Στη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου, τόσο στον Καύκασο όσο και στην Ελλάδα, στη Γαλλία και στις ΗΠΑ λειτουργούσαν οργανώσεις Ποντίων της διασποράς. Οι οργανώσεις αυτές διαμόρφωσαν σχεδόν στο σύνολό τους τη θέση ότι δεν υπήρχε μέλλον για τους Ρωμιούς στον Πόντο υπό το οθωμανικό καθεστώς και πρόβαλαν το αίτημα της αυτονομίας. Αυτό που ζητούσαν ήταν η δημιουργία συνθηκών που, αφενός, θα επέτρεπαν την παλιννόστηση των μεταναστών, με αιχμή τις «εγκαταλειμμένες» περιουσίες, αφετέρου, θα απέτρεπαν την επανάληψη των δηώσεων.
Οι εγγυήσεις των οθωμανικών κυβερνήσεων δεν είχαν αξία. Συνεπώς, η ελπίδα των οργανώσεων ήταν ότι οι «μεγάλες δυνάμεις» θα παρενέβαιναν και θα παρείχαν την εγγύησή τους για κάποια μορφή αυτονομίας.
Το αίτημα της πλήρους ανεξαρτησίας με τη μορφή της δημιουργίας ποντιακού χριστιανικού κράτους πρόβαλε από τον Οκτώβριο του 1917 η οργάνωση των Ποντίων στο Παρίσι. Ηγέτης της οργάνωσης αυτής ήταν ένας πλούσιος επιχειρηματίας ο οποίος είχε σταδιοδρομήσει στη Μασσαλία εισάγοντας φουντούκια από τον Πόντο, ο Κωνσταντίνος Γ. Κωνσταντινίδης (1856-1930), γιος του επί σειρά ετών δημάρχου της Κερασούντος. Ο Κωνσταντινίδης κατέβαλε προσπάθειες να οργανωθούν οι Πόντιοι της Διασποράς, για να δημιουργήσουν «ανεξάρτητον Δημοκρατίαν, από τα ρωσικά σύνορα έως πέρα εις την Σινώπην».
Ο Κωνσταντινίδης στήριξε το αίτημά του σε ιστορικά και γεωγραφικά επιχειρήματα που εύκολα μπορούσαν να αμφισβητηθούν: Οτι ο ελληνικός πληθυσμός ήταν ίσος με το μουσουλμανικό, αν προσμετρούνταν και οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στο ρωσικό έδαφος· ότι πολλοί από τους μουσουλμάνους ήταν απόγονοι Ελλήνων που είχαν εξαναγκαστεί να εξισλαμιστούν.
Σημασία έχει, πάντως, ότι το 1917 η θρησκευτική σύνθεση του ποντιακού πληθυσμού δεν αποτελούσε διπλωματικό εργαλείο για κανένα κράτος ούτε καν για το ελληνικό. Ο Ε. Βενιζέλος είχε μόλις τον Ιούνιο του 1917 επικρατήσει απέναντι στον αντίπαλό του, το βασιλιά Κωνσταντίνο Α'. Κύριος σκοπός του ήταν να συμβάλει η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό της Entente, ώστε να εξασφαλίσει εδαφικά οφέλη σε βάρος του οθωμανικού κράτους. Σε αυτό το πλαίσιο τα αιτήματα των απόδημων Ρωμιών του Πόντου δεν είχαν απήχηση στις «μεγάλες δυνάμεις», ιδιαίτερα στη Βρετανία που ενδιαφερόταν άμεσα για τα πετρέλαια του Καυκάσου και δεν είχε κανένα λόγο να θέλει την δημιουργία μιας νέας δύναμης στην περιοχή.
Στις 8 Ιανουαρίου 1918 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον (Woodrow Wilson, 1856-1924) εξήγγειλε δέσμη 14 προτάσεων για την παύση του πολέμου και τη ρύθμιση του μεταπολεμικού κόσμου. Κύριος στόχος του Ουίλσον ήταν το άνοιγμα των αγορών για τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και των οθωμανικών. Η ομιλία του, στην οποία περιέλαβε τις 14 προτάσεις, δεν αποτελούσε ακαδημαϊκή διάλεξη διεθνούς δικαίου αλλά διατύπωση των αμερικανικών συμφερόντων σχετικά με την αναδιοργάνωση του παγκόσμιου εμπορίου. Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να αναγνωστεί η δωδέκατη πρότασή του, η οποία ανέφερε:
«Σε ό,τι αφορά τα τουρκικά τμήματα της υφιστάμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρέχεται η εγγύηση της κυριαρχίας, αλλά στις λοιπές εθνότητες που βρίσκονται τώρα υπό τουρκική κυριαρχία παρέχεται η ανεπιφύλακτη εγγύηση της ασφάλειας της ζωής και η απολύτως γνήσια ευκαιρία για την αυτόνομη εξέλιξή τους. Τα Δαρδανέλια θα πρέπει να είναι μονίμως ανοικτά για την ελεύθερη διέλευση του ναυτικού και του εμπορίου όλων των κρατών, υπό διεθνείς εγγυήσεις».
Η ασαφής αυτή εξαγγελία απέκτησε πολλές ερμηνείες στους επόμενους μήνες. Η «ευκαιρία για αυτόνομη ανάπτυξη» δεν ήταν ταυτόσημη με την αναγνώριση αυτονομίας, όπως νόμισαν πολλοί. Ο Ουίλσον δεν διακήρυξε τη διάλυση του οθωμανικού κράτους. Στην πραγματικότητα, μόνον για τους Αραβες, τους Αρμένιους και τους Κούρδους, δηλαδή για συμπαγείς πληθυσμούς που κατοικούσαν σε ακραίες επαρχίες του οθωμανικού κράτους, είχαν γίνει σαφείς αναφορές σε συζητήσεις μεταξύ των Συμμάχων. Οι ελληνικές κοινότητες ήταν διάσπαρτες στο οθωμανικό έδαφος και η «ευκαιρία για αυτόνομη ανάπτυξη» ήταν πολύ δύσκολο να εκφραστεί, παρά μόνον με ειδικό καθεστώς στο ενιαίο οθωμανικό κράτος. Ωστόσο, η δήλωση του Αμερικανού προέδρου δημιούργησε στους πόντιους της Διασποράς την ελπίδα ότι θα ήταν δυνατή η παραχώρηση καθεστώτος αυτονομίας από τις «μεγάλες δυνάμεις» μετά το τέλος του πολέμου.
Στις 3.3.1918 η νέα σοβιετική εξουσία σύναψε με τις Κεντρικές Δυνάμεις τη συνθήκη Brest-Litovsk, με την οποία αποχώρησε από τον πόλεμο. Η παράγραφος 4.3 της συνθήκης προέβλεπε να αποχωρήσει ο ρωσικός στρατός από τις περιοχές Αρνταχάν, Καρς και Βατούμ, ενώ η ρωσική κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να μην αναμιχθεί στις «κρατικές και διεθνείς σχέσεις» αυτών των περιοχών, αλλά να επιτρέψει στον πληθυσμό τους να μεριμνήσει μόνος του για την αναδιοργάνωσή τους, «με τη σύμφωνη γνώμη των γειτονικών κρατών, ιδιαίτερα της Τουρκίας».
Στις 28.5.1918 ανακηρύχθηκε η ίδρυση του εφήμερου (διατηρήθηκε μόλις δυόμισι χρόνια) ανεξάρτητου αρμενικού κράτους, με πρωτεύουσα το Ερεβάν. Ηταν ένα μικρό κράτος, με λιλιπούτειο στρατό, παγιδευμένο ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των οθωμανικών εδαφών. Σε αυτό το κράτος τόσο η Ελλάδα όσο και οι Ρωμιοί του Πόντου στήριξαν πολλές ελπίδες.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ
Οικονομολόγος, διδάκτωρ ΑΠΘ
Κωνσταντίνος Γ. Κωνσταντινίδης |
Το αίτημα της πλήρους ανεξαρτησίας με τη μορφή της δημιουργίας ποντιακού χριστιανικού κράτους πρόβαλε από τον Οκτώβριο του 1917 η οργάνωση των Ποντίων στο Παρίσι. Ηγέτης της οργάνωσης αυτής ήταν ένας πλούσιος επιχειρηματίας ο οποίος είχε σταδιοδρομήσει στη Μασσαλία εισάγοντας φουντούκια από τον Πόντο, ο Κωνσταντίνος Γ. Κωνσταντινίδης (1856-1930), γιος του επί σειρά ετών δημάρχου της Κερασούντος. Ο Κωνσταντινίδης κατέβαλε προσπάθειες να οργανωθούν οι Πόντιοι της Διασποράς, για να δημιουργήσουν «ανεξάρτητον Δημοκρατίαν, από τα ρωσικά σύνορα έως πέρα εις την Σινώπην».
Ο Κωνσταντινίδης στήριξε το αίτημά του σε ιστορικά και γεωγραφικά επιχειρήματα που εύκολα μπορούσαν να αμφισβητηθούν: Οτι ο ελληνικός πληθυσμός ήταν ίσος με το μουσουλμανικό, αν προσμετρούνταν και οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στο ρωσικό έδαφος· ότι πολλοί από τους μουσουλμάνους ήταν απόγονοι Ελλήνων που είχαν εξαναγκαστεί να εξισλαμιστούν.
Σημασία έχει, πάντως, ότι το 1917 η θρησκευτική σύνθεση του ποντιακού πληθυσμού δεν αποτελούσε διπλωματικό εργαλείο για κανένα κράτος ούτε καν για το ελληνικό. Ο Ε. Βενιζέλος είχε μόλις τον Ιούνιο του 1917 επικρατήσει απέναντι στον αντίπαλό του, το βασιλιά Κωνσταντίνο Α'. Κύριος σκοπός του ήταν να συμβάλει η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό της Entente, ώστε να εξασφαλίσει εδαφικά οφέλη σε βάρος του οθωμανικού κράτους. Σε αυτό το πλαίσιο τα αιτήματα των απόδημων Ρωμιών του Πόντου δεν είχαν απήχηση στις «μεγάλες δυνάμεις», ιδιαίτερα στη Βρετανία που ενδιαφερόταν άμεσα για τα πετρέλαια του Καυκάσου και δεν είχε κανένα λόγο να θέλει την δημιουργία μιας νέας δύναμης στην περιοχή.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Woodrow Wilson. Η εξαγγελία των 14 σημείων για την «ευκαιρία αυτόνομης εξέλιξης» παρερμηνεύθηκε από τους Ποντίους ως παραχώρηση καθεστώτος αυτονομίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις |
Στις 8 Ιανουαρίου 1918 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον (Woodrow Wilson, 1856-1924) εξήγγειλε δέσμη 14 προτάσεων για την παύση του πολέμου και τη ρύθμιση του μεταπολεμικού κόσμου. Κύριος στόχος του Ουίλσον ήταν το άνοιγμα των αγορών για τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και των οθωμανικών. Η ομιλία του, στην οποία περιέλαβε τις 14 προτάσεις, δεν αποτελούσε ακαδημαϊκή διάλεξη διεθνούς δικαίου αλλά διατύπωση των αμερικανικών συμφερόντων σχετικά με την αναδιοργάνωση του παγκόσμιου εμπορίου. Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να αναγνωστεί η δωδέκατη πρότασή του, η οποία ανέφερε:
«Σε ό,τι αφορά τα τουρκικά τμήματα της υφιστάμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρέχεται η εγγύηση της κυριαρχίας, αλλά στις λοιπές εθνότητες που βρίσκονται τώρα υπό τουρκική κυριαρχία παρέχεται η ανεπιφύλακτη εγγύηση της ασφάλειας της ζωής και η απολύτως γνήσια ευκαιρία για την αυτόνομη εξέλιξή τους. Τα Δαρδανέλια θα πρέπει να είναι μονίμως ανοικτά για την ελεύθερη διέλευση του ναυτικού και του εμπορίου όλων των κρατών, υπό διεθνείς εγγυήσεις».
Η ασαφής αυτή εξαγγελία απέκτησε πολλές ερμηνείες στους επόμενους μήνες. Η «ευκαιρία για αυτόνομη ανάπτυξη» δεν ήταν ταυτόσημη με την αναγνώριση αυτονομίας, όπως νόμισαν πολλοί. Ο Ουίλσον δεν διακήρυξε τη διάλυση του οθωμανικού κράτους. Στην πραγματικότητα, μόνον για τους Αραβες, τους Αρμένιους και τους Κούρδους, δηλαδή για συμπαγείς πληθυσμούς που κατοικούσαν σε ακραίες επαρχίες του οθωμανικού κράτους, είχαν γίνει σαφείς αναφορές σε συζητήσεις μεταξύ των Συμμάχων. Οι ελληνικές κοινότητες ήταν διάσπαρτες στο οθωμανικό έδαφος και η «ευκαιρία για αυτόνομη ανάπτυξη» ήταν πολύ δύσκολο να εκφραστεί, παρά μόνον με ειδικό καθεστώς στο ενιαίο οθωμανικό κράτος. Ωστόσο, η δήλωση του Αμερικανού προέδρου δημιούργησε στους πόντιους της Διασποράς την ελπίδα ότι θα ήταν δυνατή η παραχώρηση καθεστώτος αυτονομίας από τις «μεγάλες δυνάμεις» μετά το τέλος του πολέμου.
Στις 3.3.1918 η νέα σοβιετική εξουσία σύναψε με τις Κεντρικές Δυνάμεις τη συνθήκη Brest-Litovsk, με την οποία αποχώρησε από τον πόλεμο. Η παράγραφος 4.3 της συνθήκης προέβλεπε να αποχωρήσει ο ρωσικός στρατός από τις περιοχές Αρνταχάν, Καρς και Βατούμ, ενώ η ρωσική κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να μην αναμιχθεί στις «κρατικές και διεθνείς σχέσεις» αυτών των περιοχών, αλλά να επιτρέψει στον πληθυσμό τους να μεριμνήσει μόνος του για την αναδιοργάνωσή τους, «με τη σύμφωνη γνώμη των γειτονικών κρατών, ιδιαίτερα της Τουρκίας».
Στις 28.5.1918 ανακηρύχθηκε η ίδρυση του εφήμερου (διατηρήθηκε μόλις δυόμισι χρόνια) ανεξάρτητου αρμενικού κράτους, με πρωτεύουσα το Ερεβάν. Ηταν ένα μικρό κράτος, με λιλιπούτειο στρατό, παγιδευμένο ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των οθωμανικών εδαφών. Σε αυτό το κράτος τόσο η Ελλάδα όσο και οι Ρωμιοί του Πόντου στήριξαν πολλές ελπίδες.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ
Οικονομολόγος, διδάκτωρ ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου