Οι περιπέτειες του
χειρόγραφου της Τραπεζούντας
Το 1874, ο Σάββας
Ιωαννίδης δώρισε στον επιφανή Έλληνα ιστοριοδίφη Κωνσταντίνο Σάθα (1842-1914)
ένα χειρόγραφο της βιβλιοθήκης της Τραπεζούντας του μεσαιωνικού έπους του
Ακρίτα (του το έδωσε μοναχός το 1873 στη μονή της Παναγίας Σουμελά). Το έπος
αποτελείται από 3.181 στίχους. Ο Σάθας συνεργάστηκε με τον Γάλλο ελληνιστή Εμίλ
Λεγκράν (1842-1903) και το 1875 εξέδωσαν τη μελέτη «Τα κατορθώματα του Διγενή
Ακρίτα, βυζαντινή εποποιία του δεκάτου αιώνος».
Ο τίτλος ήταν
αυθαίρετος, αφού σε κανένα από τα δημοτικά τραγούδια του Πόντου οι δύο μεγάλοι
ερευνητές δεν συνάντησαν το όνομα «Διγενής Ακρίτας». Λάθος έκανε και ο Σάββας
Ιωαννίδης, που ανέφερε τον Πόντιο Ακρίτα ως «Διγενή Ακρίτα», γιατί και αυτός
δεν συνάντησε πουθενά το όνομα «Διγενής».
Κενά
στο χειρόγραφο της Τραπεζούντας
Ο
Κωνσταντίνος Σάθας και ο Εμίλ Λεγκράν επιδίωξαν να αποκαταστήσουν τα κενά στο
χειρόγραφο της Τραπεζούντας, το οποίο θεώρησαν ως την αυθεντική μορφή του έπους
του Ακρίτα, χωρίς να αναφέρουν ότι και άλλοι αντιγραφείς ίσως να έκαναν το ίδιο
και να έβαλαν και εκείνοι ό,τι θεωρούσαν πως έπρεπε να διορθωθεί ή να συμπληρωθεί.
Με τις επεμβάσεις τους στο κείμενο και με τη συγκριτική μελέτη έστρεψαν την
ελληνική λαογραφία προς το καθαρά λαογραφικό, αποσπώντας την από το μέχρι τότε
πατριωτικό και υμνητικό παλαιών μεγαλείων, όπως είδαν το έπος του Ακρίτα ο
Περικλής Τριανταφυλλίδης, ο Σάββας Ιωαννίδης και άλλοι κατοπινοί.
Ο
Σάββας Ιωαννίδης, όταν τύπωσε, το 1887 στην Κωνσταντινούπολη, το έπος του
Ακρίτα, που βρήκε στη μονή της Παναγίας Σουμελά, του έδωσε (του κεφαλιού του)
τον τίτλο «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης ο Καππαδόκης». Τον τίτλο επανέλαβαν και
άλλοι, για να φτάσει στις μέρες μας με αυτόν τον αυθαίρετο τίτλο.
Σε
προλογικό σημείωμα στο βιβλίο, ο Σάββας Ιωαννίδης δικαιολογεί την αργοπορία
του, ως Πόντιος μάλλον, με τη σημείωση ότι ενδιαφέρει «κυρίως την Καππαδοκίαν … ως
τελευταίον φιλολογικόν αυτής προϊόν», αφού «ο Ήρως του ποιήματος είναι ο
τελευταίος πρόμαχος αυτής, ο δε ποιητής ο τελευταίος Καππαδόξ συγγραφεύς, και
επειδή και η Καππαδοκία μετά τους χρόνους του Ακρίτου έπαυσεν ούσα, οίαν η
ιστορία μέχρι τούδε αναφέρει».
Η άποψη του
Γεώργιου Σουμελίδη
Η προσπάθεια για
εξομοίωση των ποντιακών παραδοσιακών τραγουδιών με τα ελληνικά (της υπόλοιπης
Ελλάδας) τραγούδια και την ένταξή τους σε ένα γενικότερο «ελληνικό» σύνολο
μαρτυρείται από πολλές πλευρές. Και ο πιο σοβαρός ερευνητής τους, ο φιλόλογος
Γεώργιος Σουμελίδης, στη μελέτη του «Ακριτικά άσματα», στο «Αρχείον Πόντου»
(τόμος πρώτος, 1928) αναφέρει: «Τα δημοτικά άσματα τουΠόντου κατ’ ουσίαν δεν
διαφέρουν από τα άσματα των άλλων μερών της Ελλάδος. Κελαδεί και εδώ η αυτή
γλυκεία, αφελής, ευφάνταστος, μεγαλοπρεπής, αθάνατος ελληνική Μούσα!»
Αμέσως μετά, όμως,
σημειώνει την πολύ σημαντική του διαπίστωση ότι «Εχουν όμως και ίδιόν τινα
χρωματισμόν, καταφανή τινά προτερήματα, τα οποία εξασφαλίζουν δι’ αυτά
εξαιρετικήν θέσιν. Χαρακτηριστικόν γνώρισμα αυτών δύναται να θεωρηθεή το ότι
συνδέονται με το παρελθόν δια στενοτέρων δεσμών. Παραδείγματος χάριν, η εθνική
ημών ονομασία Έλληνες, η οποία εκτοπισθείσα υπό των Ρωμαίων και του
χριστιανισμού εξηφανίσθη σχεδόν καθ’ όλον τον μεσαίωνα και δεν απαντά εις τα
άσματα των λοιπών μερών, αναπηδά σχεδόν εις όλους τους στίχους των ποντιακών
ασμάτων. Εκεί όλοι είναι Έλλενοι»
Και ενώ και κατά
τον Γεώργιο Σουμελίδη «όλοι είναι Έλλενοι»˙ «τον κύρη μου τον Έλλενον», «τη
μάννα μου την Έλλενον, «τ’ αδέλφö μου τους Έλλενους», και όλα ελληνικά˙ «τ’
ελλενικόν κοντάρι», «τ’ ελλέν’κα παλληκάρö», ο Ακρίτας γίνεται Διγενής! Γίνεται
νόθο παιδί Ελληνίδας με Σαρακηνό (Άραβα). Τα «ελλέν’κα παλληκάρö»
εξαφανίζονται, μαζί και το πιο γενναίο από αυτά˙ ο Ακρίτας! Όλα ρίχνονται μέσα
στο χωνευτήρι της ελληνικής παράδοσης, για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός απόδειξης
της ελληνικότητας των Ποντίων, την οποία αμφισβητούσαν οι ανιστόρητοι από τους
Νεοέλληνες, ενώ και αυτός ο θεωρούμενος από τους «εθνικόφρονες» «μισέλλην»
Φαλμεράιερ γράφει με ενθουσιασμό για τον ακραιφνή Ελληνισμό του Πόντου στο έργο
του «Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας»!
Ο Διγενής με το θαμπούρι του |
Η άποψη του Κώστα
Ρωμαίου
Ο Κώστας Ρωμαιος
θεωρεί ότι: «Το τραγούδι που το αποκαλούμε ″Ο θάνατος του Διγενή″ είναι
από τα δύο ή τρία σπουδαιότερα και παλαιότερα δημοτικά τραγούδια
του ελληνικού λαού.
Οι ρίζες αυτού
του τραγουδιού ίσως φτάνουν έως τον 8ο αιώνα, περί το 790 μ. Χ.
Άρα, ίσως έχουν ηλικία που φτάνει τα χίλια διακόσια χρόνια. Οπωσδήποτε,
όμως, τόσο το θέμα όσο και το τραγούδι – φυσικά στον αρχικό πυρήνα
τους – ξεπερνούν το επιβλητικό σύνολο της χιλιετηρίδας. Και αυτό έχει
κατορθωθεί μόνο με συνεχή προφορική παράδοση, που δεν στηρίζεται
σε καμιά ενδιάμεση γραπτή ενίσχυση.
Στο σημείο αυτό
πρέπει να τονίσω, ότι έχουμε να κάνουμε με το αρχαιότερο στρώμα δημοτικού
τραγουδιού σε ολόκληρη την Ευρώπη. Καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν
ξεπερνάει το όριο των εννιακοσίων το πολύ ετών, στον χώρο της ηλικίας
των θεμάτων των δημοτικών τραγουδιών.
Καλύτερες παραλλαγές
για το θάνατο του Διγενή, ομολογουμένως, είναι οι κυπριακές. Δημοσιευμένες
οι κυριότερες με συγκριτική αντιπαράθεση, ήδη το 1910, σημειώνουν επιβλητική
παρουσία και αποδεικνύουν εύκολα το σπουδαίο προτέρημά τους, που
είναι το επικό μεγαλείο, ιδίως ως προς τη σύγκρουση των προσώπων που
πρωταγωνιστούν».
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου