Ακριτικά τραγούδια.
Ο Νικόλαος Γ.
Πολίτης, στο έργο του «Περί του εθνικού έπους των νεωτέρων Ελλήνων», σημείωσε
ότι: «Από των εσχατιών της Καππαδοκίας μέχρι των Ιονίων νήσων, και από της
Μακεδονίας και των χωρών των δυτικών ακτών του Ευξείνου μέχρι της Κρήτης και
της Κύπρου, άδονται μέχρι του νυν άσματα, αφηγούμενα τους άθλους και τας
περιπετείας του Διγενή και τους αγώνας αυτού προς τους Απελάτας και τους
Σαρακηνούς, και φέρονται δια στόματος παραδόσεις, αναφερόμεναι εις τόπους και
αντικείμενα, μεθ' ών συνδέεται το όνομα αυτού.
Εις ταύτα η φαντασία
του λαού εγκατέπλεξε μύθους, ών τους πλείστους παρέλαβεν ανακαινίσασα εκ της
πλουσίας μυθικής κληρονομιάς της αρχαιότητος, και απήρτισε τον ιδεώδη τύπον
ήρωος νεαρού ως ο Αχιλλεύς, κραταιού ως ο Ηρακλής και ενδόξου ως ο Αλέξανδρος. Εν
κεφαλαίω δ' ειπείν εις τον Διγενή Ακρίτην αποκορυφούνται οι πόθοι και τα ιδεώδη
του ελληνικού έθνους, διότι εν αυτώ συμβολίζεται η μακραίων και άληκτος πάλη
του ελληνικού προς τον μουσουλμανικόν κόσμον».
Ακρίτας Πίνακας Δ. Σκουρτέλη |
Η υπόθεση του έπους του Διγενή
«Το έμμετρο αφήγημα του Διγενή
Ακρίτη, γραμμένο σε λόγια γλώσσα, είναι το παλαιότερο λογοτεχνικό γραπτό
μνημείο της δημώδους ελληνικής μεσαιωνικής γλώσσας, το οποίο έχει
θεωρηθεί, από τον Νικόλαο Πολίτη, ως το έργο που σηματοδοτεί την αρχή της
νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εξιστορεί την καταγωγή του Διγενή, τα παιδικά του
χρόνια, τα ηρωικά κατορθώματά του και τον θάνατό του».
Αρχίζει με την αφήγηση της
ιστορίας των γονιών του ήρωα που ήταν ο εμίρης της Συρίας Μουσούρ και
η μοναχοκόρη Βυζαντινού στρατηγού, την οποία άρπαξε ο Άραβας σε μια επιδρομή
του σε βυζαντινά εδάφη. Η κόρη είχε πέντε αδέλφια, τα οποία συνάντησαν
τον εμίρη και του ζήτησαν πίσω την αδελφή τους. Ο εμίρης αρνήθηκε και τότε, ο
μικρότερος αδελφός μονομάχησε μαζί του και τον νίκησε. Και πάλι, όμως, ο εμίρης
αρνήθηκε να δώσει την κόρη στα αδέλφια της, την παντρεύτηκε, βαφτίστηκε χριστιανός και
εγκαταστάθηκε σε βυζαντινό έδαφος. Όταν, μάλιστα, η μητέρα του τον κάλεσε να
γυρίσει στην πατρίδα, εκείνος πήγε και έπεισε να γίνουν χριστιανοί όλη η
οικογένεια Έναν χρόνο μετά τον γάμο, γεννήθηκε ο γιος του ζευγαριού, που πήρε
το όνομα Βασίλειος.
Από την ηλικία των 12 ετών ο
Βασίλειος έδειξε ότι διέθετε εξαιρετική σωματική δύναμη. Στην ηλικία αυτή
έπνιξε δύο αρκούδες και σκότωσε ένα λεοντάρι. Σε νεαρή ηλικία ερωτεύτηκε την
κόρη ενός στρατηγού και επειδή εκείνος δε ήθελε τον Διγενή για άντρα της κόρης
του, την έκλεψε. Ο στρατηγός έστειλε στρατό εναντίον του και εκείνος τον
νίκησε. Τότε μόνον ο πατέρας της κόρης επέτρεψε τον γάμο. Από εκεί και μετά η
ζωή του Διγενή ήταν γεμάτη ανδραγαθήματα. Οι μάχες που έδινε εναντίον του
δράκου, ενός λεονταριού, εναντίον των Απελατών και της αμαζόνας Μαξιμώς
καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος της διήγησης. Ο Διγενής ήταν και άπιστος σύζυγος,
αφού απάτησε τη γυναίκα του με μιαν άγνωστη από την Αραβία και με την αμαζόνα
Μαξιμώ, την οποία, σύμφωνα με άλλη διήγηση, τη σκότωσε, γιατί ένιωσε τύψεις..
Μετά τη δόξα που απόκτησε έζησε σε έναν μεγάλο πύργο που έχτισε στις όχθες του
ποταμού Ευφράτη, όπου και πέθανε σε νεαρή ηλικία, από ασθένεια. Αμέσως μετά τον
θάνατό του πέθανε και η γυναίκα του από τη θλίψη.
Τέτοια κατορθώματα του νεαρού
Διγενή αναφέρονται και στη διήγηση για τον Πορφύρη, μόνον που εκείνος, όπως
παρουσιάζεται στο ποντιακό τραγούδι είναι πολύ ανθρώπινος.
Ο ίδιος ο Σάββας Ιωαννίδης
έγραψε το 1887 στη μελέτη του «Έπος μεσαιωνικόν εκ του χειρογράφου
Τραπεζούντος ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας ο Καππαδόκης», που
εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ότι: «Μόνον δε εν τη γνησία χώρα
και πατρίδι του Ακρίτου τη Καππαδοκία, άλλως πλείον των άλλων παθούση μάλιστα
κατά την Μελιτηνήν και τον Ευφράτην, και το δη δεινόν αλλογλώσσω καταστάση,
απέλιπον όλως αι περί Ακρίτου ειδήσεις». (Μόνον στην πραγματική πατρίδα του
Ακρίτα, την Καππαδοκία, που υπόφερε περισσότερα από ό,τι άλλες περιοχές και
κυρίως γύρω από τη Μελιτηνή και τον Ευφράτη, ιδιαίτερα δε το χειρότερο, που
άλλαξε τη γλώσσα – μιλούσαν, δηλαδή, τουρκικά – χάθηκαν εντελώς οι
ειδήσεις γύρω από τον Ακρίτα).
Συνεχίζοντας, εντελώς
αυθαίρετα, να ονομάζει τον Πόντιο Ακρίτα, Διγενή, ο Σάββας Ιωαννίδης προσθέτει
ότι: «Η δόξα του Διγενή Ακρίτου υπερέβη τα όρια του βυζαντινού κράτους, και οι
άθλοι αυτού αποδίδονται εις ήρωας κατά το πρότυπον αυτού πλασθέντας. Τοιούτος
ήρως παρά τοις Τούρκοις είναι ο Κιόρογλου (ο γιος του τυφλού) όν εξυμνούσι
τουρκικά δημοτικά άσματα και δημώδη βιβλία, και ού το όνομα αποδίδεται εις
φρούρια και τόπους της Καππαδοκίας…».
Η
προέλευση του ονόματος «Διγενής»
Γιατί στην Κρήτη (κυρίως) ο
Ακρίτας ονομάστηκε Διγενής έχει την εξήγησή του στα 138 χρόνια σκλαβιάς του
νησιού στους Σαρακηνούς (Άραβες μουσουλμάνους).
Τον 9ο αιώνα, όπως και πριν και
μετά, γύρω από τον θρόνο του Βυζαντίου είχαν ξεσπάσει θύελλες ανάμεσα σε
εκείνους που τον διεκδικούσαν.Τότε, για δύο μήνες, έγινε αυτοκράτορας ο
Σταυράκιος. Στη συνέχεια ο Σταυράκιος ανατράπηκε από τον Μιχαήλ Ραγκαβέ (το
811). Ο Ραγκαβές ανατράπηκε, με τη σειρά του, ύστερα από δύο χρόνια, από τον
Λέοντα Ε΄, ο οποίος δολοφονήθηκε ανήμερα Χριστουγέννων του 820 από τον
ευσεβέστατο Μιχαήλ Β΄ τον Τραυλό.
Ο Μιχαήλ Β΄ είχε απέναντί
του τον Θωμά τον Σλάβο, που είχε αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτορας του Βυζαντίου και
για να μπορέσει να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη (ο Θωμάς ο Σλάβος) ζήτησε τη
βοήθεια των Αράβων. Δεν πρόφτασε, όμως, να φτάσει στην Πόλη ως αυτοκράτορας,
γιατί τον δολοφόνησαν το 823, σε μια περίοδο κατά την οποία οι Σαρακηνοί, αφού
δεν μπόρεσαν να καταλάβουν την Πόλη από την Ανατολή, έκαναν επιδρομή από τη
Δύση από το αραβικό χαλιφάτο της Ανδαλουσίας (Ισπανία).Τότε, τον 9ο αιώνα,
ξέσπασε επανάσταση εναντίον του χαλίφη και οι επαναστάτες, αφού νικήθηκαν,
έφυγαν ανατολικά με τον αρχηγό τους και κατέλαβαν τμήματα της Βόρειας Αφρικής,
ανάμεσα στα οποία και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Αναφέρουμε τα παραπάνω με
κάποιες λεπτομέρειες, για να γνωρίσει ο αναγνώστης το ποιόν των ηγετών, τους
οποίους υπερασπίζονταν οι ακρίτες.
Μετά την Αλεξάνδρεια, λοπόν, η
οποία, προφανώς, τους ερχόταν λίγη, οι Σαρακηνοί (Άραβες) χτύπησαν από τα νότια
την Κρήτη, στην περιοχή της σημερινής επαρχίας Βιάννου (νομός Ηρακλείου). Μαζί
τους είχαν και τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Όταν βγήκαν στη στεριά, με
εντολή του ηγέτη, έκαψαν τα καράβια τους, για να μην μπορούν να φύγουν από την
Κρήτη, για να μείνουν, δηλαδή, για πάντα στο νησί.
Με συστηματικό τρόπο, οι Άραβες
κατέλαβαν ολόκληρη την Κρήτη μέχρι το έτος 828. Την Κρήτη, καθώς και τη Μάλτα,
που είχαν καταλάβει νωρίτερα, οι Άραβες, τις έκαναν βάσεις για πειρατικές
επιδρομές στη Μεσόγειο.
Στο μεταξύ, στην Κρήτη, οι
ευλαβείς στον Αλλάχ μουσουλμάνοι σκότωσαν και ρήμαξαν. Έκαψαν τις
εκκλησιές και τις ξαθεμέλιωσαν και υποχρέωσαν, με απειλή να τους πάρουν τα
κεφάλια, όλους τους χριστιανούς να δηλώσουν μουσουλμάνοι. Από το 824, οι
Άραβες άρχισαν την οικοδόμηση του Ράμπντ Ελ Χαντάκ, το Κάστρο της Τάφρου (τον
Χάνδακα των Βυζαντινών, το κατοπινό Ηράκλειο). Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να
πάρουν πίσω την Κρήτη, αλλά δεν τα κατάφεραν. Η Κρήτη έγινε αραβικό εμιράτο για
περίπου ενάμισι αιώνα.
Τους Σαρακηνούς νίκησε,
το 961, ο Βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς και τους έδιωξε από την Κρήτη.
Όταν έφυγαν οι Σαρακηνοί, οι χριστιανοί της Κρήτης ήταν ελάχιστοι, βασικά αυτοί
που κατοικούσαν στα δυσπρόσιτα ορεινά μέρη και το νησί ήταν σε άθλια κατάσταση.
Ο Νικηφόρος Φωκάς απάντησε στους Άραβες με τα ίδια εγκλήματα, που έκαναν και
εκείνοι: έσφαξε γυναίκες και παιδιά και πούλησε 200.000 Σαρακηνούς στα
σκλαβοπάζαρα. Μερικοί ιστορικοί έγραψαν ότι η πλειονότητα αυτών των ανθρώπων
προερχόταν από τους πρώην χριστιανούς που εξισλαμίστηκαν βίαια από τους Άραβες.
Όταν ο στρατηγός Νικηφόρος
Φωκάς έγινε, το 963, αυτοκράτορας, προσπάθησε να επαναφέρει στον χριστιανισμό
τους κατοίκους της Κρήτης, γιαυτό, εκτός από τους χιλιάδες Πόντιους και
Κύπριους στρατιώτες, που άφησε στο νησί κατά την εκστρατεία του εναντίον των Αράβων
το 961, έστειλε ως εποίκους και Αρμένιους, Σλάβους, Τσάκωνες από την
Πελοπόννησο κ. ά. Για την επάνοδο των κατοίκων της Κρήτης στον χιστιανισμό, στο
νησί στάλθηκε το 961 ο Πόντιος μοναχός Νίκων ο Μετανοείτε, ο οποίος, με το
κήρυγμά του επανέφερε στον χριστιανισμό χιλιάδες Κρητικούς.
Ο εξισλαμισμός των χριστιανών
της Κρήτης ήταν εκείνος που γέννησε τον μύθο της προέλευσης του Ακρίτα από δύο
γένη. Αραβικό και ελληνικό. Έτσι πλάστηκε αυτός ο μύθος, τον οποίο δεν θέλουν
να εξηγήσουν κάποιοι, παραμένοντας πιστοί στην κακή παράδοση, η οποία θέλει,
εκείνους, που προέρχονται από επιμειξία διαφορετικών φυλών, να
γεννιούνται πιο δυνατοί από εκείνους που κατάγονται από γονείς της ίδιας φυλής.
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου