Για μια στιγμή σκύβει η μητέρα μου, με φιλεί στ’ άτακτα κατάμαυρα μαλλιά και μου λέγει.
Ρίζα μ’ Σιμωνάκη, έρθαμε, πουλί μ’, σην Ελλάδα, σην πατρίδαν εμουν. Τέρ’ το ελληνικόν την πολιτείαν ντ’ έμορφον εν’. Αδά θα ριζώνομε, αδά θα καρπίζωμε, αδά θα χτίζωμε αποτενί τα φωλέας εμουν.
Αμήν, Παναΐα, είπε και σταυροκοπήθηκε η καλομάνα μ’ η Ζωή, η γιαγιά μου, η μητέρα του πατέρα μου.
Εσύ, γιαβρί μ’, συνέχισε η μητέρα μου, αδά θα ντρανύντς, αδά θα ίνεσαι άγουρος. Εμείς, πουλόπο μ’, αδά θα είμες άμα η ψη έμουν θα εν’ εκεί ς σα μέρια ’μουν, σην Τραπεζούνταν, την Σαντάν. Εκεί, πουλί μ’ εν’ ο αδελφός ο Περικλής, το σκοτωμένον το γιαβρόπο, ο πατέρα μ’ κι η μάνα μ’.
Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Την πήρε ο λυγμός.
Κι ο πάπο σ’ ο Συμιώντς μουρμούρισε η καλομάνα μ’ η Ζωή. Εκεί ειν’ όλ’ τ’ εμετέρ’ πάπον προς πάπον. Εκεί ’ς σα κοιμτέρια μουν, χωρίς ποπάν, χωρίς κερίν. Λοι εμάς ’ς! βάι εμάς! έλεγε κι έκλαιγε.
Άμα ας εν’. Ντο λέγομε αοίκα το χάταλον. Ατώρα η ώρα τουν κι’ εν’. Είπε η μητέρα μου. Τέρ’, πουλόπο μ’, τέρ’ το έμορφον την πολιτείαν. Να λελεύω ’γω την Ελλάδα και τα πολιτείας ατς είπε για ν’ αλλάξει κουβέντα.
Η γιαγιά η Ζωή σκούπισε τα δακρυσμένα μάτια της.
Που εν’, γάρη, το καλόν το τσακέτο μ’, διέκοψε ο πατέρας μου. Εμείς η Επιτροπήν, (είχε εκλεγεί κι αυτός μέλος της), θα πάμε με τον καπιτάνον τη παπορί ’ς ση τρανούς εξ’ ’ς σην πολιτείαν. Κάτ’ θα συζητούμε.
Α τώρα, φέρω σ’ άτο, Εσέλεγω, είπε η μητέρα και κατέβηκε στ’ αμπάρι μας. Τον αποκαλούσε Εσέλεγω ( εσέν λέγω) για να μη τον πει με τ’ όνομά του, που εθεωρείτο αυτό ντροπή, σύμφωνα με τα ποντιακά έθιμα.
Εν’ έμορφον πολιτείαν η Θεσσαλονίκη, αγούρι μ’; μου είπε ο πατέρας μου, καθώς με χάιδευε στο κεφάλι.
Αδά θα κατηβάζ’νε μας, Φωκίων; ρώτησε η γιαγιά η Ζωή.
Για τ’ ατό θα πάμε η Επιτροπή με τον καπιτάνον τη παπορί’ ’ς ση τρανούς, σην πολιτείαν. Εκεί θα μαθάνομε ντο θα ίνουμες. Πού θα κονεύομε.
Εγροίξες, μάνα; είπε στη γιαγιά ο πατέρας μου.
Ορίστε, είπε η μητέρα μου, που ήρθε, και κράτησε το σακάκι να το φορέσει ο πατέρας μου.
Εκείνος το πήρε και πήγαινε προς την κατεβασμένη σκάλα του καραβιού, όσο τα άλλα μέλη της Επιτροπής άρχισαν να κατεβαίνουν για το μοτόρι, που κρατούσε κάτω και τους περίμενε, και καθώς πήγαινε προσπαθούσε να το φορέσει, όπως συνήθως κάνουν οι άντρες, σαν βιάζονται να φορέσουν το σακάκι ή το παλτό τους, πως βαδίζουν.
Ο κόσμος βέβαια, οι άνθρωποι της προσφυγιάς, δεν ήξεραν τι γίνεται και εξακολουθούσαν ν’ απολαμβάνουν το ωραίο θέαμα της πολιτείας.
Θα πέρασε και μια ώρα, οπόταν γύρισε το μοτόρι με τον καπετάνιο και την Επιτροπή. Ανέβηκαν στο καράβι. Ο καπετάνιος, γελαστός και σαν χαρούμενος, ανέβηκε στη γέφυρα, πήρε τον τηλεβόα, το χωνί, και είπε.
Καραμπουρνάκι |
Αγαπητοί πατριώτες, πρόσφυγες Έλληνες, σας παρακαλώ να προσέξετε σ’ αυτά που θα σας πούμε. Είχαμε εντολή από τους αρμόδιους να σας βγάλουμε κι εσάς, όπως όλους τους πρόσφυγες που φέρνουν τα καράβια, στο Καραμπουρνού, στην Καλαμαριά, στην Καραντίνα. Εκεί αποβιβάζονται με κάθε καραβιά, που φτάνουν, κι εκεί απομονώνονται για προστασία της πόλης της Θεσσαλονίκης, αλλά και των ιδίων, γιατί εκεί υπάρχει και ειδική περίθαλψη για επιδημίες και μεταδοτικές αρρώστιες. Όμως εμείς, η Επιτροπή σας κι εγώ, δεν δεχτήκαμε. Είπαμε.
Το καράβι μας είναι πεντακάθαρο. Δεν είχαμε και δεν έχουμε κανένα κρούσμα αρρώστιας κατά το ταξίδι μας κι όλα είναι εν τάξει καθαρά, τακτοποιημένα και υγιεινά. Αν θέλετε ελάτε στο καράβι να δείτε.
Δεν χρειάζεται να ’ρθούμε στο καράβι, αφού μας εγγυάται ο πλοίαρχος, είπαν, οι άρχοντες στην πολιτεία.
Ε τότε, απαιτούμε να μας πάτε αλλού, γιατί έτσι πρέπει. Δεν πρέπει να μας πάτε στην Καραντίνα της Καλαμαριάς, όπου, όπως μαθαίνουμε, θερίζει ο τύφος κι ο θάνατος.
Στην αρχή φέραν μικροαντιρρήσεις αλλά στο τέλος δέχτηκαν τις αντιρρήσεις μας και ενέκριναν.
Αποφασίστηκε λοιπόν να σας πάω πέρα εκεί στη Μίκρα, κοντά στο αεροδρόμιο, θα την δείτε, όπου υπάρχει ένα μεγάλο κτίριο, πεντακάθαρο και βολικό, όπου δεν υπάρχει κλίβανος, τύφος κι αρρώστιες και θάνατοι. Είστε τυχεροί, αγαπητοί πατριώτες. Θα ήταν έγκλημα να σας καταπιούν κι εσάς κλίβανοι και αρρώστιες και θάνατοι. Με την ευκαιρία που σας μιλώ σήμερα, ζητώ συγγνώμη για την απρέπεια που έκανα στην Πόλη, στην Αγιά Σοφιά. Συγχωρήστε μας, εμείς οι Νεοέλληνες από κακή συνήθεια βρίζομε πότε-πότε τα θεία. Έτσι από κακή συνήθεια. Δεν είμαστε άθεοι. Ο Θεός να μας συγχωρήσει.
Ένα μεγάλο "ευχαριστώ" χρωστάμε στον καπετάνιο μας, είπε ένας από τα μέλη της Επιτροπής.
Εγώ δεν έκανα τίποτα, είπε μετριόφρονα ο πλοίαρχος. Απλώς ήμουν ένας απλός μάρτυρας. Εσείς ήσασταν καθαροί, νοικοκυραίοι και η Επιτροπή σας οργάνωσε τα πάντα στο καράβι.
Υβριστέας εν’ ο καπιτάνον άμα τα έργατα τ’ χριστιανικά. Ντο λες, συγχωρούμ’ ατον;
Η συγχώρησή ατ’ εν τη Θεού. Ο Θεόν ας σχωρά τον, κι άλλο να μη υβρίζ’. Είπαν μερικοί.
Λοιπόν στις θέσεις σας κι ετοιμαστείτε. Ξεκινάμε αμέσως για τη Μίκρα.
Είπε ο πλοίαρχος κι ο κόσμος όλος σπεύσανε, καθένας στο νοικοκυριό του να ετοιμαστούν. Το καράβι σήκωσε αμέσως άγκυρα και κίνησε. Πορεία προς Μικρό Καραμπουρνού, αυτό που λέμε σήμερα Καραμπουρνάκι.
Σαν το παρακάμψαμε, πήραμε πορεία προς την Μίκρα· διακρίνονταν κάτω στη χθαμαλή ακρογιαλιά, όπου σήμερα η "πλαζ της Αρετσούς", φαίνονταν οι εγκαταστάσεις του Απολυμαντηρίου, δυο λαμαρινένιες μαύρες παράγκες, και ψηλότερα σε μια πεδινή έκταση πλήθος σκηνές και πιο πάνω θάλαμοι ξύλινοι στενόμακροι από σανίδια.
Ήταν η Καλαμαριά, ήταν το γκέτο της Προσφυγιάς, το τρομερό Προσφυγοθανείο, όπου ο Χάρος κι ο τύφος στήσαν το δίδυμο εργαστήρι τους και θέριζαν ψυχές.
Δέος κατάλαβε τους δικούς μας, καθώς έβλεπαν τον καταραμένο τούτο καταυλισμό για τον οποίο ακούσανε και ξέρανε οι δύστυχοι. Πολλοί είχαν συγγενείς εκεί, που ήρθαν με προηγούμενα καράβια, και σκέφτονταν τη μοίρα τους. Ποίος ζει, ποιος πέθανε, και, θα πεθάνει;
Το ΚΑΡΑΒΙ τώρα σταμάτησε. Αγκυροβόλησε. Βρισκόμαστε μπρος σε μια πεδινή παραθαλάσια έκταση, όπου διακρίνονται στρατιωτικές εγκαταστάσεις πολλές και διάφορες. Σε μιαν άκρη της έκτασης διακρίνομε έναν πανύψηλο στύλο και στην κορφή του πλάγια κουνιέται, με τον αέρα που φυσά μαλακά, κάτι σαν σακούλα δίχρωμο και μακρουλό. Είναι ο ανεμοδείκτης του αεροδρομίου κι είμαστε αραγμένοι απέναντι στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Μίκρας.
Το ΚΑΡΑΒΙ τώρα σταμάτησε. Αγκυροβόλησε. Βρισκόμαστε μπρος σε μια πεδινή παραθαλάσια έκταση, όπου διακρίνονται στρατιωτικές εγκαταστάσεις πολλές και διάφορες. Σε μιαν άκρη της έκτασης διακρίνομε έναν πανύψηλο στύλο και στην κορφή του πλάγια κουνιέται, με τον αέρα που φυσά μαλακά, κάτι σαν σακούλα δίχρωμο και μακρουλό. Είναι ο ανεμοδείκτης του αεροδρομίου κι είμαστε αραγμένοι απέναντι στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Μίκρας.
Μηχανές μουγκρίζουν, άλλα απογειώνονται κι άλλα προσγειώνονται αεροπλάνα με δύο επάλληλα φτερά, τα "διπλάνα", όπως λέγονταν. Είναι αεροπλάνα της εποχής.
Αεροπόροι με δερμάτινες μπότες ως το γόνατο, με δερμάτινα σακάκια, με δερμάτινο καπέλο-σκούφο στο κεφάλι που κλείνει τ’ αφτιά, με χοντρά γυαλιά για τον αέρα στα μάτια. Λεβεντόπαιδα διαλεχτά όλα. Και σύγχρονα στρατιώτες-σμηνίτες τρέχουν εδώ και εκεί εκτελώντας διαταγές κι υπηρεσία.
Ήταν απαγορευμένη βέβαια στους πολίτες η είσοδος στο αεροδρόμιο, όμως για μας ήρθε διαταγή να επιτραπεί η δίοδος και μόνο των προσφύγων και η μεταφορά των δεμάτων τους προς το απέναντι πάνω απ’ το δρόμο Θεσσαλονίκης- Χαλκιδικής, κτίριο, ένα μεγάλο κτίριο, επιβλητικό και ωραίο, όπου θα στεγαζόμασταν εμείς οι πρόσφυγες, πούρθαμε με το καθαρό και αμόλυντο καράβι, το εμπορικό ελληνικό καράβι ενός νησιώτη εφοπλιστή, όπως μάθαμε αργότερα, που νοίκιασε το Κράτος. Εκεί λοιπόν απέναντι στο αεροδρόμιο της Μίκρας, με το λαμπρό κτίριο της Γεωργικής Σχολής στο βάθος, όπου σήμερα είναι η Ανωτάτη Σχολή Πολέμου, εκεί έμεινε αραγμένο το καράβι μας περιμένοντας διαταγές. Και έμεινε εκεί έως ότου την άλλη μέρα προς το μεσημέρι άρχισε η αποβίβαση των προσφύγων, αφού, όπως φαίνεται, έγιναν όλες οι προετοιμασίες αποβίβασης, μεταφοράς και εγκατάστασής μας.
Καθαρίστηκε, σκουπίστηκε, ασβεστώθηκαν οι κοινόχρηστοι χώροι, σκουπίστηκαν οι αυλές, καθαρίστηκαν τα χόρτα από το μεγάλο χώρο, όπου ήταν το περιφραγμένο οικόπεδο του κτιρίου και πρώτα εγκαταστάθηκε σε ένα δωμάτιο του κτιρίου ένα στρατιωτικό τμήμα πέντε-έξ στρατιωτών με λοχία επί κεφαλής, "δια την αστυνόμευση του κτιρίου και των εν αυτώ διαβιούντων προσφύγων", όπως έλεγε η σχετική διαταγή, πράξις σχεδόν τυπική, γιατί "η διαγωγή και η αγωγή των προσφύγων ήταν αρίστη αποδεδειγμένως".
Το πρωί-πρωί κατάπλευσε και ένα άπό κείνα τα δυνατά μοτόρια του Λιμεναρχείου σέρνοντας δεμένες σε ουρά τρεις κατάμαυρες μαούνες με μερικούς ειδικούς φορτοεκφορτωτές.
Όλα έτοιμα για την αποβίβαση των προσφύγων. Η Επιτροπή μας βέβαια πανταχού παρούσα για κάθε διευκόλυνση, συμβουλή και συμπαράσταση. Πετύχαινε τα πάντα.
Τι θαύματα καταφέρνει η ομαδική δράση και η σύμπνοια των ανθρώπων! έλεγε ο πατέρας μου για τη δράση και τα επιτεύγματα της Επιτροπής.
ΤΑ ΒΙΝΤΖΙΑ του καραβιού άρχισαν να δουλεύουν. Πρώτα φορτωνόταν η μια μαούνα με δέματα και έφευγε για την σκάλα της παραλίας του αεροδρομίου και σε συνέχεια φορτωνόταν πάλι με δέματα η δεύτερη μαούνα μέχρις ότου να επιστρέψει άδεια η πρώτη.
Συγχρόνως η τρίτη μαούνα φορτωμένη με ανθρώπους έφευγε για το αεροδρόμιο, όπου μεταφορτωνόταν σε αυτοκίνητα φορτηγά του Στρατού "Φορντ" με μουστάκια του "Όρχου Αυτοκινήτων", όπως λέγονταν τότε οι μονάδες αυτοκινήτων του Στρατού, τα ΣΕΜ, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Έτσι δουλεύοντας, η αποβίβαση και η εκφόρτωση προχωρούσε τάχιστα και ως το βράδυ όλα είχαν τελειώσει σχεδόν.
ΣΤΟ κτίριο της Σχολής, εκεί στις μεγάλες ευρύχωρες αίθουσες, ορίζανε για κάθε οικογένεια ένα χώρο ανάλογα με τα μέλη της και εκεί τακτοποιούσαν οι δικαιούχοι το νοικοκυριό τους το φτωχικό, ότι γλίτωσε και ότι μπόρεσε να μεταφερθεί. Προπάντων, τα κρεβατικά, τα ωραία και πλούσια κρεβατικά των προσφύγων, τα κουζινικά κλπ. και η οικογενειακή "Εικόνα", το Εικόνισμα, οι εφέστιοι θεοί δηλαδή, που πάντα ήταν σε προτεραιότητα η μεταφορά τους και η σωτηρία τους από τους διωγμούς και την βαναυσότητα των αλλοπίστων.
Σαν τελείωσε πλέον η αποβίβαση σ’ όλες της τις λεπτομέρειες, το πλοίο μας το επόμενο πρωί έφυγε. Αποχαιρετήσαμε δια της Επιτροπής τον καπετάνιο μας και το πλήρωμα, μα και το καράβι μας, τον μικρό, αλλά συμπαθητικό, "ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ" μας, που ασφαλώς σε λίγο θα εξακολουθούσε τα ταξίδια του στις θάλασσες και στα λιμάνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου