Θεωρούμε χρήσιμο να κάνουμε μια περιδιάβαση στο χώρο του Πόντου και να δούμε τις πόλεις και μερικά σημαντικά χωριά, σημειώνοντας ταυτόχρονα και τα ιστορικά και αρχαιολογικά τους στοιχεία που ξεχωρίζουν.
Ο αρχαίος και μεσαιωνικός δρόμος που ένωνε την Τραπεζούντα με την ενδοχώρα της Ανατολής ξεκινούσε από το Μεϊντάν (Πλατεία), έβγαινε από την πόλη, περνούσε τα υψώματα πάνω από το Μίθριο βουνό και τραβούσε για το εσωτερικό.
Ο δρόμος αυτός ήταν βατός μόνο στους ανθρώπους και τα ζώα, γι' αυτό τον χρησιμοποιούσαν τα καραβάνια με άλογα και καμήλες. Μόνο στους τελευταίους αιώνες έγινε αμαξιτός και, πρόσφατα, ασφαλτοστρωμένος, αλλά σήμερα περνάει κοντά από την παραλία και τραβάει παράλληλα με το ρεύμα του ποταμού Πυξίτη (Ντεϊρμέν-ντερέ).
Ο παλιός δρόμος, που μας ενδιαφέρει εδώ, οδηγούσε πρώτα σε ένα χωριό, δυο ώρες από την Τραπεζούντα, τη Μεσαρέα. Στο βάθος της κοιλάδας του χωριού υπήρχε μια λίμνη -που στα νεότερα χρόνια αποξηράνθηκε- γνωστή από το μεσαίωνα ως τα τελευταία με το όνομα Σκυλολίμνη.
Από τη Σκυλολίμνη ο δρόμος γύριζε προς τα ανατολικά και οδηγούσε στο Δρακοντοπήγαδον, κοντά στο οποίο, κατά την παράδοση, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Β' (1297- 1330) είχε σκοτώσει έναν δράκοντα. Από κει ο δρόμος κατέβαινε στην κοιλάδα του Πυξίτη, κοντά στο σταθμό καραβανιών Χος Ογλάν, απέναντι στο οποίο, στην ανατολική όχθη του ποταμού, βρισκόταν το χωριό Κοιλάδ'.
Από κει ο δρόμος προχωρούσε μέσα από την κοιλάδα του Πυξίτη που στις δυο πλευρές της ήταν χτισμένα πολλά χωριά από την εποχή του Βυζαντίου. Σε απόσταση 6 ωρών από την Τραπεζούντα βρισκόταν το Δικαίσιμον (ή Καρυά, τούρκικα Τζεβιζλίκ) και πιο πάνω το χωριό Δουβερά ή Λιβερά. Βορειότερα βρισκόταν η κλεισούρα και το χωριό Ζούζα (τούρκικα Καπίκιοϊ).
Πάνω από το Δικαίσιμο απλωνόταν η περιοχή του μεσαιωνικού βάνδου Ματσουκάων, όπου υπήρχε το χωριό Χορτοκόπ(ιον), και πιο πάνω η οχυρή κλεισούρα Καράκαπαν όπου τοποθετούνταν το φρούριο Χασδένιχα (λατινικά Gizenenica).
Νοτιότερα και πιο πάνω βρισκόταν το Κολάτ (ή Κολαμπάτ-μπογαζί), που τα Itineraria Romana το ονόμαζαν Bylae ή Pylae Ponti (Πύλαι του Πόντου), δηλαδή δίοδο από τα ποντιακά βουνά του Παρυάδρη στον Πόντο, ένα διάσελο ύψους 2.450 μ.
Εκεί κοντά σήμερα υπάρχει το πρώην ελληνικό χωριό Σταυρίν.
Αυτός ο δρόμος που περνούσε από το Χορτοκόπ, Καράκαπαν, Κολάτ-μπογαζί και πήγαινε στη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) και μετά στην Κελτζηνή (Ερζιγκιάν) ήταν καλοκαιριάτικος.
Το χειμώνα ήταν αδιάβατος, εξαιτίας του χιονιού που τον έκλεινε. Στο μάκρος της διαδρομής τούτης, αριστερά στον ανερχόμενο, ξεδιπλωνόταν μαγευτικά ορεινά και δασωμένα τοπία, γνωστά με το όνομα Παρχάριν της Λαραχανής, όπου υπήρχαν τα θερινά ανάκτορα των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας.
Δεξιά, στην κοιλάδα της μονής Βαζελών, φαίνονταν άλλα παρχάρια και θερινά ανάκτορα όπως τα Φιανόη, Σπέλια, Γαντοπέδ(ιν) και Μάρμαρον.
ΝΔ από το Δικαίσιμο, στην κοιλάδα του ποταμιού της Ματσούκας (Μάτσκα-ντερεσί), δεξιά καθώς ανέβαινες και στη δυτική όχθη του ποταμιού, συναντούσες το χωριό Βερένεια και, πιο πέρα την Κουνάκαλην ή Κουνάκαν, όπου βρισκόταν το μοναστήρι του Αγίου Γρηγορίου του Νύσσης.
Βορειότερα από αυτήν ήταν το χωριό Σαχνόη, από όπου γινόταν η ανάβαση στο φρούριο της Λαύρας, που πιθανώς ήταν το κάστρο του μοναστηριού της Λαύρας Ζαβουλών ή Βαζελών, το οποίο, όπως και το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, είχε και φρούριο.
Στην κοιλάδα του ποταμιού της Ματσούκας και πάνω από την ανατολική της όχθη, στο χειμωνιάτικο δρόμο προς τη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) βρισκόταν τα χωριά Χαψίν (τούρκικα Χαψίκιοϊ), όπου οι Μύριοι του Ξενοφώντα είχαν φάει το «τρελό» μέλι.
Πάνω από το Χαψίν υψωνόταν μια από τις κορυφές της οροσειράς του Παρυάδρη, η Ζύγανα. Στο χαμηλότερο της σημείο, στο διάσελο, έχει 2.000 μέτρα ύφος. Από κει περνούσε ο χειμωνιάτικος δρόμος Τραπεζούντας - Αρμενίας. Πάνω στον ορεινό αυτό τράχηλο έδωσαν μάχη με τους Κόλχους οι Μύριοι και, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, υπήρχε οχυρό φρούριο με το όνομα Ζύγανα.
|
Από τη Ζύγανα μέχρι το Ερζιγκιάν, στο μάκρος της οροσειράς που βρίσκεται πάνω από την κοιλάδα του Κάνη ποταμού, υπήρχε το μεσαιωνικό Μεσοχάλδιον, μια σειρά από φρούρια, από τα οποία τα κυριότερα ήταν η Άρδασα, πόλη και φρούριο, και η Δορύλη, πόλη και φρούριο (τούρκικα Ντορούλ). Εκεί, το 1404 έδρευε ο δούκας Καβασίτης, που φρουρούσε το θέμα της Χαλδίας, το οποίο τότε έφτανε ως το χωριό Αλάντζα, κοντά στο Κελκίτ.
Τέλος, βορειοανατολικά από την Αργυρούπολη (Γκιουμουσχανέ), σε
απόσταση μιας περίπου ώρας, υπήρχε το κάστρο Ζάνιχα (ή Τζάνιχα) από
όπου καταγόταν η στρατιωτική αριστοκρατική οικογένεια των Ζανιχιτών,
που διέπρεψε στην περίοδο της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας.
Το φρούριο αυτό προστάτευε την πόλη Θεία (Thia) ή Καν(ιν), που στην
κατοπινή περίοδο της Τουρκοκρατίας ονομάστηκε τουρκικά Γκιουμουσχανέ
(που, με την ελληνική μετάφραση του γκιουμούς = ασήμι, άργυρος + χανέ = πόλη, έγινε Αργυρούπολη)
εξαιτίας των πολλών μεταλλείων ασημιού και χρυσού τα οποία διέθετε.
Νοτιοανατολικά από την Αργυρούπολη και οε απόσταση μιας ώρας
βρισκόταν το χωριό Χουτουρά, ενώ στα νότιά της και σε δυο ώρες
απόσταση η Άτρα, πατρίδα της οικογένειας των δουκών και στρατηγών
του Βυζαντίου, των Γαβράδων.
Βορειοδυτικά από την προαναφερμένη Αργυρουπολη ήταν η Σολόχαινα (Τζολόχαινα). Κοντά στην Σολόχαινα βρισκόταν η Έδισκα (πιθανώς η κατοπινή Άδισα) και βορειοδυτικά της Αργυρουπολης, κοντά στον Κάνι ποταμό, η Γόδαινα ή Γόδωνα (ίσως η κατοπινή Kωδωνά)
Βορειοδυτικά από την Άρδασα, κοντά στο Σταυρίν υπήρχε η Κρώμνη (τουρκικά Κουρούμ) που αποτελούνταν από εννιά χωριά, από τα οποία το πρώτο ονομαζόταν Φραγκάντων και βρισκόταν στην αρχαία θέση
Frigdarium, την οποία συναντάμε και στα Itineraria Romana. Βορειοανατολικά της Κρώμνης, σε απόσταση 6 ωρών, απλωνόταν η Σάντα
(ή Σαντά) που αποτελούνταν από εφτά χωριά.
Νοτιοανατολικά από την Αργυρούπολη και σε απόσταση τριών ημερών, στη Μεγάλη Αρμενία, υπήρχε η πόλη και το φρούριο Ερζερούμ, που, κατά μια άποψη, σημαίνει γη των Ρωμαίων (έρζε αρμενικά θα πει γη + Ρουμ = Ρωμαίος, Έλληνας).
|
Η ονομασία αποδίδεται στο γεγονός ότι ως εκεί έφταναν τα σύνορα του βυζαντινού (ρωμαίικου) κράτους. Σε πολύ παλιότερη εποχή ωστόσο ήταν χωριό και λεγόταν Γκαρίν. Την περίοδο του Βυζαντίου, λέει η άλλη άποψη, ιδρύθηκε στην περιοχή φρούριο με το όνομα Θεοδοσιούπολη, κοντά στο οποίο χτίστηκε η πόλη Άρτζε ή Αρτζες ή Άρζη που αργότερα ονομάστηκε Αρζηρούμη ή Ερζερούμ.
Στην πόλη τούτη κατέφθαναν τα καραβάνια με τα εμπορεύματα από την Περσία, την Ινδία και την υπόλοιπη Ασία, και κατόπιν μεταβιβάζονταν στην Τραπεζούντα. Το έτος 1404 η πόλη υπαγόταν στον Ταμερλάνο (Τιμούρλεγκ).
Στη Μικρή Αρμενία, ΝΔ από την Αργυρούπολη και στο δρόμο που οδηγεί από την τελευταία στο Ερζιγκιάν υπήρχε το φρούριο Σάταλα (τουρκικά Σαντάγ), χτισμένο σε μια πεδιάδα περικυκλωμένη από βουνά.
Τα Σάταλα είχαν σπουδαία θέση γιατί αποτελούσαν το κλειδί για το πέρασμα στον Πόντο ανάμεσα από τα βουνά του. Γι αυτό και ήταν σταθμός της Legio XV Apollinaris (15η λεγεώνα Απολλινάρις).
Τα τελευταία, πριν από την Ανταλλαγή χρόνια, τα Σάταλα ήταν ένα μικρό χωριό με 150 οικογένειες. ΝΔ από τα Σάταλα υπήρχε η κωμόπολη Έριζ, που μαζί με τα περίχωρά της λεγόταν Ακιλισηνή ή Εκλισινή.
Από τον 10ο αιώνα η κωμόπολη μεγάλωσε και έγινε μεγάλο φρούριο με προάστια και με το όνομα Κελτζηνή, που οι Πέρσες το ονόμαζαν Ερζιγκιάν. Το 1404 που επισκέφτηκε το Ερζιγκιάν ο Ισπάνός πρέσβης Clavijo, χαρακτήρισε την πόλη πολυάνθρωπη, με ωραία τεμένη και όμορφες βρύσες, και σημείωσε ότι οι κάτοικοι της ήταν στην πλειοψηφία τους Έλληνες και Αρμένιοι.
Όπως το Ερζερούμ, έτσι και η περιφέρεια του Ερζιγκιάν το 1404 υπαγόταν στον Ταμερλάνο, ενώ άρχοντας όλης της περιοχής ήταν ο Ταχαρτέν, που είχε παντρευτεί τη θυγατέρα του αυτοκράτορα Τραπεζούντας Αλεξίου Γ' (1349-1390).
Στα τελευταία χρόνια οι Έλληνες κάτοικοι του Ερζιγκιάν ήταν λίγοι. Πλειοψηφούσαν οι Αρμένιοι και οι μουσουλμάνοι.
Ξαναγυρνώντας στην αφετηρία μας, στην παραλία του Πόντου, και τραβώντας δυτικά της Τραπεζούντας, συναντάμε το λιμάνι και την κωμόπολη Ερμώνασα ή Ερμώση, η οποία, από την εποχή των Μεγάλων Κομνηνών μέχρι τα τελευταία χρόνια λεγόταν Πλάτανοι και Πλάτανα (τουρκικά Πονλατχανέ ή Ακτσέαμπατ).
Ήταν λιμάνι της Τραπεζούντας, πιο ασφαλές από το κυρίως λιμάνι της πρωτεύουσας του Πόντου, τη Δαφνούντα, και σε καιρό μεγάλης τρικυμίας, στο λιμάνι τούτο άραζαν τα πλοία.
Κοντά στα Πλάτανα και δυτικά τους υπήρχε η Κορδύλη (τουρκικά Ακτσέκαλε, δηλ. Λευκός Πύργος). Ήταν φρούριο ισχυρό και διατηρήθηκε μέχρι το έτος 1807, οπότε το κατέλαβαν οι Ρώσοι, αλλά δεν μπόρεσαν να το κρατήσουν, παρ' όλες τις απώλειες που είχαν.
Βρισκόταν ανάμεσα στα Πλάτανα και το Ιερόν Ακρωτήριον. Μέχρι τελευταία, στην παραλία της Κορδύλης σώζονταν ερείπια φρουρίου και μοναστηρίου.
Ακολουθούσε το Ιερόν Όρος και το Ιερόν Ακρωτήριον (τουρκικά Γιορός-μπουρούν), που αποτελεί έναν από τους αγκώνες του Παρυάδρη προς
τη θάλασσα. Κοντά στην Κορδύλη, και δυτικά από το Ιερόν Ακρωτήριον, υπήρχε η Λιβιούπολις ή Βιόπολις (τουρκικά Φολ) και κατόπιν τα Κόραλλα (τουρκικά Κιόρελε).
Στην παραλία των Κοράλλων σώζονταν, μέχρι τελευταία, τα ερείπια φρουρίου. Κοντά στα Κόραλλα και δυτικά τους υπήρχε η Φιλοκάλεια, που βρισκόταν σιμά στη σημερινή Ελεβή.
Καθώς ανέβαινε κανείς την κοιλάδα του ποταμού Άγιος Ευγένιος, που βρίσκεται κοντά στα Κόραλλα και ανάμεσα ο' αυτά και τη Φιλοκάλεια, έφτανε -περνώντας ένα απόκρημνο δασώδες μονοπάτι- στη στενή και βραχώδη κλεισούρα, που σήμερα λέγεται Δερβέν(ι).
Κατά τον Γερμανό ιστορικό Fallmerayer η κλεισούρα τούτη ήταν η Μελιάρη, η οποία μνημονεύεται από τον Χαλκοκονδύλη. Πρόκειται για τοποθεσία ιστορική, γιατί εκεί νικήθηκε ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Ιωάννης Δ' ο Καλογιάννης (1429-1458) από τον Τουρκομάνο ηγέτη, σεΐχη ή «ζύχη», Αρταβίλ. Σε βοήθεια του Καλογιάννη είχε τρέξει τότε ο δούκας της Χαλδίας Αλέξανδρος.
Πιο πάνω από τη Μελιάρη ήταν το σημερινό Καπάνι(ον). Το κατέβασμα από το φρούριο Μελιάρη στη θάλασσα οδηγούσε στην αποβάθρα του λιμανιού που τουρκικά λέγεται Μπουγιούκ λιμάν (Μεγάλο λιμάνι). Μια ώρα ανατολικά από το Μπουγιούκ λιμάν ήταν η Βιόπολις, που αναφέραμε πιο πάνω.
Κοντά, εξάλλου, στη Φιλοκάλεια και δυτικά από αυτήν, στις εκβολές του Χαρσιώτη ποταμού, υπήρχαν τα Αργύρια, που ονομάστηκαν έτσι εξαιτίας των μεταλλείων αργύρου τα οποία βρίσκονταν ολόγυρα.
Τα τελευταία χρόνια, τα Αργύρια λέγονταν Χαλκάβαλα. Δυτικά από τα Αργύρια και σε απόσταση μιας ώρας υπήρχε η Τρίπολη, ή Τριπόλεις, τουρκικά Τιρέμπογλου (Tirebolu), την οποία ο Πλίνιος ονομάζει Castelum, ενώ ο Clavijo τη βρίσκει μεγάλη πόλη. Και στα τελευταία χρόνια η Τρίπολη ήταν σημαντική κωμόπολη.
Στην παραλία, στiς εκβολές του Χαρσιώτη ποταμού, που χύνεται κοντά στην Τρίπολη, και σε απόσταση δύο ωρών από τη θάλασσα, υπάρχει ένα βραχώδες ακρωτήριο που πάνω του ήταν χτισμένο ένα οχυρό φρούριο, το οποίο στα τελευταία χρόνια λεγόταν Πέτρα Καλέ (Φρούριο Πέτρας). Πρόκειται για το φρούριο Πέτρωμα που αναφέρει ο Μιχαήλ Πανάρετος στο Χρονικό του. Ήταν φρούριο γνωστό και στον Αρμένιο γεωγράφο Μπεσακιάν και περιλάμβανε μέσα του τρεις εκκλησίες και πολλές δεξαμενές.
Αργότερα, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, αποτελούσε έδρα μιας ντόπιας αρχόντισσας, της λησταρχίνας «Ντερβίς κιζί» (κόρη του Δερβίση), που ήταν γνωστή, μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα, σαν αμαζόνα η οποία τρομοκρατούσε τα τουρκικά στρατεύματα της περιοχής και αντέτασσε γενναία αντίσταση στις επιθέσεις του πασά της Τραπεζούντας.
Πιο πάνω από το Πέτρωμα, μεσογειακά, απλωνόταν η περιφέρεια του Κιουρτούν ή Γκιουρτούν, ενώ σ' όλη την ανατολικότερη μεσογειακή έκταση, από τα Κόραλλα ως τα Πλάτανα, απλωνόταν η περιφέρεια Θοανίας (τουρκικά Τόνια).
Δυτικά από την Τρίπολη υπήρχε η Ζειφύριος Άκρα και Λιμήν (τουρκικά Ζεφρέ και Καΐκ λιμάν). Κατά τη γνώμη του Χρύσανθου στο Ζεφύριο ακρωτήρο βρισκόταν η κωμόπολη Κεχρεών ή Κεχρινά, που αναφέρεται από τον 14ο αιώνα και μνημονεύεται από τους νεότερους ιστορικούς Ανδρέα Λιβαδηνό και Μιχαήλ Πανάρετο. Το φρούριο τούτο σωζόταν ως τα τελευταία χρόνια.
Πέρα από τη Ζεφύριο Άκρα και σε αρκετή απόσταση δυτικά βρισκόταν η Κερασούντα, που αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Ξενοφώντα σαν ελληνική πόλη, αποικία των Σινωπέων.
Ο Αρριανός (2ος αιώνας μ.Χ.) ταυτίζει την πόλη με την αρχαία Φαρνάκεια ή Φαρνακία, που την τοποθετεί δυτικά της Τραπεζούντας, σε απόσταση 700 σταδίων, δηλ. 130 χιλιομέτρων.
Είχε ονομαστεί έτσι από τον Φαρνάκη Α', βασιλιά του Πόντου (185-169 π.Χ.), παππού του Μιθριδάτη του Ευπάτορα (120-63 π.Χ.). Από τα χρόνια όμως του Αδριανού, εξαφανίζεται το όνομα Φαρνάκεια και επικρατεί πάλι μόνο το αρχαιότερο ελληνικό όνομα Κερασούς.
Στην περίοδο της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, μετά την απώλεια της Σινώπης και της Αμισού, η Κερασούντα ήταν η δεύτερη πόλη του ποντιακού κράτους. Ο Ανδρέας Λιβαδηνός την περιγράφει σαν «άστυ τείχεσι χαλκοίς ώχυρωμένον, ώς λόγος, παντάπασιν και εύρύτατον και θαλάτταις ήγκαλισμένον και νάμασιν υδάτων ήδέων κατάρρυτον» (πόλη οχυρωμένη με χάλκινα τείχη, όπως λένε, από παντού, και ευρύτατη και αγκαλιασμένη από θάλασσες και γεμάτη από πηγές γλυκών νερών).
Δυτικά από την Κερασούντα και πέρα από τον Μελάνθιο ποταμό (Μελέτ-ιρμάκ) βρίσκονται τα Κοτύωρα (τουρκικά Ορντού), που μνημονεύονται κι αυτά, όπως είδαμε, από τον Ξενοφώνια, σαν πόλη ελληνική, αποικία των Σινωπέων.
Βορειοδυτικά των Κοτυώρων υπήρχε ο Βοών (σήμερα λέγεται Βόνα), που ήταν ακρωτήριο και χωριό, αλλά και λιμάνι, και μάλιστα πιο ασφαλισμένο από τη Σινώπη, ενώ δυτικά, απέναντι από το ακρωτήριο της Βόνας βρισκόταν το Ιασόνιον Άκρον ή Ιασόνιον ακρωτήριον ή Ιασόνιος ακτή, όπου, λέει η παράδοση, είχε προσορμιστεί η Αργώ του Ιάσονα.
Τουρκικά ο τόπος λέγεται Γιασόν-μπουρούν. Νοτιοδυτικά από το Ιασόνιο ακρωτήριο τοποθετείται η πόλη Πολεμώνιον (τουρκικά Πουλεμάν), που ονομάστηκε έτσι από τον ιδρυτή της, βασιλιά του Πόντου Πολέμωνα (36 π.Χ.-8 μ.χ.).
Ο τελευταίος ανακαίνισε την αρχαία πόλη Σίδη, η οποία βρισκόταν στη θέση του Πολεμώνιου. Σαν πόλη το Πολεμώνιον ποτέ δε γνώρισε ακμή. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα, μόνο ερείπια σώζονταν στη θέση της.
Δυτικά από το Πολεμώνιον υπήρχε η Φαδισάνη ή Φάδισσα, ή Φάβδα (σήμερα λέγεται Φάτσα). Ήταν και παραμένει κωμόπολη, λιμάνι και επίνειο της Νεοκαισάρειας.
Δυτικά από τη Φάτσα και ανάμεσα σ' αυτήν και το Θερμώδοντα ποταμό (τουρκικά Τέρμε-τσάι) βρίσκεται η πόλη Οινόη ή Οίναιον (τουρκικά Ούνγιε), κοντά στον ποταμό Οίνιον. Ήταν μητρόπολη των αρχαίων Χαλύβων, με οχυρά φρούρια, που φύλαγαν την πόλη και την παράλια περιοχή.
Στις αρχές του 15ου αιώνα η περιφέρεια Οιναίου αποτέλεσε ανεξάρτητο από την Τραπεζούντα κρατίδιο, με έναν δούκα. Στα 1404 δούκας της Οινόης ήταν ο Γρηγόριος Μελισσηνός, γόνος της βυζαντινής οικογένειας των Μελισσηνών.
Ανάμεσα στην Οινόη, τη Φάτσα και το Ιασόνιο άκρο υψώνονταν 13 φρούρια και πόλεις, τα Λιμνία, που περιφρουρούσαν την παραλιακή έκταση της Χαλυβίας, από την Οινόη ως το Ιασόνιο άκρο, απέναντι στις επιδρομές οι οποίες ξεκινούσαν από τα μεσογειακά μέρη.
Στην περίοδο του κράτους των Κομνηνών τα Λιμνία ήταν η σπουδαιότερη, μετά την Τραπεζούντα, οχυρή και στρατηγική θέση, καθώς και στρατιωτικός σταθμός. Γι' αυτό οι αυτοκράτορες του Πόντου περνούσαν μήνες ολόκληρους στα Λιμνία, ερχόμενοι με πλοία, που άραζαν πιθανόν στο λιμάνι της Φαδισάνης (Φάτσας).
Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Αλέξιος Γ' είχε χαρίσει τα Λιμνία ως προίκα στον Τουρκομάνο Εμίρη Τατσεντίν Τσελεμπή, ο οποίος παντρεύτηκε το 1379 την κόρη του Ευδοκία.
Δεκαοχτώ χρόνια μετά το θάνατο του Τατσεντίν, το 1404, ο Ισπανός πρέσβης στον Ταμερλάνο, ο Clavijo, βρήκε τη χώρα γύρω από το Πολεμώνιο και τη Φασιδάνη, δηλαδή τα Λιμνία, να αποτελεί κρατίδιο ανεξάρτητο με αρχηγό τον Τουρκομάνο Ερζαμίρ (Αρζεμίρ), πιθανώς γιο και διάδοχο του Τατσεντίν.
Δυτικότερα έχουμε τη Θεμίσκυρα, την πόλη των μυθικών Αμαζόνων, πάνω στο Θερμώδοντα ποταμό, και δυτικότερα την Αμισό, που στα νεότερα χρόνια λεγόταν Σαμψούντα (τουρκικά Σαμψόν).
Πρώτοι κάτοικοι της Αμισινής χώρας αναφέρονται από τον Όμηρο οι Ενετοί, μια Παφλαγονική φυλή που πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με αρχηγό της τον γενναίο Πυλαιμένεο στο πλευρό των Τρώων:
«Παφλαγόνων δ' ήγείτο Πυλαιμένεος, λάσιον κήρ εξ Ενετών, όθεν γένος άγροτεράων, οί ρα Κύτωρον έχον και Σήσαμον άμφενέμοντο άμφί τε Παρθένιον ποταμόν κλυτά δώματα ναίον, Κρώμναν τ' Αίγιαλόν τε και υψηλούς Έρυθίνους».
(Αρχηγός των Παφλαγόνων ήταν ο Πυλαιμένεος, δυνατή καρδιά, από τους Ενετούς, από όπου ήταν η γενιά των αγροδίαιτων, οι οποίοι κατείχαν το Κύτωρον, και νέμονταν τη Σήσαμο και κοντά στον Παρθένιο ποταμό κατοικούσαν μέσα σε ξακουστά παλάτια, [κατείχαν] και την Κρώμναν και τον Αιγιαλόν και τους ψηλούς Ερυθίνους).
Και ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, όπως μας λέει ο Στράβων, θεωρεί τους Ενετούς ως πρώτους κάτοικους της Αμισού. Ακόμα ο Μαίανδρος, απ' τον οποίο επίσης αντλεί ο Στράβων, υποστηρίζει ότι οι Ενετοί συμμάχησαν με τους Τρώες και, μετά την πτώση της Τροίας, μαζί με τους Θράκες, έφυγαν και εγκαταστάθηκαν γύρω στο μυχό της Αδριατικής.
Κατά τον Σκύμνο το Χίο το 562 π.Χ., οι Ίωνες της Φώκαιας ιδρύουν την Αμισό, ενώ κατά τον Στράβωνα, την ίδρυσαν οι Μιλήσιοι, στις αρχές του 6ου αιώνα. Στα χρόνια του Περικλή, η Αθήνα έστειλε εκεί πολλούς αποίκους με επικεφαλής τον Αθηνοκλή, ο οποίος μετονόμασε την πόλη σε Πειραιά. Το 387 την κατέλαβαν οι Πέρσες, αλλά απέκτησε πάλι την ανεξαρτησία της επί Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αργότερα την κατέλαβε ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης ο Στ' ο Ευπάτορας, οπότε γνώρισε μεγάλη ακμή.
Το 71 π.Χ., ύστερα από πολιορκία, την κατέλαβε ο Λούκουλλος και την κατέστρεψε, αφού την πυρπόλησε πρώτα ο ίδιος ο φρούραρχος της Καλλίμαχος. Λίγο καιρό κατόπιν, ο Λούκουλλος την ξανάχτισε.
Η πόλη σ' όλο το διάστημα της Ρωμαιοκρατίας ανήκε στο «Κοινό» των πόλεων του δυτικού Πόντου, που από την εποχή του Πομπήιου προσαρτήθηκε στη Βιθυνία και αποτελούσε την επαρχία Βιθυνία – Πόντος.
Στα χρόνια του Στράβωνα (1ος αιώνας π.Χ.) στην ενδοχώρα της Αμισού ανήκε και η πόλη Γαζηλωνίς, το σημερινό Βεζίρκιοπρου, καθώς και Φαζιμών, η σημερινή Κάβζα.
Παρ' όλο που και στους κατοπινούς αιώνες η Αμισός ήταν πάντα ελληνική πόλη, η ενδοχώρα της κατοικούνταν από τους Τζάνους ή Μάκρωνες. Αξιοσημείωτο είναι ότι μέχρι σήμερα ο νομός της Σαμψούντας (Αμισού) ονομάζεται Τζανίκ, διατηρώντας την ονομασία των αρχαίων ντόπιων κατοίκων του.
Στη διάρκεια του Βυζαντίου η Αμισός υπαγόταν στο θέμα Αρμενιακόν. Στα 860 μ.Χ., επί αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ, οι Άραβες, με σαράντα χιλιάδες στρατό και αρχηγό τον Άμερ, κυρίεψαν την Αμισό μετά από πολιορκία, τη λεηλάτησαν και έφυγαν για να νικηθούν παρακάτω από το στρατηγό Πετρωνά. Στη βυζαντινή περίοδο, πιο συχνά ονομαζόταν Αμινσός ή Αμινσώ.
Στα τέλη του 12ου αιώνα, οι Σελτζούκοι, με αρχηγό τον Κιλίτς Αρσλάν II, κατάφεραν να εγκατασταθούν κοντά στην Αμισό και να θεμελιώσουν μια νέα πόλη που την ονόμασαν Σαμσούν (= εις Αμισόν - Σαμσόν, Σαμσούν).
Οι δύο λαοί, Έλληνες και Τούρκοι, συμβίωσαν παράλληλα, με καλές σχέσεις, στις δυο γειτονικές πόλεις όλα τα κατοπινά χρόνια, ώσπου το 1204, με το διαμελισμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κάποιος τοπάρχης, ονόματι Σάββας, κράτησε την ελληνική πόλη έξω από τα όρια της καινούριας αυτοκρατορίας των Κομνηνών της Τραπεζούντας, όπως έγινε άλλωστε και με τη Σινώπη αργότερα. Στη συνέχεια έγινε εξάρτημα του Χάνου της Περσίας, την ανακατέλαβαν οι Σελτζούκοι και τελικά έπεσε στην κυριαρχία του Εμίρη της Κασταμονής.
Τον 13ο και 14ο αιώνα παρουσίασε μεγάλη εμπορική ακμή, ενώ στα μέσα του 14ου αιώνα οι Κομνηνοί της Τραπεζούντας την έκαναν, για ένα διάστημα, ναυτική βάση τους. Εκεί, στην «Αμινσούν», όπως γράφει ο Μ. Πανάρετος στο Χρονικό του (κεφ. 34), κατέφυγε και ο Μέγας Λογοθέτης Γεώργιος Σχολάριος, ύστερα από την αποτυχημένη συμμετοχή του στη στάση των Καβασιτών αρχόντων εναντίον του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλεξίου Γ το 1364.
Το 1393, τέλος, ο Οθωμανός σουλτάνος Μπαγιαζίτ Α' Γιλντιρίμ παίρνει τη Σαμψούντα από τον Εμίρη της Κασταμονής και από τότε περιέρχεται στην τουρκική κατοχή.
Τα κατάλοιπα της αρχαίας Αμισού (κάστρο, τείχη, θέατρο, ναοί) βρίσκονται στη θέση Καράσαμψον (Μαύρη Σαμψούντα). Η πόλη και η περιφέρειά της τους δύο τελευταίους αιώνες παρουσίασαν πολύ μεγάλη οικονομική και πνευματική ακμή εξαιτίας της άφθονης καπνοκαλλιέργειας και της εμπορικής κίνησής της.
Δυτικότερα, σε τετράωρη απόσταση, βρισκόταν η Πάφρα (ή Παυράη ή Παυράκη, κατά την Άννα Κομνηνή), πάνω στις εκβολές του Άλυ ποταμού (Κιζίλ-ιρμάκ). Κι αυτή η πόλη, όπως και η περιφέρειά της, παρουσίασε, την ίδια εποχή και χάρη στην καπνοκαλλιέργειά της, μεγάλη πρόοδο.
Δυτικότερα από την Πάφρα ήταν η Σινώπη. Η πόλη ιδρύθηκε το 630 π.Χ. από Μιλήσιους αποίκους και έφτασε σε αρκετά μεγάλη ακμή λόγω του δραστήριου στόλου της και του εμπορικού λιμανιού της.
Το 440 π.Χ. ο Περικλής έδιωξε από την πόλη τον τύραννο της Τιμολέντα και εγκατέστησε εκεί 600 Αθηναίους αποίκους. Το 380 π.Χ. έπεσε στην περσική κυριαρχία, ύστερα υποτάχτηκε στον Αλέξανδρο και αργότερα υπέκυψε στους βασιλιάδες του Πόντου, τους Μιθριδάτες.
Το 70 π.Χ. καταλήφθηκε από το Λούκουλλο και, τον καιρό του Καίσαρα, έγινε ρωμαϊκή αποικία, με το όνομα Julia Felix (Ιουλία η Ευτυχισμένη). Εκτός από τα τείχη, το φρούριο της και τα ερείπια των ναών, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες και η ζωγραφική διακόσμηση μερικών μεσαιωνικών σπιτιών και εκκλησιών της πόλης.
Στη Σινώπη έζησε ο περίφημος Διογένης ο Σινωπέας (4ος αιώνας π.Χ.) που έγινε γνωστός περισσότερο από τους άλλους κυνικούς φιλόσοφους γιατί έφτασε στις ακραίες συνέπειες της φιλοσοφίας του, με την περιφρόνηση κάθε συμβατικότητας και αλλοτρίωσης .
Με μόνη περιουσία έναν μανδύα και ένα φανάρι, όπως τον παρουσιάζει η παράδοση, πέρασε την ζωή του τριγυρνώντας εδώ και εκεί και έχοντας για στέγη ένα βαρέλι.
Όταν τον ρώτησε ο Μεγαλέξανδρος αν έχει να του ζητήσει καμιά χάρη, του απάντησε: «Ναι. Τραβήξου από τον ήλιο που μου κρύβεις»! Στα νεότερα χρόνια και η πόλη αυτή παρουσίασε ακμή χάρη στο δυναμικό ελληνικό στοιχείο της.
Δυτικότερα από τη Σινώπη βρισκόταν η Ιωνόπολις ή Αβωνου Τείχος, ή Αβωνότειχος, η κατοπινή Ινέπολη (τουρκικά Ινέμπολου). Ακόμα πιο δυτικά ήταν η Ηράκλεια (τουρκικά Έρεγλι), η λεγόμενη και Ποντοηράκλεια, ή Ηράκλεια η Ποντική.
Η πόλη αυτή ήταν αμφισβητούμενη ποντιακή πόλη, γι' αυτό τον περισσότερο καιρό ανήκε στη Βιθυνία. Ιδρύθηκε στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. από αποίκους που ήρθαν από τα Μέγαρα, κατά την άποψη του Ξενοφώντα, ή από τη Μίλητο, κατά τον Στράβωνα.
Αναπτύχθηκε γρήγορα και δημιούργησε δύο αποικίες, τη Χερρόνησο στην Κριμαία και την Κάλλατιν στη Θράκη. Κατά την εποχή των Μηδικών πολέμων έμεινε ανεξάρτητη, με φιλικές σχέσεις προς τους Πέρσες.
Από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. είχε δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο κατέλυσε το 384 π.Χ. ο τύραννος Κλέαρχος. Αργότερα περιήλθε στην κυριαρχία της Συρίας και κατόπιν στους Ρωμαίους.
Μεσογειακές πόλεις του Πόντου αναφέρουμε, από τα δυτικά, εκείνες που αποτελούσαν επί Ρωμαιοκρατίας το «κοινόν Πόντου» ή «το κοινόν των εν Πόντω Ελλήνων», που ήταν ομόσπονδες πόλεις: Τα Κόμανα, η Σεβαστούπολις ή Ηρακλειούπολις η Κολοπηνή στον Γαλατικό Πόντο, η Σεβάστεια, τα Ζήλα και η Αμάσεια, πόλεις που είχαν για μητρόπολη τη Νεοκαισάρεια, όπου συγκεντρώνονταν οι αντιπρόσωποι τους.
Οι παραλιακές πόλεις αποτελούσαν άλλο κοινό, το κοινό της Ποντιακής παραλίας (Ora Pontica), στο οποίο περιλαμβάνονταν ακόμα και η Χαλκηδόνα, η Ηράκλεια, το Τίον, η Άμαστός, ο Αβωνότειχος, η Αμισός, η Σινώπη, το Πολεμώνιον, η Κερασούντα και η Τραπεζούντα.
Στη Νεοκαισάρεια έδρευε επί Ρωμαιοκρατίας ο Πρώτος της επαρχίας του Πόντου, ο Πονταρχών, που είχε και τον τίτλο του αρχιερέα. Αυτός είχε και την επιμέλεια της αποθέωσης των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, καθώς και την προεδρία της συνόδου των ομόσπονδων ποντιακών πόλεων.
Η Νεοκαισάρεια (τουρκικά Νίκσαρ) που λεγόταν παλιά Κάβειρα, βρίσκεται πάνω στο Λύκο ποταμό, παραπόταμο του Ίριδος) στα μεσόγεια, και απέχει από την Οινόη 60 χιλιόμετρα.
Χτίστηκε επί Τιβερίου και υπήρξε πρωτεύουσα του Πολεμωνιακού Πόντου. Ήταν πατρίδα του αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού που έγινε πρώτος επίσκοπος της (240-275).
Εκτός από τα Κόμανα τα Καππαδοκικά, υπήρχαν και τα Κόμανα τα Ποντικά, νοτιοδυτικά της Νεοκαισάρειας, που ήταν η πατρίδα της αριστοκρατικής οικογένειας των Κομνηνών (Κομανηνοί - Κομνηνοί) οι οποίοι έγιναν αυτοκράτορες του Βυζαντίου και της Τραπεζούντας.
Τα αρχαία νομίσματα της πόλης που σώθηκαν δείχνουν πως στα Κόμανα λατρεύονταν ταυτόχρονα και οι ελληνικές θεότητες, όπως ο Απόλλωνας, του οποίου υπήρχε και ναός, η Παλλάδα Αθηνά, ο Διόνυσος, η Νίκη, αλλά και οι περσικές θεότητες, όπως η Αναΐτιδα, η λεγόμενη και Μα. Ήταν πλούσια εμπορική πόλη, στα αρχαία χρόνια, αλλά και στα νεότερα δεν υστερούσε, ώσπου έφυγαν οι Έλληνες το 1924 και παρήκμασε.
Άλλη μεσογειακή πόλη, 9 χιλιόμετρα ΒΑ από τα Κόμανα, ήταν η πόλη Δαζιμών ή Θεοτοκούπολις, που αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Μέγα Βασίλειο το 375 π.Χ. και η οποία από το 1150 λέγεται στα τουρκικά Τοκάτ(η). Στους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας είχε λίγο ελληνισμό στην περιφέρεια και λιγότερο στο κέντρο.
Σπουδαία πόλη του Μεσογειακού Πόντου υπήρξε και η Αμάσεια, που ήταν χτισμένη κι αυτή πάνω στον Ίρι ποταμό. Αποτέλεσε πρωτεύουσα των Μιθριδατών ηγεμόνων του Πόντου, πατρίδα του ιστορικού και γεωγράφου Στράβωνα και μητρόπολη του Ελενόποντου μετά την περίοδο τού Ιουστινιανού.
Στους τελευταίους αιώνες είχε ελάχιστο ελληνικό πληθυσμό. Άλλη πόλη, στα νότια της Κερασούντος αυτή, ήταν η Νικόπολη (τουρκικά Σεμπίν-Καραχισάρ), που την έχτισε ο Πομπήιος μετά τη νίκη του εναντίον του Μιθριδάτη. Η πόλη έγινε αργότερα ακμαία λόγω των μεταλλείων στύψης που είχε και συγκέντρωνε πολύ ελληνικό πληθυσμό στα 120 χωριά της περιφέρειάς της.
Πηγαίνοντας τώρα πάλι στα παράλια, ανατολικά από την Τραπεζούντα, σε απόσταση μιας ώρας, συναντάμε τα Κύμινα (τουρκικά Χότζη), και ακόμα πιο ανατολικά την περιφέρεια Γημωράς ή Γεμουράς (τουρκικά Γιόμρα), η οποία είχε για κέντρο τα Κόβατα ή Δρυώνα, ή Δερώνα (τουρκικά Δρωνα), από όπου καταγόταν η στρατιωτική φεουδαρχική οικογένεια των Δωρανιτών.
Ανατολικά από τη Δρυώνα και κοντά στις εκβολές του Ύσσου ποταμού (Καρά-ντερέ) βρισκόταν ο Ψαρών ή Λιμήν ή Ύσσου Λιμήν, που λεγόταν, αργότερα, και Σουσάρμια και Σούρμαινα και Σύρμαινα και Σούρμενα (από το Ύσσου όρμος).
Το όνομα Σούρμενα, σιγά σιγά επεκτάθηκε σ' όλη τη σειρά των χωριών που ήταν χτισμένα κατά μήκος του Ύσσου ποταμού. Από την κοιλάδα τούτη, και από ένα δύσβατο δρόμο μπορούσες να πας σε δυο μέρες στη μεσογειακή πόλη Πάιπερτ (ή Παϊπούρτη, τουρκικά Μπαϊπούρτ).
Ανατολικά, κοντά στα Σούρμενα, βρισκόταν η Οφιούς, στις όχθες του ποταμού Όφι. Τα τελευταία χρόνια η Οφιούς λεγόταν Όφις (τουρκικά Οφ). Κι εδώ, με τον καιρό, η ονομασία Όφις επεκτάθηκε ο' όλα τα χωριά της περιφέρειας που ήταν χτισμένα ανάμεσα στον ποταμό Όφι και τον Ψυχρό ποταμό (Μπαλτατζή-ντερέ).
Ανατολικά από τον Όφι βρισκόταν το Ρίζαιον ή Ριζούντα (τουρκικά Ρίζε), το οποίο οι αρχαίοι περιηγητές και γεωγράφοι ονόμαζαν Ρίζιος Λιμήν ή Ριζούς, ενώ ο ιστορικός Προκόπιος Ριζαίον χωρίον. Τον καιρό των Ρωμαίων ήταν γνωστό ως Ριζαίον φρούριον, συνοριακό, ενώ στην περίοδο του Βυζαντίου ήταν μια οχυρή πόλη. Τέλος, αργότερα, κατά την Τουρκοκρατία, αποτελούσε σπουδαία πόλη και πρωτεύουσα της διοίκησης Λαζικής (Λαζιστάν) με λίγο πληθυσμό Ελλήνων εμπόρων στο κέντρο και τις συνοικίες της.
Νότια από τη Ριζούντα, μεσογειακά, και στην περιοχή ανάμεσα στον Πρύτανη ποταμό (Φουρτούνα), την Αθήνα (τουρκικά Άτινα) και τον Καλοπόταμο, εκτεινόταν η περιφέρεια του Χεμσίν, που στην περίοδο του Βυζαντίου και αργότερα, κατοικούνταν από χριστιανικό πληθυσμό Ελλήνων κατ Αρμενίων.
Νοτιότερα από το Χεμσίν, στην κοιλάδα του ποταμού Άκαμψι (Τσορόκ), απλώνονταν η περιοχή Συσπιρίτις ή Υσπιράτις. Η περιοχή αυτή αποτελούσε περιφέρεια της πόλης που αργότερα ονομάστηκε από τους Τούρκους Ισπίρ.
Ανατολικά από τη Ριζούντα, παραλιακά, βρισκόταν η πόλη και το φρούριο Αθήναι ή Αθήνα (τουρκικά Άτινα), που ονομάστηκε έτσι από το ναό της Αθηνάς ο οποίος υπήρχε μέσα σ' αυτήν. Ο Αρμένιος γεωγράφος Μπεσακιάν λέει ότι είδε ο ίδιος την ορειχάλκινη πύλη του ναού της Αθηνάς.
Ανατολικά από την Αθήνα και κοντά στη δυτική όχθη του ποταμού Πρύτανη υπήρχαν ερείπια της πόλης που οι αρχαίοι περιηγητές ονόμαζαν Λίμνη πόλις ή Ξυλίνη ή Βασίλεια Αγχιάλου. Οι ντόπιοι μουσουλμάνοι ονομάζουν την πόλη Εσκί Τραπεζόν (Παλιά Τραπεζούντα), πράγμα που δε σημαίνει βέβαια ότι εκεί βρισκόταν η αρχαία Τραπεζούντα.
Βορειοανατολικά της πόλης Λίμνη βρισκόταν η πόλη Άρχαβη, η αρχαία Άρχαβις (τουρκικά Αρχαβέ), κοντά στον ομώνυμο ποταμό.
Πιο πέρα από την Άρχαβη βρισκόταν η Κίσσα, πάνω στον ομώνυμο ποταμό και, ακόμα πιο πέρα, σιμά στον ομώνυμο πάλι ποταμό, η Χόπα, λιμάνι και επίνειο της εμπορικής και βιοτεχνικής πόλης Αρτβίν.
Κοντά και βορειοανατολικά από τη Χόπα, απλωνόταν η χώρα του Μακρού Αιγιαλού και το χωριό Μακραγιαλοί ή Μακραγιαλού (τουρκικά Μακριγιαλί), το οποίο αναφέρει ο Μ. Πανάρετος.
Βορειότερα, κοντά στον ποταμό Άψαρο, βρισκόταν η πόλη Άψαρος ή Αψαρούς, η οποία κατά τον Αρριανό ονομαζόταν Άψυρτός, γιατί εδώ σκοτώθηκε από τη Μήδεια ο αδερφός της Άψυρτος και εδώ έδειχναν τον τάφο του. Κατά τον Προκόπιο εξάλλου, η πόλη τούτη ήταν πολυάνθρωπη παλαιότερα, ζωνόταν από τείχος και είχε θέατρο και ιππόδρομο.
Κοντά στην αριστερή όχθη του Άκαμψη ποταμού (Τσορόκ) υπήρχε η κωμόπολη και το φρούριο Γωνία (τουρκικά Κοννία ή Γκοννιέ). Κατά τους χρόνους των τελευταίων αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας, δηλαδή στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα, τα σύνορα του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών έφταναν μέχρι τη Γωνία.
Τότε ο Μακρός Αιγιαλός ήταν το τελευταίο φρούριο της επικράτειας του ποντιακού κράτους, ενώ η Γωνία ήταν η πρώτη οχυρή θέση στο μικρό και αυτόνομο κράτος της Γουρίας (Γεωργίας) ή ανήκε σε ανεξάρτητο δυνάστη, όπως το Οίναιο και τα Λιμνία.
Στη δεξιά όχθη του Άκαμψη, και μάλιστα πάνω σε ένα από τα στόμιά του, υπήρχε στην αρχαιότητα ο Βαθύς Λιμήν, που αργότερα παραχώθηκε. Πάνω στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα η πόλη Βαθύ ή Βατούμ (ι) (τουρκικά Μπατούμ), που είχε λιμάνι και φρούριο. Τα τελευταία χρόνια εξελίχτηκε σε μεγάλη πόλη και λιμάνι της Γεωργίας.
Στην περιοχή αυτή, όπου εκτεινόταν η αρχαία Κολχίδα, άλλη σπουδαία πόλη και ισχυρό φρούριο ήταν η Φάσις (Πότι), στις εκβολές του ομώνυμου ποταμού. Υπήρξε πόλη ελληνική, εμπορικός σταθμός των Κόλχων, στον οποίο συγκεντρώνονταν άφθονα και ποικίλα προϊόντα της χώρας: ξυλεία για τη ναυπηγία, λινάρι, κάνναβη, κερί, πίσσα και υφάσματα.
Εδώ, σύμφωνα με τον Αρριανό, δείχνανε την άγκυρα της Αργώς. Η σιδερένια άγκυρα όμως φάνηκε κάπως νεότερη στον αρχαίο ιστορικό και περιηγητή, ενώ μια άλλη πέτρινη, από την οποία σώζονταν κάτι κομμάτια, θεωρήθηκε από τον ίδιο σαν αυθεντικό λείψανο του καραβιού του Ιάσονα.
Βόρεια από τη Φάσι, υπήρχε άλλη μια οχυρή πόλη, η Διοσκουριάς (τουρκικά Ισκουριά) ή Διοσκουρίς, που ήταν αποικία των Μιλησίων.
Η πόλη αυτή αποτελούσε την αρχή του ισθμού ανάμεσα στην Κασπία θάλασσα και τον Εύξεινο Πόντο, και χρησίμευε ως εμπορικός σταθμός για όλους τους κοντινούς λαούς του Καυκάσου.
Οι λαοί αυτοί, κάπου εβδομήντα (άλλοι τους ανεβάζουν σε τριακόσιους), μιλούσαν ο καθένας τη δική του, χωριστή γλώσσα. Στα χρόνια του ρωμαϊκού και βυζαντινού κράτους η Διοσκουριάς πήρε το όνομα Σεβαστόπολις. Ο Ιουστινιανός την ανακαίνισε ολόκληρη και την έκανε, με το τείχος και τα άλλα οχυρωματικά έργα που έκτισε, απόρθητη. Ταυτόχρονα τη στόλισε με δρόμους και οικοδομήματα και την ανέδειξε σε ξεχωριστή για την ομορφιά και το μέγεθος της πόλη. Στη Σεβαστόπολη τελείωνε η επικράτεια των Ρωμαίων και των Βυζαντινών.
Αλλά και στην περίοδο ακμής των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας, η Σεβαστόπολις αποτελούσε, συχνά, το συνοριακό φρούριο του ποντιακού κράτους.
Η πόλη λεγόταν τότε και Σωτηριούπολις. Σήμερα η Διοσκουριάδα λέγεται Σοχούμ(ι), το φρούριο της, στα τουρκικά, Σοχούμ-καλέ και αποτελεί σπουδαία παραλιακή λουτρόπολη της Δημοκρατίας της Γεωργίας.
Βόρεια από τη Διοσκουριάδα και σε απόσταση δύο ημερών, βρισκόταν η πόλη και το φρούριο Πιτιούς (Πιτζούντα). Κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα η Πιτιούντα λεγόταν και Βιτζίνη ή Διτζίνη.
Βορειότερα και στην απέναντι από την Τραπεζούντα ακτή του Εύξεινου Πόντου, απλωνόταν η Ταυρική χερσόνησος, που στην περίοδο της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών ονομαζόταν Περατεία.
Η χώρα τούτη περιλάμβανε τις επαρχίες της Χερσώνας και της Γοτθίας, ήταν φόρου υποτελής στους αυτοκράτορες της Τραπεζούντας και αποτελούσε σιτοβολώνα του μεσαιωνικού ποντιακού κράτους.
Οι κυριότερες πόλεις της Ταυρικής χερσονήσου που κατοικήθηκαν από Έλληνες ήταν οι εξής:
Το Παντικάπαιον (σημερινό Κερτς), που ονομαζόταν και βασίλειο του Βοσπόρου. Η Θεοδοσία, νοτιότερα. Η πόλη είχε και λιμάνι, ήταν αρχαία ελληνική αποικία των Μιλησίων η οποία αργότερα, στην εποχή του Βυζαντίου, λεγόταν Κάψα ή Καφά.
Στο νοτιοδυτικό άκρο της Ταυρικής βρισκόταν η πόλη Χερσόνησος, που κατοπινά ονομάστηκε Χερσών και σήμερα λέγεται Σεβαστούπολη (ρωσικά Σεβαστοπόλ). Κέντρο πάλι της επαρχίας Γοτθίας ήταν, κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, η πόλη Θεοδώρα ή Θόρν.
Πρέπει να σημειώσουμε, τέλος, ότι πέρα από την Ταυρική και σ' όλη την παραλία της Ρωσίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας και Θράκης υπήρχαν, στις διάφορες περιόδους της ιστορίας, από την ελληνική, ελληνιστική, μιθριδατική, ρωμαϊκή, βυζαντινή, μέχρι την περίοδο της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών του Πόντου και της κατοπινής Τουρκοκρατίας, ένα πλήθος από ελληνικές αποικίες, εκτός από αυτές που αναφέραμε, οι οποίες, μαζί με τις πιο ακμαίες ελληνικές πόλεις της νότιας παραλίας, έκαναν τον Εύξεινο Πόντο να μοιάζει με λίμνη ελληνική και τις ακτές του με κυψέλη, όπου, ο' όλες τις εποχές, συνωστίζονταν ποικίλα πλήθη Ελλήνων και ελληνικών καραβιών. Και ανάμεσα σ' όλες αυτές τις πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, ξεχώριζε και πρόβαλλε σαν βασίλισσα και δέσποινα αυτοκρατορική η πρωτεύουσα του Πόντου, η Τραπεζούντα.
Χρήστος Σαμουηλίδης
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου