Αποσπάσματα από τις δύο παραλλαγές (Εσκοριάλ και Κρυπτοφέρης)

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Και τα δύο αποσπάσματα αναφέρονται στο επεισόδιο της μονομαχίας του Διγενή με την αμαζόνα Μαξιμώ ή Μαξιμού, η οποία είχε συμμαχήσει με τους Απελάτες εναντίον του Διγενή. Στο επεισόδιο, η Μαξιμώ στέκεται στην απέναντι όχθη ποταμού από εκεί που βρίσκεται ο Διγενής.
Παραλλαγή Εσκοριάλ
Και σύντομα επιλάλησεν, τον ποταμόν περάη
Και εγώ δε την ελάλησα φωνήν από μακρόθεν:
«αυτόθι στέκου, Μαξιμού, ώδε μηδέν περάσης!»
Και σύντομα επιλάλησεν, τον ποταμόν περάση
Και εγώ δε την ελάλησα φωνήν εκ του μακρόθεν.
«Αυτόθι στέκου, Μαξιμού, ώδε μηδέν περάσης!
Τους άνδρας πρέπει να περνούν, αμή όχι τας γυναίκας.
Περάσειν έχω, Μαξιμού, ως δια σέναν το ποτάμιν
Και να σου αντιμέψωμεν, ως και το δίκαιον έχεις».
Τον γρίβαν μου επιλάλησα, τον ποταμόν περάση,
Και είχεν νερόν ο ποταμός πολύν και βουρκωμένον
Και εξέπεσεν ο γρίβας μου και εχώθην έως τραχήλου
Και δένδρον έπεψεν ο Θεός απέσω εις το ποτάμιν
Και αν είχεν λείπειν το δενδρόν, επνίγετο ο Ακρίτης.
Και ως είδεν τούτο η Μαξιμού, απάνω μου εκατέβη
Κοντάριν εμαλάκιζεν, την κονταρέαν με δώση
Και ταύτα το κοντάριν της έριψα παρά μίαν
Και σύντομα έριψα ραβδίν, την Μαξιμούν ελάλουν:
«Ελεώ τα κάλλη σου, κυρά, βλέπε μη κινδυνεύσης,
Αλλά ας δώσω, Μαξιμού, την φάραν σου ραβδέαν
Και εκ την ραβδέαν η Μαξιμού, νόησε με τίναν έχεις».
Και εγώ ραβδέαν έδωσα την φάραν ’ς τας κουτάλας
Και ανάσκελα εξήπλωσεν η θαυμαστή η φάρα.

Παραλλαγή Κρυπτοφέρης
Ταύτα ειπούσα εν θυμώ, όρμησε του περάσαι
εγώ δε λέγω προς αυτήν: «Μαξιμού μην περάσης
ανδράσι και γαρ πέφυκεν άρχεσθαι προς γυναίκας
έλθω λοιπόν εγώ προς σε, ως το δίκαιον έχει.»
και αυτίκα τον ίππον μου κεντήσας ταις περόναις
προς το ύδωρ εξόρμησα, αποτυχών του πόρου
ήν δε πολύς ο ποταμός και έπλευσεν ο ίππος
ύδατος τούτου έκχυσις άποθεν δ’ υπήρχεν
βραχύτατην εμφαίνουσα λίμνην, συχνήν τε πόαν
εν ήπερ στάσα ασφαλώς λίαν ευτρεπισμένη
η Μαξιμού την προσβολήν την εμήν επετήρει
οι δε συνόντες άλλοι μεν έτρεχον προς τον πόρον,
έτεροι δε ενήδρευον εγκρύμματα ποιούντες.
Εγώ δε, όταν έγνωκα εις γην πατείν τον ίππον,
Τρανά αυτόν ερέθιζον, και το σπαθίν ελκύσας
Ολοψύχως προς Μαξιμούν ευτέχνως απηρχόμην
Η δε ως προηυπρέπιστο, προσαπαντάν δραμούσα
Κονταρέαν μοι δέδωκεν ξυστήν εις το λουρίκιν
και μηδαμώς αδικηθείς έκοψα το κοντάριν
τινάξας δ’ αύθις το σπαθίν, ταύτης ενεφεισάμην,
τον δε βούλχα απέτεμον την κεφαλήν ευθέως.



Πάνος  Καϊσίδης
Δημοσιογράφος- Συγγραφέας
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah