1941
Στις αρχές του 1941 αποκτά και δεύτερο εγγονό, το Γεώργιο από την κόρη του Σούλα. Την ίδια εποχή η οικογένειά του μετακομίζει στην Αλεξανδρούπολη. Ο ίδιος παραμένει στην Αισύμη.
Ο αγαπημένος του γιος Θεόδωρος, ανθυπολοχαγός πεζικού, απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, σκοτώνεται στο αλβανικό μέτωπο στις 21 Ιανουαρίου 1941. Όπως γράφει ο Διοικητής του"(...) Διότι τυγχάνων διοικητής του 7ου Λόγου του II/7 Τάγματος, έλαβε μέρος εις τάς μάχας κατά «Σπί Καμαράτε», όπου έπεδείξατο έξαιρετικήν τακτική άντίληψιν, διοικητικήν ικανότητα καί θάρρος.
Παρορμών συνεχώς τά τμήματά του πρός τά εμπρός καί προηγούμενος αυτών, άνέτρεπεν είς τήν μάχην ταύτην τήν μίαν μετά τήν άλλην τάς έχθρικάς αντιστάσεις, φθάσας μέχρι τού χωρίου «Σπί Καμαράτε», όπου διεξήχθη άγών σώμα πρός σώμα διά χειροβομβίδων, όπου όμως βληθείς θανασίμως έφονεύθη, συντελέσας είς τήν αιχμαλωσίαν ύπερτετρακοσίων Ιταλών, εξ ών είκοσι περίπου αξιωματικοί καί έξ ών είς Ταγματάρχης διοικητής Τάγματος. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω, όπως προαχθή επ’ ανδραγαθία έπί του πεδίου της μάχης είς δέ τήν οίκογένειάν του άπονεμηθή τό Χρυσούν Άριστείον Ανδρείας.» (Χρονικά του Πόντου 15-16 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1945): 396.)
Το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας απονέμεται στην οικογένεια του Θεόδωρου Κανδηλάπτη το 1945. Σήμερα στην Αλεξανδρούπολη υπάρχει το «Στρατόπεδο Κανδηλάπτη Θεόδωρου Ανθυπολοχαγού Πεζικού» (XXII ΤΕΘ Ταξιαρχία -Δορύλαιο).
Την 6η Απριλίου 1941 η Γερμανία κηρύσσει τον πόλεμο στη Ελλάδα. Ο αγώνας είναι άνισος. Οι κάτοικοι της Θράκης φοβούνται βιαιοπραγίες από βουλγαρικά ανταρτικά σώματα, Ο Γ. Κανδηλάπτης καταφεύγει στην Αλεξανδρούπολη. «Έσκέφθην τότε ότι ή παραμονή μου εις τήν Αίσύμην ητο επικίνδυνος καθότι ό στόχος τών Βουλγάρων ητο ό διδάσκαλος κατά πρώτον καί οί ιερείς κατά δεύτερον λόγον, οίτινες ώς σύμμαχοι τών Γερμανών έξ άπαντος θά κατήρχοντο εις τήν Αίσύμην ώς στόχον αύτών καί μελλοντικόν όρμητήριον. Όθεν άφ’ εσπέρας, συναθροίσας τάς νέας του χωρίου μου καί μερικάς έκ τών γειτόνων μου, κατήλθομεν εις Άλεξ/πολιν μετά βωδαμαξών καί επίπλων.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 238).
Την 8η Απριλίου 1941 οι Γερμανοί εισέρχονται στην Αλεξανδρούπολη. Μετά από λίγες μέρες παραδίδουν την πόλη, όπως και όλη την ανατολική Μακεδονία και Θράκη στους συμμάχους τους Βούλγαρους. Επιστρέφουν στην περιοχή πολλές βουλγαρικές οικογένειες που είχαν φύγει τις δεκαετίες του 1920 και του 1930.
Η κατοχή είναι δυσβάστακτη για τον ελληνικό πληθυσμό. «Δυστυχώς όλίγας ημέρας μετά τήν κάθοδον τών Γερμανών ή πόλις [ή Αλεξανδρούπολης] έτέθη εις τήν πολιτικήν καί στρατιωτικήν διακυβέρνησιν τών Βουλγάρων, οίτινες καί κατήλθον εις τήν πολιν καί τάς κοινότητας τού Νομού Έβρου ουχί όμως καί πέραν τών χωρίων Απαλού, Πατάρου, Δωρικού καί άλλων. (...).
Δέν άφήκαν μέσα βιαιοπραγιών καί έκδικήσεων κατά τού αμάχου πληθυσμού. (...). Τούτο μόνον λέγω ότι διορισθέντος τού ανεψιού τού Πρωθυπουργού της Βουλγαρίας Φίλωφ ώς Νομάρχου κατέβασαν μέλη του βουλγαρικού κομιτάτου τη είσηγήσει αυτού ώς γραμματέως τού κομιτάτου καί δι’ απειλής έξεδίωξαν τών καταστημάτων των τούς ομογενείς καί κατέλαβαν αυτά οί ίδιοι.
Προσεκάλεσαν έν τάγμα στρατού έξ Αισύμης καί ξεριζώσαντες τήν πόλιν έποίησαν εις τούς οίκους τών Ελλήνων καί Εβραίων έρευναν, δι’ άναζήτησιν δήθεν όπλων, κυρίως ληστεύσεως ειδών πολυτελείας καί πολεμικών καί στρατιωτικών ειδών. Κατέσχον όλας τάς δημοσίας άποθήκας καί μετέφερον εις Βουλγαρίαν παν τό περιεχόμενον αυτών ώς καί παν μηχάνημα, έστω καί γεωργικής χρήσεως.
Έσφράγισαν τάς έγκαταλελειμμένας οικίας τών ήμετέρων έπιθέσαντες έπ’ αυτών πινακίδας άναγραφούσας: «Βουλγαρική ιδιοκτησία» καί μετά τινας ημέρας άποσφραγίσαντες αύτάς μετέφεραν τά πολύτιμα έπιπλα αυτόν εις τήν Βουλγαρίαν, τά δέ δυσμετακίνητα παρέδωκαν τώ πυρί καί τή καταστροφή.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 240-241).
Πολλοί Έλληνες μετακινούνται προς περιοχές που τελούν υπό γερμανική κατοχή, όπως τα νησιά Λήμνος και Μυτιλήνη και η Θεσσαλονίκη. Επιστρέφουν από το μέτωπο οι Έλληνες στρατιώτες, αλλά ο Θεόδωρος Κανδηλάπτης δεν είναι ανάμεσά τους.
Ο θάνατος του Θεόδωρου συγκλονίζει το Γ. Κανδηλάπτη και επηρεάζει την προσωπικότητα και το έργο του. Η οικογένεια θεωρεί ότι «ο πατέρας το άντεξε, γιατί μετά από λίγες μέρες άρχισε πάλι να γράφει, αντίθετα η μητέρα πάντοτε θυμόταν το Θεόδωρο και έκλαιγε όταν μιλούσε γι’ αυτόν» (Συνέντευξη με τον Ιωάννη Κανδηλάπτη, 2000).
Όμως, όπως φαίνεται από την προσωπική αλληλογραφία του συγγραφέα, πέντε χρόνια αργότερα, ο Γεώργιος Κανδηλάπτης γράφει στο γιο του Θεόδωρο μια επιστολή δεκαπέντε σελίδων. Γράφει σαν να πρόκειται να στείλει την επιστολή σε παραλήπτη, θυμάται τις ευτυχισμένες στιγμές μαζί του και του αναφέρει κείμενα επιστολών, τις οποίες ο Θεόδωρος είχε στείλει στον ίδιο, στη μητέρα και σε κάθε ένα από τα αδέλφια του ξεχωριστά.
Θ. Κανδηλάπτης
|
Η πρώτη σελίδα της επιστολής μιλά για την οδύνη της αγγελίας του θανάτου του. «Προσφιλέστατον μου τέκνου Θεόδωρε,
Φευ! Έπέπρωτο νά πίνω καί τό πικρόν ποτήριον τού αώρου θανάτου σου. Δέν τό έπίστεψα καί όμως ήτο άληθές. Έκλεισα τούς όφθαλμούς μου καί δέν ήθελον νά άναγνώσω τάς συλλυπητηρίους έπιστολάς τών φίλων μου, εκλεισα τά ώτα μου διά νά μή άκούσω τούς ψιθυρισμούς των περί έμέ, διά πλαγίων μέσων αποπειραμένων νά μέ καταστήσωσιν ένήμερον τής πληξάσης με συμφοράς, ένέκρωσα τό σώμα μου ίνα άναίσθητον είναι πρός τό μαύρον περιβάλλον μου.
Άλλ’ η πολύμηνος σιωπή σου από τής 12ης Φεβρουάριου μέχρι τής 15ης Απριλίου ήρχισε νά κλονίζη τάς ελπίδας μου, αν καί πάλιν έπίστευον ότι αυταπατώμαι, ότι ζής καί ότι δά ελθης καί θά σέ περιπτύξω είς τήν άγκάλην μου.
Άπό τής 15ης Απριλίου ήρχισαν νά έπιστρέφωσιν έκ του μετώπου τά έθνικά μας στρατεύματα καί τότε έγινα βάρος είς πάντα έρχόμενον διά τής έρωτήσεως: μήπως έρχεσαι; μήπως είσαι καθ' οδόν; Ούδέν, ούδεμία σκιά σου. Κατά τό διάστημα τούτο ή σύζυγος τού έν Χαλκίδι φίλου συναδέλφου σου Θωμά Κρασά, ήτις τρέφει μεγάλην έκτίμησιν πρός σέ διά τήν εύγενή συμπεριφοράν σου καί τήν πρός τόν σύζυγόν της άδελφικήν φιλίαν σου, μοί έγραφε πλαγίως πως καί άοριστολογικώς τήν ενδεχομένων άπώλειάν σου, άλλά δέν τό έπίστευσα, διότι ή πατρική καρδία δέν θέλει νά πιστεύση τοιαύτα απαίσια μηνύματα.
Η ανίκητος έλπίς μέ συνεκράτει καί ημέρας καί ώρας ολοκλήρους ηύχαριστούμην νά καθήσω έπί πολλάς ημέρας έπί τής όδού Άλεξανδρουπόλεως-Νέας Χηλής, όθεν ήρχοντο οί έξ Αλβανίας στρατιώται, μήπως σέ είδον καθ’ οδόν, μήπως καί συ θ’ άκολουθήσης τούς αισίως καταφθάσαντας γαμβρόν μου Αθανάσιον καί τόν αδελφόν σου Δημήτριον έκ τού στρατιωτικού βίου των.
Άλλά δυστυχώς, ή μοίρα μου μέ έφθόνησε, καί δέν ήλθες, δέν έφάνης σύ, τό χάρμα τών γηρατειών μου καί τό έρεισμα τής αναλαμπής τής παγιδευθείσης μου χαράς εις τά όλίγα υπόλοιπα έτη τού βίου μου. Καί ένώ τά περισπούδαστα έν Άθήναις καί Θεσσαλονίκη φύλλα μέ ζωηρά χρώματα έγραφαν τόν ήρωϊκόν θάνατόν σου καί οί έν Άθήναις συγκεντρωθέντες έπιζήσαντες Εύέλπιδες φίλοι σου έτέλεσαν πάνδημον τό ώς άνω διαμνημονευθέν μνημόσυνόν σου, έγώ ό ταλαίπωρος έβαυκαλιζόμην μέ ψευδείς πληροφορίας, ότι μέ 17 άλλους άνωτέρους άξιωματικούς προτιμήσαντες τήν εις Αύγουστον μέσον Θεσσαλίας άναχώρησίν σας, καί μέ άλλων πληροφορίας ότι πολεμών γενναίως συνελήφθης αιχμάλωτος καί άπήχθης εις Ιταλίαν. Καί ένώ οί φίλοι μου οίκτείροντές με άπεμάκρυνον τά άναγράφοντα τόν θάνατόν σου φύλλα, έγώ δέ έπίστευον εις αυτούς καί ένόμιζον ότι ζείς καί θά έπανέλθης, καί μέ τοιαύτας κενάς έλπίδας συνεκράτουν καί τήν άτυχή σου μητέρα καί τά άγαπητά σου άδέλφια.
Πολλάκις τήν νύκτα έξανιστάμενος καί ένώ περί εμέ έκοιμώντο μακαρίως τά προσφιλή μου τέκνα, έγώ άνάπτων άλλεπάλληλα τσιγάρα έσυλλογιζόμην, έμονολόγουν, διηρωτώμην
μήπως τά διαδιδόμενα είναι αληθή αφού και ή σιωπή σου είναι εποικοδομητική τών φημών.
Τήν 20ήν Απριλίου του 1941 άφίχθη έξ Αθηνών ό έξ Αισύμης άλλοτε μαθητής μου Παντελής Σαχινίδης, στρατιώτης καί ένώ έν τη οίκία μου έτρωγε τόν άρτον μου καί χωρίς νά σφυγμομετρήση τήν πατρικήν καί μητρικήν καρδίαν καί πρός έπιβράβευσιν της φιλοξενίας μου άνευ υπεκφυγών καί «άσεκλεμετέν», ώς λέγουσιν οί Τούρκοι, είπεν ότι: «ο Θεοδωράκης έσκοτώθη εις τό Άλβανικόν Μέτωπον» καί ότι «αί έφημερίδες τό διετυμπάνισαν». Δέν τόν έπιστεύσαμεν, διότι, ώς προείπον, ή πατρική καρδία δέν θέλει νά πιστεύση εις τοιαύτα καί βαρέα αγγέλματα. Αλλά τά γενόμενα ούχ απογίνονται καί τήν έπομένην ενω έξηρχόμην έκ τού καφενείου ο «Πόντος» του Δημ. Τσαϊρίδου συνέτυχον τήν ώραν έκείνην τόν έξ Αθηνών έρχόμενον φίλον Νικ. Πεταλάν, όστις άγνοών ότι δέν έμαθον τήν άπαισίαν ειδησιν μέ συνελυπήθη διά τόν θάνατόν σου, σέ, ον έγνώρισε καί έξετίμησε τόν χαρακτήρα σου κατά τήν ένταύθα γυμνασιακήν μόρφωσιν. Τότε πλέον έπίστευσα αυτό καί ένόμισα ότι ό ουρανός καί ή γη έστροβιλίζοντο περί έμέ καί άνελύθην εις δάκρυα. (...).»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου