ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ- ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΝΔΗΛΑΠΤΟΥ-ΚΑΝΕΩΣ ΜΕΡΟΣ 6ο

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

1941-1944
Στο νομό Έβρου παραμένει υπό γερμανική κατοχή μια στενή λωρίδα, η «ουδετέρα ζώνη», στα σύνορα με την Τουρκία, κατόπιν επιθυμίας της Τουρκίας, η οποία διατηρεί ουδέτερη στάση στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Στην περιοχή αυτή εντάσσεται και η πόλη του Σουφλίου. Ο Γ. Κανδηλάπτης επιτυγχάνει από το 1941 μέχρι το 1946 το διορισμό του ως γραμματέα του μητροπολιτικού γραφείου και ως διευθυντή του 1ου Δημοτικού Σχολείου Σουφλίου. Η οικογένειά του παραμένει στην Αλεξανδρούπολη.
Οι πόροι του ελληνικού κράτους βρίσκονται στη διάθεση των κατακτητών. Το 1941 αρχίζει ο λιμός. «Τά τρόφιμά μου ήρξαντο νά όλιγοστεύσωσι και το φάσμα του θανάτου καί τής πείνης ήρξατο νυχθημερόν νά μέ τρομάζη.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 256).
Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες μέσω της «ουδετέρας ζώνης» αναχωρούν με κατεύθυνση την Αίγυπτο, για να συνεχίσουν τον πόλεμο εναντίον των Γερμανών και των συμμάχων τους. «Άπό τόν μήνα Σεπτέμβριον [1941] παρετηρήθη ή άθρόα προσφυγή όχι μόνον νέων στρατευσίμων, αλλά καί οικογενειαρχών καί οικογενειών είς τήν Τουρκίαν καί στρατιωτικών καί πολιτικών υπαλλήλων, χωρίς νά ύπάρχη κίνδυνός τις. Οί πάντες άπήρχοντο έξ ίερού αισθήματος νά προσφέρωσι τάς υπηρεσίας των είς τήν χώραν του Νείλου άγωνιζομένην Ελλάδα.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 263).
Το 1942 εξορίζονται οι επτά εβραϊκές οικογένειες του Σουφλίου.
Το 1943 εντείνεται η δράση των ελληνικών ανταρτικών δυνάμεων στην περιοχή και οι γερμανικές αρχές αρχίζουν τα αντίποινα. «Τήν 18ην Ιουλίου [1943] συνελήφθη υπό τής Γκεστάπο (μυστικής γερμανικής αστυνομίας), ο ένοικιαστής τής Μονής Κορνοφωλιάς Χρυσόστομος, ιερομόναχος Ίβηρίτης, ότι έδωκεν άσυλον καί μαγειρικά σκεύη είς τούς
άντάρτας καί τήν 22αν τού ιδιου ο Δήμαρχος Σουφλίου Π. Δεμερτζής καί τήν 23ην του ιδίου ό Άλέκος Γκιούρδας καί ώδηγήθησαν εις τάς έν Διδυμοτείχω γερμανικάς φυλακάς μέ διαφόρους κατηγορίας.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 212).
 «Εντός τού μηνός Αύγούστου [1943] συνελήφθησαν καί ένεκλείσθησαν εις στρατόπεδα συγκεντρώσεως, οί γονείς καί συγγενείς τών εις Τουρκίαν δραπετευσάντων νέων.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 274).

1944
Στις 28 Φεβρουαρίου 1944 οι χωροφύλακες των φυλακών Σουφλίου απελευθερώνουν τους κρατούμενους και ανέρχονται μαζί τους στα βουνά για να ενισχύσουν τα ελληνικά ανταρτικά σώματα. Στις 10 Ιουλίου 1944 οι αντάρτες σκοτώνουν δύο Γερμανούς στρατιώτες και όλοι οι νέοι ανεβαίνουν στα βουνά.
 «Εν τώ μεταξύ τήν 10ην Ίουλίου [1944] έγένετο καί ό φόνος δύο Γερμανών παρά τό χωρίον Λύρα έκ μέρους τών ανταρτών, ότε άπαντες οί νέοι άνήλθον εις τά όρη καί μόνον τά γυναικόπαιδα καί οί γέροντες έμείναμεν έν τή πόλει περιμένοντες τόν θάνατον.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 279). 
Στις 29 Αυγούστου 1944 οι Γερμανοί κάτω από την ισχυρή πίεση και τις συνεχείς επιθέσεις των ανταρτών εγκαταλείπουν την πόλη.
Οι Βούλγαροι κατακτητές αποχωρούν από τη Θράκη στις 9 Σεπτεμβρίου 1944. Η περιοχή της δυτικής Θράκης περνά στην κυριαρχία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Ε.Α.Μ.). Η κυριαρχία του Ε.Α.Μ. λήγει τον Απρίλιο του 1946. Ακολουθεί ο εμφύλιος πόλεμος του 1946-1949.
To 1949 φεύγουν από τη Θράκη και οι τελευταίες από τις βουλγαρικές οικογένειες που είχαν επιστρέφει το 1941.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1944 ο Γ. Κανδηλάπτης επιστρέφει στην Αλεξανδρούπολη, η οποία είναι ήδη υπό τη διακυβέρνηση των αριστερών ανταρτών. Αναλαμβάνει υπηρεσία στο Α' Δημοτικό Σχολείο της Αλεξανδρούπολης.

1945
Την 29η Μαρτίου 1945 εισέρχεται ελληνικός τακτικός στρατός στην Αλεξανδρούπολη και ακολουθεί συμπλοκή με τους αριστερούς αντάρτες.
Ο Γ. Κανδηλάπτης αναλαμβάνει υπηρεσία στο Β' Δημοτικό Σχολείο της Αλεξανδρούπολης.
Αρχίζει η παλιννόστηση των κατοίκων του Έβρου από τη Θεσσαλονίκη, Λήμνο, Σαμοθράκη κ.α.
«Τήν 7ην Μαΐου τού 1945, ημέραν Δευτέραν, έγνώσθη ότι έκλείσθη ειρήνη καί άνέπνευσεν ή άνθρωπότης καί ήρξαντο τά έργα τής ειρήνης, αν καί ακρίβεια μεγάλη τά πάντα κατεκυρίευσεν. Ευτυχώς κατέφθασαν τά έξ Αμερικής βοηθήματα, τρόφιμα, ενδύματα, υποδήματα καί άλλα καί ό λαός άνεκουφίσθη. Αί ήμέραι τού Πάσχα υπήρξαν ήμέραι χαράς καί ευχών καί δοξολογιών, διότι πανταχού παρεδόθησαν οί Γερμανοί καί έπαυσεν ή μεγάλη πυρκαϊά τής ανθρωπότητας.» Αυτοβιογραφία, σελ. 292).
Για το σχολικό έτος 1945-1946 του ανατίθεται υπηρεσία στην Αισύμη. Δεν μεταβαίνει και κατορθώνει να συνεχίσει να εργάζεται ως δάσκαλος στην Αλεξανδρούπολη.

1946-1951
To 1948 επιτυγχάνει να εισαχθεί στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ο γιος του Ιωάννης. Για το Γ. Κανδηλάπτη είναι η πρώτη μεγάλη χαρά των τελευταίων ετών. Συνεχίζει το συγγραφικό του έργο. Το 1949 εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη το έργο του «Τα Φυτίανα».
«Το 1948-1950 ήμουν φοιτητής της Ζαριφείου Ακαδημίας Αλεξανδρουπόλεως». Νοίκιαζα ένα δωμάτιο μαζί μ’ έναν άλλο φοιτητή στη διώροφη κατοικία του Γεωργίου Κανδηλάπτου. Εργαζόταν ακόμη σε σχολείο. Εργαζόταν και ως δημοσιογράφος. 
Ήταν κοινωνικός άνθρωπος, καλόκαρδος, σχεδόν κάθε Σάββατο μαζευόταν η οικογένεια και είχαν «παρακάθ'». Απέναντι από το δωμάτιό μας ήταν ένα δωμάτιο με γραφείο. Εκεί ανέβαινε και έγραφε πολλές ώρες.
 Η Αγγελική, η γυναίκα του, έλεγε πολλές φορές τη μέρα «-Γιώργο, κανείτε, κανείτε, πολλά έγραψες», αλλά εκείνος ξεχνούσε το χρόνο όταν ήταν σ' αυτό το δωμάτιο. Στο δικό μας δωμάτιο ήταν η βιβλιοθήκη του. Είχε πολλά ποντιακά βιβλία. Εκεί διάβασα και το βιβλίο του για τη βασίλισσα Γκιούλ Μπαχάρ.
 Μου έλεγε: «- Σάββα, πες μου για την πατρίδα, για τους δικούς σου, πρέπει να τα γράφω.» Εγώ του έλεγα, ότι δεν ήξερα. Και όμως ήξερα. Το κατάλαβα όταν άρχισα ο ίδιος, πολύ αργά μόλις το 1978, να διαβάζω και να γράφω για τον Πόντο. Τότε ήμουν πολύ νέος και δεν μπόρεσα να εκτιμήσω τη γνωριμία μου με το Γεώργιο Κάνι.» 
(Συνέντευξη με το Σάββα Παπαδόπουλο, 2002).
Ο Γ. Κανδηλάπτης συνεχίζει την εθνική και κοινοτική προσφορά του. Το 1949 δωρίζει στον ποντιακό σύλλογο «Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης τα «επίσημα γράμματα», δηλαδή τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, τα σουλτανικά φιρμάνια και τα πατριαρχικά σιγίλλια που διέσωσε και μετέφερε από τον Πόντο στην Ελλάδα. Την Κυριακή, 23 Οκτωβρίου 1949, μιλά στην κεντρική αίθουσα του συλλόγου με θέμα «Περί του διορισμού του κατά καιρούς Γενικού Αργιμεταλλουργού υπό των Σουλτάνων και της εθνικής οράσεως αυτού». «Ανήλθον είς τό βήμα λίαν συγκινημένος (...) καί έδήλωσα ότι τήν διάλεξιν δίδω ούχί χάριν φιλοδοξίας, αλλά χάριν διασώσεως τής ιστορίας τού Πόντου (...). Μετά τό πέρας έζήτησα πεντάλεπτον άκρόασιν ετι, ότι προσέφερα τά δωρηθέντα πατριαρχικά καί σουλτανικά έγγραφα, άναφέρων καί τό ίστορικόν τής διασώσεως αυτών ούτω: τώ 1914 ή Νεοτουρκική Κυβέρνησις παρά πάντα νόμιμον κατέσχε πάντα τά δημόσια κτίρια τών χριστιανών διά στρατιωτικούς σκοπούς καί δή καί τό μέγαρον τής Ίεράς ημών Μητροπόλεως καί επέταξαν έμέ καί τόν αδελφόν μου Ίωάννην, οίτινες ύπηρετούσαμεν ώς νοσοκόμοι καί ώς διάκονοι είς τόν ναόν, διά τόν φόβον τής μή αποστολής μας είς τά εργατικά τάγματα τού Κόπ-δάγ καί μάλιστα έν τή καρδία τού χειμώνoς, όπως καθαρίσωμεν τό κτίριόν μας άπό αχρήστους ουσίας. Τότε είς τήν αυλήν τής Μητροπόλεως συνεσωρεύθησαν πλήθος χαρτιών τά οποία άνασκαλεύσας άνεκάλυψα υπέρ τα 70 πατριαρχικά σιγίλλια καί σουλτανικά φιρμάνια, άπερ μετακομίσας τμηματικώς είς τήν βιβλιοθήκην μου, ώφελήθην τά μέγιστα έξ αυτών είς τάς περί Πόντου μελέτας μου.
Ότε δέ τώ 1924 διά τής ανταλλαγής οί πλειότεροι τών συμπατριωτών μου έφόρτωναν έπί τών υποζυγίων των στρώματα καί χάλκινα σκεύη, έγώ μετέφερον μετ’ έμού τά οστά τού Βασιλέως 'Αλεξίου Δ’ τού Κομνηνού καί τά ώς άνω έγγραφα καί τά μέν οστά παρέδωσα εις τό Μπενάκειον Μουσείον, τά δέ έγγραφα διετήρησα άχρις ώρας.
Ήδη δέ, ότε εύρίσκομαι περί τήν δύσιν τού βίου μου, έκρινα καλόν νά τά άφιερώσω εις έν ευπρόσωπον ποντιακόν σωματείον καί ώς τοιούτον έκρινα τήν Ευξεινον Λέσχην εις ην καί τά αφιερώνω αυτά μέ τήν παράκκλησιν της απαρχής συστάσεως ποντιακού μουσείου. Μίαν μόνην παράκκλησιν έχω, όπως διατηρηθώσιν ώς κόραι οφθαλμού καθ’ ότι τυγχάνουσι προγονικά κειμήλια καί κυριωτέρα πηγή της εκκλησιαστικής ιστορίας της έπαρχίας Χαλδίας  (...). Μετά τό πέρας άνέστη ό Πρόεδρος [ό Θεόδωρος Άνδρεάδης] καί λαβών τό κιβώτιον μετά τών έγγράφων μέ κατησπάσθη (...).» (Τα εν Ελλάδι ταξίδια μου).
Στην προσωπική του αλληλογραφία υπάρχουν επιστολές προς προσωπικότητες της εποχής, οι οποίες παρουσιάζουν τα προβλήματα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή που απευθύνει το 1950 προς τον ποντιακής καταγωγής Υπουργό και Γενικό Διοικητή Θράκης και Μακεδονίας:
Λεωνίδας Ιασωνίδης

«Άλεξανδρούπολις τη 25η Νοεμβρίου 1951
 Κύριον Λεωνίδαν Ίασονίδην 
Υπουργόν Γενικόν Διοικητήν Θράκης και Μακεδονίας
εις Θεσσαλονίκην


Σεβαστέ μοι κ. Υπουργέ



Έπερωτών τά αίσια της πολυτίμου υγείας σας λαμβάνω τό θάρρος νά σάς παρακαλέσω διά ταύτα:

Οί κάτοικοι τού παρά τήν Άλεξανδρούπολιν χωρίου «Νέα Χηλή», άνδρες έθνικόφρονες καί άποκλειστικώς έκ Πόντου καταγόμενοι καί λίαν φιλόμουσοι, έχουσι μίαν καίριαν λύπην, ότι δέν έχουσι κτίριον σχολείου καί τά άτυχή τέκνα των άνερχόμενα ώς μαθηταί είς 100-120 στεγάζονται είς έν έτοιμόρροπον οίκημα, όπερ μόλις δύναται νά περιλάβη τό πολύ μαθητάς 35 καί όταν γίνεται ή διδασκαλία οί λοιποί μαθηταί στεγάζονται είς τήν αυλήν, είς τό ύπαιθρον, όπου ύπόκεινται καί είς τό ψύχος, τόν ήλιον, είς διαπληκτισμούς καί βωμολοχίας καί ούτω τό έργον της διδασκαλίας γίνεται άτελές, καθότι τό σχολείον ώς διτάξιον έργάζεται άντιπαιδαγωγικώς καί έκ περιτροπής μεταξύ τών διδασκάλων καί άδίκως καταπονούνται καί οί διδάσκοντες καί οί διδασκόμενοι.
Οί κάτοικοι, λίαν φιλόμουσοι, είναι ολοπρόθυμοι καί τό αναγκαίον ύλικόν είς λίθους, πλίνθους καί ξυλείαν νά μεταφέρωσι καί τά θεμέλια ν’ άνοίξωσιν, άρκεί τό Υπουργείον της Παιδείας νά χορηγήση τήν δέουσαν πίστωσιν. Σχετικά διαβήματα έγένοντο πολλάκις έκ μέρους τών κατοίκων καί υποσχέσεις έδόθησαν, άλλ’ ουδέποτε γίνονται πράξεις καί υποφέρει τό χωρίον.
Όθεν, θερμώς παρακαλώ υμάς, έκ μέρους τών παρακαλούντων με κατοίκων, όπως έν τη διακρινούση υμάς μεγαλοψυχία, φιλανθρωπία καί δραστηριότητι καί πατριωτισμό, όπως υίοθετήσητε τό φλέγον τούτο ζήτημα καί γράψητε άρμοδίως όπου δει καί συντελεσθή τό έργον τούτο καί έστέ βέβαιοι ότι θά άνεγείρητε έν άθάνατον μνημείον της ένδόξου καί καρποφόρου υπουργείας σας, άφού πρόκειται περί μορφωτικού σκοπού.

Επίσης, παρακαλώ, υποκινήσατε καί τό περί άναγνωρίσεως των έτών της προϋπηρεσίας τών διδασκάλων έν Τουρκία ώς σάς έγραψα καί άλλοτε καί σώσατέ μας έκ της μελλοντικής μας δυστυχίας.
Επαναπαυόμενος εις τήν άμεσον ένέργειάν σας διατελώ μετά τιμής, σεβασμού καί πατριωτικής άγάπης.
Ελάχιστος φίλος σας 
Γ. Κανδηλάπτης-Κάνις»

1951
Διδάσκει σε δημοτικά σχολεία της Αλεξανδρούπολης μέχρι το 1951, χρόνο που συνταξιοδοτείται μετά από προσφορά 44 ετών στην εκπαίδευση στον Πόντο και στην Ελλάδα.

1953
Το 1953 εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη η βιογραφία του Γεωργίου Κ. Παπαδοπούλου με τον τίτλο «Ο Κυριακίδης, ήτοι συνοπτική βιογραφία και σκιαγραφία του έργου του μεγάλου διδασκάλου και μεγάλου ευεργέτου του ελληνισμού του Πόντου Γεωργίου Κ. Παπαδοπούλου» και στην Αθήνα το έργο «Η κοινωνική οργάνωσις εν Χαλδία».

1956
Το 1956 εκδίδεται στην Αλεξανδρούπολη από το τυπογραφείο Γ. Σακελλαρίδου το έργο «Τα επίχειρα της  κακίας ήτο τέλος του Κερασουντίου κακούργου Τοπάλ Οσμάν".



1957
Το 1957 εκδίδεται στην Αλεξανδρούπολη από το τυπογραφείο Γ. Σακελλαρίδου το έργο «Οι Μεγάλοι Κομνηνοί, ήτοι η ιστορία της από του 1204-1461 εν Τραπεζούντι αυτοκρατορίας αυτών».

1958
Στις 10 Αυγούστου 1958 πραγματοποιείται στη Νάουσα τελετή για τον εορτασμό των πενήντα ετών εργασίας και προσφοράς του ως εκπαιδευτικού, συγγραφέα και δημοσιογράφου. Τον ίδιο χρόνο η Εκκλησία του απονέμει τον τίτλο του Άρχοντος Πρωτονοταρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως. «Πράγματι τήν 10ην Αύγουστου έν τω έξοχικώ κέντρω «Άγιος Νικόλαος» τής Ναούσης έν μέσω 400 Ποντίων προσελθόντων εκ τών πόλεων Άλεξ/πόλεως, Κιλκίς, Θεσ/νίκης, Βέροιας, Ναούσης, Κοζάνης, Λειψίστας καί άλλων μερών ή Διοργανωτική Επιτροπή έκ του Προέδρου αυτής κ. Έπαμ. Σ. Σωτηριάδου καί τών μελών κ.κ. Ίακ. Λαυρεντιάδου, Διον. Διονυσιάδου, Ιωάν. Ίασωνίδου, Δημ. ΙΙαλαμά ώς καί έπιτροπής τής έν Θεσσαλονίκη συνεστιάσεως τών Άργυροπολιτών, έτέλεσε μεγαλοπρεπώς τήν τελετήν, ότε ό Πρόεδρος κ. Έπ. Σωτηριάδης, δικηγόρος καί πρώην βουλευτής, διά έμπνευσμένου καί μακρού λόγου έξέθηκε τά τής σταδιοδρομίας μου καί μοί έδώρησεν εν χρυσούν κονδυλοφόρον διά τήν συμβολικήν συνέχισιν του έργου μου καί άνέγνωσε πιττάκιον τού Μητροπολίτου Άλεξανδρουπόλεως κ. Ιωακείμ Καβύρη, δι’ ου μοί άπενεμήθη τό όφφίκιον τού Άρχοντας Πρωτονοταρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Άλεξανδρουπόλεως. 
Είτα ωμίλησεν ό Διευθυντής της έν Ναούση έφημερίδος «Φωνή της Ναούσης» κ. Πέτρος Δεινόπουλος, καί μοί έδώρησε χρυσούν άναμνηστικόν μετάλλιον τών 50 έτών πνευματικής έργασίας μου καί είτα πολλοί ρήτορες ώς έκτενώς δημοσιευθήσονται εις τό Λεύκωμα της συνεστιάσεως τών Άργυροπολιτών καί άνεγνώσθησαν συγχαρητήρια τηλεγραφήματα καί έπιστολαί εκ διαφόρων πόλεων καί φίλων καί λογίων, ότε άναστάς απήγγειλα μακράν λόγον αύθεντικόν του βίου μου καί ευχαρίστησα πάντας. Άπαντα τά φύλλα Θεσσαλονίκης, Αθηνών, Σερρών, Ναούσης καί Άλεξανδρουπόλεως περιέγραψαν τά της τελετής.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 421).
Την ίδια μέρα γιορτάζει και τα πενήντα χρόνια γάμου με την Αγγελική. «Αυθημερόν έν οίκογενειακώ κύκλω, έν Ναούση έτέλεσα καί τά έόρτια συμπληρώσεως τών 50 έτών τού γάμου μου μετά τής έπιζώσης καί παρευρεθείσης έκεί συζύγου μου Αγγελικής καί ευχαριστώ τόν Ύψιστον ότι μέ διετήρησεν έν ύγεία μέ άνέφελον καί χρυσούν οικογενειακών βίαν.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 421).

1959
Στις 17 Αυγούστου 1959, αποβιώνει από ασθένεια η αγαπημένη του πρωτότοκη κόρη Ανδρονίκη. «Ουδέποτε έπίστευον ότι ό μήν Αύγουστος, όστις τόσον φιλομειδής τό παρελθόν έτος άπέβη πρός έμέ διά τής έορτής τής 50ετηρίδος μου, εφέτος θά φανή άπηνής διά της στερήσεως της προσφιλέστατης καί γλυκυτάτης μου Ανδρονίκης. Ανεξερεύνητοι αί βουλαί του Ύψίστου. Έπέπρωτο νά πίνω καί τό δεύτερον πικρόν ποτήριον. Είς τό 1941 διά της άπωλείας τού Θεοδώρου καί τό 1959 τής χρυσής μου Άνδρονίκης.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 422).


1960-1962
Στις 26 Οκτωβρίου 1960 γίνεται ο γάμος της κόρης του Μαίρης με τον Ελευθέριο Τάντο. Στις 2 Μαρτίου 1962, αποκτά τον τρίτο του εγγονό, το Θεόδωρο, ο οποίος είναι το πρώτο παιδί της κόρης του Μαίρης.

1965
Το 1965 εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη, με τη βοήθεια του Υπουργού Γεωργίας Αλέξανδρου Μπαλτατζή, από το τυπογραφείο των Γεωργικών Συνεταιρισμών το έργο «Ποντιακαί αναμνήσεις». «(...) έν ω κατεχώρησα:
 α) Ό Πόντος άνά τούς αιώνας (ιστορική μελέτη),
 β) Ή γυνή είς τόν ποντιακόν πολιτισμόν (λαογραφική μελέτη),
γ) Τέσσαραι Αξιομνημόνευτοι έπιστολαί τών μεγίστων ευεργετών της έπαρχίας Χαλδίας Γεωργίου Κ. Παπαδοπούλου καί Γερβασίου Σουμελίδου διά τήν διάδοσιν της παιδείας,
 δ) Γνωμικά Ποντίων λογίων μετά σύντομον βιογραφιών αυτών.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 337)
Στις 24 Μαΐου 1965 αποκτά δισέγγονη, την Κυπαρισσία, από τον εγγονό του, Ιωάννη Π. Κιζιρίδη, γιο της κόρης  του της Σούλας.



1966
Την 29η Ιουνίου 1966 του απονέμεται το Παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικας για το πνευματικό του έργο. Η παρασημοφορία γίνεται πανηγυρικώς στα ανάκτορα των Αθηνών.

1967
Στις 7 Ιουλίου 1967 αποκτά τον τέταρτο εγγονό του, το Γεώργιο, από την κόρη του Μαίρη.
Το 1968 εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη το έργο «Φόρος ευγνωμοσύνης, ήτοι βιογραφικαί σημειώσεις περί του διαπρεπούς πολιτευτού Λεωνίδα Ιασονίδου».

1969
Το 1969 γίνεται στη Θεσσαλονίκη ο γάμος του γιου του Ιωάννη με τη Σοφία Κωστοπούλου.

1970
Την 14η Ιανουαρίου 1970 αποκτά εγγονή από το γιο του Ιωάννη, η οποία βαπτίζεται Αγγελική. «Τήν 14ην  Ιανουαρίου ημέραν Τετάρτην έτεκεν έν Θεσσαλονίκη τέκνον θήλυ
ή σύζυγος του υίού μου Ίωάννη Κανδηλάπτη, δικηγόρου, Σόνια, όπερ θά όνομασθή μέ τό όνομα της συζύγου μου Αγγελικής. Είθε νά μου ζήση καί νά φανή άνταξία τών αρετών της προμήτορός της.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 443).
Το 1970 εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη το έργο «Ο πνευματικός Φάρος της επαρχίας Χαλδίας ήτοι η ιστορία του ελληνικού Φροντιστηρίου της Αργυροπόλεως του Πόντου και εν Παραρτήματι η ιστορία του ελληνικού Παρθεναγωγείου της Αργυροπόλεως».
Στις 19 Μαΐου 1971 ο Γ. Κανδηλάπτης-Κάνις αποβιώνει μετά από σύντομη ασθένεια στην Αλεξανδρούπολη. Μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του έχει υγεία, πνευματική διαύγεια, επισκέπτεται περιοχές της Ελλάδας και συνεχίζει το συγγραφικό, εθνικό και κοινωνικό του έργο.


Μαρία Βεργέτη
Επίκουρη καθηγήτρια Δ.Π.Θ.


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah