Η αρχιτεκτονική του αγροτικού χώρου στον ιστορικό Πόντο, ως αντικείμενο διερεύνησης, ανήκει πλέον στον χώρο της παράδοσης. Πρόκειται, δηλαδή, για προβολές ενός απώτερου παρελθόντος σ' ένα ιστορικό παρόν του οποίου σήμερα έχει διακοπεί η συνέχεια.
Τα ιστορικά γεγονότα του 19ου αιώνα (ρωσοτουρκικοί πόλεμοι του 1828 και του 1877-78) και οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις στο ίδιο διάστημα (1839: Χάτι Σερίφ του Γκιουλ Χανέ και 1856: Χάτι Χουμαγιούν, Σύνταγμα του 1876, Σύνταγμα Νεοτούρκων 1909) - κυρίως λόγω της επέκτασης των προνομιακών παραχωρήσεων σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια - επηρέασαν μακροσκοπικά τη εικόνα του αγροτικού χώρου, όχι όμως περισσότερο απ' αυτήν του αστικού.
Ιδιαίτερα αισθητές για τη συγκεκριμένη περιοχή οι κοινωνικές και οι δημογραφικές ανακατατάξεις, εξαιτίας των συχνότατων μεταναστευτικών κινήσεων, επηρέασαν, μάλλον, την κλίμακα του δομημένου περιβάλλοντος (εγκατάλειψη ή συρρίκνωση οικισμών ή και επέκταση άλλων αντίστοιχων) και όχι τόσο την επικρατούσα τυπολογία των αγροτικών κατοικιών.
Εξάλλου, η επιτόπια έρευνα και οι καταγραμμένες προφορικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν τις αργές διαδικασίες μεταλλαγής των αρχετύπων. Κοινή διαπίστωση αποτελεί το γεγονός ότι ο αρχικός τύπος επιβιώνει με ελάχιστες παραλλαγές έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Το ισόγειο μονόχωρο (αρχέτυπο) και το ισόγειο δίχωρο αγροτικό σπίτι αποτελούν τους βασικότερους και συχνότερα απαντώμενους τύπους κατοικιών, κυρίως στις ορεινές περιοχές. Η εξέλιξη από τον ισόγειο μονόχωρο στον διώροφο τύπο προκύπτει ως λειτουργική επέκταση ή διαφοροποίηση του κοινωνικού επιπέδου των κατοίκων.
Η ομοιογένεια των αγροτικών αυτών οικισμών ως προς την επικράτηση συγκεκριμένων τύπων κατοικιών ή παραλλαγών τους — όσον αφορά την κτιριολογική οργάνωση, το είδος του κατασκευαστικού συστήματος ή την εξωτερική και εσωτερική αισθητική των κτισμάτων - μαρτυρεί επιπλέον και μια σχετική κοινωνική ομοιομορφία των οικισμών, ιδίως για το τελευταίο διάστημα (19ος - αρχές 20ού αιώνα).
Η εικόνα των οικισμών, ιδίως στις περιφέρειες του μεσόγειου Πόντου, διαμορφώθηκε και παρέμεινε με τη μορφή που εμφανίζεται μέχρι και σήμερα, μετά τον εποικισμό των περισσοτέρων από τους οικισμούς για λόγους βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών διαβίωσης και κοινωνικής και διοικητικής απεξάρτησής τους από το κέντρο.
Το πληθυσμιακό μέγεθος αυτών των οικισμών, συσχετισμένο πάντοτε με τους λόγους ίδρυσης ή χωρικής επέκτασής τους, συνήθως ποικίλλει ανάλογα και με την απόστασή τους από το διοικητικό ή το οικονομικό κέντρο από το οποίο εξαρτώνται. Ωστόσο, ορισμένοι οικισμοί οι οποίοι από την αρχή της δημιουργίας τους διατήρησαν απαράλλαχτη τη μορφή της αγροτικής τους οικονομίας έως τα μέσα του 19ου αιώνα (δευτερογενής παραγωγή, εξορυκτικές δραστηριότητες μεταλλείων), παρουσιάζουν - εξαιτίας των πληθυσμιακών μετακινήσεων - αισθητές αυξομειώσεις πληθυσμιακού μεγέθους, όχι όμως και διαφοροποίηση της χωρικής τους οργάνωσης.
Όσον αφορά την τελευταία παρατήρηση, τα αίτια μπορούν να αναζητηθούν στους λόγους επιλογής της αρχικής τους χωροθέτησης. Συνήθως οι λόγοι αυτοί, ως ανάγκες, δεν μεταλλάσσονται με ιδιαίτερα ταχείς ρυθμούς στις παραδοσιακές ή συντηρητικές κοινωνίες.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
Στον αγροτικό χώρο του ιστορικού Πόντου, μία γενική διάκριση στη βάση της παραδοχής των φυσικών χαρακτηριστικών του τόπου (γεωμορφολογία και κλίμα) ως ισχυρού διαμορφωτικού παράγοντα για την κατοικία, θα μπορούσε να οδηγήσει στις ακόλουθες κατηγορίες:
*αγροτική κατοικία των παραλίων,
*αγροτική κατοικία της ηπειρωτικής ενδοχώρας,
*αγροτική κατοικία των οροπεδίων (καλύβα των «παρχαρίων»).
Η διάκριση αυτή στις παραπάνω κατηγορίες αγροτικών κατοικιών ακολουθεί την αντίστοιχη διαίρεση του δεδομένου γεωγραφικού χώρου σε τρεις βασικές κλιματικές ζώνες. Παρατηρούμε ότι και τα συμπληρωματικά κτίσματα (ως συνοδευτικά ή βοηθητικά της κατοικίας) αντίστοιχα διαφοροποιούνται ως προς το είδος, το μέγεθος και τον αριθμό, ανάλογα προς την κάθε κατηγορία.
Οι βασικές διαφορές μεταξύ των κατηγοριών αυτών εντοπίζονται σε επίπεδο:
1. κτιριολογικής οργάνωσης (ή λειτουργικής δομής των χώρων της κατοικίας),
2.κατασκευαστικού συστήματος.
Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΙΩΝ
Οι αγροτικές κατοικίες της ζώνης των παραλίων είναι κατά το πλείστον διώροφες και συνοδεύονται από ικανό αριθμό βοηθητικών προσκτισμάτων. Σε επίπεδο λειτουργικής οργάνωσης συνήθως ακολουθούν τα πρότυπα των αγροτικών κατοικιών με στέγαση βοηθητικών λειτουργιών στο ισόγειο και κυρίως κατοικία στον όροφο. Οι βοηθητικές αυτές λειτουργίες διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος της τοπικής παραγωγής, ενώ η κυρίως κατοικία διαμορφώνεται στη βάση της κοινωνικής δομής της οικογένειας. Είναι προφανές ότι τόσο η λειτουργική οργάνωση της κυρίως κατοικίας όσο και ο εσωτερικός εξοπλισμός της επηρεάζονται και από εξωγενείς διαμορφωτικούς παράγοντες.
Οι τελευταίοι είναι συναφείς με την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού των παράλιων αγροτικών οικισμών - μεικτή κατά περίπτωση - καθώς και με τη δυνατότητα εξωγενών πολιτισμικών επιδράσεων από τον ευρύτερο χωρικό περίγυρο (εντός και εκτός Πόντου). Οι παράλιοι αγροτικοί οικισμοί του Πόντου, λόγω γεωγραφικής θέσης, είναι περισσότερο επηρεασμένοι από αυτές.
Η αρχιτεκτονική σύνθεση των αγροτικών κατοικιών των παραλίων, σε σχέση μ' εκείνες της ηπειρωτικής ενδοχώρας, χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια. Η τελευταία εκφράζεται κυρίως με το μέγεθος και τον αριθμό των φωτιστικών ανοιγμάτων ή με την ύπαρξη ηλιακών ή εξωστών σε αυτές, καθώς και με την ύπαρξη αυλής και βοηθητικών προσκτισμάτων της κατοικίας. Τα τελευταία, κατά κύριο λόγο ερμηνεύονται με βάση την αγροτική οικονομία του τόπου. Η εξωστρέφεια, εξάλλου, στην αρχιτεκτονική σύνθεση θα μπορούσε να αποδοθεί εκτός από τα σχετικά ηπιότερα κλιματικά δεδομένα και στις ομαλότερες συνθήκες ασφάλειας και αμυντικής οργάνωσης των οικισμών αυτών, εξαιτίας και της μεικτής πληθυσμιακής σύνθεσης σε αρκετούς από αυτούς.
Η μορφολογική έκφραση στην αγροτική αρχιτεκτονική των παράλιων οικισμών του Πόντου προκύπτει ως αποτέλεσμα της χρήσης των τοπικών δομικών υλικών και μιας αισθητικής με βάση την ιδιοσυγκρασία του τοπικού πληθυσμού.
Ανεξάρτητα από το υλικό δομής, που ποικίλλει κατά περιοχή, γενικότερα στην περιοχή του παραλιακού άξονα, από τη Σαμψούντα μέχρι το Ρίζαιο, παρατηρείται το ίδιο κατασκευαστικό σύστημα με μικρές τοπικές παραλλαγές. Το είδος της κατοικίας που επικρατεί είναι η διώροφη κατοικία με κεκλιμένη στέγη.
Η φέρουσα εξωτερική τοιχοποιία του ισόγειου είναι σχεδόν πάντα λιθοδομή, συχνά από λαξευτή πέτρα της περιοχής με ενδιάμεσο συνδετικό κονίαμα ασβέστη και άμμο και σπανιότερα με εξωτερικό επίχρισμα. Ο όροφος, όπως προαναφέρθηκε, κτίζεται με ελαφρότερη τοιχοποιία κατά το σύστημα «catma dolumu». Πρόκειται για μεικτή κατασκευή αποτελούμενη από ξύλινο κατακόρυφο δικτύωμα με πλήρωση των διάκενών του, με διαφορετικό κατά περίπτωση και κατά τόπους υλικό (ωμές πλίνθους, λαξευμένους ή μορφοποιημένους λίθους, μερικές φορές και με απλό κονίαμα).
Το όλο κτίσμα καλύπτεται με κεκλιμένη κεραμοσκεπή στέγη, η οποία στηρίζεται στους φέροντες εξωτερικούς τοίχους και σε κάποιο εσωτερικό λίθινο ή ξύλινο υποστύλωμα, το «στουλάρ». Αρχικά, η επικάλυψη της στέγης γινόταν με τα «χαρτώματα»: λεπτές ξύλινες πλάκες προερχόμενες από τον φλοιό κωνοφόρων, συνήθως, δένδρων. Η εσωτερική διάταξη των χώρων ακολουθεί τα πρότυπα της οργάνωσης των διώροφων αγροτικών κατοικιών με στέγαση βοηθητικών λειτουργιών στο ισόγειο και κυρίως κατοικία στον όροφο.
Οι βοηθητικές αυτές λειτουργίες διαφοροποιούνται ανάλογα και με το είδος της τοπικής παραγωγής. Προφανώς, η διώροφη αυτή κατοικία αποτελεί την εξέλιξη πρωτογενούς μορφής κατοικίας, η οποία αρχικά θα συγκέντρωνε τις βοηθητικές αγροτικές λειτουργίες και τις πρωταρχικές οικιακές χρήσεις (ύπνο, φαγητό, φιλοξενία) σε έναν μόνο όροφο.
Εξάλλου, η επέκταση πολλών αγροτικών ασχολιών σε άλλα βοηθητικά προσκτίσματα (όπως ξηραντήριο, αποθήκη καρπών, στάβλος κ.ά.) που βρίσκονται μέσα στα όρια της ίδιας αυλής, αποτελεί μία μετεξέλιξη αυτής καθαυτής της διώροφης κατοικίας των παραλίων.
Εκτός όμως από τα βοηθητικά αυτά προσκτίσματα της αγροτικής κατοικίας, το ισόγειο αυτών των κατοικιών δεν παύει να αποτελεί - ανάλογα με τη μορφή της αγροτικής οικονομίας της περιοχής - χώρο αποθήκευσης γεννημάτων ή στάβλο ή αποθήκη γενικότερα ή ακόμη, σε ορισμένες παράκτιες περιοχές είδος νεώριου της κατοικίας. Εσωτερική ξύλινη σκάλα που οδηγεί σε καταπακτή («καταρράκτες») συνδέει το ισόγειο με τον όροφο (την κυρίως κατοικία). Η σκάλα στον όροφο καταλήγει εσωτερικά στον κεντρικό χώρο «cardah» ή «οσπίτ» ή «τη τσαγί η κάμαρα» ή «οτζάκ οντασί» (πρόκειται για χώρο συγκέντρωσης της οικογένειας εκτός των ωρών αγροτικής εργασίας).
Απέναντι από τη σκάλα και συνήθως σε γραμμική διάταξη, βρίσκονται οι λοιποί χώροι της οικογένειας:
*Το δωμάτιο του ζεύγους με υπερυψωμένο, συνήθως, ένα τμήμα του δαπέδου (περίπου κατά 15-30 εκατοστά του μέτρου), όπου και ο χώρος του ύπνου.
*Το κελλάρι (χώρος αποθήκευσης ξηρών καρπών και σιτηρών που προορίζονταν για τις ανάγκες της οικογένειας).
*Το «μισαφίρ οντασί», δωμάτιο φιλοξενίας.
Εκτός όμως από το βασικό κτίσμα της κατοικίας των παραλίων, υπάρχουν σε άμεση γειτνίαση μ' αυτό και άλλα βοηθητικά κτίσματα - όπως προαναφέρθηκε - που στεγάζουν διάφορες αγροτικές ασχολίες της οικογένειας. Σύντομα θα αναφέρουμε:
*Το «αμπάρ», κλειστή ξύλινη διώροφη, συνήθως κατασκευή υπερυψωμένη από το έδαφος, προορίζεται ως επί το πλείστον για αποθήκευση δημητριακών.
*Το «ξεραντέρ», για την ξήρανση καρπών, καπνού ή φύλλων τσαγιού. Ξύλινη (σανιδωτή ή κλαδόπλεχτη) κατασκευή, δύο ή τριών πολλές φορές επιπέδων, ανάλογα με την ποικιλία της γεωργικής παραγωγής.
*Το «φουρούν ταμού» (ή δώμα του φούρνου): υπόστεγος χώρος, όπου εκτός από τον φούρνο συγκεντρώνονται και άλλες υπαίθριες οικιακές ασχολίες.
*Η «μασίνα»: υπόστεγο όπου φυλάσσονται, κυρίως, τα κατεργασμένα (πασταλιασμένα) καπνά.
Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΣ ΕΝΔΟΧΩΡΑΣ
Στην ηπειρωτική ενδοχώρα οι αγροτικές κατοικίες, στην πλειονότητά τους είναι ισόγειες και σπανίως διώροφες με ενσωματωμένες τις περισσότερες βοηθητικές λειτουργίες-ελάχιστες ως προς τον αριθμό - στο ίδιο το βασικό τους κτίσμα. Σαφώς διαφέρουν από εκείνες των παραλίων, ως προς τη λειτουργική οργάνωση, το κατασκευαστικό σύστημα και την αρχιτεκτονική σύνθεση.
Στην κατοικία της ηπειρωτικής ενδοχώρας η λειτουργική οργάνωση - συγκρινόμενη με την αντίστοιχη των παραλίων - ακολουθεί μάλλον πρωτογενή πρότυπα (συνύπαρξης ανθρώπων, ζώων και βοηθητικών χρήσεων στο ίδιο κέλυφος). Ανάλογα δε με τις εκάστοτε ισχύουσες κατά περιοχή, συνθήκες (γεωμορφολογίας και κλίματος τοπικής οικονομίας, κοινωνικής σύνθεσης, ασφάλειας και φυσικής οχύρωσης) παρατηρούμε τους επικρατούντες τύπους
κατοικιών και τις παραλλαγές τους. Αρχιτεκτονικές ιδιοτυπίες, όπως οι συνενωμένες υπό κοινό δώμα ισόγειες κατοικίες (τύπος «αδελφικού») ή η αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα του «κρυφού δωματίου» στις κατοικίες των κρυπτοχριστιανών, ερμηνεύονται, συνήθως, με βάση την υλική και πνευματική δομή της οικογένειας.
Η ελαχιστοποίηση των φωτιστικών ανοιγμάτων — ως προς τον αριθμό και το μέγεθος - στις κατοικίες της ηπειρωτικής ενδοχώρας, η οφειλόμενη όχι μόνο σε λόγους κλιματικών συνθηκών, αλλά και αμυντικών αναγκών, οδήγησε στην κατασκευή του εκφορικού φεγγίτη οροφής («δρανίου»).
Η διαφοροποιημένη τοπική οικονομία της περιοχής σε σχέση με αυτήν των παραλίων (περιορισμένη γεωργία και κτηνοτροφία, στα πλαίσια της εξυπηρέτησης των τοπικών και μόνον αναγκών), υποχρέωσε σε μικρό αριθμό συνοδευτικών προσκτισμάτων, συναφών με την πρωτογενή παραγωγή και σε ενσωμάτωση των περισσότερων βοηθητικών λειτουργιών σε αυτή της κυρίως κατοικίας.
Στις ορεινές περιοχές του μεσόγειου Πόντου, εκεί όπου η βλάστηση ελαττώνεται σημαντικά, το κλίμα γίνεται ψυχρό και ξηρό, το έδαφος βραχώδες και άγονο, παρ' όλο που το διαρρέουν τακτικά υδάτινα ρέματα, εκεί είναι που απαντούν τα μικρά, δωματοσκέπαστα, εξ ολοκλήρου πετρόκτιστα με πωρόλιθο κτίσματα, πλατυμέτωπα και μακρινάρια, μονώροφα ως επί το πλείστον και σπανιότερα διώροφα, τοποθετημένα με την πλατιά, συνήθως, πλευρά τους παράλληλη προς τις ισοϋψείς καμπύλες του εδάφους και διατηρώντας την πίσω πλευρά τους συχνά λαξευμένη μέσα στο έδαφος (που τις περισσότερες φορές είναι βραχώδες). Βεβαίως, στις περιοχές όπου ο πωρόλιθος σπανίζει (όπως αυτή της Άρδασας), δεν λείπουν και τα πλινθόκτιστα κτίσματα κατοικιών με ενδιάμεσες ξυλοδεσιές, που προέρχονται από τα ελάχιστα δένδρα της περιοχής. Ωστόσο, υπάρχουν και δωματοσκέπαστες κατοικίες, που συνδυάζουν μεικτή τοιχοποιία πέτρας και πλίνθου με ενδιάμεσους οριζόντιους, κατακόρυφους και διαγώνιους ξύλινους συνδέσμους. Σε πολλές περιοχές παρατηρούμε συνένωση δύο ή περισσότερων ισόγειων δωματοσκέπαστων κατοικιών υπό κοινό δώμα κατά τη στενή τους πλευρά. Πρόκειται για τα λεγόμενα «αδελφικά».
Σε όλες τις περιπτώσεις παραλλαγών του ίδιου βασικού τύπου, τα κτίσματα στα οποία αναφερόμαστε είναι ως επί το πλείστον μονώροφα, με κάλυψη οριζόντιου χωμάτινου δώματος. Στο μέσον του δώματος υπήρχε πάντοτε το άνοιγμα του φωτιστικού φεγγίτη, κατασκευασμένο εκφορικά. Με την εξέλιξη της αγροτικής κατοικίας, στους αρχικούς βασικούς χώρους της προστίθενται και άλλοι βοηθητικοί. Μεταξύ αυτών ιδιαίτερη θέση, ιδίως στις κατοικίες της Χαλδίας στην 'Ιμερα, την Κρώμνη ή στο Σταυρίν, κατείχε το «κρυφό δωμάτιο», συνήθως πίσω από το κελάρι, ως χώρος προσευχής των κρυπτοχριστιανών. Εκτός, όμως, από τις ισόγειες δωματοσκέπαστες κατασκευές αγροτικών κατοικιών στην ηπειρωτική ενδοχώρα, υπάρχουν και οι διώροφες, συχνά δε και τριώροφες αντίστοιχες. Στις διώροφες το ισόγειο χρησιμοποιείται για αποθηκευτικές και άλλες βοηθητικές λειτουργίες της οικογένειας, ενώ ο όροφος αποτελεί την κυρίως κατοικία με τους χώρους διαβίωσης, ύπνου και φιλοξενίας.
Στον αγροτικό αυτό χώρο της ορεινής ηπειρωτικής ενδοχώρας, οι διώροφες κατοικίες, συνήθως, αποτελούν εγκαταστάσεις κατ' εξαίρεση, εκτός από ορισμένους οικισμούς, όπως για παράδειγμα, σ' εκείνους της επτάκωμης Σάντας, όπου η επικράτηση του είδους αυτού της κατοικίας - επιβεβλημένη κυρίως από ενδογενείς τοπικές παραμέτρους -επέτρεψε τη δημιουργία οικιστικών συνόλων με ιδιαίτερα (κοινά) τυπολογικά γνωρίσματα (χαρακτηριστικά). Τα αίτια που οδηγούν στην κατασκευή των διώροφων αγροτικών σπιτιών είναι σαφώς διαφορετικά για την κάθε περιοχή. Συγκριτικά με τις αγροτικές κατοικίες των παραλίων, στις αντίστοιχες της ηπειρωτικής ενδοχώρας, τα βοηθητικά προσκτίσματα είναι ελάχιστα ως προς τον αριθμό και το μέγεθος και συχνά ενσωματωμένα στην κυρίως κατοικία. Σε αυτό συντείνει και η αγροτική οικονομία των περιοχών αυτών, ως επί το πλείστον κτηνοτροφική και, μάλιστα, περιορισμένης κλίμακας.
Τα ιστορικά γεγονότα του 19ου αιώνα (ρωσοτουρκικοί πόλεμοι του 1828 και του 1877-78) και οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις στο ίδιο διάστημα (1839: Χάτι Σερίφ του Γκιουλ Χανέ και 1856: Χάτι Χουμαγιούν, Σύνταγμα του 1876, Σύνταγμα Νεοτούρκων 1909) - κυρίως λόγω της επέκτασης των προνομιακών παραχωρήσεων σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια - επηρέασαν μακροσκοπικά τη εικόνα του αγροτικού χώρου, όχι όμως περισσότερο απ' αυτήν του αστικού.
Ιδιαίτερα αισθητές για τη συγκεκριμένη περιοχή οι κοινωνικές και οι δημογραφικές ανακατατάξεις, εξαιτίας των συχνότατων μεταναστευτικών κινήσεων, επηρέασαν, μάλλον, την κλίμακα του δομημένου περιβάλλοντος (εγκατάλειψη ή συρρίκνωση οικισμών ή και επέκταση άλλων αντίστοιχων) και όχι τόσο την επικρατούσα τυπολογία των αγροτικών κατοικιών.
Εξάλλου, η επιτόπια έρευνα και οι καταγραμμένες προφορικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν τις αργές διαδικασίες μεταλλαγής των αρχετύπων. Κοινή διαπίστωση αποτελεί το γεγονός ότι ο αρχικός τύπος επιβιώνει με ελάχιστες παραλλαγές έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Το ισόγειο μονόχωρο (αρχέτυπο) και το ισόγειο δίχωρο αγροτικό σπίτι αποτελούν τους βασικότερους και συχνότερα απαντώμενους τύπους κατοικιών, κυρίως στις ορεινές περιοχές. Η εξέλιξη από τον ισόγειο μονόχωρο στον διώροφο τύπο προκύπτει ως λειτουργική επέκταση ή διαφοροποίηση του κοινωνικού επιπέδου των κατοίκων.
Η ομοιογένεια των αγροτικών αυτών οικισμών ως προς την επικράτηση συγκεκριμένων τύπων κατοικιών ή παραλλαγών τους — όσον αφορά την κτιριολογική οργάνωση, το είδος του κατασκευαστικού συστήματος ή την εξωτερική και εσωτερική αισθητική των κτισμάτων - μαρτυρεί επιπλέον και μια σχετική κοινωνική ομοιομορφία των οικισμών, ιδίως για το τελευταίο διάστημα (19ος - αρχές 20ού αιώνα).
Η εικόνα των οικισμών, ιδίως στις περιφέρειες του μεσόγειου Πόντου, διαμορφώθηκε και παρέμεινε με τη μορφή που εμφανίζεται μέχρι και σήμερα, μετά τον εποικισμό των περισσοτέρων από τους οικισμούς για λόγους βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών διαβίωσης και κοινωνικής και διοικητικής απεξάρτησής τους από το κέντρο.
Το πληθυσμιακό μέγεθος αυτών των οικισμών, συσχετισμένο πάντοτε με τους λόγους ίδρυσης ή χωρικής επέκτασής τους, συνήθως ποικίλλει ανάλογα και με την απόστασή τους από το διοικητικό ή το οικονομικό κέντρο από το οποίο εξαρτώνται. Ωστόσο, ορισμένοι οικισμοί οι οποίοι από την αρχή της δημιουργίας τους διατήρησαν απαράλλαχτη τη μορφή της αγροτικής τους οικονομίας έως τα μέσα του 19ου αιώνα (δευτερογενής παραγωγή, εξορυκτικές δραστηριότητες μεταλλείων), παρουσιάζουν - εξαιτίας των πληθυσμιακών μετακινήσεων - αισθητές αυξομειώσεις πληθυσμιακού μεγέθους, όχι όμως και διαφοροποίηση της χωρικής τους οργάνωσης.
Όσον αφορά την τελευταία παρατήρηση, τα αίτια μπορούν να αναζητηθούν στους λόγους επιλογής της αρχικής τους χωροθέτησης. Συνήθως οι λόγοι αυτοί, ως ανάγκες, δεν μεταλλάσσονται με ιδιαίτερα ταχείς ρυθμούς στις παραδοσιακές ή συντηρητικές κοινωνίες.
Οσπίτ' ση Πιστοφάντων |
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
Στον αγροτικό χώρο του ιστορικού Πόντου, μία γενική διάκριση στη βάση της παραδοχής των φυσικών χαρακτηριστικών του τόπου (γεωμορφολογία και κλίμα) ως ισχυρού διαμορφωτικού παράγοντα για την κατοικία, θα μπορούσε να οδηγήσει στις ακόλουθες κατηγορίες:
*αγροτική κατοικία των παραλίων,
*αγροτική κατοικία της ηπειρωτικής ενδοχώρας,
*αγροτική κατοικία των οροπεδίων (καλύβα των «παρχαρίων»).
Η διάκριση αυτή στις παραπάνω κατηγορίες αγροτικών κατοικιών ακολουθεί την αντίστοιχη διαίρεση του δεδομένου γεωγραφικού χώρου σε τρεις βασικές κλιματικές ζώνες. Παρατηρούμε ότι και τα συμπληρωματικά κτίσματα (ως συνοδευτικά ή βοηθητικά της κατοικίας) αντίστοιχα διαφοροποιούνται ως προς το είδος, το μέγεθος και τον αριθμό, ανάλογα προς την κάθε κατηγορία.
Οι βασικές διαφορές μεταξύ των κατηγοριών αυτών εντοπίζονται σε επίπεδο:
1. κτιριολογικής οργάνωσης (ή λειτουργικής δομής των χώρων της κατοικίας),
2.κατασκευαστικού συστήματος.
Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΙΩΝ
Οι αγροτικές κατοικίες της ζώνης των παραλίων είναι κατά το πλείστον διώροφες και συνοδεύονται από ικανό αριθμό βοηθητικών προσκτισμάτων. Σε επίπεδο λειτουργικής οργάνωσης συνήθως ακολουθούν τα πρότυπα των αγροτικών κατοικιών με στέγαση βοηθητικών λειτουργιών στο ισόγειο και κυρίως κατοικία στον όροφο. Οι βοηθητικές αυτές λειτουργίες διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος της τοπικής παραγωγής, ενώ η κυρίως κατοικία διαμορφώνεται στη βάση της κοινωνικής δομής της οικογένειας. Είναι προφανές ότι τόσο η λειτουργική οργάνωση της κυρίως κατοικίας όσο και ο εσωτερικός εξοπλισμός της επηρεάζονται και από εξωγενείς διαμορφωτικούς παράγοντες.
Οι τελευταίοι είναι συναφείς με την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού των παράλιων αγροτικών οικισμών - μεικτή κατά περίπτωση - καθώς και με τη δυνατότητα εξωγενών πολιτισμικών επιδράσεων από τον ευρύτερο χωρικό περίγυρο (εντός και εκτός Πόντου). Οι παράλιοι αγροτικοί οικισμοί του Πόντου, λόγω γεωγραφικής θέσης, είναι περισσότερο επηρεασμένοι από αυτές.
Η αρχιτεκτονική σύνθεση των αγροτικών κατοικιών των παραλίων, σε σχέση μ' εκείνες της ηπειρωτικής ενδοχώρας, χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια. Η τελευταία εκφράζεται κυρίως με το μέγεθος και τον αριθμό των φωτιστικών ανοιγμάτων ή με την ύπαρξη ηλιακών ή εξωστών σε αυτές, καθώς και με την ύπαρξη αυλής και βοηθητικών προσκτισμάτων της κατοικίας. Τα τελευταία, κατά κύριο λόγο ερμηνεύονται με βάση την αγροτική οικονομία του τόπου. Η εξωστρέφεια, εξάλλου, στην αρχιτεκτονική σύνθεση θα μπορούσε να αποδοθεί εκτός από τα σχετικά ηπιότερα κλιματικά δεδομένα και στις ομαλότερες συνθήκες ασφάλειας και αμυντικής οργάνωσης των οικισμών αυτών, εξαιτίας και της μεικτής πληθυσμιακής σύνθεσης σε αρκετούς από αυτούς.
Η μορφολογική έκφραση στην αγροτική αρχιτεκτονική των παράλιων οικισμών του Πόντου προκύπτει ως αποτέλεσμα της χρήσης των τοπικών δομικών υλικών και μιας αισθητικής με βάση την ιδιοσυγκρασία του τοπικού πληθυσμού.
Ανεξάρτητα από το υλικό δομής, που ποικίλλει κατά περιοχή, γενικότερα στην περιοχή του παραλιακού άξονα, από τη Σαμψούντα μέχρι το Ρίζαιο, παρατηρείται το ίδιο κατασκευαστικό σύστημα με μικρές τοπικές παραλλαγές. Το είδος της κατοικίας που επικρατεί είναι η διώροφη κατοικία με κεκλιμένη στέγη.
Η φέρουσα εξωτερική τοιχοποιία του ισόγειου είναι σχεδόν πάντα λιθοδομή, συχνά από λαξευτή πέτρα της περιοχής με ενδιάμεσο συνδετικό κονίαμα ασβέστη και άμμο και σπανιότερα με εξωτερικό επίχρισμα. Ο όροφος, όπως προαναφέρθηκε, κτίζεται με ελαφρότερη τοιχοποιία κατά το σύστημα «catma dolumu». Πρόκειται για μεικτή κατασκευή αποτελούμενη από ξύλινο κατακόρυφο δικτύωμα με πλήρωση των διάκενών του, με διαφορετικό κατά περίπτωση και κατά τόπους υλικό (ωμές πλίνθους, λαξευμένους ή μορφοποιημένους λίθους, μερικές φορές και με απλό κονίαμα).
Το όλο κτίσμα καλύπτεται με κεκλιμένη κεραμοσκεπή στέγη, η οποία στηρίζεται στους φέροντες εξωτερικούς τοίχους και σε κάποιο εσωτερικό λίθινο ή ξύλινο υποστύλωμα, το «στουλάρ». Αρχικά, η επικάλυψη της στέγης γινόταν με τα «χαρτώματα»: λεπτές ξύλινες πλάκες προερχόμενες από τον φλοιό κωνοφόρων, συνήθως, δένδρων. Η εσωτερική διάταξη των χώρων ακολουθεί τα πρότυπα της οργάνωσης των διώροφων αγροτικών κατοικιών με στέγαση βοηθητικών λειτουργιών στο ισόγειο και κυρίως κατοικία στον όροφο.
Οι βοηθητικές αυτές λειτουργίες διαφοροποιούνται ανάλογα και με το είδος της τοπικής παραγωγής. Προφανώς, η διώροφη αυτή κατοικία αποτελεί την εξέλιξη πρωτογενούς μορφής κατοικίας, η οποία αρχικά θα συγκέντρωνε τις βοηθητικές αγροτικές λειτουργίες και τις πρωταρχικές οικιακές χρήσεις (ύπνο, φαγητό, φιλοξενία) σε έναν μόνο όροφο.
Εξάλλου, η επέκταση πολλών αγροτικών ασχολιών σε άλλα βοηθητικά προσκτίσματα (όπως ξηραντήριο, αποθήκη καρπών, στάβλος κ.ά.) που βρίσκονται μέσα στα όρια της ίδιας αυλής, αποτελεί μία μετεξέλιξη αυτής καθαυτής της διώροφης κατοικίας των παραλίων.
Εκτός όμως από τα βοηθητικά αυτά προσκτίσματα της αγροτικής κατοικίας, το ισόγειο αυτών των κατοικιών δεν παύει να αποτελεί - ανάλογα με τη μορφή της αγροτικής οικονομίας της περιοχής - χώρο αποθήκευσης γεννημάτων ή στάβλο ή αποθήκη γενικότερα ή ακόμη, σε ορισμένες παράκτιες περιοχές είδος νεώριου της κατοικίας. Εσωτερική ξύλινη σκάλα που οδηγεί σε καταπακτή («καταρράκτες») συνδέει το ισόγειο με τον όροφο (την κυρίως κατοικία). Η σκάλα στον όροφο καταλήγει εσωτερικά στον κεντρικό χώρο «cardah» ή «οσπίτ» ή «τη τσαγί η κάμαρα» ή «οτζάκ οντασί» (πρόκειται για χώρο συγκέντρωσης της οικογένειας εκτός των ωρών αγροτικής εργασίας).
Απέναντι από τη σκάλα και συνήθως σε γραμμική διάταξη, βρίσκονται οι λοιποί χώροι της οικογένειας:
*Το δωμάτιο του ζεύγους με υπερυψωμένο, συνήθως, ένα τμήμα του δαπέδου (περίπου κατά 15-30 εκατοστά του μέτρου), όπου και ο χώρος του ύπνου.
*Το κελλάρι (χώρος αποθήκευσης ξηρών καρπών και σιτηρών που προορίζονταν για τις ανάγκες της οικογένειας).
*Το «μισαφίρ οντασί», δωμάτιο φιλοξενίας.
Εκτός όμως από το βασικό κτίσμα της κατοικίας των παραλίων, υπάρχουν σε άμεση γειτνίαση μ' αυτό και άλλα βοηθητικά κτίσματα - όπως προαναφέρθηκε - που στεγάζουν διάφορες αγροτικές ασχολίες της οικογένειας. Σύντομα θα αναφέρουμε:
*Το «αμπάρ», κλειστή ξύλινη διώροφη, συνήθως κατασκευή υπερυψωμένη από το έδαφος, προορίζεται ως επί το πλείστον για αποθήκευση δημητριακών.
*Το «ξεραντέρ», για την ξήρανση καρπών, καπνού ή φύλλων τσαγιού. Ξύλινη (σανιδωτή ή κλαδόπλεχτη) κατασκευή, δύο ή τριών πολλές φορές επιπέδων, ανάλογα με την ποικιλία της γεωργικής παραγωγής.
*Το «φουρούν ταμού» (ή δώμα του φούρνου): υπόστεγος χώρος, όπου εκτός από τον φούρνο συγκεντρώνονται και άλλες υπαίθριες οικιακές ασχολίες.
*Η «μασίνα»: υπόστεγο όπου φυλάσσονται, κυρίως, τα κατεργασμένα (πασταλιασμένα) καπνά.
Ξηραντήρι καλαμποκιών (Ξεραντέρ) |
Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΣ ΕΝΔΟΧΩΡΑΣ
Στην ηπειρωτική ενδοχώρα οι αγροτικές κατοικίες, στην πλειονότητά τους είναι ισόγειες και σπανίως διώροφες με ενσωματωμένες τις περισσότερες βοηθητικές λειτουργίες-ελάχιστες ως προς τον αριθμό - στο ίδιο το βασικό τους κτίσμα. Σαφώς διαφέρουν από εκείνες των παραλίων, ως προς τη λειτουργική οργάνωση, το κατασκευαστικό σύστημα και την αρχιτεκτονική σύνθεση.
κατοικιών και τις παραλλαγές τους. Αρχιτεκτονικές ιδιοτυπίες, όπως οι συνενωμένες υπό κοινό δώμα ισόγειες κατοικίες (τύπος «αδελφικού») ή η αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα του «κρυφού δωματίου» στις κατοικίες των κρυπτοχριστιανών, ερμηνεύονται, συνήθως, με βάση την υλική και πνευματική δομή της οικογένειας.
Η ελαχιστοποίηση των φωτιστικών ανοιγμάτων — ως προς τον αριθμό και το μέγεθος - στις κατοικίες της ηπειρωτικής ενδοχώρας, η οφειλόμενη όχι μόνο σε λόγους κλιματικών συνθηκών, αλλά και αμυντικών αναγκών, οδήγησε στην κατασκευή του εκφορικού φεγγίτη οροφής («δρανίου»).
Η διαφοροποιημένη τοπική οικονομία της περιοχής σε σχέση με αυτήν των παραλίων (περιορισμένη γεωργία και κτηνοτροφία, στα πλαίσια της εξυπηρέτησης των τοπικών και μόνον αναγκών), υποχρέωσε σε μικρό αριθμό συνοδευτικών προσκτισμάτων, συναφών με την πρωτογενή παραγωγή και σε ενσωμάτωση των περισσότερων βοηθητικών λειτουργιών σε αυτή της κυρίως κατοικίας.
Στις ορεινές περιοχές του μεσόγειου Πόντου, εκεί όπου η βλάστηση ελαττώνεται σημαντικά, το κλίμα γίνεται ψυχρό και ξηρό, το έδαφος βραχώδες και άγονο, παρ' όλο που το διαρρέουν τακτικά υδάτινα ρέματα, εκεί είναι που απαντούν τα μικρά, δωματοσκέπαστα, εξ ολοκλήρου πετρόκτιστα με πωρόλιθο κτίσματα, πλατυμέτωπα και μακρινάρια, μονώροφα ως επί το πλείστον και σπανιότερα διώροφα, τοποθετημένα με την πλατιά, συνήθως, πλευρά τους παράλληλη προς τις ισοϋψείς καμπύλες του εδάφους και διατηρώντας την πίσω πλευρά τους συχνά λαξευμένη μέσα στο έδαφος (που τις περισσότερες φορές είναι βραχώδες). Βεβαίως, στις περιοχές όπου ο πωρόλιθος σπανίζει (όπως αυτή της Άρδασας), δεν λείπουν και τα πλινθόκτιστα κτίσματα κατοικιών με ενδιάμεσες ξυλοδεσιές, που προέρχονται από τα ελάχιστα δένδρα της περιοχής. Ωστόσο, υπάρχουν και δωματοσκέπαστες κατοικίες, που συνδυάζουν μεικτή τοιχοποιία πέτρας και πλίνθου με ενδιάμεσους οριζόντιους, κατακόρυφους και διαγώνιους ξύλινους συνδέσμους. Σε πολλές περιοχές παρατηρούμε συνένωση δύο ή περισσότερων ισόγειων δωματοσκέπαστων κατοικιών υπό κοινό δώμα κατά τη στενή τους πλευρά. Πρόκειται για τα λεγόμενα «αδελφικά».
Σε όλες τις περιπτώσεις παραλλαγών του ίδιου βασικού τύπου, τα κτίσματα στα οποία αναφερόμαστε είναι ως επί το πλείστον μονώροφα, με κάλυψη οριζόντιου χωμάτινου δώματος. Στο μέσον του δώματος υπήρχε πάντοτε το άνοιγμα του φωτιστικού φεγγίτη, κατασκευασμένο εκφορικά. Με την εξέλιξη της αγροτικής κατοικίας, στους αρχικούς βασικούς χώρους της προστίθενται και άλλοι βοηθητικοί. Μεταξύ αυτών ιδιαίτερη θέση, ιδίως στις κατοικίες της Χαλδίας στην 'Ιμερα, την Κρώμνη ή στο Σταυρίν, κατείχε το «κρυφό δωμάτιο», συνήθως πίσω από το κελάρι, ως χώρος προσευχής των κρυπτοχριστιανών. Εκτός, όμως, από τις ισόγειες δωματοσκέπαστες κατασκευές αγροτικών κατοικιών στην ηπειρωτική ενδοχώρα, υπάρχουν και οι διώροφες, συχνά δε και τριώροφες αντίστοιχες. Στις διώροφες το ισόγειο χρησιμοποιείται για αποθηκευτικές και άλλες βοηθητικές λειτουργίες της οικογένειας, ενώ ο όροφος αποτελεί την κυρίως κατοικία με τους χώρους διαβίωσης, ύπνου και φιλοξενίας.
Στον αγροτικό αυτό χώρο της ορεινής ηπειρωτικής ενδοχώρας, οι διώροφες κατοικίες, συνήθως, αποτελούν εγκαταστάσεις κατ' εξαίρεση, εκτός από ορισμένους οικισμούς, όπως για παράδειγμα, σ' εκείνους της επτάκωμης Σάντας, όπου η επικράτηση του είδους αυτού της κατοικίας - επιβεβλημένη κυρίως από ενδογενείς τοπικές παραμέτρους -επέτρεψε τη δημιουργία οικιστικών συνόλων με ιδιαίτερα (κοινά) τυπολογικά γνωρίσματα (χαρακτηριστικά). Τα αίτια που οδηγούν στην κατασκευή των διώροφων αγροτικών σπιτιών είναι σαφώς διαφορετικά για την κάθε περιοχή. Συγκριτικά με τις αγροτικές κατοικίες των παραλίων, στις αντίστοιχες της ηπειρωτικής ενδοχώρας, τα βοηθητικά προσκτίσματα είναι ελάχιστα ως προς τον αριθμό και το μέγεθος και συχνά ενσωματωμένα στην κυρίως κατοικία. Σε αυτό συντείνει και η αγροτική οικονομία των περιοχών αυτών, ως επί το πλείστον κτηνοτροφική και, μάλιστα, περιορισμένης κλίμακας.
ΚΑΛΥΒΑ ΤΩΝ «ΠΑΡΧΑΡΙΩΝ |
Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΟΡΟΠΕΔΙΩΝ (ΚΑΛΥΒΑ ΤΩΝ «ΠΑΡΧΑΡΙΩΝ»)
Στη ζώνη των οροπεδίων του Πόντου, οι καλύβες των «παρχαρίων», ως κτίσματα εποχικής χρήσης και συγκεκριμένης λειτουργίας, πληρούν τις λειτουργικές και κατασκευαστικές προϋποθέσεις μιας χρονικά περιορισμένης και υπό όρους διαβίωσης (εξυπηρέτηση των κτηνοτροφών για τη βοσκή των κοπαδιών καθ' όλη τη διάρκεια της καλοκαιρίας - Μάιο έως Αύγουστο). Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να βρει επίπεδο σύγκρισης αυτής της κατηγορίας αγροτικών κατοικιών με τις δύο προηγούμενες. Μία παραλλαγή της ισόγειας αγροτικής κατοικίας με περισσότερους του ενός χώρους αποτελούν και τα χαρακτηριστικά «καλύβεα» των «παρχαρίων». Πρόκειται για κτίσματα εποχικής λειτουργίας και εξειδικευμένης χρήσης: καταλύματα για τους βοσκούς των κοπαδιών κατά τους θερινούς μόνο μήνες του χρόνου.
Η εσωτερική τους οργάνωση απλή, εξυπηρετεί τις στοιχειώδεις ανάγκες μιας νομαδικής διαβίωσης. Ως επί το πλείστον, ο εσωτερικός χώρος αυτής της προσωρινής κατοικίας των βοσκοτόπων λειτουργεί ως μία ενότητα και εξυπηρετεί τις ανάγκες των ενοίκων στην απλούστερη δυνατή μορφή τους.
Η κατασκευή των ισόγειων αυτών κτισμάτων είναι λιτή και σε αντιστοιχία με την απλή λειτουργική τους οργάνωση: η εξωτερική τοιχοποιία μεικτή αργολιθοδομή στη βάση και τους πλευρικούς τοίχους, ενώ η μπροστά και η πίσω όψη με μπαγδατί ή με ξύλινες καρφωτές σανίδες. Το ύψος των κτισμάτων αυτών δεν ξεπερνά στο εσωτερικό τα 2,50 μέτρα. Η κάλυψή τους, συνήθως, γίνεται με κεκλιμένη στέγη που φέρει επικάλυψη με «χαρτώματα». Ανοίγματα φωτιστικά, εκτός από αυτό της εισόδου της καλύβας, δεν υπάρχουν. Το δάπεδο παντού είναι χώμα καλά συμπιεσμένο (μόνο στο «κυρίως σπίτι» συχνά συναντούμε ξύλινη — σανιδωτή - επικάλυψη του δαπέδου). Ολοκληρώνοντας αυτήν την προσπάθεια διερεύνησης των μορφών και των λειτουργικών σχέσεων σ' έναν ιστορικό χώρο του πρόσφατου παρελθόντος, διαπιστώνουμε ότι η οικιστική εικόνα και η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του αγροτικού χώρου, εν πολλοίς διατηρήθηκαν «σχηματικά» αμετάβλητες, παρά τις πληθυσμιακές μετακινήσεις που σημειώθηκαν σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Με ιδιαίτερη έμφαση παρατηρείται αυτή η «διατήρηση» στις ορεινές αγροτικές περιοχές του ιστορικού Πόντου και οπωσδήποτε συναρτάται με τις περιβαλλοντικές συνθήκες του γεωγραφικού χώρου και τις ιδιότυπες ιστορικές εξελίξεις σε αυτόν. Είναι δε αδιαμφισβήτητο ότι η παραδοσιακή κοινωνία των ανθρώπων εκείνων, ενδογενώς ανεπτυγμένη, διαμόρφωσε εκεί δυναμικά ένα δομημένο περιβάλλον, το οποίο παραμένοντας διαχρονικά σχεδόν «αναλλοίωτο», εγκαταλειμμένο πλέον σήμερα, διατηρώντας όμως τη βασική του χωρική δομή, επιτρέπει - πιθανά για λίγο χρόνο ακόμη - την έρευνα και τη διαπίστωση αρχών και συνεπειών οργάνωσης.
- Αναπληρώτρια Καθηγήτρια
- Τμήμα Βαλκανικών Σλαβικών & Ανατολικών Σπουδών
- Γνωστικό αντικείμενο: Οικιστική και Πολιτιστική Κληρονομιά στα Βαλκάνια και Παρευξείνιο Χώρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου