Το κείμενο μου δόθηκε πριν αρκετά χρόνια από τον κ. Δημήτριο Νικοπολιτίδη.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ κρίση που μάστιζε τούτο τον καιρό την Ελλάδα, είχε βαρύ αντίχτυπο και στον προσφυγικό κόσμο, προπάντων στους αγρότες. Τα προβλήματα της έλλειψης γης, εργαλείων, σπόρου, γόνιμων εδαφών και αποδοτικών καλλιεργειών, παρέμειναν άλυτα, μ' αποτέλεσμα τη φτώχεια, την πείνα και τα ανεξόφλητα χρέη στις τράπεζες. Οι ζυμώσεις για κάποια ομαδική προσπάθεια καλυτέρευσης της κατάστασης δημιούργησαν συνδικαλιστικές κινήσεις και γεωργικούς συνεταιρισμούς, μέσα από τους οποίους οι εργαζόμενοι διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους και υπερασπίζονταν τα συμφέροντά τους.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ κρίση που μάστιζε τούτο τον καιρό την Ελλάδα, είχε βαρύ αντίχτυπο και στον προσφυγικό κόσμο, προπάντων στους αγρότες. Τα προβλήματα της έλλειψης γης, εργαλείων, σπόρου, γόνιμων εδαφών και αποδοτικών καλλιεργειών, παρέμειναν άλυτα, μ' αποτέλεσμα τη φτώχεια, την πείνα και τα ανεξόφλητα χρέη στις τράπεζες. Οι ζυμώσεις για κάποια ομαδική προσπάθεια καλυτέρευσης της κατάστασης δημιούργησαν συνδικαλιστικές κινήσεις και γεωργικούς συνεταιρισμούς, μέσα από τους οποίους οι εργαζόμενοι διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους και υπερασπίζονταν τα συμφέροντά τους.
Η ανέχεια, ωστόσο, και η εξαθλίωση, στις αρχές του 1932, είχε φτάσει στο κατακόρυφο και οι αγρότες αντιμετώπιζαν την απειλή της πείνας. Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, ιδιαίτερα των προσφυγικών χωριών, κινητοποιήθηκαν αγωνιστικά για να παρέμβουν στην άθλια κατάσταση που ήταν διαμορφωμένη ολοκληρωτικά σε βάρος τους. Στη γενική συνέλευση της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών πού έγινε τούτον τον καιρό στο Κιλκίς, οι αντιπρόσωποι του Μεταλλικού Στέφανος και Θόδωρος Αλμετίδης πρότειναν να ζητηθεί να γίνει το σβήσιμο των χρεών της αγροτιάς στην Αγροτική Τράπεζα. Η πρόταση εγκρίθηκε από τη Συνέλευση και το γεγονός κοινοποιήθηκε με προκήρυξη της Ένωσης σ’ όλα τα χωριά της περιφέρειας.
Μεταλλικό- Κιλκίς |
Οι αρχές όμως αντέδρασαν αμέσως βίαια. Στις 18 Απρίλη έστειλαν στο Μεταλλικό, που πρωτοστατούσε στους αγώνες, τον αστυνόμο Λεμονή με ισχυρό απόσπασμα χωροφυλάκων για να ενεργήσει συλλήψεις. Ήταν χαράματα όταν έφτασαν τα αυτοκίνητα της αστυνομίας στο χωριό. Το απόσπασμα κατέβηκε κάτω, προχώρησε και περικύκλωσε το σπίτι του Μιχάλη Αλμετίδη. Οι χωροφύλακες χτύπησαν την πόρτα και, μόλις τους άνοιξαν, μπήκαν μέσα και έπιασαν τα δύο παιδιά του, το Στέφανο και το Θόδωρο. Η γυναίκα του Στέφανου, τρομαγμένη από το αναπάντεχο γεγονός της αναίτιας σύλληψης του άντρα της και του ανδράδελφου της, έβαλε τις φωνές. Κατόπιν όρμησε πάνω στον άντρα της, τον αγκάλιασε και ξεφωνίζοντας προσπαθούσε να τον αποσπάσει από τα χέρια των ένοπλων αντρών. Από τις φωνές της ξύπνησαν τα παιδιά του σπιτιού και ξεσηκώθηκε η γειτονιά.
- Όχι! Δεν θα μου τον πάρετε, εξακολουθούσε να κραυγάζει πιασμένη από τα ρούχα του Στέφανου. Ο άντρας μου δεν έκανε τίποτε!..
- Πετάχτε την από κει! φώναξε ο μοίραρχος.
Οι χωροφύλακες έσπρωξαν τη γυναίκα και την έριξαν χάμω.
- Μα τι έκανα και με πιάνετε; φώναξε κι ο Στέφανος.
Αντί για απάντηση ένας από τους χωροφύλακες το χτύπησε με τον υποκόπανο στο στήθος και τον έριξε κάτω λιπόθυμο. Η γυναίκα του ξέσπασε σε πιο άγρια ξεφωνητά που αναστάτωσαν περισσότερο τους γείτονες. Δεν άργησε να ξεσηκωθεί και το υπόλοιπο χωριό. Ένας χωρικός μάλιστα πήγε στην εκκλησία και χτύπησε την καμπάνα. Στο άκουσμά της πλημμύρισαν οι δρόμοι από κόσμο, που με αγανακτισμένες φωνές διαμαρτυρόταν για τις συλλήψεις και την κακοποίησή του Στέφανου. Οι χωροφύλακες αγρίεψαν πιο πολύ. Με κλωτσιές και σπρωξίματα προσπαθούσαν να σηκώσουν το λιπόθυμο χωρικό από κάτω, ενώ ο αστυνόμος φώναζε εκνευρισμένος:
- Έλα, έλα! Κάνετε γρήγορα!...
Εκείνη τη στιγμή ο γέρο - Μιχάλης, με τα κάτασπρα μαλλιά του και το βασανισμένο από την πολυτάραχη προσφυγική ζωή πρόσωπο, πλησίασε το Λεμονή και το ρώτησε δακρύζοντας:
- Κύριε διοικητά, γιατί τους πιάνετε, και μάλιστα τέτοια ώρα; Δεν ξημέρωσε ακόμα καλά - καλά. Οι γιοι μου είναι τίμιοι και εργατικοί άνθρωποι. Και τούτος, τι έφταιξε και τον χτυπάτε; Εγκλημάτησε; Αλλά και αν έκανε κανένα παράπτωμα, καλέστε τον στο τμήμα και κείνος θα έρθει μόνος του, όχι να τον δέρνετε σαν το σκυλί. Εμείς στην πατρίδα μας τον Καύκασο...
Ένα γερό χαστούκι στο ρυτιδωμένο πρόσωπο του γέρου ήταν η απάντηση του μοίραρχου. Τα μάτια του Μιχάλη σκοτείνιασαν. Ζαλίστηκε. Στο μυαλό του σηκώθηκε σωστή θύελλα: Αυτός δεν είχε φάει χαστούκι ούτε από τους Τούρκους και να τολμήσει να τον χτυπήσει χέρι Έλληνα αξιωματικού, χωρίς κανένα λόγο, χωρίς να κάνει τίποτε; Ήταν τόσο δυνατό και άδικο το χτύπημα ώστε ο γέρος, τυφλός από την οργή του, χύθηκε κατά πάνω στο μοίραρχο. Οι χωροφύλακες τον πρόλαβαν, τον άρπαξαν και άρχισαν να τον δέρνουν αλύπητα! Ούρλιαξε ο γέρος από τους πόνους, οπότε οι χωρικοί έτρεξαν να τον σώσουν... Ανάμεσά τους ξεχώρισε η Ειρήνη, η γυναίκα του Ηλία Αλμετίδη, που όρμησε καταπάνω σ’ έναν χωροφύλακα και του άρπαξε το όπλο από τα χέρια.
- Πίσω! Μην πλησιάσει κανείς! φώναξε ο Λεμονής.
Οι χωρικοί όμως δεν υπάκουσαν και πλησίασαν να απελευθερώσουν το γέρο, αλλά και το Στέφανο και το Θόδωρο. Ο μοίραρχος ταράχτηκε βλέποντας την αποφασιστικότητα των Μεταλλικιωτών, έχασε την ψυχραιμία του τελείως και πρόσταξε:
- Στο ψαχνό! Πυρ!...
Οι χωροφύλακες όπλισαν και πυροβόλησαν στο ψαχνό: Εφτά κορμιά σωριάστηκαν αιμόφυρτα στο χώμα!.. Τα δύο, του Κώστα Σοφιανίδη και του Αναστάση Χαραλαμπίδη, ήταν κιόλας νεκρά. Από τα άλλα πέντε, τα τρία, του Κώστη Τραντίδη, του Χαράλαμπου Αλμετίδη και του Στυλιανού Σοφιανίδη ήταν βαριά τραυματισμένα.
Οι χωρικοί τρομαγμένοι από το μακελειό, οπισθοχώρησαν, αφήνοντας το απόσπασμα να παραλάβει το Θόδωρο και το Στέφανο, να ανέβει στα αυτοκίνητα της αστυνομίας και να φύγει για το Κιλκίς.
Για κάμποσην ώρα στον τόπο της σφαγής μόνο οι φωνές και τα κλάματα των γυναικών κυριαρχούσαν, μαζί με τις κατάρες και τις βρισιές των αντρών. Από τους τελευταίους όσοι συνήλθαν πρώτοι από το συγκλονισμό, ρίχτηκαν αμέσως στη δουλειά: Μερικοί σήκωσαν και μετέφεραν τους δυο νεκρούς στα σπίτια τους, ενώ άλλοι έδεσαν πρόχειρα τα τραύματα των πληγωμένων, τους φόρτωσαν στα κάρα και τους κουβάλησαν στο νοσοκομείο του Κιλκίς.
Η ΕΙΔΗΣΗ της σφαγής έφτασε την ίδια μέρα, πολύ νωρίς, στην πόλη και τάραξε τη ράθυμη και ήσυχη ατμόσφαιρά της. Στα καφενεία, στους δρόμους, στα σπίτια μικροί και μεγάλοι συζητούσαν χαμηλόφωνα τα τραγικά γεγονότα που τους φαίνονταν όχι μόνο πρωτόφαντα για την ειρηνική πόλη, αλλά και απίστευτα. Μόνο όταν μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο οι τραυματίες, έγινε πιστευτή και συνειδητή η έκταση των αιματηρών συμβάντων. Όλοι λυπούνταν τους βασανισμένους ανθρώπους του γειτονικού χωριού, που αγωνίζονταν να επιβιώσουν καλλιεργώντας με μόχθο τα λιγοστά άγονα και ορεινά χωράφια τους, τα οποία είχαν απαλλοτριωθεί από το τσιφλίκι του Χαζηλάζαρου. Το τσιφλίκι τούτο, που τα χιλιάδες στρέμματά του απλώνονταν στα εύφορα χώματα του κάμπου, ενώ τα σύνορά του έφταναν ως τις αυλές των σπιτιών του Μεταλλικού, έζωνε σαν σιδερένιος βραχνάς τους χωρικούς και αποτελούσε καθημερινή πρόκληση στη φτώχεια τους.
Για μέρες ολάκερες το Κιλκίς ήταν τρομοκρατημένο. Ο κόσμος είχε ταραχτεί τόσο πολύ που δε μπορούσε να συνέλθει από το τρομερό ξάφνιασμα του επεισόδιου. Είχαν αρχίσει ανακρίσεις και όλοι περίμεναν τα αποτελέσματα και την παραδειγματική τιμωρία των υπεύθυνων. Ο Τίμος και η Άννα, από την μέρα της κηδείας των θυμάτων στο Μεταλλικό, όπου είχαν πάει για να συμμετάσχουν στο πένθος των παλιών συγχωριανών τους και ιδιαίτερα της ξαδέλφης τους Λίζας που ήταν γυναίκα του Αναστάση Χαραλαμπίδη, δε μπορούσαν να ηρεμήσουν. Τα όνειρά τους για κάποιο απάγγειο μετά την θύελλα των γεγονότων του πολέμου και της επανάστασης στην παλιά τους πατρίδα, συντρίφτηκαν βάναυσα. Το απαίσιο πρόσωπο της βίας και της καταπίεσης έκανε την εμφάνισή του και εδώ στην ειδυλλιακή, κατά τη φαντασία τους, Ελλάδα.
Όλο το Σαββατοκύριακο που ακολούθησε τα γεγονότα, ο Τίμος γυρνώντας από το Πρες στο Κιλκίς, το πέρασε στους δρόμους, όπου με τους φίλους του σχολίαζε την κατάσταση περπατώντας πέρα δώθε.
Σε μια στιγμή βρέθηκε παρέα με τον Κώστα Γαβριηλίδη στο κέντρο της πόλης, κοντά στην πιάτσα των ταξί. Ήταν η ώρα της άφιξης του τρένου στο σταθμό του Κρηστώνα, από όπου τα αυτοκίνητα μετέφεραν τους επιβάτες στην πόλη. Από το πρώτο ταξί που έφτασε στην πιάτσα, κατέβηκε ο μοίραρχος Λεμονής. Ο αστυνόμος πλησίασε στην παρέα και προφέροντας μια «καλημέρα», πρότεινε το χέρι για χειραψία. Δυο-τρεις το πήραν. Ο Τίμος υποχώρησε και απέφυγε τη χειρονομία αισθανόμενος αποτροπιασμό στη θέα και μόνο του ανθρώπου που είχε ματοκυλήσει το Μεταλλικό. Ο Γαβριηλίδης ένιωσε ακόμα χειρότερα.
Το αίμα του είχε ανέβει στο κεφάλι. Έτρεμε από το θυμό του για το θράσος του Λεμονή. Κι όταν ο τελευταίος του άπλωσε το χέρι, δεν άντεξε και του πέταξε με φωνή που παλλόταν από αγανάκτηση:
Κώστας Γαβριηλίδης, απόφοιτος δάσκαλος στον Καύκασο με τα ξαδέφια του Μίσσια και Καλλίνικο |
- Δε δέχομαι να σφίξω ματοβαμμένα χέρια!...
Τα μέλη της παρέας, μαζί με όσους ήταν κοντά και άκουσαν τη βαριά φωνή του αγροτικού ηγέτη, τρόμαξαν, φοβούμενοι ότι θα γινόταν επεισόδιο. .Ξέσπασε σούσουρο. Όλοι κοιτούσαν με δέος πότε τον Λεμονή και πότε τον Γαβριηλίδη. Τελικά όμως δε συνέβηκε τίποτε. Ο μοίραρχος έσκυψε το κεφάλι και, κίτρινος σαν το λεμόνι, με άγρια ματιά και ασταθές βήμα, απομακρύνθηκε χωρίς να πει λέξη.
Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ ωστόσο για τα γεγονότα του Μεταλλικού συνεχιζόταν και η θέση του μοίραρχου επιβαρυνόταν συνέχεια. Ο ανακριτής. ένας αυστηρός και ευσυνείδητος δικαστικός, εννοούσε να διαλευκάνει απολύτως την υπόθεση. Το συμπέρασμα της προανάκρισης κατέληγε στην κατηγορία για φόνο από προμελέτη. Οι φίλοι του Λεμονή στην πόλη, μόλις το έμαθαν, θορυβήθηκαν. θέλοντας λοιπόν να αντιδράσουν στο έργο της προανάκρισης, αποφάσισαν να προβούν σε ορισμένες ενέργειες για να λαφρύνουν τη θέση του. Μετά από συσκέψεις και διαβούλια, κατέληξαν στο να οργανώσουν μια αντικομμουνιστική συγκέντρωση, όπου να προτείνουν ορισμένα ψηφίσματα ή άλλα μέτρα που θα δικαιολογούσαν τη συμπεριφορά του Λεμονή στο Μεταλλικό.
Η συγκέντρωση έγινε στις 21 του Μάη, στις 11 το πρωί, στο Δημοτικό κήπο. Οι άνθρωποι που την αποτέλεσαν δεν ξεπερνούσαν τους διακόσιους και οι περισσότεροι προέρχονταν από τα χωριά, τα οποία υποχρεώθηκαν ανεπίσημα να στείλουν από δυο αντιπροσώπους το καθένα . Πρόεδρος της συγκέντρωσης εκλέχτηκε ο αρχηγός μιας ανύπαρκτης οργάνωσης έφεδρων αξιωματικών και οπλιτών, ενώ εισηγητής ορίστηκε ο γυμνασιάρχης Καραμπατέας που μίλησε με πάθος εναντίον των κομμουνιστών:
- Ο κύριος Λεμονής δε μπορούσε να κάνει διαφορετικά κατέληξε. Έπρεπε να τους σκοτώσει. Εάν ήμουν εγώ στη θέση του, θα έκαμνα κάτι καλύτερο: θα τους μάζευα όλους μέσα σε τσουβάλια και θα τους πετούσα στη θάλασσα...
Το ακροατήριο διχάστηκε. 'Αλλοι χειροκρότησαν κι άλλοι, που είχαν πάει με το ζόρι στη συγκέντρωση, πάγωσαν. Μερικοί που άκουγαν από περιέργεια σε μικρή απόσταση από το Δημοτικό κήπο, ανατρίχιασαν. Ανάμεσά τους ήταν και ο Κώστας Γαβριηλίδης που ένιωσε οδυνηρή κατάπληξη. "Αν είναι δυνατόν", σκέφτηκε, "μέσα στην ψυχή ενός εκπαιδευτικού λειτουργού, στον οποίο η κοινωνία εμπιστεύτηκε την αγωγή και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα της νέας γενιάς, να κρύβονται τέτοια αιμοβόρα ένστικτα. Από πού μας τον έστειλαν αυτόν; Ένας τέτοιος υπάνθρωπος, μόνο δήμιος θα μπορούσε να γίνει, κι αυτό στην εποχή της Ιεράς Εξέτασης και όχι διευθυντής εκπαιδευτικού ιδρύματος σε καιρό δημοκρατίας".
Ακολούθησαν μερικοί ακόμα «ρήτορες» που μίλησαν με το ίδιο σχεδόν πνεύμα και στο τέλος πήρε το λόγο ένας γνωστός στην πόλη νεαρός, που καταγόταν από χωριό, μέθυσος και χαρτοπαίχτης, σωστό απόβρασμα της κοινωνίας:
-Κύριε, είπε στρέφοντας προς τον φρούραρχο που παρακολουθούσε κι αυτός και σιγοντάριζε τη συγκέντρωση, υπηρέτησα ως στρατιώτης για πέντε χρόνια την πατρίδα χωρίς να πάθω τίποτε. Τι θα πάθω τώρα, αν σκοτώσω έναν κομμουνιστή και πάω πέντε ή δέκα χρόνια φυλακή; Εγώ προτείνω να φτιάξουμε δικαστήρια στα χωριά μας και να σκοτώσουμε όλους τους κομμουνιστές...
1922: Ο Κ. Γαβριηλίδης με την γυναίκα του Σιώτα και την κόρη του Ελπίδα. Δυο χρόνια μετά την εγκατάσταση του στην Κοκκινιά Κιλκίς |
Ο Γαβριηλίδης είδε το φρούραρχο να σηκώνεται απότομα και νόμισε πως ήθελε να επαναφέρει τον περίεργο ομιλητή στην τάξη. Αντί γι’ αυτό τον άκουσε να λέει:
- Μη φοβάσαι, παιδί μου. Δε θα πάθεις τίποτε ούτε εσύ ούτε όσοι πολεμούν τον κομμουνισμό.
Ο Γαβριηλίδης έφυγε αμέσως ταραγμένος για το σπίτι του. Ένιωσε δέος με όλα τούτα τα συμπτώματα του αντικομουνισμού και του φασισμού. Τον ανησύχησε ιδιαίτερα ο κυνισμός του φρούραρχου.
Φτάνοντας στο σπίτι, ταραγμένος ακόμα, κάθισε στο γραφείο του και έγραψε ένα άρθρο για το γυμνασιάρχη και το φρούραρχο του Κιλκίς και το έστειλε να δημοσιευτεί στο «Αγροτικό Βήμα» και στον «Ελεύθερο Άνθρωπο» των Αθηνών. Όταν ύστερα από μέρες δημοσιεύτηκε, ο φρούραρχος έκανε μήνυση εναντίον του για εξύβριση και δυσφήμηση. Η δίκη ορίστηκε να γίνει στο πλημμελειοδικείο της Σαλονίκης στις 14 Ιούλη.
Από το πρωί της ημέρας εκείνης, στην αίθουσα του δικαστηρίου ήταν συγκεντρωμένος πολύς κόσμος. Οι περισσότεροι ήταν αγρότες και εργάτες που δικάζονταν με βάση το Ιδιώνυμο.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που περίμεναν τη σειρά τους στο ακροατήριο, για να πάρουν μέρος σε κάποια δίκη, ξεχώριζε ο συνταγματάρχης της φρουράς του Κιλκίς, που φορούσε τη μεγάλη στολή του και τα μετάλλιά του στο στήθος για να επηρεάσει τους δικαστές. Ωστόσο το βασανισμένο, φτωχοντυμένο και άταχτο περιβάλλον του τον έκανε να μοιάζει με ανορθογραφία. Ο κόσμος χαμογελούσε με το επίσημο ύφος του, αλλά έδειχνε και μεγάλο ενδιαφέρον να μάθει γιατί είχε έρθει στο δικαστήριο. Το ενδιαφέρον του τούτο ήταν ανάμικτο με ανησυχία, γιατί τον τελευταίο καιρό είχε παρατηρηθεί κάποια κίνηση αξιωματικών εναντίον του κοινοβουλευτισμού και η θέα της στρατιωτικής
στολής δημιουργούσε ένα σκίρτημα φόβου στις ψυχές.
-Κωνσταντίνος Γαβριηλίδης! φώναξε ο πρόεδρος του πλημμελειοδικείου σε κάποια στιγμή.
Ο αγροτικός ηγέτης σηκώθηκε και πήγε να καθίσει στη θέση του κατηγορούμενου. Κατόπιν ακούστηκε και το όνομα του φρούραρχου. Ο συνταγματάρχης σηκώθηκε, προχώρησε μπροστά στους δικαστές και στάθηκε προσοχή φωνάζοντας:
-Παρών!
- Για ποιο πράγμα κατηγορείτε τον κ. Γαβριηλίδη, κύριε συνταγματάρχα;
-Κύριε πρόεδρε, απάντησε με στόμφο ο φρούραρχος. Ο άνθρωπος αυτός, με άρθρο του στας εφημερίδας με εξύβρισε και με δυσφήμισε τόσον, ώστε εκλονίσθη η θέσις μου εις το στράτευμα.
- Δηλαδή; Πώς ακριβώς;
-Έγραψε ότι είμαι βασιλόφρων, μοναρχικών φρονημάτων και εχθρός της Δημοκρατίας. Κύριοι δικασταί! Υπηρέτησα την πατρίδα με αφοσίωσιν επί πολλά έτη, ήμην από του λίκνου μου δημοκρατικός και θα παραμείνω τοιούτος εις όλην μου την ζωήν. 'Αλλωστε δεν θα ορκιζόμουν εις το δημοκρατικόν πολίτευμα, εάν δεν ήμην εκ πεποιθήσεως δημοκρατικός.
- Πιο συγκεκριμένα, κύριε συνταγματάρχα. Διατί εμηνύσατε τον κατηγορούμενο;
- Διότι, κύριε πρόεδρε και κύριοι δικασταί, συνεπεία του άρθρου αυτού, το Σώμα Στρατού διέταξε και έγιναν ανακρίσεις και ήδη από την απόφασίν σας εξαρτάται η θέσις μου εις το στράτευμα. Το Σώμα περιμένει την ετυμηγορίαν σας δια να αποφασίσει σχετικώς.
-Μου επιτρέπετε, κύριε πρόεδρε; είπε ο Γαβριηλίδης, θέλω να κάνω μια ερώτηση στο μάρτυρα;
- Ορίστε.
-Μπορείτε να μου πείτε, κύριε μάρτυς, πόσα χρόνια υπηρετήσατε στο στρατό;
- Μάρτυς, μην απαντάτε. Απαγορεύω αυτού του είδους τας ερωτήσεις.
- Κύριε πρόεδρε, η απάντηση του μάρτυρος μου χρειάζεται για να υποβάλω μιαν άλλη ερώτηση. Επιτρέψατε, παρακαλώ.
Ο συνταγματάρχης, χωρίς να περιμένει την άδεια του προέδρου έσπευσε να απαντήσει:
-Εικοσιπέντε έτη υπηρέτησα και έλαβα μέρος σ’ όλα τα μέτωπα του πολέμου.
- Ωραία. Και τώρα η δεύτερη ερώτηση: Μπορείτε να μου πείτε πόσα χρόνια έχουμε δημοκρατικό πολίτευμα στην Ελλάδα;
Ο συνταγματάρχης, σαν να είχε καταλάβει το σκοπό της ερώτησης, δεν απάντησε.
-Θα σας βοηθήσω εγώ. Περίπου δέκα χρόνια. Και τώρα μια τρίτη ερώτηση, για να φανεί πόση αξία έχουν οι εναντίον μου καταθέσεις σας: Τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της υπηρεσίας σας, σε ποιο πολίτευμα ήσασταν ορκισμένος εσείς, ο «από του λίκνου» σας δημοκρατικός; Δεν απαντάτε; θα απαντήσω εγώ για σας: Ορκιστήκατε και στο ένα και στο άλλο καθεστώς, για να μη χάσετε τα γαλόνια σας.
Ο φρούραρχος έγινε έξαλλος από την οργή του και, ξεχνώντας που βρίσκονταν, όρμησε χειρονομώντας εναντίον του Γαβριηλίδη.
- Καθήστε κάτω! φώναξε ο αγροτικός ηγέτης. Δεν είστε μέσα στο στρατώνα σας, αλλά ούτε έχετε μπροστά σας φαντάρο!...
Το ακροατήριο, που παρακολουθούσε τούτη τη σκηνή με ζωηρό ενδιαφέρον, άρχισε να θορυβεί και να γελάει με το πάθημα του συνταγματάρχη, ενώ ο πρόεδρος χτυπούσε το κουδούνι του συνέχεια, για να γίνει ησυχία.
-Κύριε πρόεδρε! φώναξε ο φρούραρχος. Δε θα επιτρέψω να με χλευάζει αυτός ο χθεσινός Έλλην.
- Παρακαλώ, κύριε πρόεδρε, να ανακληθεί στην τάξη ο κ. συνταγματάρχης και να ανακαλέσει. Οι πρόσφυγες τους οποίους υβρίζει στο πρόσωπον μου με την τελευταία του φράση, υπήρξαν ανέκαθεν πραγματικοί Έλληνες και τα πατριωτικά τους αισθήματα δε μπορεί να τα αμφισβητήσει κανείς, οσονδήποτε υψηλά και αν στέκεται αυτός.
Ο πρόεδρος, για να δώσει τέλος στο επεισόδιο, κάλεσε άλλον μάρτυρα, οπότε ο συνταγματάρχης, κατακόκκινος από το θυμό του, κάθισε στη θέση του. Ο δικηγόρος του φρούραρχου προσπάθησε να αποσπάσει από το μάρτυρα την ομολογία ότι ο Γαβριηλίδης ήταν κομμουνιστής, αλλά εκείνος του απάντησε ότι τον ξέρει για αγροτικο - σοσιαλιστή.
-Μα το ίδιο δεν είναι; Τι κομμουνιστής, τι σοσιαλιστής.
- Κύριε συνήγορε, διέκοψε ο πρόεδρος. Ο κατηγορούμενος δε δικάζεται ως κομμουνιστής ούτε για τα πολιτικά του φρονήματα. Δικάζεται για το περιεχόμενο του άρθρου του και οι ερωτήσεις σας αυτές δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτό.
- Κύριε πρόεδρε, παρατήρησε ο δικηγόρος, κάνω την ερώτησιν αυτήν δια να αποδείξω ότι ο κατηγορούμενος ως κομμουνιστής έγραψε το άρθρο εκ κακής προθέσεως, για να υβρίσει τον μηνυτήν και για να εκδηλώσει έτσι το μίσος του εναντίον των ενόπλων δυνάμεων της χώρας.
Τα λόγια τούτα προκάλεσαν σάλο στην αίθουσα που ανάγκασαν τον πρόεδρο να διακόψει και να διατάξει διάλειμμα. Όταν ξανάρχισε η συνεδρίαση, εξετάστηκαν κι άλλοι μάρτυρες, ώσπου εξαντλήθηκε ο κατάλογός τους.
- Σηκωθείτε πάνω, κατηγορούμενε, είπε στο τέλος ο πρόεδρος απευθυνόμενος στον Γαβριηλίδη. Τι έχετε να απολογηθείτε;
- Θα μου επιτρέψετε, κύριε πρόεδρε να πω δυο λόγια, πριν μπω στην ουσία της κατηγορίας, για το τι είναι το Αγροτικό κόμμα στο οποίο ανήκω, και ποια είναι η διαφορά μας από το κομμουνιστικό κόμμα. Και τούτο διότι παρατήρησα την επίμονη προσπάθεια της πολιτικής αγωγής να φέρει στο δικαστήριό σας μια σύγχυση, είτε από άγνοια πραγματική των κοινωνικών και οικονομικών θεωριών είτε και σκόπιμα, πιστεύοντας ίσως ότι αν κατορθώσει να αποδείξει την κομμουνιστική μου ιδιότητα, θα πετύχει ευκολότερα την καταδίκη μου.
- Λέγετε, αλλά σύντομα.
- Κύριοι δικασταί, το αγροτικό κόμμα είναι κόμμα σοσιαλιστικό. Στηρίζεται πάνω στη θεωρία της πάλης των τάξεων. Πιστεύει ότι μόνο με την μετατροπή του σημερινού κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος σε σοσιαλιστικό θα παύσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Κώστας Γαβριηλίδης |
Ο Γαβριηλίδης μίλησε για μισή, σχεδόν ώρα, αναπτύσσοντας με λεπτομέρεια τις αρχές του αγροτικού κόμματος, τις βασικές πολιτικές θέσεις του και το κοινωνικό του πρόγραμμα. Για μια στιγμή ο πρόεδρος τον διέκοψε παρατηρώντας ότι δε βλέπει να υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.
- Και όμως, κύριε πρόεδρε, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Εμείς πιστεύουμε ότι η πραγματοποίηση του προγράμματός μας είναι δυνατή στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού καθεστώτος, χωρίς την ανάγκη να προσφύγουμε σε επαναστατική δράση.
-Ελάτε τώρα στο θέμα μας.
- Ευχαρίστως. Κατηγορούμαι ότι σκοπίμως έγραψα το άρθρο για να δυσφημήσω και να κλονίσω τη θέση του κυρίου συνταγματάρχη μέσα στο στράτευμα, ότι τον παρουσίασα εχθρό του πολιτεύματος και τα λοιπά. Τίποτε από αυτά δεν είναι αληθινό. Καμιά σκοπιμότητα δεν με κίνησε εναντίον του. Ούτε τον εγνώριζα για να είχα κάποιον προσωπικό λόγο. Απλώς υπάρχει μια σχετική προϊστορία, θα γνωρίζετε, βέβαια, κύριοι δικασταί, το τρομερό και πρωτάκουστο έγκλημα που διαπράχθηκε σε βάρος των φιλήσυχων και αθώων χωρικών του Μεταλλικού από αστυνομικά όργανα του Κιλκίς. Κάτω από το φως της ημέρας, χωρίς κανέναν λόγο, πυροβολήθηκαν στο ψαχνό εφτά αγρότες, από τους οποίους δύο σκοτώθηκαν, δύο έμειναν χωρίς πόδια και ένας χωρίς χέρι. Δεν διέπραξαν κανένα έγκλημα οι χωρικοί. Αλλά και εγκληματίες να ήταν, δεν ήταν αρμόδιο το απόσπασμα των χωροφυλάκων να πυροβολήσει και να βυθίσει στο πένθος και τη δυστυχία εφτά οικογένειες φτωχών βιοπαλαιστών.
- Η υπόθεσις αυτή είναι εις τας χείρας της δικαιοσύνης, διέκοψε ο πρόεδρος. Ελάτε στο θέμα.
- Βρίσκομαι μέσα στο θέμα, κύριε πρόεδρε. Η υπόθεση έχει σχέση με τη δική μου. Από τις ανακρίσεις επιβαρύνεται τρομερά η θέση του επικεφαλής του αποσπάσματος μοίραρχου κύριου Λεμονή. Για να ελαφρύνουν, λοιπόν, τη θέση του οι κατήγοροί μου, τους οποίους ακούσατε εδώ ως μάρτυρες εναντίον μου, συγκρότησαν συγκέντρωση στην πόλη του Κιλκίς και πρότειναν μέτρα εναντίον του κομμουνισμού, ο οποίος, όπως φαίνεται, απειλούσε από το Μεταλλικό το καθεστώς...
Στη συγκέντρωση εκείνη λέχθηκαν πράγματα απαράδεκτα. Ακούσαμε το γυμνασιάρχη, λειτουργό της παιδείας, να διακηρύττει ότι αυτός, αν ήταν στη θέση του μοίραρχου Λεμονή, θα συγκέντρωνε όλους τους κατοίκους του χωριού, θα τους έβαζε στα τσουβάλια και θα τους έριχνε στη θάλασσα. Ακούσαμε και τον συνταγματάρχη, που εκτελούσε χρέη φρουράρχου, να λέει σ’ έναν άξεστο και μέθυσο χωρικό, που προέτρεπε να κάνουν στα χωριά επιτόπου δικαστήρια και να εκτελέσουν όλους τους κομμουνιστές, «κάντε το, παιδί μου, και μη φοβάστε. Δε θα πάθετε τίποτε».
Φανταστείτε, λοιπόν, κύριοι δικασταί ποια κατάσταση μπορούσε να προκύψει από τα λόγια αυτά του συνταγματάρχη, ο οποίος από το ύψος της θέσης του, καταργούσε και νόμους και δικαστήρια και κράτος, και παρέδιδε τους κομμουνιστές στην αυτοδικία των συγχωριανών τους. Σκέφτηκα πολύ για να καταλάβω τι είναι αυτό που έκανε τον συνταγματάρχη τόσο αλλόφρονα ώστε να ξεχάσει και το κράτος και τις υποχρεώσεις του απέναντι σ’ αυτό;
Η απάντηση που έδωσα ήταν ότι ο φρούραρχος εχθρεύεται το δημοκρατικό πολίτευμα. Μόνο έτσι μπόρεσα να δικαιολογήσω την αχαρακτήριστη συμπεριφορά του. Οι δυο αυτοί άνδρες, εξαιτίας των αντιδημοκρατικών τους φρονημάτων, από το ύψος της θέσης τους, ήθελαν να ενσπείρουν την αναρχία στη χώρα, να εκθέσουν το πολίτευμα στα μάτια του κόσμου και να αποδώσουν, τις ταραχές που θα επροκαλούντο, στην ανικανότητα της δημοκρατίας. Αυτό το συμπέρασμα έβγαλα από τα λόγια τους και αυτά έγραψα στο άρθρο μου. Αφήνω στην κρίση του δικαστηρίου να βγάλει το δικό του συμπέρασμα.
Κατόπιν πήρε το λόγο ο εισαγγελέας που ζήτησε την ενοχή του Γαβριηλίδη. Στη συνέχεια μίλησαν οι συνήγοροι και το δικαστήριο αποσύρθηκε για να αποφασίσει. Πολλοί δικηγόροι που άκουσαν την απολογία του αγροτικού ηγέτη, τον περικύκλωσαν και τον συγχάρηκαν. Μερικοί του έλεγαν ότι μόνο για λόγους πολιτικούς θα μπορούσε το δικαστήριο να τον καταδικάσει και ότι οι ίδιοι πίστευαν στην αθώωσή του. Ο Γαβριηλίδης έριξε μια ματιά στο συνταγματάρχη. Τον είδε να κάθεται στη θέση του και να περιμένει με αγωνία την επιστροφή των δικαστών.
Πέρασε μισή ώρα και παραπάνω ώσπου η πόρτα της διπλανής αίθουσας άνοιξε και μπήκαν οι δικαστές. Κάθισαν στα έδρανά τους και ο πρόεδρος διάβασε το σκεπτικό της απόφασης καταλήγοντας:
- Το δικαστήριον αμφιβάλλει και απαλλάσσει τον κατηγορούμενον.
Ο Γαβριηλίδης σηκώθηκε χαρούμενος και έφυγε περνώντας επιδεικτικά δίπλα από τον φρούραρχο που ήταν σιωπηλός και κάτασπρος από την έκπληξή του. Δεν περίμενε καθόλου την απαλλαγή του αρθρογράφου. Την ίδια στιγμή, το πλήθος του κόσμου που παρακολούθησε με κομμένη την αναπνοή τη δίκη, ξεχυνόταν πίσω από τον αγροτικό ηγέτη και το συνέχαιρε με ενθουσιασμό για την αίσια έκβαση της περιπέτειάς του.
Ο ΛΕΜΟΝΗΣ ΩΣΤΟΣΟ δεν τιμωρήθηκε. Με το πέρας της προανάκρισης, εκδόθηκε το βούλευμα που απάλλασσε τον μοίραρχο από την ενοχή. Οι Μεταλλικιώτες αγανάκτησαν, αλλά δε σταμάτησαν τους αγώνες τους. Αντίθετα, το αίμα των αδικοχαμένων αδελφών τους τους έκανε ακόμα πιο μαχητικούς. Το ίδιο συνέβηκε και με τους άλλους αγρότες της περιφέρειας.
Στη μαχητικότητα τούτη συντέλεσε και η χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης, η οποία έπεφτε ολοένα και πιο πολύ στους ώμους των βασανισμένων καλλιεργητών, ιδιαίτερα των καπνοπαραγωγών, που αποτελούσαν και την συντριπτική πλειοψηφία των γεωργών του Κιλκίς. Η κυβέρνηση του Βενιζέλου, μπροστά στα προβλήματα του αγροτικού κόσμου και το κλείσιμο των καπναγορών της Ευρώπης, η οποία περνούσε μεγάλη κρίση, σκλήρυνε τη στάση της και αντέδρασε σπασμωδικά. Μεγάλες ποσότητες καπνών τις χαρακτήρισε ακατάλληλες και τις έκαψε, χωρίς να πληρώσει την ελάχιστη αποζημίωση που έδινε άλλοτε σε παρόμοιες περιπτώσεις μέσω της Αγροτικής Τράπεζας.
Οι καπνοπαραγωγοί που βρέθηκαν σε μεγάλη απόγνωση, ξεσηκώθηκαν ενάντια στο προκλητικό μέτρο και με απανωτές επιτροπές ζήτησαν να τους δοθούν τα 50% από την αξία του καμένου καπνού τους. Η Τράπεζα, για να αποτρέψει την απειλούμενη εξέγερση, πρόσφερε τα 25%. Οι αγρότες όμως θεώρησαν την προσφορά πολύ μικρή και απατηλή, γιατί το ποσό, ουσιαστικά, έμενε πάλι στα ταμεία της Τράπεζας, μιας και κρατιόταν για την εξόφληση των χρεών τους. Έτσι, ο αναβρασμός των πεινασμένων γεωργών και καπνοκαλλιεργητών δεν εκτονώθηκε. Αντίθετα κορυφώθηκε με την οργάνωση συλλαλητηρίου στο Κιλκίς.
Οι χωρικοί πορεύτηκαν ως το κέντρο της περιφέρειας με μαύρες σημαίες και διαμαρτυρήθηκαν έντονα για την κατάστασή τους. Στην πορεία και στο συλλαλητήριο πήραν μέρος τα μέλη των κομματικών οργανώσεων και των συνεταιρισμών, αλλά και χιλιάδες άλλοι αγρότες καπνοπαραγωγοί, καθώς και λαϊκοί άνθρωποι της πόλης, όπως οι καπνεργάτες, οι τσαγκαράδες και χτίστες.
Ο Λεμονής έστειλε πάλι απόσπασμα χωροφυλακής στο Μεταλλικό και συνέλαβε μερικούς χωρικούς, μαζί και το Γρηγόρη Τσιλιγκαρίδη, που τούτον τον καιρό, γυρνώντας από την εξορία, είχε το πόστο του γραμματέα του Κόμματος στο Κιλκίς. Οι Μεταλλικιώτες ξεσηκώθηκαν πάλι, χτύπησαν την καμπάνα, μαζεύτηκαν έξω από την «Πολιτιστική Λέσχη» του χωριού και ορμώντας καταπάνω στο απόσπασμα, κατάφεραν να απελευθερώσουν το γραμματέα και τους άλλους συγχωριανούς τους.
Οι αρχές του Κιλκίς, ωστόσο, δεν άφησαν ατιμώρητη την πράξη τούτη. Σε λίγο καιρό σύρθηκαν στο δικαστήριο αρκετοί Μεταλλικιώτες, από τους οποίους έξι, οι Παναγιώτης Τσιλιγκαρίδης, Στυλιανός Αλμετίδης, Κώστας Κοσμίδης, Σάββας Σοφιανίδης, Γιορδάνης Ιορδανίδης και Στέφανος Αλμετίδης θεωρήθηκαν πρωταίτιοι και καταδικάστηκαν σε δυόμιση μήνες φυλακή ο καθένας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου