το πλοίο μας απέναντι ακριβώς απ’ την Αγιά Σοφιά.
Το τι έγινε δεν περιγράφεται.
Όλο εκείνο το πλήθος των προσφύγων που κουβαλούσε ο καημένος ο  "ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ", το μικρό εκείνο φορτηγό καράβι μας, ξεχύθηκε ακαριαία στην πλευρά του καταστρώματος που έβλεπε προς την Αγία Σοφία, προς το ίνδαλμα του Έθνους, τον μαγνήτη των εθνικών παραδόσεων και ονείρων, που πάντα ήταν και είναι απείρως θερμότερα στις ψυχές των Ελλήνων της Διασποράς και ειδικά σήμερα στις ψυχές των Ποντίων, που αιώνες τώρα ζούσαν κάτω από τον ζυγό της δουλείας και πάντα τους θέρμαιναν οι εθνικές μνήμες και η λατρεία της Ελλάδος και των εθνικών παραδόσεων. 
Το καράβι, μικρό όπως ήταν και φορτωμένο, με το τωρινό στρίμωγμα των ανθρώπων στη μία του πλευρά, έγειρε επικίνδυνα και κινδύνευε να "μπατάρει", όπως λένε στη ναυτική γλώσσα. Μολαταύτα το πλήθος δεν μπορούσε να καταλάβει τον κίνδυνο. Πάντα το συναίσθημα πνίγει την λογική. Είναι νόμος αυτό και δεν μπορούσε στην παρούσα περίπτωση να ατονήσει. Τότε έξαλλος ο πλοίαρχος πετάχτηκε στην γέφυρα, άρπαξε το "χωνί", τον τηλεβόα, και βρυχήθηκε.
Ρεεεεε! θα μου βουλιάξετε το καράβι, γα ... την Παναγία σας. Έλαμψε η ελληνική υβριστική αβρότητα.
Παναΐα... Παναΐα! Θα καίει μας ο Θεόν, φώναξε το πλήθος και μαρμάρωσε.
Οι άντρες έμειναν αποσβολωμένοι, οι γυναίκες σταυροκοπιούνταν, οι γριές έκλαιγαν. Πώς μπορούσαν να πιστέψουν πως Έλληνας πλοίαρχος σε ελληνικό καράβι, χριστιανός, ήταν δυνατόν να υβρίζει έτσι βάναυσα τα θεία. Ούτε Τούρκος να ήταν!
Να γυρίσουμε πίσω στα μέρη μας, όπου ποτέ ούτε αλλόπιστος δεν τόλμησε να υβρίσει τα θεία μας, φώναζαν μερικοί εξαγριωμένοι.
Όμως ο πλοίαρχος διέταξε έναν ναύτη να ετοιμάσει την αντλία και την μάνικα, και εν ανάγκη να διαλύσει με νερολουσία όλο εκείνο το πλήθος και να το κλείσει έτσι βάναυσα και αντεθνικά πάλι στα σκοτεινά αμπάρια του καραβιού.
Ευτυχώς πρόφτασε η Επιτροπή, καθυσύχασε το πλήθος, κάλμαρε τον πλοίαρχο και ησυχία και γαλήνη επικράτησε τελικά. Όμως ούτε οι γριές, ούτε οι γυναίκες καλημέριζαν τον πλοίαρχο πια.
Ατός εν’ ο Αντίθεος, ντο λέγ’νε. Πώς να λέγομ’ ατον "καλημέρα". Η καλημέρα εν’ τη Θεού κι ατός εν’ αντίθεος, Αντίχριστος και Φαρμασώντ’ς.
Πού να ήξεραν οι καημένοι, οι αγνοί εκείνοι άνθρωποι, πως χρόνια και χρόνια, παντού της Ελλάδος και πάντα, οι βρισιές των θείων θα ήταν το ψωμοτύρι των Ελλήνων!
Ήταν τούτο το επεισόδιο ένα δυνατό χτύπημα, αποκαρδιωτικό, ένα ασυγχώρητο αμάρτημα, που τραυμάτισε την εθνική και θρησκευτική αγνότητα των ανθρώπων αυτών, που βρέθηκαν μπρος στην Αγιά Σοφιά, το ιερό όνειρο της φυλής, του αγνού Ελληνισμού της Διασποράς και της δουλείας.
Όλη την υπόλοιπη ημέρα, όλος ο λαός κοίταζε τον ναό μαργωμένος, αμίλητος και μελαγχολικός, και το βράδυ ενωρίς-ενωρίς χωρίς μουσικές και χορούς κούρνιασε στη γωνιά του.
Ο καημένος ο πλοίαρχος, ας τον πούμε συγκαταβατικά "καημένον", προσπάθησε να δικαιολογήσει στην "Επιτροπή των Γερόντων" το φέρσιμό του, επικαλούμενος την συνήθεια, την κακή βέβαια, οι νεοέλληνες να βρίζουν τα θεία ασυνείδητα και αβασάνιστα. Η Επιτροπή έδειξε βέβαια τάχα συγκατάβαση.
Την νύχτα που ακολούθησε διανυκτερεύσαμε εκεί στο ίδιο σημείο, απέναντι στην Αγιά Σοφιά, και το πρωί ετοιμαζόμασταν να αποπλεύσουμε για τον Ελλήσποντο.
Προτού καν ετοιμαστούμε για τον απόπλου, βρεθήκαμε πολιορκημένοι από έναν στολίσκο, θα λέγαμε, καϊκιών. Ήταν κάτι το απρόσμενο, όμως πολύ γραφικό, που εξακολουθεί να γίνεται μέχρι σήμερα στην Πόλη.


Σίμος Λιανίδης
Φιλόλογος









Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah