1924-1939
Γεώργιος Κανδηλάπτης
|
Την 6η Οκτωβρίου 1924 διορίζεται ως δάσκαλος στο χωριό Πάταρα της περιοχής Αισύμης του νομού Έβρου. Το χωριό είναι προσφυγικό. Ο Γ. Κανδηλάπτης βλέπει ότι στο κέντρο του γωριού υπάρχουν δύο εγκαταλελειμμένα οικήματα. Μετατρέπει το ένα σε σχολείο και το άλλο στην οικία που θα στεγάσει την οικογένειά του.
Η διαφορά των συνθηκών διδασκαλίας ανάμεσα στα ελληνικά σχολεία του Πόντου και στο σχολείο των Πατάρων είναι πολύ μεγάλη.
«Αλλά καί τά δυο δωμάτια, έστερούντο θυρών, Σχολική Εφορεία δέν ύπήρχεν, ούτε καί ταμείον ούτε καί χρήματα ούδ' ίχνος αυτών. Όθεν πρώτον ήνοιξα παράθυρον καί είτα περιεστοίχισα τήν αυλήν τού Σχολείου εργαζόμενος εγώ τήν τοιχοποιίαν καί ίσοπέδωσιν καί καθαρίσας τήν αυλήν έκ τών άκανθών καί άγριων δενδρυλλίων έφύτευσα ικανά δένδρα, άπερ καί σήμερον μεγαλώσαντα καί καρποφορούντα άφθόνως γνωρίζονται ώς «δένδρα του δασκάλου».
Καί ούτως έξησφάλισα καί τον σχολικόν κήπον. Επειδή δέ ή Σχολή καί το δωμάτιον μου έστερείτο θυρών καί θρανίων ανελθών εις τήν Αίσύμην κατώρθωσα νά άποσπάσω εκ τής κοινότητας δρ. 300 καί 8 θρανία έκ τών έν τή Σχολή περιττεύοντων καί συνεπλήρωσα τάς άνάγκας τού Σχολείου. Όμοίως, επειδή ή Σχολή έστερείτο έποπτικών μέσων, επέτυχων τήν συμφωνίαν όπως ο έν Αίσύμη άρχιτσέλιγγας Κώσ. Καζάκας βοσκήσει τά πρόβατά του έν τή περιοχή Πατάρων άντί ενοικίου 2000 έξ ών χρημάτων λαβών ικανά συνεπλήρωσα τάς άνάγκας τού Σχολείου.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 159-160).
Ο Γ. Κανδηλάπτης προσπαθεί να βοηθήσει και τους πρόσφυγες κατοίκους. «Επειδή δέ οί κάτοικοι πτωχοί καί ρακένδυτοι ήσαν διά τούτα γράφας αίτησιν πρός τόν δραστήριον τότε Νομάρχην Έβρου Μιχ. Καλογερόπουλον σχετικώς έπέτυχον τήν άποστολήν επ’ όνόματί του ενός ογκώδους δέματος ειδών ρουχισμού έξ έκείνων άπερ οί έν Αμερική ομογενείς έπεμπον εις τήν Ελλάδα. Ένετάλην δέ όπως κατόπιν καταγραφής αυτών ποιήσω τήν διανομήν εις τούς κατοίκους. (...).
Έχων δέ τήν συνδρομήν εις τό εργον μου τόν ρέκτην καί δραστήριον πρόεδρον του Συνδέσμου τών Ποντίων κ. Δημοσθένην Έφραιμίδην μετά τινας ημέρας έπέτυχον διά τούς κατοίκους καί υποδήματα, άσπρόρουχα καί μανδύας (...). Επίσης τήν 5ην τού μηνός Νοεμβρίου έπέτυχον καί έδόθησαν εις αυτούς και κλινοσκεπάσματα στρατιωτικά διά τήν καλήν έμφάνισίν των διότι όνειρόν μου ητο νά έχωμεν ακρίτας άξιους του ονόματος των. Όταν δέ έωρτάσαμεν τήν 31ην Ίανουαρίου τήν εορτήν τών Σχολείων εβλεπέ τις έκεί διαφόρων ειδών αμφιέσεων, ώσάν να ευρίσκετό τις εις χορόν της έποχής τού Μ. Ναπολέοντος εν μέσω μαρκησίων, δουκισσών καί πριγκηπισσών.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 160-161).
Παράλληλα με τις υποχρεώσεις του ως εκπαιδευτικού συνεχίζει να εργάζεται και ως δημοσιογράφος. Συνεργάζεται με εφημερίδες της Αλεξανδρούπολης. Χρησιμοποιεί και τα ονόματα «Κάνις» και «Λέων Καβασίτης», ο οποίος ήταν δούκας της Χαλδίας. Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα συνεργαστεί με τις εφημερίδες «Φωνή της Θράκης», «Δυτική Θράκη», «Ελευθέρα Θράκη», «Θρακικά Νέα», «Τύπος της Θράκης», «Επαρχιακός Τύπος», «Θρακική Γνώμη», «Πρωία της Κομοτινής», «Ελεύθερος άνθρωπος», «Ο Κόσμος», «Ελεύθερος Λαός», «Νίκη», «Προσφυγικός κόσμος», «Ημερήσιος Τύπος», «Φωνή της Ναούσης» κ.α.
Γίνεται συνεργάτης του περιοδικού «Αρχείον Πόντου» το 1926, του περιοδικού «Ποντιακά Φύλλα» το 1936 και του περιοδικού «Κοινότης» το 1937. Στα «Ποντιακά Φύλλα» θα αρχίσει (1936-1937) η δημοσίευση του έργου «Γεωγραφικόν και ιστορικόν λεξικόν της επαρχίας Χαλδίας», η οποία θα συνεχιστεί και θα ολοκληρωθεί στα περιοδικά «Χρονικά του Πόντου» (1945-1946) και «Ποντιακή Εστία» (1950-1952).
Στα Πάταρα, το 1925, ολοκληρώνει το βιβλίο του με θέμα τη ζωή και το θάνατο του Τοπάλ Οσμάν, το οποίο θα εκδοθεί στην Αλεξανδρούπολη από το Γ. Σακελλαρίδη το 1956.
Το 1925 ολοκληρώνει το βιβλίο του «Ποντιακά ιστορικά ανάλεκτα», το οποίο εκδίδεται την ίδια χρονιά στην Αλεξανδρούπολη από το τυπογραφείο των αδελφών Σακελλαρίδου.
Είναι μεγάλη η επιθυμία του για ενασχόληση με τη λαογραφία του Πόντου. «Δεν παρέλειψα δέ καί την λαογραφίαν τού Πόντου καί διά τούτο πολλάς ίστορικάς περί Πόντου πραγματείας μου συνέταξα, (...) καί πολλά άπέστειλον καί είς τόν έν Άθήναις θείον μου Οίκονομίδην διότι ήμουν τής αρχής ότι, έάν ό Θουκυδίδης καί ό Ηρόδοτος δέν έγραφον τά αθάνατα αυτών συγγράμματα, πολλά ολίγα θά έγνωρίζαμεν περί Ελλάδος, ούτω καί περί Πόντου επρεπε νά γραφώσι πολλά, πριν ή γνωρίζουσα αυτόν γενεά κατέλθη, είς τόν τάφον.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 174).
Δίνει διαλέξεις και αποστέλλει κείμενα σε περιοδικά με την προσδοκία δημοσίευσής τους. Την περίοδο 1925-1938 αλληλογραφεί με το θείο του Δημ. Ηλ. Οικονομίδη, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής του Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών. Την εποχή αυτή ο Δ. Οικονομίδης εργάζεται στην Ακαδημία Αθηνών ως συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης. «(...)τώ παρέσχον πολλά ιστορικά κείμενα περί Χαλδίας καί τού Πόντου, άπερ έδημοσίευσεν έν τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια καί έν τώ Μεγάλω Ήμερολογίω ή «Ελλάς».» (Αυτοβιογραφία, σελ 163).
Το 1925 προσλαμβάνεται ως γραμματέας της κοινότητας Αισύμης, αλλά οι υποχρεώσεις του το σχολικό έτος 1925-1926 τον αναγκάζουν σε παραίτηση. Το ίδιο έτος αποχωρούν από τον Έβρο για τη Βουλγαρία όσοι έχουν βουλγαρική εθνική συνείδηση. Παραμένει μόνο μέχρι το θάνατό του το 1954, ο πρώην δήμαρχος Αισύμης Στέλιος Στόης. Οι κάτοικοι ταλαιπωρούνται από επιθέσεις ένοπλων Βουλγάρων (κομιτατζήδων) που εισέρχονται στο ελληνικό έδαφος μέχρι το 1949.
Η οικονομική κατάσταση του Γ. Κανδηλάπτη δε διαφέρει πολύ από των υπολοίπων προσφύγων. Το 1925 επιτυγχάχει αναγνώριση από το Υπουργείο Παιδείας των 17 ετών της προϋπηρεσίας του στην Τουρκία, την οποία όμως αργότερα το Υπουργείο θεωρεί άκυρη. «(...) άπερ βραδύτερον ό στρατηγός Κονδύλης άφρόνως φερόμενος δέν τήν έλαβεν ύπ’ όψιν ζητών παρουσίασιν έπικυρώσεων παρά τών Πρεσβειών, χωρίς νά λάβη ύπ’ όψιν ότι έν τώ ΙΙόντω Πρεσβείαι δέν υπάρχουν καί διά τόν φόβον τών Τούρκων δέν ήδυνάμεθα νά έλθωμεν εις επικοινωνίαν μετά τών Πρεσβευτών καί Γενικών Προξένων τής Ελλάδος.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 164).
Ενώ η οικονομική του κατάσταση δε βελτιώνεται μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η οικογένεια μεγαλώνει με τη γέννηση δύο παιδιών. «Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Οι γονείς μου μεγάλωναν έξι παιδιά με ένα πενιχρό μισθό. Τα δύο μεγαλύτερα κορίτσια τελείωσαν μόνο το δημοτικό, γιατί δεν υπήρχαν χρήματα για να νοικιάσουν σπίτι στην Αλεξανδρούπολη ώστε να παρακολουθήσουν τα μαθήματα του Γυμνασίου. Το Θεόδωρο ο πατέρας μου τον έστειλε πρώτα στην παντρεμένη αδελφή του, η οποία είχε σπίτι στην Αλεξανδρούπολη.
Μετά ο Θεόδωρος νοίκιασε ένα δωμάτιο μαζί με κάποιο συμμαθητή του. Καμάρωνε για το Θεόδωρο, ο οποίος το 1938 πέτυχε να εισαχθεί στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Μόνο δύο ήταν οι επιτυχόντες από τη Θράκη. Ο γιος ενός συνταγματάρχη και ο Θεόδωρος. Εγώ και η μικρότερη αδελφή μου τελειώσαμε το εξαετές Γυμνάσιο χωρίς δυσκολία, γιατί η οικογένεια είχε ήδη εγκατασταθεί στην Αλεξανδρούπολη. Στη συνέχεια εγώ σπούδασα στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.» (Συνέντευξη με τον Ιωάννη Κανδηλάπτη, 2000).
Ο Γ. Κανδηλάπτης το σχολικό έτος 1925-1926 διορίζεται δάσκαλος στην κωμόπολη Αισύμη. Εκεί εγκαθίσταται με την οικογένειά του «(....) εις τήν άκραν τής κώμης οικίαν διώροφον (...).» (Αυτοβιογραφία, σελ 167). Στην Αισυμη θα παραμείνει μέχρι το σχολικό έτος 1937-1938. Μετατίθεται στο σχολείο Πατάρων, όπου παραμένει μέχρι το 1941.
Την 24° Ιουλίου 1926 αποκτά το έκτο παιδί του, το οποίο είναι το πέμπτο εν ζωή, τον Ιωάννη.
Το 1929 εκδίδει το τέταρτο βιβλίο του με τίτλο «Οι Αρχιμεταλλουργοί του Πόντου και το εθνικόν έργον αυτών». Η έκδοση γίνεται στην Αλεξανδρούπολη, από το τυπογραφείο των αδελφών Σακελλαρίδου.
Στις 25 Δεκεμβρίου 1930 αποκτά το τελευταίο παιδί του, τη Μαρία. Στις 18 Ιανουαρίου 1931 γίνεται στην Αισύμη ο γάμος της κόρης του Ανδρονίκης με τον Αθανάσιο Χλωρίδη. «Την 25ην Δεκεμβρίου του 1930 ο Ύψιστος μοί έχάρισε καί τό τελευταίον καί τό εκτον τέκνον μου Μαρίαν. Ή βάπτισις αυτής έγένετο τήν 18ην Ιανουαρίου, ότε εν τώ οίκω μου, όπου συνέρρευσαν άπαντες οί κάτοικοι τού χωρίου έν μέσω χαράς, διασκεδάσεων έλαβον χώραν τρία γεγονότα: η βάπτισις τής Μαρίας, υπό του άνθυπασπιστού τής χωροφυλακής Ήρακλέους Βεργανελάκη, ή ονομαστική έορτή τού γαμβρού μου Αθανασίου καί ή στέψις αυτού μετά τής κόρης μου Άνδρονίκης, παρανύμφου όντος τού Κρητός ύπολοχαγού Νίκ. Όρφανιδάκη, τής διασκεδάσεως παραταθείσης μέχρι τής έσπέρας τής έπομένης.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 185).
Στις 15 Αυγούστου 1932 γίνεται στην Αισύμη ο γάμος της δεύτερης κόρης του, Κυπαρισσίας (Σούλας) με τον Παναγιώτη Κιζιρίδη.
Το 1932 προσπαθεί ανεπιτυχώς να εκδόσει τα έργα του «Το κάτοπτρον της ελληνίδος νεάνιδος», «Η Ιεραρχία εν Χαλδία» και «Ανέκδοτα κείμενα, ιστορικά περί Πόντου». Το 1934 προσπαθεί, χωρίς όμως αποτέλεσμα, να εκδόσει τα έργα του «Αναμνήσεις της Χαλδίας», «Ιστορία του ελληνικού Φροντιστηρίου της Αργυροπόλεως του Πόντου» και «Θεοφανώ, η Κασσιανή του Πόντου».
Το προτελευταίο θα εκδοθεί το 1970, ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, και το τελευταίο το 2001. Το μυθιστόρημα «Η Κασσιανή του Πόντου» δημοσιεύεται σε συνέχειες τη δεκαετία του 1940 στην εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Ακρίται του Βορρά».
Στις 18 Φεβρουάριου 1936 αποκτά τον πρώτο του εγγονό, τον Ιωάννη, από τη δεύτερη κόρη του, τη Σούλα. Η πρώτη κόρη του, η Ανδρονίκη, θα υιοθετήσει ένα κοριτσάκι, την Ελένη.
To 1936 ολοκληρώνει το έργο του «Ακτίς φωτός». «Τό έτος έκείνο [1936] συνέταξα καί πρωτότυπον πραγματείαν υπό τόν τίτλον: «Άκτίς φωτός», έν ή άπεδείκνυον τήν μεγίστων έκδούλευσιν ήν προσέφερεν ό Πόντος μετά τήν άλωσιν εις τό Γένος καί άπέστειλα αυτήν εις τά «Ποντιακά Φύλλα» πρός έκδοσιν. Δυστυχώς όμως διά τό μακροσκελές αυτής δέν έδημοσιεύθησαν πρός ζημίαν τής ιστορίας τού Πόντου.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 203).
Το 1937 ολοκληρώνει το μυθιστόρημα «Επί των οχθών του Πυξίτου», το οποίο επίσης ανεπιτυχώς προσπαθεί να εκδόσει. Το έργο θα εκδοθεί για πρώτη φορά το 2001.
«Τόν Ιανουάριον τού έτους έκείνου έν ώ εν τινι καφενείο ήκουσα εν τραγούδιον τής Ματσούκας από φωνογράφον τοσούτον ένεθουσιάσθην, ώς άναμνησθείς τών μερών έκείνων, ώστε έπιδοθείς συνέταξα τό έρωτικόν, είδυλλιακόν, ήθογραφικόν μου μυθιστόρημα: «Επί τών οχθών τού Πυξίτου», όπερ καίτοι πολύ προσεπάθησα νά φέρω εις τό φως τής δημοσιότητας, δέν ήδυνήθην διά οικονομικούς λόγους. Διατί νά μήν ειχον τά έκατομμύρια, ίνα φέρω εις τήν δημοσιότητα όλα τά μετά τόσων κόπων καί μόχθων πονηθέντα έργα μου καί νά δείξω ότι ό Πόντος ανά τούς αιώνας έδειξε σημεία μεγίστου πολιτισμού.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 201).
Γ. Κανδηλάπτης μαζί με τον μακροβιότερο μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως Ιωακείμ Καβύρη στα μέσα της δεκαετίας του '60
|
1940
Την 28η Οκτωβρίου 1940 κηρύσσεται ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας.
«Τόν Σεπτέμβριον μήνα [τού 1940] μέ ένεποίησαν μεγίστην εντύπωσιν αι στρατιωτικαί κινήσεις της Ελλάδος καί έφοβήθην μήπως καί ή Ελλάς θά είσήρχετο εις τον πόλεμον μετά τήν καταστροφήν του καταδρομικού «Έλλη» εις τήν Τήνον κατά τήν 15ην Αύγουστου καί ότι μίαν ημέραν θά άφήναμεν τάς οικίας μας καί θά έλαμβάναμεν τήν οδόν του πρόσφυγος. Ό Θεός νά μέ διαψεύση. Καί ο φόβος αυτός εξακολουθεί πάντοτε διά τών μεγάλων στρατιωτικών έργων τών γινομένων έν τώ Ν. Έβρου καί της συγκεντρώσεως στρατευμάτων έν Άβαντι, Λουτρω καί Αίσύμη.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 222).
«Καί πράγματι τήν 28ην 'Οκτωβρίου, ημέραν Δευτέραν καί ώραν 10ην π.μ. ένώ έκαθήμην έν τώ γράφείω τού Σχολείου, ήκουσα σημαίνον τό τηλέφωνον καί εις συνομιλίαν μέ τόν Αστυνόμον Αισύμης κ. Σαρλάκον Πέτρον έμαθαν ότι ή Ιταλία, άτίμως καί άπανθρώπως φερομένη, έκήρυξεν τόν πόλεμον κατά τής Ελλάδος καί ότι έκηρύχθη έπιστράτευσις. Καί πράγματι μετά ήμίσειαν ώραν κατέφθασεν ό άγροφύλαξ κ. Κυρ. Όρφανίδης έξ Αισύμης καί μοί έκόμισεν ένσφράγιστον τόν φάκελλον της έπιστρατεύσεως, έφ' ου σημειώσας τήν ώραν της τοιχοκαλλήσεως 10:40', έτοιχοκόλλησα αυτόν καί διά κήρυκος προσεκάλεσα τούς από 1917 μέχρι 1940 στρατευσίμους.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 224).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου