Η
Γερμανίδα Εδβίγη Λύντεκε (Lendeke) γράφει: «Όταν έκανα τη
συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, εδώ και 18 χρόνια, παρατήρησα ότι πάρα
πολλά είχαν διαφορετικό ύφος και γλώσσα και μου γεννήθηκε η πεποίθηση ότι αυτά
έπρεπε να εκδοθούν χωριστά. Όταν η Ακαδημία Αθηνών ανέλαβε, το 1939, την έκδοση
του πρώτου τόμου των Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών με την έμμετρη μετάφρασή
μου σε δύο παράλληλους τόμους, η έκδοση αυτή περιλάμβανε μόνο τραγούδια με
θέματα κοινά στην παγκόσμια φιλολογία.
Για να εξηγηθούν αυτά αρκούσε, τότε, στον τόμο με τις
μεταφράσεις, η παραπομπή στο μνημειακό έργο των γερμανικών δημοτικών τραγουδιών
(Die deutschen Volkslieder
mit ihren Melodien, Freiburg I. Br., John Meier),
όπου στην κάθε περίπτωση, αναφέρονταν οι ελληνικές παραλλαγές.
Έτσι περίττευε στην έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών να επιβαρυνθεί το
κείμενο με λεπτομερείς επεξηγήσεις και μοτιβιστική επεξεργασία. Ενώ
στο δεύτερο τόμο, που περιέχει αποκλειστικά ηρωικά τραγούδια από τον βυζαντινό
μεσαίωνα, από τον ένατο αιώνα κ' εδώθε, οι συνθήκες ήταν τελείως διαφορετικές. Και
τούτο γιατί ελάχιστοι μη Έλληνες Ευρωπαίοι βυζαντινιστές τα γνώριζαν.
Αλλά κ' εκείνοι που τα γνώριζαν δεν μπορούσαν να 'χουν πρόσβαση σ' αυτήν την
κάπως αρχαΐζουσα διάλεκτο των τραγουδιών.
Νικόλαος Πολίτης |
«Στα ταξίδια μου για τη συλλογή ελληνικών δημοτικών
τραγουδιών στράφηκα ιδιαίτερα προς τα νησιά του νότου και ξεχωριστά προς τη
Κύπρο, όπου είχα την ελπίδα ν' αποκομίσω πλούσια συγκομιδή. Γι' αυτό στα
τέσσερα ταξίδια που 'κανα έμεινα τρεις φορές αρκετό καιρό στην Κύπρο. Εκεί
έβρισκες όλων των ειδών τα τραγούδια, από τα αρχαιότερα ως τα αυτοσχέδια
λιανοτράγουδα. Στα απομακρυσμένα χωριά δε, πολλοί, ιδιαίτερα οι γέροι, ξέραν
ακόμα πολύ καλά τα παλιά ακριτικά τραγούδια, που αλλού, π.χ. στη Ρόδο,
βρίσκονταν ακόμα απ' τη παράδοση ωραίες αλλά μόνο λίγες παραλλαγές, ενώ στις
περισσότερες άλλες περιοχές είχαν χαθεί εντελώς »1.
Ο Πολίτης, ο θεμελιωτής της ελληνικής λαογραφίας,
έκανε για πρώτη φορά το 1909 στο περιοδικό «Λαογραφία» που εκείνος είχε
ιδρύσει, μια συλλογή των ηρωικών τραγουδιών που αναφέρονταν στον πιο ξακουστό
από τους ήρωες αυτού του κύκλου, στον Διγενή Ακρίτα, που, σαν πρόμαχος των
μακρινών συνόρων του βυζαντινού κράτους, των «άκρων», πήρε τ' όνομα «Ακρίτας».
Ο Πολίτης λοιπόν, για ν' απλουστεύσει τα πράγματα, ονόμασε όλα τα ηρωικά
τραγούδια αυτής της εποχής «Ακριτικά τραγούδια» και αυτό τον όρο χρησιμοποιούμε
μέχρι σήμερα.
Ωστόσο, ανάμεσα στο υλικό που είχε μπροστά του ο
Πολίτης το 1909 και στα πάμπολλα μεγάλα άφθορα κείμενα που είχαν στη
διάθεσή τους ερευνητές των δημοτικών τραγουδιών, όπως η Ludeke,
ο Baud-Bovy, ο Γ. Σπυριδάκης, κ.ά. κυρίως τοπικοί λόγιοι, οι οποίοι
δημοσίευσαν το προϊόν της συλλεκτικής τους εργασίας, ή το κατέθεσαν στο Αρχείο του
Κέντρου Λαογραφίας, υπάρχει ένα κενό που δυσκολεύει την κατανόησή τους.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι παραλλαγές που ο ίδιος
είχα καταγράψει ήταν πληρέστερες από εκείνες που είχαν δημοσιευθεί και είχαν
λύσει προβλήματα ασαφειών σχετικά με τα κείμενα των ακριτικών επών που διασώθηκαν
σε χειρόγραφη μορφή και είχαν υποδείξει συσχετισμούς. Υπάρχουν, λοιπόν, σήμερα
όλα όσα προστέθηκαν από το 1909 και πέρα στη "Λαογραφία", σε τοπικές
συλλογές και περιοδικά, στην Ελλάδα, Κύπρο, Ρόδο, την Κρήτη και αλλού.
Η ευρύτητα του υλικού δημιούργησε την ανάγκη
κατηγοριοποίησης σε κύκλους, ανάλογα με την προσωπικότητα του κυριότερου ήρωα.
Ο πιο ονομαστός ανάμεσά τους, ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας, έζησε τον 9ο αιώνα
και απέκτησε μυθικές διαστάσεις. Γι' αυτόν μας πληροφορούν τα γνήσια δημοτικά
τραγούδια, αλλά και η λογία παράδοση που είναι τα έξι μοναστηριακά χειρόγραφα
του Έπους του Διγενή Ακρίτα2.
Η φιλολογική παράδοση
H επεξεργασία από τους μοναχούς ή άλλους λόγιους
ενδεχομένως αλλοίωσε ορισμένα από τα αρχικά χαρακτηριστικά του με ηθικολογίες,
ωστόσο είναι πολύ σημαντικό που βρίσκομε καταγεγραμμένη στα
χειρόγραφα αυτά τη ζωή του ήρωα και μπορούμε, παραβάλλοντάς τα με την προφορική
παράδοση, να κάνουμε συγκρίσεις. Τα πιο διαφωτιστικά ανάμεσα στα μοναστηριακά
χειρόγραφα είναι του κώδικα του ESCORIAL και το
πεζό εκλαϊκευμένο κείμενο του Πασχάλη.
Το χειρόγραφο αρ. 4, GROTTA FERRATA,
αρχίζει με την περιγραφή της αρπαγής της μητέρας του Ακρίτα από τον εμίρη της
Συρίας Μουσούρ. Το κείμενο της Άνδρου μας λέει ακόμα πώς γεννήθηκε και μας
δίνει την προφητεία του αστρολόγου για τη μελλοντική τύχη της (όπως εδώ στην
παραλλαγή αρ. 1).
Ο εμίρης Μουσούρ σε μια απ' τις επιδρομές
του, απ' αυτές που έκαναν οι Άραβες εμίρηδες στο βυζαντινό χώρο - όπως άλλωστε
και οι βυζαντινοί στη Συρία - βρήκε αφύλακτο το κάστρο του Ανδρόνικου Δούκα,
γιατί ο αυτοκράτορας τον είχε εξορίσει και οι πέντε γιοι του απουσίαζαν
πολεμώντας στα σύνορα. Αρπάζει την ακριβοφυλαγμένη μοναχοθυγατέρα
του. Η μητέρα της κατόρθωσε να γλιτώσει και στέλνει μήνυμα στους γιους της που
καταδιώκουν τον εμίρη, τον προφτάνουν και γυρεύουν πίσω της αδελφή
τους.
Ο εμίρης ζητά να παλέψει με ένα από τους αδελφούς και
ο κλήρος πέφτει στο νεότερο, τον Κωνσταντίνο. Αυτός όμως είναι ο πιο
αντρειωμένος και νικά τον περήφανο εμίρη. Ο εμίρης του δίνει το δαχτυλίδι του που
θα τους επιτρέψει την είσοδο στον καταυλισμό των Σαρακηνών. Εκεί
αναζητούν μάταια την αδελφή τους. Γυρίζουν στον εμίρη, τον φοβερίζουν και
απαιτούν την απελευθέρωση της αδελφής τους.
Ο εμίρης είναι πρόθυμος να τους
ικανοποιήσει αν του τη δώσουν για γυναίκα, οπότε εκείνος και το ασκέρι του θα
γίνουν χριστιανοί. Γίνεται η συμφιλίωση. Βρίσκουν ανέγγιχτη την αδελφή τους
και ξεκινάν όλοι για το κάστρο του Ανδρόνικου Δούκα όπου γίνεται ο
γάμος. Ύστερα από ένα χρόνο γεννιέται ο Διγενής που παίρνει τ' όνομα αυτό από
τη διπλή καταγωγή τους από τον Σαρακηνό πατέρα και την
Ελληνοχριστιανή μητέρα. Ύστερα από λίγον καιρό παίρνει ο εμίρης γράμμα από
τη μητέρα του όπου τον παρατηρεί και φοβερίζει να τον καταραστεί αν δεν
γυρίσει. Ξεκινά και πάει στη Συρία, αφού προηγουμένως έχει συνεννοηθεί με
τους κουνιάδους του, συμφιλιώνεται με τη μητέρα του και την
προσηλυτίζει, εκείνη, όλο το συγγενολόι και τη ακολουθία τους στο Χριστιανισμό.
Γυρίζει πίσω στη γυναίκα του και ζουν ειρηνικά κ' ευτυχισμένα. Καταπληκτική είναι
η ανάπτυξη του παιδιού του, του Βασιλείου. Στα 12 του χρόνια τον αφήνουν να
πάει στο κυνήγι με τον πατέρα και το θείο του Κωνσταντίνο και δίνει δείγματα
θαυμαστής δύναμης και θάρρους. Με τα χέρια του πνίγει μια αρκούδα, στρίβει το
λαιμό μιας αρσενικής αρκούδας συντρίβοντας συνάμα τον τραχηλικό της
σπόνδυλο. Πιάνει ένα ελάφι ζωντανό και το σκίζει στα δυο και μ' ένα
χτύπημα ανοίγει στα δυο το κεφάλι ενός λιονταριού.
Όταν γίνηκε έφηβος πήγε μόνος και ξαρμάτωτος στα βουνά
και βρίσκει τους Απελάτες, τους φοβερούς Σαρακηνούς ληστές.
Τον φιλεύουν και τον κερνάν κ' ύστερα απ' το φαγοπότι
παραβγαίνουν και ο Διγενής τους νικά όλους. Μια φορά, πάνω στο κυνήγι φτάνει
στο κάστρο του στρατηγού Δούκα που έχει την πανέμορφη κόρη του Ευδοκία κάτω από
αυστηρή φρούρηση, από το φόβο μη του την αρπάξουν. Ο Διγενής τραγουδά κάτω από
το κάστρο, η κόρη τον ακούει και τον βλέπει κι' ο έρωτας γι' αυτόν την
κυριεύει. Στο κείμενο του Πασχάλη του στέλνει με τη βάγια της ένα
δαχτυλίδι.
Στο ESCORIALENSIS λείπει η περικοπή πριν την
αρπαγή, αλλά βρίσκομαι πολύ ζωντανή τη σκηνή ανάμεσα στο Διγενή και
τη μάνα του, όπου ανήσυχη ρωτά, όπως και σε πολλά δημοτικά τραγούδια, ποια
είναι η αιτία της στενοχώριας που του στέρησε την όρεξη να φάει. Ακολουθεί η
κατασκευή του μαγικού λαούτου και το ξεκίνημα του παλικαριού όπως και στα
τραγούδια μας, το προξενιό, η απαγωγή και το κυνήγημα από τους συγγενείς της
κόρης. Ο Διγενής τους νικά όλους αλλά τους χαρίζει τη ζωή, ενώ στα τραγούδια το
τέλος είναι πάντα η γενική σφαγή.
Στο κείμενο του Πασχάλη βρίσκομε την όμορφη
ιπποτική χειρονομία, όπου ο Διγενής αφού αιχμαλώτισε τον πεθερό του,
υποκλίνεται μπροστά του και του ζητά την ευχή του. Επακολουθεί γενική
συμφιλίωση και ο γάμος. Ο Διγενής παίρνει τη γυναίκα του στα σύνορα και στήνει
στον Ευφράτη την κατοικία του. Οι μάχες και οι περιπέτειες που γίνονται εκεί
παίρνουν μεγάλη έκταση σ' όλα τα μοναστηριακά κείμενα. Αυτά βρίσκονται στα
τραγούδια συχνά σε άλλη θέση, όπως π.χ. ο φόνος του λιονταριού και του Δράκου
(αρ. 5), οι επιδρομές Σαρακηνών ληστών που έρχονται ν' αρπάξουν τη
νέα γυναίκα του Διγενή και που τους νικά όλους ολομόναχος (συχνά ξαρμάτωτος)
χάρη στην υπεράνθρωπη δύναμη και αξιοσύνη του, μ' όλο που οι επιτιθέμενοι είναι
πολυάριθμοι, συχνά ολόκληρος στρατός.
Τα επεισόδια του μοναστηριακού έπους που
αναφέρονται στις περιπέτειες του Διγενή με τις δύο γυναίκες λείπουν εντελώς στα
τραγούδια. Σ' αυτά είναι πάντα πιστός στη γυναίκα του απ' τη στιγμή που την
πήρε και μάταια θ' αναζητούσε κανείς περικοπές, όπως στο μοναστηριακό έπος,
όπου ο ανίκητος ήρωας θα εμφανιζόταν σαν αμαρτωλός τσακισμένος από μετάνοια
που ηθικολογεί ύστερα από τις περιπέτειές του με τις
γυναίκες.
Στα δημοτικά τραγούδια η μόνη ευσέβειά του
συνίσταται στην ευγνωμοσύνη του προς το Θεό για τη δύναμη που του έδωκε και ότι
όταν βρίσκεται σε κίνδυνο επικαλείται τη βοήθειά του, ως και τη βοήθεια της
Παναγίας και των πολεμικών αγίων (ιδιαίτερα του Αγ. Γεωργίου,
του Αγ. Μάμα και του Αρχάγγελου Μιχαήλ).
Το πώς έχτισε το κάστρο του και δημιούργησε το ωραίο
περιβόλι του στον Ευφράτη περιγράφεται στο έπος όπως και στα τραγούδια και
μάλιστα η προφητεία των μικρών πουλιών, που είναι τόσο συγκινητική στις
ποντιακές παραλλαγές για το θάνατο του Διγενή, αναφέρεται κομμένη στη μέση στο
κείμενο του ESCORIA-LENSIS, σ' ένα λειψό στίχο. Μόνο σ' αυτό βρίσκεται
επίσης η παράδοση των 3000 παλικαριών που έρχονται να δουν το Διγενή στο
κρεβάτι του θανάτου για να τους διηγηθεί τις ανδραγαθίες του.
Τα κατοπινά τραγούδια του έπους διηγούνται μόνο
τις επισκέψεις του αυτοκράτορα, των συγγενών, το θάνατο του ήρωα και της
γυναίκας του που πεθαίνει από θλίψη. Το ηρωικό και δραματικό συνάμα τέλος
που βρίσκομε σε κυπριακά, ποντιακά και κρητικά τραγούδια, όπου ο
Διγενής με το τελευταίο αγκάλιασμά του πνίγει τη γυναίκα του για να
μην την πάρει άλλος, δεν υπάρχει σε κανένα από τα μοναστηριακά χειρόγραφα, όπου
κάθε τι το ηρωικό, βίαιο ή ωμό έχει σβηστεί και αντικατασταθεί με ευσεβείς
θεωρίες.
Το ότι, όπως αναφέρει ο H. Gregoire στο
«Βυζάντιον», τ. 6, σ. 483, γίνεται σύγχυση ανάμεσα στα κατορθώματα του Διγενή
απ' τη μια, και του πατέρα του απ' την άλλη δεν είναι παράξενο, γιατί και στα
τραγούδια το ίδιο συμβαίνει (στον αρ. 1 έχομε στην αρχή την ιστορία της
μητέρας του Διγενή ενώ στη συνέχεια η σκηνή του ταμπουρά είναι τμήμα της
ιστορίας του ίδιου του Διγενή). Μιας και τόσο στην ιστορία του Εμίρη όσο και
στου Διγενή υπάρχει το κοινό επεισόδιο της αρπαγής της ωραίας κόρης που θα
γίνει γυναίκα τους, είναι φυσικό να γίνονται τέτοια μπερδέματα.
Η γενεαλογία3 που αναφέρεται στα διάφορα μοναστηριακά
κείμενα του έπους δεν είναι ομοιόμορφη. Τις περισσότερες φορές η μητέρα
του Διγενή είναι κόρη του Ανδρόνικου Δούκα, μερικές φορές κατάγεται από τη
γενιά των Κυρμαγάστρων, αναφέρεται όμως πότε πότε και ο Κίνναμος σαν
πρόγονός της. Ο εμίρης είναι όμως πάντα ο άρχοντας της Συρίας, ο εμίρης της Μελιτινής Μουσούρ,
που για χρόνια πολλά είχε γίνει πληγή για τους βυζαντινούς με τις
καταστρεπτικές επιδρομές του στα σύνορα του βυζαντινού κράτους. Γι' αυτό, η
ειρηνική προσάρτησή του στο βυζαντινό κράτος και ο προσηλυτισμός του στο
Χριστιανισμό υπήρξαν σημαντικά γεγονότα Στα κείμενα του έπους, όπως και στα
δημοτικά τραγούδια, η άρνηση να γίνει αποδεκτό το προξενιό του Διγενή οφείλεται
στη δίκλωνη καταγωγή του.
Στα τραγούδια το τέλος δεν είναι ειρηνικό, όπως στο
έπος, που ασφαλώς ήταν επηρεασμένο από την πολιτική κατάσταση, μια και στους
αιώνες που ακολούθησαν κρατήθηκε η ειρήνη με τους Σαρακηνούς.
Ο τόπος των συμβάντων είναι στον Ευφράτη κοντά στην
Τρώσις (Trus) στην περιοχή των Σαμοσάτων. Η ονομασία υπάρχει
στο ESCORIALENSIS. Στον Ευφράτη γίνονται οι αγώνες, στον Ευφράτη φτιάχνει
ο Διγενής το θαυμάσιο περιβόλι του και χτίζει το παλάτι του. Όταν με τις
ανδραγαθίες του νίκησε τους Απελάτες, τους Σαρακηνούς ληστές και άλλους
εχθρούς του κράτους και κέρδισε τον ποταμό για το Βυζάντιο, ειρηνεύει η
περιοχή. Ο τόπος που ο Διγενής πολέμησε αυτούς τους εχθρούς είναι τα στενά της
Καππαδοκίας και Κιλικίας και το επίθετό του, «ο Καππαδοκεύς», θυμίζει το αιώνιο
πεδίο μαχών μεταξύ Αράβων και Βυζαντινών. Σ' ένα βιβλίο των Karl Humann και Otto Puchstein “Reisen in Kleinasien und Nordsyrien”
(Berlin 1890) περιγράφεται ο τάφος του Διγενή Ακρίτα. Στο κείμενο
της GROTTA FERRATA η περιγραφή του ίδιου τάφου είναι σύμφωνη με
την περιγραφή του Ηumann.
Η πρώτη καταγραφή του έπους φαίνεται, κατά
τον Gregoire, πως έγινε γύρω στα 1040. Αυτή η γραφή δεν έχει περισωθεί,
αλλά σίγουρα πάνω σ' αυτήν στηρίζονται όλες οι νεότερες γραφές Οι έρευνες πάνω
στο θέμα αυτό δημοσιεύθηκαν στην Byzantinische Zeitschrift και
στα έργα του καθηγητού F. Dolger, ως και σε άλλα παρόμοια δημοσιεύματα.
Όπως αποδεικνύει ο Gregoire, η πολιτική κατάσταση στο 10ο αιώνα
ανταποκρίνονταν ακριβώς στην περιγραφή του έπους.
Η συμφιλίωση με τον κραταιό κυρίαρχο της Συρίας,
τον εμίρη της Μελιτινής, που βρισκόταν τόσα χρόνια σε πόλεμο με το
βυζαντινό κράτος, ο γάμος του με την κόρη του Έλληνα στρατηγού, η προσχώρησή
του στο Χριστιανισμό, η κατάκτηση του Ευφράτη, όλ' αυτά ήταν
πραγματικά συμβάντα του 9ου-10ου αιώνα. Οι συγγραφείς του έπους δεν
χρησιμοποίησαν μόνο τα τραγούδια που κυκλοφορούσαν, που πρέπει να ήσαν πολλά,
αλλά και πηγές ιστορικές (Gregoire).
Οι συγγραφείς ιδιαίτερα των λογίων γραφών
της Τραπεζούντας και της Grotta Ferrata παραγέμισαν το «ποίημά»
τους όχι μόνο με πολλές προσθήκες, αλλά ακόμα και με ομηρικά χωρία και
έντονη χριστιανική ηθικολογία, εκτός από τη γραφή ESCORIALENSIS, που έχει
τις λιγότερες παραμορφώσεις, αλλά δυστυχώς είναι πολύ φθαρμένη. Στο βιβλίο του
ο Κυριακίδης παραβάλει πολύ εύστοχα τα αντίστοιχα μέρη του έπους και των
τραγουδιών.
Οι γραφές της Τραπεζούντας και Άνδρου 1 είναι δίδυμα
δημιουργήματα. Στις Τραπεζούντας λείπει η αρχή, που θα ήταν δίχως αμφιβολία,
όπως και στη γραφή της Άνδρου, μια ωδή με την εξιστόρηση της μοίρας της μητέρας
του Διγενή, αρχίζοντας από τη σύλληψή της, τη μαντεία, τη γέννηση, το κλείσιμο
της κόρης σε μεγαλοπρεπέστατο παλάτι επίτηδες γι' αυτήν χτισμένο και
αυστηρά φρουρημένο και, τέλος, την απαγωγή της από τον
εμίρη όταν, μια φορά, που έλειπε η πατέρας της, τόλμησε να βγει στο
περιβόλι.
Ο χαρακτήρας του ήρωα, παρ' όλη την επεξεργασία των
μοναχών και λογίων, παρουσιάζεται, όπως και στα τραγούδια, σαν δυναμική φύση,
νικηφόρα, γεμάτη νεανικό σφρίγος και που δεν ξέρει τι θα πει φόβος. Παραλλαγές
από το χαρακτήρα αυτό βρίσκονται στα τραγούδια αλλά είναι σχετικά σπάνιες. Η
εξέλιξη όμως των τραγουδιών στις διάφορες περιοχές αλλάζει πολύ και διακρίνεται
καθαρά ο κυπριακός από τον ποντιακό τύπο. Οι μικρασιατικές παραλλαγές έχουν
πάλι δική τους θέση και πάλι εντελώς ανόμοια είναι τα τραγούδια της Κρήτης.
Τραγούδια όπου να εξυμνείται ο Διγενής κατά την
παιδική του ηλικία δεν υπάρχουν. Ίσως κάποια τραγούδια
των Πορφύρη-Κωνσταντά με τη μυθική πρώιμη ανάπτυξη του νεαρού Ηρακλή
να ανήκαν αρχικά στον Διγενή.
Η απαραίτητη ταξινόμηση σε επικούς κύκλους που γίνεται
από τους ερευνητές πρέπει να θεωρηθεί σαν ένα γενικό πλαίσιο, ας πούμε σαν ένα
βοήθημα χρήσιμο για τον προσανατολισμό του αναγνώστη στον πλούσιο και πολύμορφο
τομέα, όπου ανήκουν τα μεσαιωνικής προέλευσης επικά δημοτικά τραγούδια.
1. Όταν τελείωσε τα ταξίδια της, όπως αναφέρει η ίδια, η συλλογή της αριθμούσε κάπου 1000 μεγαλύτερα κείμενα και ανάμεσα σ' αυτά 105 ακριτικά τραγούδια. Σ' αυτά που κατέγραψε η ίδια στα βουνά της Κύπρου προστέθηκαν κείμενα που κατέγραψε πολύ ευσυνείδητα η νεαρή ελληνίδα φίλη της Βέτα Ξανθάκη
2. 1. Τραπεζούς, Σάθας LEGRAND, Παρίσι 1875, COLL. DE
MONUMENTS. 2. Σπ. Λάμπρου , LEYDEN-OXFORD, Νησί Άνδρου, Πετρίτζης, Παρίσι 1880,
καταγραφή του 1670. 3. Μηλιαράκης, Νησί Άνδρου, 17ου αιώνα, Αθήνα 1881. 4.
GROTTA-FERRATA κοντά στη Ρώμη, LEGRAND, Παρίσι 1892, BIBLIOTHEQUE GR. VULG.
(καταγραφή 14ου αιώνα). 5. ESCORIAL, Μαδρίτη, KRUMBACHER 1904. Το κείμενο του
χειρογράφου δημοσιεύθηκε από τον HESSELING το 1912 στη Λαογραφία τ. Γ'. 6.
Άνδρος, Πασχάλης, βρέθηκε το 1898, δημοσιεύθηκε το 1928 στη Λαογραφία, τ. Η',
τευχ. 3 και 4.
3. Ο Hubert Pernot στο έργο Etudes de Litterature
Greque moderne αναφέρει τον Ψελλό, ο οποίος έγραψε στα τέλη του 11ου αιώνα για
την καταγωγή του αυτοκράτορα Κωνστ. Δούκα τα παρακάτω: Οι πρόγονοί του ως τους
προπάππους του υπήρξαν ωραίοι κ' ευτυχείς, όπως τους τραγουδούν τα
κείμενα.
Ο περίφημος Ανδρόνικος, Κωνσταντίνος και Πανθήριος
βρίσκονται μέχρι σήμερα στο στόμα όλου του κόσμου. Υπήρχε επομένως ήδη κατά τον
11ο αιώνα παλαιά παράδοση ηρωικών τραγουδιών. Στην Κρήτη υπάρχει αποδεδειγμένα
από το 1182 τοποθεσία με τ' όνομα «του Διγενή η σέλλα». Ώστε πρέπει να ήταν
τότε κιόλας τα ακριτικά τραγούδια πολύ πλατιά γνωστά. (Υπάρχουν κι' άλλες δύο
τοποθεσίες στο νομό Ηρακλείου με τ' όνομα «του Διγενή ο τσούκος» και «του
Διγενή η αμάδα», σημ. μεταφρ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου