Οι αιολικοί πληθυσμοί που εγκαταστάθηκαν στα βόρεια
παράλια της Μικράς Ασίας προέρχονταν από την πρωτοελληνική Θεσσαλία, καθώς από
και άλλες περιοχές της ανατολικής κεντρικής Ελλάδας, κυρίως τη Βοιωτία. Η
σύνδεση αυτή με τους πληθυσμούς της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας ενισχύεται και
από τις ομοιότητες του γλωσσικού ιδιώματος, γνωστού και ως αιολική διάλεκτος,
έντονες επιρροές από την οποία βρίσκουμε και στα ομηρικά έπη.
Ως
η σημαντικότερη από τις αιολικές πόλεις της ηπειρωτικής Μικράς Ασίας ξεχωρίζει
αυτή της Κύμης, η οποία βρισκόταν στο νοτιότερο σημείο του κόλπου της Ελαίας. Η
πόλη φαίνεται πως διατήρησε ιδιαίτερες σχέσεις με τους ομόφυλους Έλληνες της
Βοιωτίας, όπως έκαναν και οι πόλεις της Λέσβου. Μάλιστα, ο γνωστός Βοιωτός
ποιητής των έργων «Θεογονία» και «Εργα και Ημέραι», Ησίοδος, που έζησε κατά την
πρώιμη αρχαϊκή περίοδο, αντλούσε την καταγωγή του από την Κύμη, καθώς ο πατέρας
του είχε μεταβεί από την αιολική πόλη της Μικράς Ασίας στη Βοιωτία. Από τις πιο
διάσημες μορφές της αρχαιότητας που κατάγονταν άμεσα από την Κύμη ήταν ο
ιστορικός του 4ου αιώνα π.Χ. Έφορος.
Στο μυθολογικό υπόβαθρο που δημιουργήθηκε γύρω από
αυτήν τη μετακίνηση, επικράτησε μεταγενέστερα το όνομα του ήρωα Πένθιλου, γιου
του Ορέστη, ως επικεφαλής της διαδικασίας. Εικάζεται δε ότι η σύνδεση του
Πέλοπα, προγόνου του Ορέστη, με μια λυδική ή φρυγική καταγωγή προήλθε από τους
Αιολείς, σε μια μεταγενέστερη προσπάθειά τους να αιτιολογήσουν τη μετακίνηση
αυτή ως επιστροφή στον υποτιθέμενο τόπο καταγωγής τους και, ταυτόχρονα, να
θεμελιώσουν τα δικαιώματά τους στη γη αυτή, ανάγοντας τη σύνδεσή τους με αυτήν
στο απώτερο μυθικό παρελθόν. Η εισχώρηση ασιατικών μύθων στις παραδόσεις των
πόλεων αυτών αντικατοπτρίζεται και στους ιδρυτικούς μύθους ορισμένων εξ αυτών,
οι οποίοι σχετίζονται με τις Αμαζόνες.
Οι τοποθεσίες προς τις οποίες κατευθύνθηκαν και
κατοίκησαν ήταν η νήσος Λέσβος και τα απέναντι από αυτήν ασιατικά παράλια, από
τον Ελλήσποντο στα βόρεια, κατά μήκος των ακτών της Τρωάδας, και την περιοχή
που έγινε γνωστή και γεωγραφικά ως Αιολίδα, και έφτανε έως τη Σμύρνη στα νότια,
στην κοιλάδα του ποταμού Ερμου. Οι πόλεις που ιδρύθηκαν αρχικά στα παράλια της
αιολικής ακτής απαριθμούνται από τον Ηρόδοτο και είναι δώδεκα. Ως ενιαίο
σύνολο, οι πόλεις αυτές αποτέλεσαν αυτό που έγινε γνωστό ως η αιολική
δωδεκάπολη.
Αυτές
οι πόλεις ήταν η Κύμη, η Λάρισα, το Νέο Τείχος, η Τάμνος, η Κίλλα, το Νότιον, η
Αιγιρόεσσα, η Πιτάνη, οι Αιγαί, η Μύρινα, το Γρύνειο και η Σμύρνη, η οποία όμως
στην πορεία μεταβλήθηκε σε ιωνική, ήδη από τον 8ο π.Χ. αιώνα. Το σκηνικό της
κατοίκησης στην Αιολίδα συμπλήρωνε στα βόρεια ένας σημαντικός αριθμός μικρών
πόλεων κατά μήκος των ακτών της Τρωάδας, απέναντι από την Τένεδο, οι οποίες και
ιδρύθηκαν κυρίως από τους Λέσβιους, οι οποίοι βρίσκονταν πλησιέστερα στις ακτές
αυτές από ό,τι οι υπόλοιπες αιολικές πόλεις. Οι πόλεις αυτές ήταν τα Γάργαρα, η
Ασσος, η Ανταδρος, η Κεβρή, η Σκήψη, η Νεάνδρεια και η Πιτύεια.
Σε
ότι αφορά τη Λέσβο, η έρευνα δεν βρίσκεται σε θέση να αξιολογήσει τα στοιχεία
που διαθέτουμε ως προς το εάν η ελληνική κατοίκηση του νησιού ξεκινάει με αυτές
τις μετακινήσεις ή εάν υπάρχει συνέχεια με τις εγκαταστάσεις της Εποχής του
Χαλκού. Οι εύφορες εκτάσεις του νησιού ήταν άλλωστε λογικό να έχουν προσελκύσει
από νωρίς το ενδιαφέρον των Ελλήνων. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η πρώιμη
αιολική παρουσία στο νησί πρέπει να έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα αρχική
αποίκηση της αντίπερα ασιατικής ακτής.
Το
ίδιο το νησί, προφανώς εξαιτίας του ιδιαιτέρως μεγάλου μεγέθους του, δεν
μπόρεσε εύκολα να οργανωθεί ως μία ενιαία πολιτική μονάδα και η γη του
διαιρέθηκε σε έξι πόλεις, τη Μυτιλήνη, τη Μήθυμνα, την Αντισσα, την Ερεσό, την
Πύρρα και την Αρίσβη, η οποία αργότερα ενσωματώθηκε στη Μήθυμνα. Μία ακόμη
πόλη, η Ιερα, μαρτυρείται ανάμεσα στις υπόλοιπες αρχικές, όμως τα ίχνη της
χάνονται σε μεταγενέστερες περιόδους. Παρά τους σαφείς πολιτικούς διαχωρισμούς,
οι πόλεις του νησιού αποτελούσαν ταυτόχρονα από κοινού μια θρησκευτική
αμφικτιονία με επίκεντρο τη λατρεία του Διός, της Ηρας και του Διονύσου βόρεια
της Πύρρας.
Η
πόλη της Κύμης εμφανίζεται, μαζί με τις πόλεις της Λέσβου, ως ιδιαίτερα
δραστήρια στην ίδρυση αποικιών. Ανάμεσά τους μπορούμε να αναφέρουμε την Κεβρή,
στην Τρωάδα, τον εποικισμό της Αίνου στη Θράκη, από κοινού με τους Λεσβίους,
και τη Σίδη στην Παμφυλία. Η σημασία της πόλης γίνεται προφανής και από το
γεγονός ότι από την περίοδο της περσικής κατάκτησης, η Κύμη χρησιμοποιήθηκε από
τους Πέρσες ως το κέντρο διοίκησης για όλη την περιοχή της Αιολίδας.
Σε
ότι αφορά τις υπόλοιπες πόλεις της αιολικής δωδεκαπόλεως, ελάχιστα μας είναι
γνωστά, για ορισμένες δε εξ αυτών δεν είναι σαφής ούτε η ακριβής τοποθεσία
τους. Αυτές είναι, συγκεκριμένα, η Κίλλα, το Νότιο και η Αιγιρόεσσα. Αλλά και
για τις υπόλοιπες, οι οποίες μπορούν να τοποθετηθούν γεωγραφικά με σχετική
ασφάλεια, ελάχιστα γνωρίζουμε για την ιστορική τους εξέλιξη, τουλάχιστον μέχρι
την περσική κατάκτηση. Μια σημαντική πόλη της Αιολίδας, η οποία ωστόσο δεν μας
αναφέρεται στην αρχική δωδεκάπολη, ήταν αυτή της Ελαίας κοντά στις εκβολές του
ποταμού Κάικου, για την οποία επίσης δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα από την
αρχαϊκή της ιστορία.
Στον κόλπο της Ελαίας, εκτός από την Κύμη, βρίσκονταν επίσης η Μύρινα, το Γρύνειο και, στη βόρεια ακτή του, η Πιτάνη. Η Λάρισα, το Νέον Τείχος και η Τάμνος τοποθετούνται νοτιοανατολικά της Κύμης, σε σχετικά μακρινή απόσταση από τις ακτές. Οι δύο πρώτες βρίσκονταν σε πεδινά εδάφη, στην κοιλάδα του ποταμού Ερμου, ενώ η Τάμνος κτίστηκε στους νότιους πρόποδες του όρους Ασπόρδενος. Στους πρόποδες του ίδιου όρους, αλλά βορειότερα, στο ύψος περίπου του Ελαιτικού Κόλπου, ήταν χτισμένες οι Αιγαί.
Στον κόλπο της Ελαίας, εκτός από την Κύμη, βρίσκονταν επίσης η Μύρινα, το Γρύνειο και, στη βόρεια ακτή του, η Πιτάνη. Η Λάρισα, το Νέον Τείχος και η Τάμνος τοποθετούνται νοτιοανατολικά της Κύμης, σε σχετικά μακρινή απόσταση από τις ακτές. Οι δύο πρώτες βρίσκονταν σε πεδινά εδάφη, στην κοιλάδα του ποταμού Ερμου, ενώ η Τάμνος κτίστηκε στους νότιους πρόποδες του όρους Ασπόρδενος. Στους πρόποδες του ίδιου όρους, αλλά βορειότερα, στο ύψος περίπου του Ελαιτικού Κόλπου, ήταν χτισμένες οι Αιγαί.
Οι
προϋπάρχοντες γηγενείς μη ελληνικοί πληθυσμοί των βόρειων παραλίων της Μικράς
Ασίας αποτελούνταν από Μυσούς, οι οποίοι κατοικούσαν στην ενδοχώρα, αλλά και
στην ακτή από την πόλη Κάναι μέχρι αυτή του Αδραμυττίου. Η περιοχή αυτή γεωγραφικά
αποτελεί το ακριβές αποτύπωμα της νήσου Λέσβου στην απέναντι ακτή. Επρόκειτο για
λαό ο οποίος, σε αντίθεση με τους Έλληνες, δεν φαίνεται να έδειχνε προτίμηση
στην ίδρυση πόλεων. Στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. η ιωνική Χίος απέκτησε μία δική
της κτήση στις ακτές αυτές, στη θέση του πολίσματος Αταρνεύς.
Σε
γενικές γραμμές, και συγκρινόμενοι με τους Ίωνες γείτονες τους, οι αιολικοί
πληθυσμοί υπήρξαν λιγότερο δραστήριοι, δεν ανέπτυξαν ιδιαίτερες σχέσεις
εμπορικών και πολιτισμικών ανταλλαγών με τους γηγενείς πληθυσμούς και
διατήρησαν ένα καθεστώς σχετικής απομόνωσης. Αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο
γεγονός ότι αφενός μεν οι πόλεις είχαν πιο περιορισμένες δυνατότητες
συγκρινόμενες με τις ισχυρότερες σε μέγεθος αντίστοιχες ιωνικές, αφετέρου δε ο
πληθυσμός τους είχε σαφή γεωργικό προσανατολισμό, και έδειχνε μικρότερο
ενδιαφέρον προς τις εμπορικές δραστηριότητες.
Σε
γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε αρκετές ομοιότητες μεταξύ των
αιολικών πληθυσμών που εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία και των αντίστοιχων
αγροτικών κοινωνιών που παρέμειναν στις περιοχές από τις οποίες οι άποικοι
αυτοί προήλθαν, σύμφωνα με τις παραδόσεις τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου