1922
Το 1922 απογοήτευση καταλαμβάνει τον ελληνικό πληθυσμό όταν πληροφορείται την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία. Την 15η Οκτωβρίου 1922, μετά από δεκαεπτά δίκες, ο Γ. Κανδηλάπτης αθωώνεται, όπως και οι υπόλοιποι, πλην ενός, κατηγορούμενοι. Στην αθώωση και αποφυλάκιση των κατηγορουμένων εβοήθησαν πολύ ο νομάρχης Αργυρούπολης Ριζά βέης και άλλοι τρεις σημαίνοντες Τούρκοι.
Ένα μήνα μετά την αποφυλάκισή του ανοίγει πάλι το κουρείο του στο Ταλταπάν, δηλαδή πολύ κοντά στην πόλη της Αργυρούπολης, εκεί που εκτείνεται η σημερινή Αργυρούπολη. Εργάζεται μόνον επί δύο μήνες. «(...) ό Νομάρχης Ριζά βέης (...) προέβαλε τό δίλημμα: ή νά έκπατρισθώμεν (ώς άνακινηθέντος τού ζητήματος της ανταλλαγής τών πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος καί Τουρκίας) άναχωρούντες εις τήν Ελλάδα ή νά λάβωμεν καί πάλιν τήν οδόν της εξορίας.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 144).
Ο Γ. Κανδηλάπτης επιλέγει την οδό της εξορίας. Ο νομάρχης συγκινείται και αποφασίζει ο τόπος εξορίας να είναι η πόλη Ερζιγγιάν που απέχει τρεις μέρες πεζοπορία από την Αργυρούπολη, και όχι το Ερζερούμ, που απέχει δέκα μέρες.
Στο Ερζιγγιάν ανοίγει καφενείο, αλλά μετά από δύο μήνες αποφασίζει να επιστρέφει στην Αργυρούπολη. Η οικονομική του κατάσταση είναι οικτρή, αλλά τον βοηθούν Έλληνες και Τούρκοι. «Ενταύθα δέν δύναμαι νά λησμονήσω τήν ευγένειαν τής ψυχής τού Νικ. Μουμτσίδου καί λοιπών συμπατριωτών μου, οίτινες ελεούντες τήν οίχτράν οίχονομικήν θέσιν μου καί ήρχοντο εις τήν οικίαν μου καί έκουρεύοντο καί έξυρίζοντο, άμείβοντές με γενναιοφρόνως.
Είναι άληθές ότι ό έν Άργυροπόλει άστυνομικός επίτροπος Σερίφ έφένδης έγνώριζε τήν άφιξίν μου εις τήν πατρίδα, αλλά δέν μάς παρεβίαζε, μάλιστα δέ μοί άνέθηκε καί τήν διεύθυνσιν τού έν Σουλί-χανή καφενείου του, όπου ύπηρέτουν παρακολουθών καί τήν τουρκικήν κίνησιν καί πολιτικήν αυτής κατάστασιν διά τών έφημερίδων, τόν φόνον τού έκ Τραπεζούντος φιλελευθέρου βουλευτού Άλή Σουκρή βέη καί τόν τούτον άκολουθήσαντα τού τέρατος Τοπάλ Όσμάν, τού σφαγέως τών Ποντίων (...).» (Αυτοβιογραφία, σελ. 145-146).
1923
Τον Ιανουάριο του 1923 ανοίγει πάλι κουρείο στο Ταλταπάν. Η ανταλλαγή όμως είναι πλέον αναπόφευκτη για όλους. Αρχίζουν οι πωλήσεις των υπαρχόντων για να εξασφαλιστούν οι απαραίτητες προμήθειες και τα μεταφορικά έξοδα του ταξιδιού μέχρι την παραλία της Τραπεζούντας, όπου θα καταπλεύσουν ελληνικά ατμόπλοια για να τους παραλάβουν.
Οι ομογενείς στρατιώτες επιστρέφουν στις πατρίδες τους. Όσοι περνούν από την Αργυρούπολη με κατεύθυνση την Τραπεζούντα δέχονται χρηματική βοήθεια από τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί κατά τη ρωσική κατοχή. Επιστρέφουν και οι Αργυρουπολίτες εξόριστοι.
Τον Οκτώβριο του 1923 νομάρχης Αργυρούπολης διορίζεται ο Ιχσάν βέης, ο οποίος ήταν υποδιοικητής Βαθυρρύακος Βοσπόρου και είχε ταλαιπωρηθεί από τη διασυμμαχική κατοχή της Κωνσταντινούπολης. «Ού μόνον πάσαν ύπόδεσιν Χριστιανού έξεδίκαζεν είς βάρος αυτού, αλλά συνεννοηθείς καί μετά τών έν Άργυροπόλει φανατικών Τούρκων προεκάλεσε διαταγήν, έν μέσω χειμώνος, τής έξόδου τών Χριστιανών τής τε πόλεως καί τής έπαρχίας ημών.» (Αυτοβιογραφία, σελ 147).
1924
Την 6η Ιανουαρίου 1924 δίνεται η διαταγή της εξόδου των Ελλήνων της Αργυρούπολης. Έχουν προθεσμία μιας εβδομάδας για να κάνουν τις απαραίτητες για το ταξίδι προετοιμασίες. Κατορθώνουν να εξασφαλίσουν προθεσμία ενός μήνα. Εκποιούν τις χάλκινες και ορειχάλκινες κανδήλες και τα μανουάλια των ναών της πόλεως. Τοποθετούν τα ιερά και πολύτιμα κειμήλια σε κατάλληλα φορτία. Διανέμουν στους πτωχούς τα ιερατικά άμφια για να ντυθούν.
Ο Γ. Κανδηλάπτης επιλέγει συγγράμματα και χειρόγραφα του Φροντιστηρίου Αργυρουπόλεως και τα τοποθετεί σε κατάλληλα για τη μεταφορά κιβώτια. Δυστυχώς, ο αρχιερατικός επίτροπος «παρέδωκεν εις τό πύρ όλους τούς κώδικας τής Ίεράς ημών Μητροπόλεως καί μάλιστα τόν άρχαίον καί πολύτιμον κώδικα τού Μητροπολιτικού Ναού ημών πρός ζημίαν τής ιστορίας τής πατρίδας, διά τόν λόγον ότι ήσαν εκεί γεγραμμένα μερικά πρακτικά εθνικής φύσεως, ενώ συμφώνως τώ πνεύματι τής άνταλλαγής ούδεμία έρευνα έπετρέπετο εις τά μεταφερόμενα πράγματά μας.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 149).
Ο Γ. Κανδηλάπτης συνεχίζει να εργάζεται ως κουρέας για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα χρήματα για το ταξίδι μέχρι την παραλία. «Ενώ δέ ό Άρχ. Επίτροπος κατεγίνετο εις τήν μεταφοράν επίπλων τής Μητροπόλεως δι' ίδιάν του λογαριασμόν, έγώ περιηρχόμην τά γραφεία ζητών τήν διάσωσιν χειρογράφων. Καί ή τύχη μέ ηύνόησε, διότι μεταξύ τών σκουπιδιών καί άχρηστων χαρτιών άνεκάλυψα καί διέσωσα 70 πατριαρχικά καί μεμβράνινα σιγίλλια.» (Αυτοβιογραφία σελ. 150)
Την 6η Φεβρουάριου 1924 αρχίζει η έξοδος. «Περίλυποι εκλείσαμεν τάς οικίας μας, τούς έπιγείους παραδείσους μας, καί προστρέξαντες εις τούς τεθλιμμένους ναούς προσεκυνήσαμεν διά τελευταίαν φοράν αυτούς καί τούς προσφιλείς τάφους τών γονέων μας καί έξήλθομεν τής πόλεως ρίψαντες περίλυπον βλέμμα εις τά ιερά όρη της, άπερ μοί έφάνησαν ώς κλαίοντα διά τον αποχαιρετισμόν μας. Πράγματι είναι πολύ βαρύς ό αποχωρισμός της πατρίδας, της χώρας τών μεγαλυτέρων καί ευφροσύνων άναμνήσεων. Μάς ήκολούθησαν ίκανοί Τούρκοι, κλαίοντες καί άποχαιρετούντες ημάς διά προσφορών καί κερασμάτων.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 150-151).
Μετά από τέσσερις μέρες φτάνουν στην Τοαπεζούντα.
Εκεί περιμένουν τα πλοία για την κάθοδό τους στην Ελλάδα 8.000 πρόσφυγες. Ο Γ. Κανδηλάπτης εργάζεται ως πλανόδιος κουρέας και μια μέρα την εβδομάδα εργάζεται σε τουρκικό κουρείο.
Συμμετέχει στην Επιτροπή Ανταλλαγής ως γραμματέας. Έργο της επιτροπής είναι η καταγραφή των προσφύγων, η συγκέντρωση των νέων κοριτσιών και των παιδιών που βρίσκονται σε χέρια Τούρκων, η αναζήτηση και διάσωση των κρατουμένων στις φυλακές ομογενών και των εξόριστων στο Ερζερούμ και στο Βαν.
Την προτελευταία εβδομάδα της παραμονής του στην Τραπεζούντα ο Γ. Κανδηλάπτης κατορθώνει να περισυλλέξει και να εξασφαλίσει τη μεταφορά στην Ελλάδα των οστών του Αυτοκράτορος Αλεξίου Δ' Κομνηνού.
Στις 6 Ιουνίου 1924 φτάνουν στην Τραπεζούντα τα ελληνικά ατμόπλοια «Θρασύβουλος» και «Καβάλα». Ένας γιατρός και δύο νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού της Ελλάδος εμβολιάζουν όλους τους πρόσφυγες με αντιτυφικό ορό.
Ο Γ. Κανδηλάπτης με τον εκπρόσωπο της Κοινωνίας των Εθνών, Ελβετό Σάσμαν αποφασίζουν να μεταβούν με το ατμόπλοιο «Θρασύβουλος» στα Σούρμενα, τη Ριζούντα και τον Όφι για να παραλάβουν τους ομογενείς που περιμένουν εκεί. Πρώτη φορά ταξιδεύει δια θαλάσσης. Στο Χαμουρκάντων παραλαμβάνουν 207 ομογενείς, στο δρόμο προς τη Ριζούντα 40 στοιβαγμένους σε τέσσερις βενζινακάτους και στην παραλία του Όφι 107. Επιστρέφουν στην Τραπεζούντα. Στο «Θρασύβουλος» επιβιβάζονται και άλλοι πρόσφυγες και το πλοίο φεύγει για την Ελλάδα.
Η οικογένεια του Γ. Κανδηλάπτη επιβιβάζεται στο «Καβάλα». «(...) αφού άπεβίβασα πάντας, τελευταίος Πόντιος εγώ, εσήκωσα τόν πόδα μου καί σκύψας καί φιλήσας τό Ιερόν έδαφος τού Πόντου άπεχαιρέτησα διά βλέμματος τήν μητρόπολην τού Πόντου καί άναφωνήσας «Χαίρε, άθάνατε Πόντε» είσήλθον είς τήν λέμβον καί μέ δακρυβρέκτους οφθαλμούς έφθάσαμεν είς τό πλοίον, όπου άσφυκτικώς ησαν συσσωρευμέναι άνω τών 4.000 ψυχαί, ούτως ώστε είδον τήν οικογένειαν μου είς μίαν άκρην τού πλοίου καθημένην.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 155).
«Τό πλοίον ήρε τήν άγκυραν καί μετ’ ολίγον έχάσαμεν τήν ώραίαν Τραπεζούντα, είτα τά Πλάτανα, τήν Κιόρολην καί από πρωίας διήλθομεν πρό τής ώραίας Κερασούντος καί τήν άλλην ημέραν διερχόμενοι τόν μελανείμονα Πόντον έφθάσαμεν πρό τής Αμισού, έχοντες πρό ημών συνταξιδεύοντα τό πλοίο «Θρασύβουλος». Είς τόν λιμένα τής Αμισού, όπου έκαθήσαμεν έπί τρίωρον, έπεβιβάσθησαν έπί τού πλοίου μας 600 φυχαί ες ομογενών επαναστατών κατά τών Τούρκων. Έκ τών δεινοπαθημάτων ήσαν πράγματι εντελώς αγνώριστοι. Ή πείνα καί αι κακουχίαι έθέρισαν αυτούς. Τους έδέχθημεν με άδελφικήν αγάπην ώς εθνομάρτυρας καί πάσαν θεραπείαν προσεφέραμεν εις αυτούς.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 156).
Το πλοίο παραμένει τέσσερις ώρες στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ακολουθεί ταξίδι εικοσιτεσσάρων ωρών προς τη νησίδα «Άγιος Γεώργιος», η οποία βρίσκεται κοντά στη Σαλαμίνα. Παραμένουν εκεί για λόγους υγιεινής για δεκατέσσερις μέρες. Το ατμόπλοιο «Καβάλα» τους μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη. Ο Γ. Κανδηλάπτης αποφασίζει να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στην Αλεξανδρούπολη. Φτάνουν στην πόλη με το ατμόπλοιο «Κίμων», «(...) όπου μετά χαράς μέ ύπεδέχθη ό πενθερός μου, αί γυναικαδέλφαι μου, συγγενείς καί φίλοι καί πατριώται καί έπαρχιώται, ακριβώς τήν 15ήν Αύγούστου 1924.» (Αυτοβιογραφία, σελ. 159). Οι περισσότερες συγγενικές του οικογένειες εγκαθίστανται στη Νάουσα, Βέροια, Κοζάνη και Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου