Το όνομα «Πόντος», ως ιδιαίτερη περιοχή, αναφέρεται,
βέβαια, για πρώτη φορά στην «Κύρου Ανάβαση» του Ξενοφώντα, αλλά ως κρατικός,
γεωπολιτικός και πολιτιστικός όρος μιας εκτεταμένης, συγκεκριμένης επαρχίας
καθιερώθηκε διεθνώς, όταν δημιουργήθηκε από τους Μιθριδάτες το ανεξάρτητο
βασίλειο του Πόντου, μόνο τότε.
Πριν από την ίδρυση του κράτους αυτού, ο Πόντος ήταν σχεδόν
άγνωστος ως χώρα. Οι αρχαίες ελληνικές αποικίες στην παραλία του Ευξείνου
Πόντου υπήρχαν, ασφαλώς, πριν από τρεις - τέσσερις αιώνες, αλλά ήταν αυτόνομες
και ανεξάρτητες πόλεις-κράτη. Δεν ήταν ενωμένες μεταξύ τους διοικητικά και,
σπανιότερα, συνασπίζονταν για να πολεμήσουν έναν κοινό εχθρό. Δεν είχαν
ισχυρούς δεσμούς, εκτός από έναν χαλαρό, τον φόρο που πλήρωναν μερικές από
αυτές στην αρχαιότερή τους, τη Σινώπη, που ήταν κοιτίδα τους. Έτσι, δεν στάθηκε
δυνατό ή και επιθυμητό να αποτελέσουν ένα κρατικό σύνολο, πράγμα που επιθύμησε
πολύ να κάνει ο Αθηναίος ιστορικός Ξενοφώντας το 401 π. X., όταν βρέθηκε εκεί
με τους «Μυρίους» και είδε το μεγάλο πλήθος του εκλεκτού ελληνισμού (Ανάβαση,
4, 22-28 και 5, 7-12). Τότε του ήρθε η ιδέα να κάνει μια πόλη-κράτος εκεί στον
Πόντο, αλλά η ιδέα του αυτή δεν πραγματοποιήθηκε.
Αντίθετα, μετά την ίδρυση του ποντιακού βασιλείου από τους
Μιθριδάτες, ενοποιήθηκε η παραλιακή χώρα, αλλά και η μεσογειακή έγινε γνωστή
παντού η επαρχία Πόντος και οριοθετήθηκε ως νέο κράτος από τον 4ο π. X. αιώνα.
Η ιστορικογεωγραφική, κρατική και πολιτιστική αυτή ενότητα
αποτέλεσε αργότερα, κατά τη Ρωμαιοκρατία και τη Βυζαντινή εποχή, σημείο
αναφοράς και διοικητικών αυξομειώσεων και διαιρέσεων, ενώ σε μια θλιβερή
κατοπινή στιγμή της μεσαιωνικής ιστορίας μας, δηλαδή το 1204, όταν αλώθηκε η
Κωνσταντινούπολη από τους Σταυροφόρους, και το Βυζάντιο διαμελίστηκε σε
φραγκικά και ελληνικά κρατίδια, ο ίδιος γεωπολιτικός και πολιτιστικός χώρος του
Πόντου αποτέλεσε πάλι τη βάση, πάνω στην οποία μπόρεσε να ιδρυθεί άνετα από
τους Μεγάλους Κομνηνούς η ελληνική αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.
Αλλά και μετά την Άλωση της Τραπεζούντας, το 1461, σ’ όλη
την περίοδο της τουρκοκρατίας, ο Πόντος συνέχισε να διατηρεί για πάνω από
τεσσεράμισι αιώνες, τη γεωγραφική και πολιτιστική ενότητα και ιδιαιτερότητά
του. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όταν, μετά την ήττα της Τουρκίας στον πόλεμο του
1914-1918, διαμορφώθηκαν ευνοϊκές πολιτικές συνθήκες, τοπικές και διεθνείς,
αυτός ο ελληνοβριθής Πόντος, ο οριοθετημένος από την εποχή των εξελληνισμένων
Μιθριδατών και των βυζαντινών Μεγαλοκομνηνών, να γίνει αντικείμενο δυναμικών
πολιτικών, στρατιωτικών και διπλωματικών ενεργειών των Ελληνοποντίων,
ιδιαίτερα εκείνων του εξωτερικού, για την ανεξαρτησία ή την αυτονομία της
λεγάμενης «Δημοκρατίας του Πόντου».
Το βασίλειο των Μιθιδρατών, με τις ισχυρές ελληνικές
επιρροές του, άρχισε να σχηματίζεται κατά τον 4ο π. X. αιώνα, από τον περσικής
καταγωγής σατράπη Αρι- οβαρζάνη τον Α' (363-337 π. X.) και σταθεροποιήθηκε
κατόπιν από το γιο του, το Μιθριδάτη τον Α' (337-302 π. X.). Στη συνέχεια το
ποντιακό βασίλειο επεκτάθηκε με την κατάκτηση μέρους της γειτονικής Παφλαγονίας
και της Καππαδοκίας από τον Μιθριδάτη τον Β' (302-266 π. X.), τον οποίο διαδέχτηκε
ο Αριοβαρζάνης ο Β' (266-255 π. X.), πατέρας του Μιθριδάτη Γ'(255-222 π. X.),
που πρώτος πήρε ως σύζυγό του Ελληνίδα πριγκίπισσα, τη θυγατέρα του Σέλευκου,
βασιλιά της ελληνιστικής Συρίας.
Η αυλή του Μιθριδάτη αυτού στην πρώτη πρωτεύουσα του κράτους,
την Αμάσεια, εξελληνίστηκε γρήγορα, χάρη στην επίδραση της Μακεδόνισσας
βασίλισσας- γυναίκας του.
Μια νέα επέκταση του ποντιακού κράτους πέτυχε ο επόμενος
βασιλιάς του, ο Μιθριδάτης ο Δ' (222-185 π. X.), έχοντας ως ορμητήριο το
φρούριο Κιμίατα της Παφλαγονίας. Και αυτός παντρεύτηκε Ελληνίδα πριγκίπισσα,
ονόματι Λαοδίκη, αλλά, επιπλέον, πάντρεψε και την κόρη του, που λεγόταν κι αυτή
Λαοδίκη, με τον Έλληνα βασιλιά της Συρίας, τον Αντίοχο.
Ακολουθεί η βασιλεία του Φαρνάκη του Α', ο οποίος μετέφερε
την πρωτεύουσά του από
Μιθριδάτης ΣΤ' ο Μέγας |
Τέλος, το 120 π.X. ανεβαίνει στο θρόνο ο τελευταίος και
διασημότερος βασιλιάς του Πόντου, ο Μιθριδάτης ο Στ’, ο επονομαζόμενος Ευπάτωρ
και Διόνυσος, που βασιλεύει ως το 63 π. X. Ο εξελληνισμός και ο φιλελληνισμός
του βασιλείου του Πόντου, φτάνει, τότε, στο αποκορύφωμά του.
Σε ό,τι μας αφορά, είναι γεγονός σημαντικό ότι ο Μιθριδάτης
ο Στ', ο Ευπάτωρ, αποδέχτηκε, ευνόησε και βοήθησε ποικιλότροπα τον Ποντιακό
Ελληνισμό, αλλά και τον ευρύτερο Ελληνισμό της λεγόμενης «Καθ’ ημάς Ανατολής»,
μαζί και της Ελλάδας.
Ειδικότερα, ενίσχυσε επίμονα και πολύπλευρα τον ελληνοπρεπή
χαρακτήρα του βασιλείου του. Στην εποχή του, ο ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε
παντού άνετα και ραγδαία. Ο ίδιος είχε Έλληνες συνεργάτες, συμβούλους,
υπουργούς και ανώτατους αξιωματικούς.
Περιστοιχιζόταν μόνιμα από Έλληνες
πολιτικούς, διπλωμάτες και στρατιωτικούς, όπως ήταν οι δύο πιο διάσημοι
στρατηγοί του, οι αδελφοί Νεοπτόλεμος και Αρχέλαος, επίσης, τα δύο παιδιά του
συνεργάτη του πατέρα του, του προαναφερόμενου στρατηγού Δορύλαου, ο Λαγέτας και
ο Στρατάρχης, αλλά και ο ανεψιός του, όπως είπαμε πιο πάνω, ονόματι κι αυτός
Δορύλαος ο νεότερος, γιος του Φιλέταιρου από την Αμισό, «σύντροφος» της
εφηβείας του Ευπάτορα, ο πιο έμπιστος φίλος, ευνοούμενος και συνεργάτης του,
τον οποίο διόρισε υπουργό πολέμου.
Ξεχωριστοί ήταν και οι παρακάτω στρατηγοί:
Διόφαντος, γιος του Ασκληπιόδωρου από τη Σινώπη, Κρατερός, αρχηγός των
«δρεπανοφόρων» αρμάτων, Πελοπίδας, Τάξιλος, Ερμοκράτης, Μένανδρος από τη
Λαοδίκεια, στρατηγός του ιππικού, Αλέξανδρος από την Παφλαγονία, Ισίδωρος και
Σέλευκος από την Κιλικία, κ. τ. λ.
Πέρα
από αυτά, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Μιθριδάτης ο Ευπάτωρ προσπάθησε
να εφαρμόσει στο βασίλειό του το μεγαλεπήβολο ιδεώδες του Μεγάλου Αλεξάνδρου,
δηλαδή να ενώσει σε μια ανώτερη σύνθεση τον ελληνικό με τον ανατολικό
πολιτισμό. Για αυτό το σκοπό, εξελλήνισε, προοδευτικά, πρώτα την αυλή του και
κατόπιν το κράτος του.
Χρήστος Σαμουηλίδης
Απόσπασμα απο την ομολία του στο Δ' Παγκόσμιο Συνέδριο Ποντιακού Ελληνισμού
Θεσσαλονικη Ιουνης 1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου