Tο πρόβλημα αφορά στον χώρο της επεξεργασίας της ακριτικής
παράδοσης στην Ανατολική Ευρώπη και Μικρασία. Βέβαια, υπάρχουν πολλοί τρόποι
προσέγγισης για την μελέτη του πολύπλοκου αυτού θέματος. Και μόνη η
απαρίθμηση των γειτόνων της αυτοκρατορίας στα διαφορετικά σύνορα της επικράτειάς της, γειτόνων που υπέστησαν ή προκάλεσαν τις αντιδράσεις του
Βυζαντίου κατά τον χιλιόχρονο ιστορικό του βίο, φτάνει για να δηλώσει το
αδύνατο του εγχειρήματος, αν θέλει κανείς να αναφερθεί στην πολιτική, στη
διπλωματία, στις σχέσεις και στις επαφές του Βυζαντίου με τους συχνά
εναλλασσόμενους εξωτερικούς εχθρούς ή φίλους.
Είναι επίσης αυτονόητο ότι η αυτοκρατορική πολιτική
απέναντι και σε σχέση με τους γείτονες του Βυζαντίου εξαρτάται από την φύση και
την στάση του καθενός, και βέβαια διαφοροποιείται ανάλογα με τα συμφέροντα και τις προτεραιότητες κάθε φορά της αυτοκρατορίας. Το αενάως ζητούμενο πάντως ήταν η διαφύλαξη των εδαφών (όλων των υπαρχόντων της αυτοκρατορίας) και η επανάκτηση των απολεσθέντων.
Να σημειώσουμε παρενθετικά ότι η αρχή αυτή δίνει χροιά
άμυνας σε όλη την εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου, δεδομένου ότι η ρωμαϊκή
καταγωγή και υπόσταση του κράτους εξασφάλιζαν ως θεμελιακή απαρχή του ιστορικού του βίου την παρουσία σε τρεις ηπείρους, τον έλεγχο της Μεσογείου και
την αδιαφιλονίκητη επικράτειά του στα νερά του Ευξείνου Πόντου. Να πούμε
καλύτερα ότι η ρωμαϊκή κληρονομιά, που το Βυζάντιο διεκδικεί και υπερασπίζεται αδιάλειπτα, ισοδυναμεί με την τότε έννοια της παγκοσμιότητας,
που ήθελε «κάθε γη βατή και κάθε θάλασσα πλωτή να ανήκει στη Ρώμη», κατά τη
ρήση του Διόδωρου του Σικελιώτη.
Παρά την ιδεολογική αυτή παγκοσμιότητα, που θέλει την αυτοκρατορία μόνο κυρίαρχο της οικουμένης, το Βυζάντιο δεν έπαψε να συνορεύει με
τον υπόλοιπο ανεξάρτητο από αυτό κόσμο, πολιτικά και στρατιωτικά. Τα σύνορα
αυτά γνωρίζουν κατά καιρούς αυξομειώσεις και σημαντικές αλλαγές στις διάφορες
περιοχές Οι αλλαγές αυτές σημαδεύουν ωστόσο μια προοδευτική και συνεχή
σχεδόν συρρίκνωση της παγκόσμιας αυτοκρατορίας προς όφελος των εξωτερικών
πολυποίκιλων κατά καιρούς εχθρών της, αυτών που ο ένας μετά τον άλλον εγκαθίστανται στα εδάφη της και μετατρέπονται σε γείτονες με αυτόνομα κράτη,
χωρίς να πάψουν να διεκδικούν περιοχές του Βυζαντίου.
Εκτός από τα μεταλλασσόμενα και μετακινούμενα αυτά σύνορα
πολιτικοστρατιωτικής υφής, η αυτοκρατορία διαφοροποιείται από τον
υπόλοιπο κόσμο και πολιτιστικά: τα ήθη και έθιμα, οι παραδόσεις, τα γλωσσικά
και θρησκευτικά χαρακτηριστικά, τα πάτρια των Βυζαντινών, σημειοδοτούν τα
πολιτιστικά της σύνορα, που συμπίπτουν με την ακτινοβολία της αυτοκρατορίας, ακτινοβολία που απλώνεται σε σφαίρα ευρύτερη αυτών της πολιτικής
επικράτειάς της.
Είναι επόμενο οι σχέσεις του Βυζαντίου με τον γειτονικό
του κόσμο να επηρεάζονται όχι μόνο από τα πολιτικοστρατιωτικά, δεδομένα
(σχέσεις ισχύος ή υποτελείας) αλλά και από την πολιτιστική εγγύτητα
και συγγένεια και τους τρόπους ζωής. Αλλιώς π.χ. αντιμετωπίζεται η σχέση
αλλοδόξων και ομοδόξων, η σχέση ελληνογενών και ελληνομαθημένων ή
λατινογενών πληθυσμών, που έχουν επαφές με την αυτοκρατορία και τον κόσμο
της.
Οπωσδήποτε grosso modo θα μπορούσαμε
να πούμε ότι η διαχωριστική γραμμή, που ξεκινά από το βάθος της Αδριατικής και
καταλήγει στην Μεγάλη Σύρτη (Λιβύη), είναι το πολιτιστικό σύνορο ανάμεσα
στους Ευρωπαίους, αφήνει δυτικά τους λατινογενείς λαούς και πληθυσμούς και
ανατολικά τους ελληνογενείς, που είναι και οι θεμελιωτές της βυζαντινής
ιδιαιτερότητας. Είναι συμπτωματικό ότι το ίδιο αυτό αδριατικό σύνορο χωρίζει
θρησκευτικά τους καθολικούς από τους ορθοδόξους και ως σήμερα ακόμη την
λεγόμενη δυτική Ευρώπη από την ανατολική;
Όσον αφορά τώρα τα βόρεια και ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Βορράς σήμαινε πάντα για τους Βυζαντινούς το
με τους βαρβάρους σύνορο (η έκφραση «Σκυθικός Βορράς» και «Σκυθική ερημία»
δηλώνουν την καθόλα πολιτιστική ετερότητα της περιοχής με το Βυζάντιο). Ενώ
αντίθετα στο ανατολικό πολιτικο στρατιωτικό σύνορο τοποθετείται ανέκαθεν μια αντίμαχη με την Ρώμη και το Βυζάντιο αυτοκρατορία που διεκδικεί
παγκόσμια αναγνώριση (dominium mundi). Έτσι η Περσία πρώτα και ο αραβικός κόσμος ύστερα.
Οι εξελίξεις σ' αυτήν την περιοχή επηρεάζουν και τις συνθήκες των μεσημβρινών συνόρων της αυτοκρατορίας, συνόρων που μετά την
αραβική πρόοδο χωρίζουν την Μεσόγειο του Σταυρού από αυτή της ημισελήνου. Χαρακτηρίζονται
από τις ναυτικές επιτυχίες των μαχομένων αντιπάλων, Βυζαντινών και Αράβων,
τόσο των Ομεϋαδών της Δαμασκού, όσο και των Ταρσιτών ή Κρητών Αράβων
αργότερα.
Ας πούμε πιο απλά, το νότιο σύνορο είναι το θαλάσσιο όριο
της αυτοκρατορίας, του Βυζαντίου που ποτέ δεν έπαψε να έχει βλέψεις στον
έλεγχο του ναυτικού δικτύου, αυτού που συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με τον
κόσμο της παλαιάς Ρώμης. Κατάλοιπο κι' αυτό της ρωμαϊκής θαλασσοκρατίας, που
κατέρρευσε οριστικά μετά την εγκατάσταση των Αράβων στις νότιες ακτές της Μεσογείου από τον 7ο αι. κι' εδώ παρά τον περήφανο λόγο
του Νικηφόρου Φωκά (967-971) στον Λιουτπράνδο: Navigatio mihi est (Η ναυσιπλοΐα
μου ανήκει). Το πράγμα είχε κάποια αλήθεια μετά την επανάκτηση της Κρήτης
στα 961 και τις επιτυχίες αυτού του αυτοκράτορα στην Κύπρο και στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, κυριαρχία που διαρκεί ως τα τέλη του 11 ου αι.
Ειδική μνεία της εξωτερικής πολιτικής του Βυζαντίου
απέναντι σε απαιτητικούς γείτονες ή αβέβαιους φίλους πρέπει να γίνει
και για τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους λαούς του Ευξείνου Πόντου.
Η προσπάθεια για εγκατάσταση των στρατιωτικών
δυνάμεων της αυτοκρατορίας στην Ταυρική χερσόνησο (την σημερινή Κριμαία),
που υλοποιείται με την ίδρυση του θέματος της Χερσώνος γύρω στα 838, καθώς
και η σπουδαιότητα για την άμυνα της περιοχής του ακριτικού θέματος της
Χαλδίας, απαντούν στην επιτακτική ανάγκη του Βυζαντίου να κρατήσει τον Εύξεινο Πόντο υπό την απόλυτη ναυτική κυριαρχία του.
Κλειστή βυζαντινή θάλασσα ο Πόντος για τους αραβικούς
στόλους, παραβιάστηκε όμως από τα ρωσικά draggars και τα ρωσοσλαβικά μονόξυλα, χωρίς όμως να υποστεί αλλοίωση και κλονισμό ο βυζαντινός έλεγχος στην
ναυσιπλοΐα της περιοχής. Αυτό είναι που θα πετύχουν οι Σταυροφόροι (οι ναυτικές δημοκρατίες της Ιταλίας) μετά την φραγκική εγκατάσταση στη Βασιλεύουσα
στα 1204. Είναι αυτονόητο ότι αυτή η αμείωτη και συνεχής προσπάθεια
του Βυζαντίου να ελέγχει τους ναυτικούς δρόμους του Ευξείνου Πόντου, καθώς
και τις προς την εσώτερη Ασία αρτηρίες που κατέληγαν στην Τραπεζούντα,
απαιτούσε την ειρηνική με το Βυζάντιο συμβίωση των λαών, που κατοικούσαν
κυρίως στις ανατολικές ακτές της θάλασσας αυτής.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής πρέπει κατά τη γνώμη μου
να τοποθετήσουμε την αδιάλειπτη μέριμνα των Βυζαντινών για τον εκχριστιανισμό των Αβασγών και Αλανών, αλλά ακόμη και των εξιουδαϊσμένων Χαζάρων, προσπάθεια που γνωρίζει το απόγειό της με τις φωτειανές αποστολές στη Χαζαρία
και αργότερα μεθοδεύεται με το αποστολικό έργο του Νικολάου Μυστικού στην
ευρύτερη περιοχή.
Η ένταξη πλην βεβαίως των ορθοδόξων Αρμενίων, των Γεωργιανών
και Ιβήρων στα διοικητικά στρώματα της αυτοκρατορίας (κυρίως από τον 9ο αι.
και εδώ) είναι ασφαλώς αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής (οι μελέτες της Bernadette Hisard γύρω από τα θέματα αυτά φωτίζουν ουσιαστικές πτυχές της
βυζαντινής διπλωματίας στην ευαίσθητη αυτή περιοχή υπογραμμίζοντας την
αρχή, που ανέφερα παραπάνω).
Η γρήγορη αυτή επισκόπηση των συνισταμένων της
βυζαντινής πολιτικής στα διάφορα συνοριακά συγκροτήματα μας επιτρέπει να
υπογραμμίσουμε συμπερασματικά τις σταθερές αρχές, που παρά τις
κατά καιρούς αντιξοότητες και αμηχανίες δεν έπαψαν να καθοδηγούν τις
σχέσεις των Βυζαντινών με τον γειτονικό τους κόσμο. Θα μπορούσε κανείς να τις
συνοψίσει λίγο σχηματικά ως εξής:
1.
Πνευματική ακτινοβολία: Ιδιαίτερα στην περίοδο ειρηνικής συμβίωσης που ενθαρρύνει
τις διασυνοριακές ανταλλαγές και αλληλοεπιδράσεις, όπως π.χ. περιγράφονται
στον ακριτικό κύκλο μεταξύ Αράβων και Βυζαντινών.
2. Παγκοσμιότητα: Το Βυζάντιο ως μοναδικός συνεχιστής και διάδοχος της ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας είναι δικαιωματικά και ο κληρονόμος της παγκοσμιότητάς της. Η
Κωνσταντινούπολη είναι Νέα Ρώμη, Νέα Σιών, Νέα Ιερουσαλήμ και πολιτιστικά η
έκφραση των επιτευγμάτων της ελληνικής πραγματικότητας.
3. Οικουμενικότητα: Ως πρώτη χριστιανική αυτοκρατορία έχει επικεφαλής
της τον αντιπρόσωπο του Θεού επί της γης. Κατά την θεωρία του Ευσεβίου, ένας
Θεός στον ουρανό - ένας αυτοκράτορας στη γη, ο χριστιανός αυτοκράτορας.
Ως εκπρόσωπος του Θεού, του ενός και μοναδικού, ο βυζαντινός αυτοκράτορας, είναι θεοστεφής. Αυτή η χριστιανική οικουμενικότητα είναι και η
βάση της αιωνιότητας της αυτοκρατορίας, η οποία κατά τη ρήση του Κοσμά του
Ινδικοπλεύστη θα μείνει «Αλώβητος ανά τους αιώνας» και η οποία γίνεται
αυτοδικαίως και ο φυσικός αμύντορας της χριστιανοσύνης στο σύνολό της.
Σταυροφορεί διηνεκώς και γι’ αυτό αδυνατεί να κατανοήσει τις δυτικές προσπάθειες για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων.
Εδαφική παγκοσμιότητα ως κληρονομία ρωμαϊκή, χρονική
αιωνιότητα ως προνόμιο χριστιανικό και ελληνογλωσσία πολιτισμική, είναι λοιπόν
οι θεμελιακές αρχές της βυζαντινής αυτοκρατορικής υπόστασης. Εξηγούν,
γιατί όλοι οι εκτός Βυζαντίου λαοί διακυβεύουν (όταν πολεμούν ή αντιμάχονται
τους Βυζαντινούς) την ακεραιότητα της παγκόσμιας αυτοκρατορίας διεκδικώντας
δικαιώματα, που ιστορικά της ανήκουν. Άρα δεν μπορεί παρά να είναι και να
θεωρούνται ως εχθρικά διακείμενοι κατά του θεοφυλάκτου κράτους των Ρωμαίων,
εκτός αν υποταχθούν στην κηδεμονία ή την ηγεμονία της βυζαντινής εξουσίας.
Έτσι και μόνο η διεκδίκηση του ονόματος Ρώμη - Ρωμαίος, αλλά και η απόκτηση
αυτοκρατορικού τίτλου από άλλον, χριστιανό ή μη ηγεμόνα, αποτελούν κατάχρηση
βυζαντινών δικαιωμάτων: η διαμάχη, που πήρε διπλωματική αλλά και στρατιωτική
μορφή ανάμεσα στο Βυζάντιο και στη Δύση με τον Καρλομάγνο και τους διαδόχους
του (λόγω της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), οφείλεται στην αμφισβήτηση
από τους Δυτικούς της μοναδικότητας του ρωμαϊκού και του αυτοκρατορικού
τίτλου του Βυζαντίου, του μόνου κληρονόμου και οργανικού συνεχιστή της άλλοτε
κραταιάς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. (Να θυμίσω ότι σ' αυτό στηρίζεται η
αποδοχή της νόθας Κωνσταντινείου δωρεάς από το Βυζάντιο). Εμμέσως αναγνώρισε
το Βυζάντιο ως το μόνο κληρονόμο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Η διεκδίκηση τώρα από ποικιλώνυμους γειτονικούς
λαούς εδαφών, που ανήκουν δικαιωματικά στην κληρονομία του Βυζαντίου, αποτελεί
απαίτηση άλογο και αδικοχειρία κατά του Βυζαντίου, η οποία και πρέπει να
τιμωρείται διά των όπλων. Έργο άλλωστε του αυτοκράτορα κατά τον νόμο, όπως
καθορίζεται στην «Επαναγωγή», είναι ακριβώς «των απολεσθέντων Επανάκτησις»
και καθήκον των Βυζαντινών είναι ο αγώνας για την απελευθέρωση των αλύτρωτων
αδελφών, όπως το καθορίζει ο Λέων ο Σοφός στα Τακτικά του. Με τον όρο αυτό
εννοούνται βέβαια οι απανταχού χριστιανοί, φυσικοί υπήκοοι του «Έθνους
Χριστιανών», όπως χαρακτηρίζει κατά τρόπο αυτονόητο τους Βυζαντινούς ο
ίδιος αυτός αυτοκράτορας.
Ταύτιση των όποιων Ρωμαίων με τους Βυζαντινούς, ταύτιση επίσης
των Ρωμαίων με τους απανταχού Χριστιανούς, ιδού οι ιδιότητες, που καθορίζουν
τις διπλωματικές σχέσεις με τους γειτονικούς λαούς του Βυζαντίου, αλλοδόξους και ομοδόξους. Στις διεκδικήσεις τους απέναντι του Βυζαντίου οι μεν
αλλόδοξοι αμφισβητούν την ρωμαϊκή παγκοσμιότητα, που τώρα ανήκει στο Βυζάντιο,
οι δε ομόδοξοι την Χριστιανική οικουμενικότητα, που είναι έργο του κράτους
αυτού, του Βυζαντίου, που πρώτο πίστευσε εις τον Δεσπότην Χριστόν και γι' αυτό
έχει τα χαρακτηριστικά θείων ιδιοτήτων. Δηλαδή την αιωνιότητα και το
αλώβητο της επικράτειάς του.
Λογικά απέναντι στους λαούς αυτούς το Βυζάντιο ασκεί
ακτινοβολία και χαίρει πρωτοκαθεδρίας. Η εικονική παγκόσμια οικογένεια των
ηγετών, που θέλει τον Βυζαντινό αυτοκράτορα πατέρα μοναδικό των ηγεμόνων του
κόσμου, (ο καθένας σύμφωνα με την ισχύ του κράτους του βρίσκει θέση αδελφού,
υιού ή απλού συγγενούς και οικείου ως προς τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης), αυτή η εικονική οικογένεια, που καθορίζει την τάξη της
παγκόσμιας ιεραρχίας, αναγνωρίζεται από τις καγκελλαρίες των ξένων κρατών,
έστω και αν είναι δημιούργημα της βυζαντινής διπλωματίας. Άλλωστε η ρωμαϊκή
φιλανθρωπία, αρετή που χαρακτηρίζει τον επίσημο βίο και την προς τους άλλους
διαγωγή της κραταιάς αυτοκρατορίας, έρχεται να επιβραβεύσει τους ξένους, που
ζουν στην σφαίρα και δέχονται την πολιτική και πολιτιστική ακτινοβολία του
Βυζαντίου: αυτό υπογραμμίζει ο Νικόλαος Μυστικός στον Βούλγαρο ηγεμόνα Συμεών
στις αρχές του 10ου αιώνα.
Εργαλείο και όργανο για την επίτευξη των σκοπών της αυτοκρατορίας, εκτός βέβαια από τον δίκαιο, τον αμυντικό, πάντα κατά τη βυζαντινή
ιδεολογία, πόλεμο (τον λεγόμενο και καθαρόν, όταν ο αντίπαλος είναι αλλόδοξος),
το Βυζάντιο επιστρατεύει όχι μόνο την διπλωματία του (η οποία κατά την
επιτυχημένη έκφραση του Λαμαρτίνου συνίσταται στο να κινητοποιήσει
βαρβάρους εναντίον των βαρβάρων), αλλά και το πνευματικό και πολιτιστικό
του δυναμικό.
Αν ο γλωσσικός εξελληνισμός είναι προϋπόθεση της
ένταξης των ξένων ομάδων, που κατά καιρούς εγκαταστάθηκαν στα βυζαντινά
εδάφη, ο εκχριστιανισμός και η προσχώρηση των πρώην αλλοδόξων αλλοφύλων στην
Ορθόδοξη πίστη και εκκλησία, στην δικαιοδοσία δηλαδή του οικουμενικού πατριαρχείου
της Κωνσταντινούπολης, αποτελεί αποδεδειγμένα το πιο αποτελεσματικό μέσο για
μία διαρκή σχέση, θα έλεγα εξάρτησης, των νεοφώτιστων γειτόνων από την μητέρα
εκκλησία, εκκλησία που υπηρετεί με τον τρόπο της τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας, όπως αυτό γίνεται πασιφανές, π.χ. στα χρόνια του πατριάρχη Φωτίου. Η
εγκύκλιος του πατριάρχη αυτού προς τους πατριάρχες της Ανατολής στα 867, όπου
ο Φώτιος σεμνύνεται για την είσοδο στην χριστιανοσύνη των Βουλγάρων, αλλά ακόμη
και των Ρώσων (πρόκειται βέβαια για τον ευαγγελισμό των Ρωσοβαράγγων και όχι
των Ρωσοσλάβων) αποτελεί τρανή απόδειξη των επιτυχιών της βυζαντινής πολιτικής
(όχι μόνο της εκκλησίας αλλά και της πολιτείας) απέναντι στην εκκλησία της
Ρώμης, που επιδίωκε την προσάρτηση του σλαβικού κόσμου, επιτυχία μεγάλη που
υλοποιεί με την εδραίωση της εξουσίας του Βυζαντίου στη νευραλγική περιοχή
του Ευξείνου Πόντου. Είναι αυτονόητο ότι επακόλουθο του ευαγγελισμού των
παρευξείνιων λαών από το Βυζάντιο ήταν και η εξάπλωση και διάδοση των
καλλιτεχνικών επιτευγμάτων των Βυζαντινών. Άλλο αυτό επίσης αποτελεσματικό
μέσο της βυζαντινής πολιτικής για την εξομάλυνση των σχέσεων της αυτοκρατορίας με τον εξωτερικό γειτονικό κόσμο, αλλά και για τη δημιουργία μιας
πολιτιστικής κοινότητας, αυτής που προοριζόταν να ζήσει στην ευρύτερη περιοχή
και μετά την εξαφάνιση και πτώση της αυτοκρατορίας.
Η πολιτιστική αυτή επιρροή, που αναμφισβήτητα επιδρά και
επηρεάζει τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους γείτονές της, είναι λίγο ή
πολύ εμφανής σε όλους τους τρόπους ζωής και σε όλες τις χώρες, που κάποια
στιγμή βρέθηκαν στην σφαίρα του Βυζαντίου: εκτείνονται από την Ιταλία (ιδιαίτερα
τις νότιες περιοχές της), φτάνουν ως τις απόμακρες χώρες του Καυκάσου
και της λεγόμενης εγγύς και μέσης Ανατολής, για να γίνουν ιδιαίτερα αισθητές στα Βαλκάνια.
Δημήτριος Ομπολένσκι |
Είναι καιρός να υπογραμμίσω ότι με τον εκχριστιανισμό των
Σλάβων και των λαών του ανατολικού Ευξείνου (Αλανών και Αβασγών), που έχει αρχίσει,
όπως είπα, με την πατριαρχία του Φωτίου και συντελείται με το έργο του Νικολάου
Μυστικού (κράτησε δηλαδή αδιάλειπτα σχεδόν η ιεραποστολή μισό περίπου
αιώνα), με το έργο λοιπόν αυτό για πρώτη φορά η βυζαντινή εκκλησία, το οικουμενικό
δηλαδή πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης αποκτά σύνορα και χώρους ευρύτερους
από τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Ο ρόλος της εκκλησίας στην δημιουργία του
ευρωπαϊκού πολιτιστικού γίγνεσθαι αποβαίνει έτσι καίριος, η διαφοροποίηση με
την δυτική Ευρώπη, που χειραφετείται χάρη στη δημιουργία του κράτους των
Φράγκων του Καρλομάγνου και βέβαια με αφορμή το πρώτο σχίσμα, το λεγόμενο
φωτιανό, η διαφοροποίηση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ορθόδοξης και καθολικής
εκκλησίας εντείνεται για λόγους που πολύ λίγο είναι δογματικής ή θρησκολειτουργικής φύσης, αλλά που υπογραμμίζουν την διαμάχη για την επικράτηση των δύο αυτοκρατοριών και εκκλησιών στον υπόλοιπο κόσμο.
Οι σλαβικοί λαοί και οι χώρες της χερσονήσου του Αίμου
αποτέλεσαν πάντοτε το μήλο της έριδος ανάμεσα σε Παλαιά και Νέα Ρώμη, κι'
αυτό χωρίς διακοπή από την περιπέτεια που γνώρισε η αποστολή του Μεθοδίου στην Μοραβία, ως τα σήμερα, στην δύστηνο Γιουγκοσλαβία.
Ωστόσο, η βυζαντινή πολιτική και η διπλωματική θεώρηση των
συμφερόντων της αυτοκρατορίας στην διεθνή σκηνή γνώρισαν διακυμάνσεις, που
δεν είναι άμοιρες μιας βυζαντινής νοοτροπίας, αυτής που υποβίβαζε πολιτισμικά
τα βόρεια σκυθικά γένη, κι' αυτό παρά τον εκχριστιανισμό τους. Υπαινίσσομαι
βέβαια εδώ την γνωστή διάκριση που κάνει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στα
μέσα του 10ου αιώνα ανάμεσα στα ευγενή δυτικά φραγκικά γένη, από τα οποία
προέρχεται ο Μέγας Κωνσταντίνος, και στα βάρβαρα φύλα του Βορρά, με τα οποία οι
Βυζαντινοί δεν πρέπει να συγχρωτίζονται, μολονότι γαμικά συμβόλαια με τους
λαούς αυτούς συνήψαν ως και βυζαντινοί αυτοκράτορες, όπως π.χ. ο πεθερός
του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου Ρωμανός Λακαπηνός, που πάντρεψε την
εγγονή του με τον τσάρο Πέτρο της Βουλγαρίας. Το παράδειγμα όμως του Λακαπηνού,
πάντοτε κατά τον Κωνσταντίνο, είναι προς αποφυγή και όχι προς μίμηση. Κι'
αυτό το παραστράτημα έγινε, γιατί ο Ρωμανός ήταν άνθρωπος απλός και αδαής της
αυτοκρατορικής τάξης και των υποθηκών του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αυτά γράφει ο
αυτοκράτωρ συγγραφέας «προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν», χωρίς να σεβαστεί
την μνήμη του προκατόχου και συγγενούς του. (Αυτό με οδήγησε να χρονολογήσω το
«Περί θεμάτων» του ίδιου συ γγραφέα, όπου ο Λακαπηνός εμφανίζεται ως
σώφρων και άμεμπτος αυτοκράτωρ, σε μια στιγμή, όπου είναι αυτός ο ενενεργεία
αυτοκράτωρ, άρα πριν από την ενθρόνιση του Πορφυρογεννήτου ως μόνου
αυτοκράτορα, και πριν από την συγγραφή του De administrando imperio).
Οπωσδήποτε ο εκχριστιανισμός των λαών που κατοικούσαν στα
βόρεια του Βυζαντίου εδάφη συνοδεύθηκε και από την διάδοση της ελληνικής
γραμματείας και γλώσσας, ώσπου βέβαια να δημιουργηθεί εντόπια φιλολογική
σλαβονική παραγωγή. Τα ελληνικά αποβαίνουν για τους λαούς αυτούς η διπλωματική
διεθνής γλώσσα, θα παραμείνουν στη θέση αυτή και κατά την οθωμανική κυριαρχία,
ιδιαίτερα στις χώρες που διατήρησαν την ιδεολογία του Βυζαντίου, όπως π.χ.
οι παραδουνάβιες ηγεμονίες Βλαχία και Μολδαβίτσας. Να θυμίσω ότι στις
χώρες αυτές ρίζωσε το βυζαντινό δίκαιο ως βάση κάθε νομοθετικής ρύθμισης, ότι
στις εκκλησίες της Μολδαβίας και της Σουτσεάβας βρίσκονται οι πιο ζωντανές
ζωγραφικά απεικονίσεις της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Τούρκων
και πράγματι αποτελούν ένα είδος εικαστικού ανακαλήματος (θρήνου δηλαδή για
το χάσιμο της βασιλίδος πόλεως) και να τονίσω τέλος ότι γόνος αυτών των χωρών
είναι ο Νικολάι Jorga, ο συγγραφέας δηλαδή του έργου,
που φέρει τον εύγλωττο τίτλο «Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο».
Οπωσδήποτε η αυτοκρατορία επωμίσθηκε κοσμοσωτήρια αποστολή και άσκησε πολιτιστική αρετή προς όλους τους λαούς, που ήρθαν σε επαφή με
τον κόσμο της. Είναι αυτονόητο ότι η ιδεολογική αυτή παγκοσμιότητα και οικουμενικότητα του Βυζαντίου, που ειρήσθω εν παρόδω, τουλάχιστον όσον αφορά την
παγκοσμιότητα είναι χαρακτηριστικό, ίδιον της κάθε αυτοκρατορίας, έχει
σαν επακόλουθο τον πολυεθνικό χαρακτήρα των πολιτών. Βυζαντινός πολίτης είναι αυτός που υποτάσσεται στον βυζαντινό αυτοκρατορικό νόμο και στην
επίσημη εκκλησία του κράτους πλην των σκλάβων και δούλων, από όπου κι' αν προέρχεται εθνικά.
Καθόλου περίεργο ότι ο βυζαντινός υπήκοος είναι γνωστός με
το όνομα «συντελεστής», όρος που δηλώνει εξάρτηση φορολογική χωρίς καμία
άλλη υποχρέωση. Να σημειώσουμε ωστόσο μόνο ότι και οι στρατιωτικές υποχρεώσεις των Βυζαντινών είναι φορολογικής υφής. Είναι επίσης αυτονόητο ότι κανείς
από τους κατοίκους πολίτες του Βυζαντίου δεν είναι αποκλεισμένος από υψηλές
θέσεις και αξιώματα, ακόμη και από αυτό του αυτοκράτορα, και εδώ δεν
αναφέρομαι βέβαια στις ομάδες μισθοφόρων και φοιδεράτων που κατά καιρούς
αναμίχθηκαν στα πράγματα του Βυζαντίου και που χρησιμοποιεί η αυτοκρατορία
για τις στρατιωτικές της ανάγκες αλλά μιλώ για μεμονωμένες περιπτώσεις
αξιωματούχων ξένης καταγωγής, των οποίων τα ονόματα και η δράση κοσμούν την
ιστορία του κράτους και τους καταλόγους των μεγάλων βυζαντινών οίκων. Η πολυπληθής βυζαντινή αριστοκρατία σλαβικής καταγωγής μελετήθηκε
επισταμένα από τον Kadan,
οι Αρμένιοι γόνοι Βυζαντινών πολιτών έδωσαν μεταξύ άλλων και τον αυτοκράτορα
Βασίλειο τον λεγόμενο Μακεδόνα, οι Χάζαροι τον Λέοντα Δ', οι Ίβηρες λαμπρύνονται
με το παράδειγμα του Μεγάλου Δομεστίχου Πακουριανού πάντα μεταξύ άλλων, ενώ οι
Λατίνοι, Ιταλοί και Φράγκοι, έχουν να επιδείξουν εξέχουσες φυσιογνωμίες
εκκλησιαστικές και στρατιωτικές (κι' αυτό άσχετα βέβαια από τους πολυπληθείς μικτούς γάμους μετά το 1204 κυρίως, αποκύημα των οποίων είναι οι
λεγόμενοι Γασμούλοι). Ως και οι Τούρκοι οι ενταγμένοι στην αυτοκρατορία
διαδραματίζουν, όπως είναι γνωστό, σημαίνοντα ρόλο στα πράγματα της εποχής
του Μιχαήλ Παλαιολόγου και μετέπειτα, όπως δείχνει η αθωνίτικη μονή του
Κουτλουμουσίου.
Η όσμωση αυτή των διαφόρων εθνοτήτων στα πλαίσια της
διοίκησης και αυτοκρατορικής κοινωνίας βρίσκει το απόγειό της στον κατεξοχήν
κοσμοπολιτικό χαρακτήρα της Κωνσταντινούπολης, όπου, όπως ομολογεί ο
Τζέτζης τον 12ο αιώνα, ο περιπατητής μπορούσε να συναντήσει και να μετρήσει ανθρώπους που προέρχονταν από δεκάδες διαφορετικές εθνότητες. Είμαστε όμως
στην εποχή, όπου Βενετσιάνοι, Πιζάνοι, Γενοβέζοι (όπως προηγουμένως και
οι Αμαλφητάνοι) χαίρονται των ειδικών προνομιακών μεταχειρήσεων, αυτών που
τους παραχώρησαν στην συνέχεια του Αλεξίου Κομνηνού μετά την νορμανδική
επίθεση του 1081 κατά της Ηπείρου και οι κατόπιν αυτοκράτορες Ίσως πρέπει
εδώ να κάνω μια παρέκβαση, για να σημειώσω μια απαράβατη αρχή της βυζαντινής
πολιτικής απέναντι στον κόσμο της Ιταλίας και γενικά της Δύσεως, αρχή γεωστρατηγική άσχετη από πολιτιστικά δεδομένα. Αφορά στην ελεύθερη
διακίνηση ανάμεσα στα ηπειρωτικά ελλαδικά μέρη και τις ακτές της Ιταλίας δια
των στενών του Οτράντο. Η εγκατάσταση εχθρικής προς το Βυζάντιο δυνάμεως στις
δύο ακτές του νευραλγικού αυτού περάσματος, αποξένωνε την αυτοκρατορία από τα
ιταλικά της δικαιώματα και αχρήστευε την Εγνατία οδό ως προς την ιταλικο -
αλβανική της κατάληξη, ενώ απέκλειε συγχρόνως την Γαληνοτάτη Βενετία στο
βάθος του Αδριατικού κόλπου, αποκόβοντας την πρόσβασή της στην Μεσόγειο. Ιδού
γιατί Βενετία και Βυζάντιο ενώνουν τις δυνάμεις τους κατά των Νορμανδών, όταν
αυτοί προωθούνται στα 1081 στις αλβανικές ακτές και
στα δυτικά παράλια της Ελλάδος, καταλαμβάνοντας το Δυρράχιο και την Κέρκυρα.
Είναι όμως αλήθεια, ότι οι βυζαντινές αυτές διομολογήσεις
προς όφελος των Ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών οδήγησαν προοδευτικά σε μία
οικονομική υποταγή της αυτοκρατορίας. Θύμα αυτή, ιδιαίτερα κατά τα
χρόνια των Παλαιολόγων, μιας αποικιοποίησης των λιμανιών της με τα γνωστά
επακόλουθα. Αυτό, για να τονίσω ότι η εξωτερική πολιτική των δύσκολων χρόνων
αυτών διαφέρει άρδην από τους στόχους που επεδίωκε το Βυζάντιο πριν τα 1204.
Η επαναπόκτηση των χαμένων πατρίδων (ο όρος είναι της εποχής) εκ των οποίων
«απεσφαιρίσθημεν» από δικά μας σφάλματα, όπως παραστατικά δέχθηκαν οι
τότε αυτοκράτορες, δεν άφηνε πια περιθώρια για την άσκηση παγκόσμιας πολιτικής εκ μέρους των Βυζαντινών. Χαρακτηριστικά οι Βυζαντινοί
οικειώθηκαν τότε μαζί με τον μεγαλόστομο ρωμαϊκό τίτλο το όνομα Έλληνες,
όρος που έχασε με τον καιρό την έννοια του ειδωλολάτρη και ξαναβρήκε την
ευγενή πολιτισμική του σημασία, ενώ οι Τούρκοι δηλώνονται από τους
Βυζαντινούς με τα ονόματα Πέρσες και Αχαιμενίδες τους προαιώνιους δηλαδή
αντιπάλους των αρχαιοελλήνων που είναι οι πρόγονοι των Βυζαντινών. Άλλωστε
αυτή η πολιτισμική σχέση που εκφράζεται με την ελληνοσύνη της
ρωμιοσύνης (αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι) διαφοροποιεί τους πληθυσμούς, που
από τη μία και από την άλλη μεριά των συνόρων δέχθηκαν αλληλοεπιδράσεις,
δημιουργώντας έναν sui generis ακριτικό κόσμο, απέναντι
στον οποίον η αυτοκρατορική πολιτική αναγκάσθηκε πότε να προσαρμοστεί και πότε να αντιδράσει. Απόδειξη των λεγομένων μου οι πολυπληθείς
μετακινήσεις πληθυσμών των ασταθών πολιτικά μεθοριακών περιοχών, ή ο κατά των
Παυλικιανών των αρμενικών θεμάτων πόλεμος, ή ακόμη η μέριμνα των Βυζαντινών να
συγκεντρώσουν ομάδες αλλογενών πληθυσμών σε περιοχές διοικητικά ελεγχόμενες από το επίσημο κράτος, όπως π.χ. οι σκλαβηνίες, οι δρούγγοι των
Μηλιγγών και οι ομάδες αλλοφύλων πακτωτικών ή Βουλγάρων στα βόρεια σύνορα,
και Βλάχων στην Θεσσαλία, που τελούσαν υπό την εποπτεία Βυζαντινών αρχόντων και «σεβαστών» ως και
μέχρι τα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου.
Οι παρατηρήσεις αυτές με οδηγούν να σημειώσω ότι μια
ειδική πτυχή του θέματος που εξετάζουμε αποτελεί η μελέτη της ειδικής
φυσιογνωμίας των παραμεθορίων περιοχών και οι επιπτώσεις της ιδιαιτερότητας
αυτής στις σχέσεις του με το Κωνσταντινοπολίτικο κέντρο και βέβαια με τους
εξωτερικούς από το Βυζάντιο γείτονές τους. Ο McCormick μίλησε εκτεταμένα για
ιταλοβυζαντινή ταυτότητα, που διαφοροποιεί τους φορείς της από τους άλλους
Ιταλούς, άλλοι υπογράμμισαν κατά τον ίδιο τρόπο την ύπαρξη μιας βυζαντινοτουρκικής κοινότητας που επιχωριάζει στην Μικρασία από την ίδρυση του σελτζουκικού κράτους και μετέπειτα είναι επίσης γνωστή η παρουσία πληθυσμών
μιξοβαρβάρων ή μιξοελλήνων στα παραδουνάβεια σύνορα ( θέμα που εξέτασε προ
καιρού ο Stanescu) και μένει βέβαια ως παραδειγματική η όσμωση μεταξύ
Βυζαντινών και Αράβων στα ανατολικά σύνορα της επικράτειας (Πόντο και
Καππαδοκία), συγχρωτισμόs που καταγράφεται στον
ακριτικό κύκλο και άφησε τα ίχνη του στις παραδόσεις των περιοχών αυτών με
τον Διγενή Ακρίτη και τα κατορθώματά του μέχρι τις μέρες μας.
Λέων ΣΤ' |
Σημείωσα βιαστικά το πρόβλημα των ενδιάμεσων αυτών
πληθυσμών απλώς για να παρατηρήσω ότι η ύπαρξή του, ο αριθμός και η σπουδαιότητά του, υπαγορεύουν την κατά καιρούς πολιτική του Βυζαντίου με τους
εξωτερικούς γείτονες που και αυτοί με τον τρόπο τους χρωμάτισαν με δικά
τους χαρακτηριστικά ιθαγενείς βυζαντινούς πληθυσμούς δημιουργώντας
πολιτισμικούς συγχρωτισμούς που οδηγούσαν συχνά και σε διασυνοριακή αλληλεγγύη. Αυτή ακριβώς που εκφράζει κοινή παράδοση λαϊκή και καλλιτεχνική, ο
ακριτικός κύκλος είναι το εύγλωττο παράδειγμα.
Είναι ασφαλώς θέμα για περαιτέρω μελέτη αυτή η ακριτική acculturation (όσμωση αφομοιωτική θα λέγαμε) - χρησιμοποιήθηκε για
κατασκοπευτικούς λόγους σε εποχή συρράξεων, αλλά απετέλεσε παράγοντα
ειρηνικής συνύπαρξης και βάση αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ αντιμαχομένων χάρη
στον διαμεσολαβητικό ρόλο των μεθοριακών πληθυσμών.
Θα κλείσω την γρήγορη αυτή επισκόπηση του πολύπλοκου θέματος λέγοντας ότι τα πολιτικοστρατιωτικά σύνορα της αυτοκρατορίας
ακολούθησαν κατά τον χιλιόχρονο ιστορικό βίο της την πορεία της εδαφικής στένωσης και σμίκρυνσης, αντίθετα με τα πολιτιστικά σύνορά της, που ευρύνθηκαν χάρη στην ακριτική ειρηνική συμβίωση, χάρη στην εξάπλωση της ορθοδοξίας
και το έργο της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και γνώρισαν με τον καιρό
επέκταση και διεύρυνση, ενώ με τελείως ιδιαίτερο τρόπο οι συνήθειες και οι
λαϊκές παραδόσεις που άνθησαν στις παραμεθόριες περιοχές ζουν ως τα
σήμερα, για να θυμίζουν την Βυζαντινή κοινοπολιτεία και τον γειτονικό της
κόσμο, που δεν ήταν πάντα αντίπαλος και πολέμιός της.
Αυτή η υπόγεια λανθάνουσα διασυνοριακή πολιτισμική συγγένεια των λαών που γνώρισαν την ακτινοβολία του Βυζαντίου κάνει τη Ρωμιοσύνη
«να ανθεί και να φέρνει πάντα κι' άλλο», όπως το λεει το ποντιακό τραγούδι.
Κάνει την Ρωμιοσύνη να ζει σαν τον Μεγαλέξανδρο της σειρήνας, από τον Εύξεινο στα πέρατα της Μεσογείου. Κι' αυτό χάρη στις ταπεινές μεσοανατολίτικες εκκλησίες, στα πονεμένα πατριαρχεία της Κωνσταντινούπολης, της Ανατολής και Αφρικής, και μέσα στα τραγούδια του Πόντου και της Καππαδοκίας, χάρη
σε όλες τις αξέχαστες βυζαντινές πατρίδες, που έθρεψαν τον προσφυγόκοσμο
του 1922, χάρη τέλος στα ακριτικά δρώμενα που δεν παύουν να συγκινούν τον
απανταχού ελληνισμό.
Ας ομολογήσουμε ότι θα ήταν παράλειψή μου αν δεν έκανα
μνεία αυτής της χρονολογίας, που δηλώνει αμετάκλητα το τέλος της βυζαντινής πολιτείας στον εκτός Ελλάδος κόσμο, ογδόντα ακριβώς χρόνια από την συντέλεια
της τραγικής αυτής ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου