Ο ΑΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ του ιστορικού Πόντου υπήρξε διαχρονικά άρρηκτα συνδεδεμένος με σημαντικά ιστορικά γεγονότα και άμεσα επηρεαζόμενος από τις εκάστοτε κρατούσες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή.
Ήδη από τις αρχές του 13ου αιώνα, οπότε και ιδρύθηκε το μεσαιωνικό κράτος των Μεγάλων Κομνηνών, γνωστό στην Ιστορία και ως «Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας», την οικονομική ακμή, όπως ήταν αναμενόμενο, συνόδευσαν η πρόοδος στις τέχνες και τις επιστήμες, η άνθηση της αρχιτεκτονικής και της οικοδομικής δραστηριότητας. Την εποχή εκείνη η ομώνυμη πόλη, πρωτεύουσα του κράτους αυτού, αποτέλεσε σπουδαίο κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου και λαμπρή εστία πολιτισμού.
Μετά την κατάκτηση του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β' (1461), πλήθος δημογραφικών και κοινωνικών ανακατατάξεων επηρέασαν βίαια το οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και το πνευματικό πλαίσιο του χώρου. Τα πρώτα δείγματα δημογραφικής συρρίκνωσης ήταν ευνόητο να παρατηρηθούν στην έως τότε ανθούσα Τραπεζούντα και τις άλλες παράλιες πόλεις, στη συνέχεια δε στον μεσόγειο χώρο του Πόντου.
Όπως ήταν επόμενο, η δημογραφική αυτή και κοινωνική αναστάτωση είχε δυσμενείς επιπτώσεις και στην οικονομική ζωή του τόπου. Η αρχική απομάκρυνση των πλούσιων Ελλήνων γαιοκτημόνων από τα κτήματά τους, ο προσεταιρισμός και η μετατροπή μεγάλων εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης σε οθωμανικά τιμάρια, σε συνδυασμό με τις επισφαλείς συνθήκες διακίνησης των εμπορευμάτων στην ενδοχώρα, δεν άργησαν να οδηγήσουν την ευρύτερη περιοχή του Πόντου σε οικονομικό μαρασμό.
Στο μεταξύ, μέτρα συγκράτησης του πληθυσμού στην πόλη ή την ύπαιθρο, όπως αυτά επιβάλλονταν από τους Οθωμανούς, αποσκοπούσαν στην οικονομική ανάκαμψη και αναζωογόνηση της περιοχής. Αποτρεπτικό, ωστόσο, προς την προηγούμενη προσπάθεια υπήρξε το ισχύον κατά την περίοδο εκείνη φορολογικό σύστημα, που επέβαλε η κεντρική τουρκική διοίκηση. Αυτή ακριβώς η τυραννική διοίκηση οδηγούσε, συχνά, άτομα, ομάδες ή και ολόκληρα χωριά στην εξωμοσία ή τη μετακίνηση σε περιοχές, κυρίως, της ηπειρωτικής ενδοχώρας του Πόντου, όπου τα φυσικά χαρακτηριστικά (το ορεινό, δηλαδή, και το δυσπρόσιτο του τόπου), από κοινού με τον πλούτο του υπεδάφους σε εκμεταλλεύσιμα μεταλλοφόρα κοιτάσματα, αποτελούσαν τις βασικές προϋποθέσεις χωρικής συγκέντρωσης. Αυτός δε ο πλούτος του υπεδάφους, σε συνδυασμό με την αδυναμία από την πλευρά των Οθωμανών για την ορθή διαχείριση των μεταλλοφόρων περιοχών, υποχρέωσε τους τελευταίους στην παραχώρηση ειδικών προνομίων προς τους φυγάδες Έλληνες.
Η ιδιαίτερη αυτή οικονομική ευημερία διατηρήθηκε περίπου μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα. Ήδη από το 1650 και μετά ο χώρος του Πόντου περιήλθε στην απόλυτη κυριαρχία τοπικών Οθωμανών αρχόντων (των ντερεμπέηδων) και αποσπάσθηκε από την κεντρική οθωμανική διοίκηση. Αποτέλεσμα της ιδιόμορφης αυτής τοπικής - τυραννικής δυναστείας ήταν η καθολική ερήμωση των πόλεων - απόρροια της καταπίεσης του ελληνικού πληθυσμού - και η αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος προς την ορεινή και δυσπρόσιτη ποντιακή ενδοχώρα.
Την παρακμή των μεταλλείων, η οποία ιστορικά συνδέεται και με τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1828, ακολούθησε κύμα αντίστροφων μετακινήσεων πληθυσμού από τις μεταλλοφόρες περιοχές του Πόντου προς τη Ρωσία, κατά κύριο λόγο, αλλά και προς τις γειτονικές ποντιακές περιφέρειες, έως και τα παράλια ή τον δυτικό Πόντο, τη λοιπή Μικρά Ασία ή τον Καύκασο.
Από το 1839 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε η εφαρμογή του Χάτι Σερίφ του Γκιουλ Χανέ, το οποίο προέβλεπε περιστολή των αυθαιρεσιών των τοπικών αρχόντων του Πόντου, των ντερεμπέηδων, καθώς και την εξασφάλιση σχετικών ελευθεριών στους υποτελείς στον Σουλτάνο πληθυσμούς. Από το 1856 και μετά, με την επικύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας σε άρθρο του Χάττι Χουμαγιούν, ολοκληρώθηκαν οι μεταρρυθμίσεις που είχαν ήδη αρχίσει να εφαρμόζονται από πριν.
Οι θρησκευτικές αυτές μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα είχαν ως άμεσες συνέπειες, πέρα από την ελεύθερη εκδήλωση του θρησκεύματος των υπηκόων, την ιδιαίτερη οικονομική ανάκαμψη των περισσοτέρων περιοχών του Πόντου, τις συχνότατες δημογραφικές και κοινωνικές ανακατατάξεις και τη σημαντική διαφοροποίηση σε ζητήματα διοίκησης και κοινοτικής οργάνωσης. Ως αποτέλεσμα της οργανωμένης αυτοδιοίκησης, που επικράτησε στον Πόντο, ιδιαίτερα σ' αυτήν την περίοδο, σημειώνουμε την αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα κυρίως στον αστικό χώρο. Ως τα πλέον αντιπροσωπευτικά δείγματα αυτής της δραστηριότητας, θα αναφέρουμε τις νεώτερες αστικές κατοικίες θαυμαστής αρχιτεκτονικής («μέγαρα»), τα επιβλητικά κτίρια τραπεζών, τα κτίρια της εκπαίδευσης — με πλέον αντιπροσωπευτικά αυτά του «Φροντιστηρίου της Τραπεζούντος», καθώς και της Αργυρούπολης.
Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1877-1878, που έληξε με ήττα της Τουρκίας και την απόσπαση απ' αυτήν της περιφέρειας του Καρς καθώς και η γενικότερη πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό του οθωμανικού κράτους ενθάρρυναν ακόμη περισσότερο τις αποικιστικές κινήσεις από την ποντιακή ενδοχώρα, αρχικά προς τα παράλια και αργότερα προς τη Ρωσία. Αυτές οι μεταναστευτικές κινήσεις ισχυρού ποντιακού δυναμικού εκτός της τουρκικής επικράτειας, όπως και οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα, είχαν τις συνέπειές τους και στην οικοδομική δραστηριότητα της περιοχής.
Στην τελευταία, εκτός της εξέλιξης που παρατηρήθηκε, κυρίως λόγω των προνομιακών παραχωρήσεων από τις μεταρρυθμίσεις, ήταν παράλληλα εμφανείς και οι μορφολογικές και λειτουργικές επιδράσεις ξένων αρχιτεκτονικών ρευμάτων, ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
Η αρχιτεκτονική του αστικού χώρου στον Πόντο — και ειδικότερα αυτή της κατοικίας - παρουσιάζει μία ποικιλία τύπων και παραλλαγών. Η αρχιτεκτονική αυτή τυπολογία φαίνεται να επηρεάζεται από μία σειρά διαμορφωτικών παραγόντων, ενδογενών και εξωγενών του γεωγραφικού χώρου αναφοράς μας. Ως τους πλέον κυρίαρχους θα μνημονεύσουμε το κλίμα και τη φύση του τόπου, την τοπική οικονομία, την κοινωνική και οικονομική θέση του χρήστη - ιδιοκτήτη της κατοικίας, τις γνώσεις και την εμπειρία των κατασκευαστών, τις επιρροές εξωγενών λειτουργικών και μορφολογικών αρχιτεκτονικών προτύπων, τα βασικά δομικά υλικά (εγχώρια ή και εισαγόμενα).
Μία πρώτη δυνατή διάκριση της αστικής αυτής αρχιτεκτονικής - βάσει του κριτηρίου μιας τοπικής αρχιτεκτονικής ταυτότητας - μας οδηγεί σε δύο βασικές κατηγορίες, την τυπική αστική κατοικία και το «μεγαλοαστικό μέγαρο». Σαφείς είναι οι διαφοροποιήσεις των δύο αυτών κατηγοριών ως προς τη λειτουργική οργάνωση του χώρου της κατοικίας, αλλά και ως προς τη μορφολογική έκφραση (τόσο του εσωτερικού, όσο και του εξωτερικού της κατοικίας).
Η ΤΥΠΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ
Στην πρώτη αυτή κατηγορία, οι λειτουργίες της κατοικίας συνήθως οργανώνονται σε δύο ή τρία επίπεδα - ορόφους (σπανιότερη είναι η περίπτωση των μονώροφων αστικών κατοικιών στον Πόντο). Στο ισόγειο συγκεντρώνονται οι χώροι της καθημερινής εξυπηρέτησης των ενοίκων μαγειρείο, καθιστικό) και των βοηθητικών λειτουργιών («μαντρίν», αποθήκες), οργανωμένοι, συνήθως, γύρω από έναν μεγάλο κεντρικό χώρο (το «χαγιάτ»). Στον όροφο (ή τους ορόφους) βρίσκονται τα υπνοδωμάτια της οικογένειας και των ξένων, οργανωμένα γύρω από ένα ευρύχωρο καθιστικό. Οι διάφορες τυπολογικές παραλλαγές (ως προς τη λειτουργική οργάνωση της κάτοψης), που εμφανίζονται στη βασική αυτή κατηγορία κατοικιών του αστικού Ποντιακού χώρου, συνήθως σχετίζονται με την κοινωνική τάξη και την οικονομική κατάσταση των ενοίκων.
Στην τυπική αστική κατοικία διακρίνουμε - όσον αφορά τη λειτουργική της οργάνωση -χαρακτηριστικά μιας μετεξελισσόμενης οικογενειακής κοινωνικής διάρθρωσης, σε σχέση μ' εκείνη της αγροτικής αντίστοιχης. Η λειτουργική δομή στις κατοικίες αυτής της κατηγορίας - όπως και στις προαναφερθείσες διώροφες του αγροτικού χώρου - διαμορφώνεται βάσει της ίδιας λογικής: βοηθητικοί χώροι στο ισόγειο, κυρίως κατοικία στον όροφο (ή τους ορόφους).
Οι διαφοροποιήσεις που προκύπτουν σε αρχιτεκτονικό επίπεδο στις αστικές κατοικίες αυτής της κατηγορίας σε οχέση με τις διώροφες του αγροτικού χώρου, κυρίως εντοπίζονται: i) στο είδος και τον αριθμό των βοηθητικών χώρων του ισογείου, προσαρμοσμένων, συνήθως στην τοπική οικονομία και την κοινωνική θέση του ενοίκου,
ii) στον αριθμό και τη διάταξη των δωματίων του ορόφου - ή των ορόφων - και
iii) στην εξωτερική μορφή του κτισμένου κελύφους, η οποία σε κατοικίες του αστικού χώρου ακολουθεί περισσότερο πρότυπα συμμετρίας και τακτικής οργάνωσης των όψεων.
Έτσι, για παράδειγμα, σε αντιπροσωπευτικό τύπο κατοικίας αυτής της κατηγορίας, στο ισόγειο, εκτός από τους βοηθητικούς χώρους:
*του μαγειρείου ή κουζίνας,
*του μαντριού ή και της
* ξυλαποθήκης, της αποθήκης τροφίμων («κελλάρ») υπάρχει και ένας κεντρικός χώρος άμεσα συναρτώμενος με την είσοδο, γνωστός ως «χαγιάτ» (στην περιοχή των Κοτυώρων) ή ως «τσαρτάχ» (στην περιοχή της Αμισού), προορισμένος για διημέρευση και οικιακές ασχολίες των ενοίκων ή και ως ενδεχόμενος χώρος υποδοχής των ξένων.
Συχνά παρατηρούμε στο ισόγειο αυτών των κατοικιών και πίσω από τον κεντρικό αυτό χώρο, ένα υπνοδωμάτιο προορισμένο για τους γέροντες της οικογένειας. Μέσω του κεντρικού χώρου του ισογείου («χαγιάτ» ή «τσαρτάχ») και με τη βοήθεια ξύλινης - και σπανίως πέτρινης σκάλας - υπάρχει πρόσβαση και στα άλλα επίπεδα της κατοικίας (τους ορόφους), όπου βρίσκονται κατά κύριο λόγο τα υπνοδωμάτια της οικογένειας, συνήθως ένας ακόμη κεντρικός χώρος καθιστικού ή και υποδοχής («οτουράκ οτασί» και «βίζιτα οτασί» αντίστοιχα) - ενιαίος ή και διαιρεμένος - και κατά περίπτωση κάποιοι επιπλέον βοηθητικοί χώροι (κουζίνας ή αποχωρητηρίου) προσαρμοσμένοι στο λειτουργικό σενάριο ζωής της κάθε οικογένειας.
Οι τελευταίοι αυτοί βοηθητικοί χώροι του ορόφου συνήθως παρατηρούνται σε φάση κατασκευής υστερόχρονη, σε σχέση με την αρχική της κατοικίας.
Ως βασικά στοιχεία του μόνιμου εξοπλισμού για τις κατοικίες αυτές θα αναφέρουμε την εστία (ή τις εστίες), καθώς και τις βοηθητικές κόγχες εκατέρωθέν της. Επίσης, στον μόνιμο εξοπλισμό περιλαμβάνονται ξύλινες εξέδρες, υπερυψωμένες από τη βασική στάθμη του δαπέδου (περίπου κατά 50-60 εκατοστά του μέτρου), οριοθετημένες με ξύλινα κάγκελα χαμηλού ύψους, οι οποίες βρίσκονται συνήθως στον χώρο υποδοχής και φιλοξενίας και αποτελούν χώρους καθιστικού.
Τα ράφια στους τοίχους του μαγειρείου, τα ντουλάπια και οι εντοιχισμένες στρωματοθήκες θεωρούνται, επίσης, ως μόνιμος εξοπλισμός της κατοικίας.
Τον κινητό, αντίστοιχα, αποτελούν συνήθως τα διάφορα αντικείμενα - σκεύη, τα απαραίτητα στη λειτουργία του σπιτιού, όπως και η επίπλωση των χώρων που δεν συμπεριλαμβάνετε στον μόνιμο εξοπλισμό (τραπέζια, στρώματα, χαλιά). Τα δάπεδα στις κατοικίες αυτές, συνήθως χωμάτινα ή πλακόστρωτα στο α' επίπεδο, είναι ξύλινα στους ορόφους.Όλα τα κουφώματα (εσωτερικά και εξωτερικά) είναι ξύλινα και συνήθως μόνον η κύρια είσοδος φέρει λιτή διακόσμηση εξωτερικά (με χονδρά σιδερένια καρφιά).
Το κατασκευαστικό σύστημα και τα οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή της τυπικής αστικής κατοικίας προφανώς διαφοροποιούνται ανάλογα και με τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου (κλίμα, τοπογραφία, εδαφολογική σύσταση). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι αστικές κατοικίες της Αργυρούπολης, κατασκευασμένες ως προς την εξωτερική τοιχοποιία με λαξευτό πωρόλιθο (τοπικής προέλευσης) και ως προς τη στέγαση με το σύστημα του οριζόντιου δώματος χωμάτινης επικάλυψης, όπως εξάλλου επικρατεί και στον ευρύτερο αγροτικό χώρο.
Τα ανοίγματα στις όψεις των κατοικιών αυτής της κατηγορίας συναρτώνται και με τα δομικά υλικά που χρησιμοποιούνται, αλλά και με τη γενικότερη κατασκευή. Δεν παύουν ωστόσο να υπαγορεύονται και από τις συνθήκες ασφάλειας, αλλά κυρίως από τους ισχύοντες οικοδομικούς κανονισμούς.Έτσι, μεγάλα ανοίγματα παραθύρων παρατηρούμε μόνο στον όροφο και μάλιστα με διάταξη που δημιουργεί συνήθως συμμετρική οργάνωση της όψης Στο ισόγειο τα φωτιστικά ανοίγματα είναι, πολλές φορές, ελάχιστα ως προς τον αριθμό και μικρά ως προς το μέγεθος. Χαρακτηριστική είναι η έλλειψη εξωστών στις όψεις των κατοικιών αυτών, επίσης επιβαλλόμενη, κυρίως από τους ισχύοντες οικοδομικούς κανονισμούς. Οι εξώστες που παρατηρούνται σήμερα στις κατοικίες αυτής της κατηγορίας αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες στην αρχική κατασκευή.
Γενικά η τυπική αστική κατοικία φαίνεται ότι προηγείται χρονικώς του «μεγαλοαστικού μεγάρου». Το τελευταίο εμφανίζεται όψιμα στον αστικό χώρο του Πόντου — και ιδιαίτερα στα παράλια - κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ως αποτέλεσμα εξωγενών επιρροών, άμεσα συναρτώμενων με τη μεγάλη οικονομική και κοινωνική ακμή του β' μισού του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού.
ΤΟ «ΜΕΓΑΛΟΑΣΤΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ»
Στην κατηγορία των «μεγαλοαστικών μεγάρων» ή των επαύλεων των μεγάλων αστικών κέντρων του Πόντου, η τυπική λειτουργική οργάνωση των χώρων διατηρείται, εμπλουτίζεται και συμπληρώνεται με στοιχεία νεωτερισμού. Τα τελευταία ακολουθούν ξένα — συνήθως ευρωπαϊκά -πρότυπα. Στις κατοικίες αυτές είναι εμφανής η διάκριση των λειτουργιών σε ζώνες ημέρας και νύκτας, χωροθετημένες σε διαφορετικά επίπεδα - ορόφους. Βασική επιδίωξη αποτελεί η αύξηση του αριθμού των δωματίων για τη βέλτιστη ανεξάρτητη εξυπηρέτηση του κάθε ενοίκου και η δημιουργία νέων χώρων που σχετίζονται άμεσα με την κοινωνική και οικονομική θέση του ιδιοκτήτη και τη διαμόρφωση ενός νέου τρόπου ζωής της οικογένειας.
Έτσι ο κεντρικός χώρος συγκέντρωσης της οικογένειας στο ισόγειο ή στον όροφο της τυπικής αστικής κατοικίας μετατρέπεται στη μεγαλοαστική κατοικία σε χώρο λειτουργικής διανομής προς τους υπόλοιπους και συμπληρώνεται με ευρύτατους χώρους υποδοχής, τραπεζαρίας, κεντρικού σαλονιού ή ακόμη και γραφείου, αίθουσας μπιλιάρδου και δωματίων υπηρεσίας.
Ο αριθμός των υπνοδωματίων σαφώς αυξάνεται, όπως επίσης οι βοηθητικοί χώροι εξυπηρέτησης (αποχωρητήρια, αποθήκες κ.ά.). Αξιοσημείωτη είναι η ύπαρξη υπογείου σε όλη την έκταση της κάτοψης αυτών των κατοικιών. Στο υπόγειο συνήθως υπάρχουν χώροι αποθηκευτικοί, αλλά και βοηθητικοί (όπως πλυντήρια, στεγνωτήρια, μηχανολογικές εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης, λουτρά τύπου hamam).
Ήδη από τις αρχές του 13ου αιώνα, οπότε και ιδρύθηκε το μεσαιωνικό κράτος των Μεγάλων Κομνηνών, γνωστό στην Ιστορία και ως «Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας», την οικονομική ακμή, όπως ήταν αναμενόμενο, συνόδευσαν η πρόοδος στις τέχνες και τις επιστήμες, η άνθηση της αρχιτεκτονικής και της οικοδομικής δραστηριότητας. Την εποχή εκείνη η ομώνυμη πόλη, πρωτεύουσα του κράτους αυτού, αποτέλεσε σπουδαίο κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου και λαμπρή εστία πολιτισμού.
Μετά την κατάκτηση του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β' (1461), πλήθος δημογραφικών και κοινωνικών ανακατατάξεων επηρέασαν βίαια το οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και το πνευματικό πλαίσιο του χώρου. Τα πρώτα δείγματα δημογραφικής συρρίκνωσης ήταν ευνόητο να παρατηρηθούν στην έως τότε ανθούσα Τραπεζούντα και τις άλλες παράλιες πόλεις, στη συνέχεια δε στον μεσόγειο χώρο του Πόντου.
Φροντιστήριο Τραπεζούντας |
Όπως ήταν επόμενο, η δημογραφική αυτή και κοινωνική αναστάτωση είχε δυσμενείς επιπτώσεις και στην οικονομική ζωή του τόπου. Η αρχική απομάκρυνση των πλούσιων Ελλήνων γαιοκτημόνων από τα κτήματά τους, ο προσεταιρισμός και η μετατροπή μεγάλων εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης σε οθωμανικά τιμάρια, σε συνδυασμό με τις επισφαλείς συνθήκες διακίνησης των εμπορευμάτων στην ενδοχώρα, δεν άργησαν να οδηγήσουν την ευρύτερη περιοχή του Πόντου σε οικονομικό μαρασμό.
Στο μεταξύ, μέτρα συγκράτησης του πληθυσμού στην πόλη ή την ύπαιθρο, όπως αυτά επιβάλλονταν από τους Οθωμανούς, αποσκοπούσαν στην οικονομική ανάκαμψη και αναζωογόνηση της περιοχής. Αποτρεπτικό, ωστόσο, προς την προηγούμενη προσπάθεια υπήρξε το ισχύον κατά την περίοδο εκείνη φορολογικό σύστημα, που επέβαλε η κεντρική τουρκική διοίκηση. Αυτή ακριβώς η τυραννική διοίκηση οδηγούσε, συχνά, άτομα, ομάδες ή και ολόκληρα χωριά στην εξωμοσία ή τη μετακίνηση σε περιοχές, κυρίως, της ηπειρωτικής ενδοχώρας του Πόντου, όπου τα φυσικά χαρακτηριστικά (το ορεινό, δηλαδή, και το δυσπρόσιτο του τόπου), από κοινού με τον πλούτο του υπεδάφους σε εκμεταλλεύσιμα μεταλλοφόρα κοιτάσματα, αποτελούσαν τις βασικές προϋποθέσεις χωρικής συγκέντρωσης. Αυτός δε ο πλούτος του υπεδάφους, σε συνδυασμό με την αδυναμία από την πλευρά των Οθωμανών για την ορθή διαχείριση των μεταλλοφόρων περιοχών, υποχρέωσε τους τελευταίους στην παραχώρηση ειδικών προνομίων προς τους φυγάδες Έλληνες.
Η ιδιαίτερη αυτή οικονομική ευημερία διατηρήθηκε περίπου μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα. Ήδη από το 1650 και μετά ο χώρος του Πόντου περιήλθε στην απόλυτη κυριαρχία τοπικών Οθωμανών αρχόντων (των ντερεμπέηδων) και αποσπάσθηκε από την κεντρική οθωμανική διοίκηση. Αποτέλεσμα της ιδιόμορφης αυτής τοπικής - τυραννικής δυναστείας ήταν η καθολική ερήμωση των πόλεων - απόρροια της καταπίεσης του ελληνικού πληθυσμού - και η αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος προς την ορεινή και δυσπρόσιτη ποντιακή ενδοχώρα.
Την παρακμή των μεταλλείων, η οποία ιστορικά συνδέεται και με τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1828, ακολούθησε κύμα αντίστροφων μετακινήσεων πληθυσμού από τις μεταλλοφόρες περιοχές του Πόντου προς τη Ρωσία, κατά κύριο λόγο, αλλά και προς τις γειτονικές ποντιακές περιφέρειες, έως και τα παράλια ή τον δυτικό Πόντο, τη λοιπή Μικρά Ασία ή τον Καύκασο.
Από το 1839 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε η εφαρμογή του Χάτι Σερίφ του Γκιουλ Χανέ, το οποίο προέβλεπε περιστολή των αυθαιρεσιών των τοπικών αρχόντων του Πόντου, των ντερεμπέηδων, καθώς και την εξασφάλιση σχετικών ελευθεριών στους υποτελείς στον Σουλτάνο πληθυσμούς. Από το 1856 και μετά, με την επικύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας σε άρθρο του Χάττι Χουμαγιούν, ολοκληρώθηκαν οι μεταρρυθμίσεις που είχαν ήδη αρχίσει να εφαρμόζονται από πριν.
Οι θρησκευτικές αυτές μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα είχαν ως άμεσες συνέπειες, πέρα από την ελεύθερη εκδήλωση του θρησκεύματος των υπηκόων, την ιδιαίτερη οικονομική ανάκαμψη των περισσοτέρων περιοχών του Πόντου, τις συχνότατες δημογραφικές και κοινωνικές ανακατατάξεις και τη σημαντική διαφοροποίηση σε ζητήματα διοίκησης και κοινοτικής οργάνωσης. Ως αποτέλεσμα της οργανωμένης αυτοδιοίκησης, που επικράτησε στον Πόντο, ιδιαίτερα σ' αυτήν την περίοδο, σημειώνουμε την αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα κυρίως στον αστικό χώρο. Ως τα πλέον αντιπροσωπευτικά δείγματα αυτής της δραστηριότητας, θα αναφέρουμε τις νεώτερες αστικές κατοικίες θαυμαστής αρχιτεκτονικής («μέγαρα»), τα επιβλητικά κτίρια τραπεζών, τα κτίρια της εκπαίδευσης — με πλέον αντιπροσωπευτικά αυτά του «Φροντιστηρίου της Τραπεζούντος», καθώς και της Αργυρούπολης.
Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1877-1878, που έληξε με ήττα της Τουρκίας και την απόσπαση απ' αυτήν της περιφέρειας του Καρς καθώς και η γενικότερη πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό του οθωμανικού κράτους ενθάρρυναν ακόμη περισσότερο τις αποικιστικές κινήσεις από την ποντιακή ενδοχώρα, αρχικά προς τα παράλια και αργότερα προς τη Ρωσία. Αυτές οι μεταναστευτικές κινήσεις ισχυρού ποντιακού δυναμικού εκτός της τουρκικής επικράτειας, όπως και οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα, είχαν τις συνέπειές τους και στην οικοδομική δραστηριότητα της περιοχής.
Στην τελευταία, εκτός της εξέλιξης που παρατηρήθηκε, κυρίως λόγω των προνομιακών παραχωρήσεων από τις μεταρρυθμίσεις, ήταν παράλληλα εμφανείς και οι μορφολογικές και λειτουργικές επιδράσεις ξένων αρχιτεκτονικών ρευμάτων, ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές.
Σπίτι Θεοφύλακτου στην Τραπεζούντα |
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
Η αρχιτεκτονική του αστικού χώρου στον Πόντο — και ειδικότερα αυτή της κατοικίας - παρουσιάζει μία ποικιλία τύπων και παραλλαγών. Η αρχιτεκτονική αυτή τυπολογία φαίνεται να επηρεάζεται από μία σειρά διαμορφωτικών παραγόντων, ενδογενών και εξωγενών του γεωγραφικού χώρου αναφοράς μας. Ως τους πλέον κυρίαρχους θα μνημονεύσουμε το κλίμα και τη φύση του τόπου, την τοπική οικονομία, την κοινωνική και οικονομική θέση του χρήστη - ιδιοκτήτη της κατοικίας, τις γνώσεις και την εμπειρία των κατασκευαστών, τις επιρροές εξωγενών λειτουργικών και μορφολογικών αρχιτεκτονικών προτύπων, τα βασικά δομικά υλικά (εγχώρια ή και εισαγόμενα).
Μία πρώτη δυνατή διάκριση της αστικής αυτής αρχιτεκτονικής - βάσει του κριτηρίου μιας τοπικής αρχιτεκτονικής ταυτότητας - μας οδηγεί σε δύο βασικές κατηγορίες, την τυπική αστική κατοικία και το «μεγαλοαστικό μέγαρο». Σαφείς είναι οι διαφοροποιήσεις των δύο αυτών κατηγοριών ως προς τη λειτουργική οργάνωση του χώρου της κατοικίας, αλλά και ως προς τη μορφολογική έκφραση (τόσο του εσωτερικού, όσο και του εξωτερικού της κατοικίας).
Η ΤΥΠΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ
Στην πρώτη αυτή κατηγορία, οι λειτουργίες της κατοικίας συνήθως οργανώνονται σε δύο ή τρία επίπεδα - ορόφους (σπανιότερη είναι η περίπτωση των μονώροφων αστικών κατοικιών στον Πόντο). Στο ισόγειο συγκεντρώνονται οι χώροι της καθημερινής εξυπηρέτησης των ενοίκων μαγειρείο, καθιστικό) και των βοηθητικών λειτουργιών («μαντρίν», αποθήκες), οργανωμένοι, συνήθως, γύρω από έναν μεγάλο κεντρικό χώρο (το «χαγιάτ»). Στον όροφο (ή τους ορόφους) βρίσκονται τα υπνοδωμάτια της οικογένειας και των ξένων, οργανωμένα γύρω από ένα ευρύχωρο καθιστικό. Οι διάφορες τυπολογικές παραλλαγές (ως προς τη λειτουργική οργάνωση της κάτοψης), που εμφανίζονται στη βασική αυτή κατηγορία κατοικιών του αστικού Ποντιακού χώρου, συνήθως σχετίζονται με την κοινωνική τάξη και την οικονομική κατάσταση των ενοίκων.
Τα βασικά οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή των κατοικιών αυτών, συνήθως είναι εγχώριας προέλευσης: ξύλο και πέτρα ή πλίνθος για την εξωτερική τοιχοποιία (σε μεικτό συνήθως σύστημα), ξύλο για το δάπεδο του ορόφου, όπως και για τη στέγη, η οποία όταν είναι επικλινής καλύπτεται με κεραμίδια εγχώριας παραγωγής. Τα δομικά αυτά υλικά, συγκρινόμενα με τα εισαγόμενα σε μεταγενέστερη περίοδο (τέλος 19ου - αρχές 20ού αιώνα) εν μέρει περιορίζουν τις κατασκευαστικές δυνατότητες των εντόπιων, συνήθως, τεχνιτών.
Η εισαγωγή και η χρήση του μορφοποιημένου σιδήρου από τις αρχές του 20ου αιώνα στην αστική αρχιτεκτονική προδιαγράφει μεγαλύτερες κατασκευαστικές δυνατότητες και νέα αρχιτεκτονική έκφραση, κυρίως για τις κατοικίες της άλλης κατηγορίας, τα «μεγαλοαστικά μέγαρα».Στην τυπική αστική κατοικία διακρίνουμε - όσον αφορά τη λειτουργική της οργάνωση -χαρακτηριστικά μιας μετεξελισσόμενης οικογενειακής κοινωνικής διάρθρωσης, σε σχέση μ' εκείνη της αγροτικής αντίστοιχης. Η λειτουργική δομή στις κατοικίες αυτής της κατηγορίας - όπως και στις προαναφερθείσες διώροφες του αγροτικού χώρου - διαμορφώνεται βάσει της ίδιας λογικής: βοηθητικοί χώροι στο ισόγειο, κυρίως κατοικία στον όροφο (ή τους ορόφους).
Οι διαφοροποιήσεις που προκύπτουν σε αρχιτεκτονικό επίπεδο στις αστικές κατοικίες αυτής της κατηγορίας σε οχέση με τις διώροφες του αγροτικού χώρου, κυρίως εντοπίζονται: i) στο είδος και τον αριθμό των βοηθητικών χώρων του ισογείου, προσαρμοσμένων, συνήθως στην τοπική οικονομία και την κοινωνική θέση του ενοίκου,
ii) στον αριθμό και τη διάταξη των δωματίων του ορόφου - ή των ορόφων - και
iii) στην εξωτερική μορφή του κτισμένου κελύφους, η οποία σε κατοικίες του αστικού χώρου ακολουθεί περισσότερο πρότυπα συμμετρίας και τακτικής οργάνωσης των όψεων.
Έτσι, για παράδειγμα, σε αντιπροσωπευτικό τύπο κατοικίας αυτής της κατηγορίας, στο ισόγειο, εκτός από τους βοηθητικούς χώρους:
*του μαγειρείου ή κουζίνας,
*του μαντριού ή και της
* ξυλαποθήκης, της αποθήκης τροφίμων («κελλάρ») υπάρχει και ένας κεντρικός χώρος άμεσα συναρτώμενος με την είσοδο, γνωστός ως «χαγιάτ» (στην περιοχή των Κοτυώρων) ή ως «τσαρτάχ» (στην περιοχή της Αμισού), προορισμένος για διημέρευση και οικιακές ασχολίες των ενοίκων ή και ως ενδεχόμενος χώρος υποδοχής των ξένων.
Συχνά παρατηρούμε στο ισόγειο αυτών των κατοικιών και πίσω από τον κεντρικό αυτό χώρο, ένα υπνοδωμάτιο προορισμένο για τους γέροντες της οικογένειας. Μέσω του κεντρικού χώρου του ισογείου («χαγιάτ» ή «τσαρτάχ») και με τη βοήθεια ξύλινης - και σπανίως πέτρινης σκάλας - υπάρχει πρόσβαση και στα άλλα επίπεδα της κατοικίας (τους ορόφους), όπου βρίσκονται κατά κύριο λόγο τα υπνοδωμάτια της οικογένειας, συνήθως ένας ακόμη κεντρικός χώρος καθιστικού ή και υποδοχής («οτουράκ οτασί» και «βίζιτα οτασί» αντίστοιχα) - ενιαίος ή και διαιρεμένος - και κατά περίπτωση κάποιοι επιπλέον βοηθητικοί χώροι (κουζίνας ή αποχωρητηρίου) προσαρμοσμένοι στο λειτουργικό σενάριο ζωής της κάθε οικογένειας.
Οι τελευταίοι αυτοί βοηθητικοί χώροι του ορόφου συνήθως παρατηρούνται σε φάση κατασκευής υστερόχρονη, σε σχέση με την αρχική της κατοικίας.
Ως βασικά στοιχεία του μόνιμου εξοπλισμού για τις κατοικίες αυτές θα αναφέρουμε την εστία (ή τις εστίες), καθώς και τις βοηθητικές κόγχες εκατέρωθέν της. Επίσης, στον μόνιμο εξοπλισμό περιλαμβάνονται ξύλινες εξέδρες, υπερυψωμένες από τη βασική στάθμη του δαπέδου (περίπου κατά 50-60 εκατοστά του μέτρου), οριοθετημένες με ξύλινα κάγκελα χαμηλού ύψους, οι οποίες βρίσκονται συνήθως στον χώρο υποδοχής και φιλοξενίας και αποτελούν χώρους καθιστικού.
Τα ράφια στους τοίχους του μαγειρείου, τα ντουλάπια και οι εντοιχισμένες στρωματοθήκες θεωρούνται, επίσης, ως μόνιμος εξοπλισμός της κατοικίας.
Τον κινητό, αντίστοιχα, αποτελούν συνήθως τα διάφορα αντικείμενα - σκεύη, τα απαραίτητα στη λειτουργία του σπιτιού, όπως και η επίπλωση των χώρων που δεν συμπεριλαμβάνετε στον μόνιμο εξοπλισμό (τραπέζια, στρώματα, χαλιά). Τα δάπεδα στις κατοικίες αυτές, συνήθως χωμάτινα ή πλακόστρωτα στο α' επίπεδο, είναι ξύλινα στους ορόφους.Όλα τα κουφώματα (εσωτερικά και εξωτερικά) είναι ξύλινα και συνήθως μόνον η κύρια είσοδος φέρει λιτή διακόσμηση εξωτερικά (με χονδρά σιδερένια καρφιά).
Το κατασκευαστικό σύστημα και τα οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή της τυπικής αστικής κατοικίας προφανώς διαφοροποιούνται ανάλογα και με τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου (κλίμα, τοπογραφία, εδαφολογική σύσταση). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι αστικές κατοικίες της Αργυρούπολης, κατασκευασμένες ως προς την εξωτερική τοιχοποιία με λαξευτό πωρόλιθο (τοπικής προέλευσης) και ως προς τη στέγαση με το σύστημα του οριζόντιου δώματος χωμάτινης επικάλυψης, όπως εξάλλου επικρατεί και στον ευρύτερο αγροτικό χώρο.
Τα ανοίγματα στις όψεις των κατοικιών αυτής της κατηγορίας συναρτώνται και με τα δομικά υλικά που χρησιμοποιούνται, αλλά και με τη γενικότερη κατασκευή. Δεν παύουν ωστόσο να υπαγορεύονται και από τις συνθήκες ασφάλειας, αλλά κυρίως από τους ισχύοντες οικοδομικούς κανονισμούς.Έτσι, μεγάλα ανοίγματα παραθύρων παρατηρούμε μόνο στον όροφο και μάλιστα με διάταξη που δημιουργεί συνήθως συμμετρική οργάνωση της όψης Στο ισόγειο τα φωτιστικά ανοίγματα είναι, πολλές φορές, ελάχιστα ως προς τον αριθμό και μικρά ως προς το μέγεθος. Χαρακτηριστική είναι η έλλειψη εξωστών στις όψεις των κατοικιών αυτών, επίσης επιβαλλόμενη, κυρίως από τους ισχύοντες οικοδομικούς κανονισμούς. Οι εξώστες που παρατηρούνται σήμερα στις κατοικίες αυτής της κατηγορίας αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες στην αρχική κατασκευή.
Γενικά η τυπική αστική κατοικία φαίνεται ότι προηγείται χρονικώς του «μεγαλοαστικού μεγάρου». Το τελευταίο εμφανίζεται όψιμα στον αστικό χώρο του Πόντου — και ιδιαίτερα στα παράλια - κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ως αποτέλεσμα εξωγενών επιρροών, άμεσα συναρτώμενων με τη μεγάλη οικονομική και κοινωνική ακμή του β' μισού του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού.
Σινώπη |
ΤΟ «ΜΕΓΑΛΟΑΣΤΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ»
Στην κατηγορία των «μεγαλοαστικών μεγάρων» ή των επαύλεων των μεγάλων αστικών κέντρων του Πόντου, η τυπική λειτουργική οργάνωση των χώρων διατηρείται, εμπλουτίζεται και συμπληρώνεται με στοιχεία νεωτερισμού. Τα τελευταία ακολουθούν ξένα — συνήθως ευρωπαϊκά -πρότυπα. Στις κατοικίες αυτές είναι εμφανής η διάκριση των λειτουργιών σε ζώνες ημέρας και νύκτας, χωροθετημένες σε διαφορετικά επίπεδα - ορόφους. Βασική επιδίωξη αποτελεί η αύξηση του αριθμού των δωματίων για τη βέλτιστη ανεξάρτητη εξυπηρέτηση του κάθε ενοίκου και η δημιουργία νέων χώρων που σχετίζονται άμεσα με την κοινωνική και οικονομική θέση του ιδιοκτήτη και τη διαμόρφωση ενός νέου τρόπου ζωής της οικογένειας.
Έτσι ο κεντρικός χώρος συγκέντρωσης της οικογένειας στο ισόγειο ή στον όροφο της τυπικής αστικής κατοικίας μετατρέπεται στη μεγαλοαστική κατοικία σε χώρο λειτουργικής διανομής προς τους υπόλοιπους και συμπληρώνεται με ευρύτατους χώρους υποδοχής, τραπεζαρίας, κεντρικού σαλονιού ή ακόμη και γραφείου, αίθουσας μπιλιάρδου και δωματίων υπηρεσίας.
Ο αριθμός των υπνοδωματίων σαφώς αυξάνεται, όπως επίσης οι βοηθητικοί χώροι εξυπηρέτησης (αποχωρητήρια, αποθήκες κ.ά.). Αξιοσημείωτη είναι η ύπαρξη υπογείου σε όλη την έκταση της κάτοψης αυτών των κατοικιών. Στο υπόγειο συνήθως υπάρχουν χώροι αποθηκευτικοί, αλλά και βοηθητικοί (όπως πλυντήρια, στεγνωτήρια, μηχανολογικές εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης, λουτρά τύπου hamam).
Νεωτερισμοί, όμως, δεν παρατηρούνται μόνον ως προς τη λειτουργική οργάνωση της κάτοψης, αλλά και ως προς τη μορφή της κατοικίας. Ο πλούσιος και ποικιλόμορφος εσωτερικός διάκοσμος των μεγαλοαστικών αυτών κατοικιών, σε συνδυασμό με εισαγόμενες τεχνολογίες (κυρίως όσον αφορά τα δίκτυα εσωτερικών εγκαταστάσεων ύδρευσης, θέρμανσης κ.ά.) και με τα νέα δομικά υλικά από την Ευρώπη εναρμονίζεται με μια μεγαλειώδη εξωτερική αρχιτεκτονική έκφραση.
Προφανώς, η ύπαρξη εξωστών ή υαλόφρακτων προεξοχών στους ορόφους, καθώς και η εμφάνιση προστώων εισόδου ή επιβλητικών κλιμακοστασίων σε πολλές από τις κατοικίες αυτές, άμεσα συναρτώνται και με τις κατασκευαστικές δυνατότητες που εξασφαλίζουν οι νεοεισαγόμενες τεχνολογίες και τα νέα δομικά υλικά (όπως ο μορφοποιημένος σίδηρος). Επιβλητικές είσοδοι, μεγαλοπρεπείς εξώστες, διακοσμητικά μοτίβα πλαισίωσης των όψεων και των ανοιγμάτων - θυρών και παραθύρων — εκλεκτικιστικοί συνδυασμοί στοιχείων ανατολίτικων και δυτικών καταβολών - αναφορές κυρίως στην αρχιτεκτονική του Art Nouveau και του Νεοκλασικισμού, αφομοιώνονται εντυπωσιακά στο μνημειακό ύφος των μεγαλοαστικών αυτών σπιτιών, μαρτυρώντας παράλληλα με την κοινωνική και οικονομική θέση των ιδιοκτητών τους και τη συμμετοχή αρχιτεκτόνων στον σχεδίασμά τους. Αυτό δε το τελευταίο μαρτυρεί και η ύπαρξη αρχιτεκτονικών σχεδίων για πολλές από τις κατοικίες αυτές.
Εξάλλου, αρχιτέκτονες - οι περισσότεροι μάλιστα με σπουδές στην Ευρώπη - σχεδιάζουν και τα περισσότερα από τα δημόσια ή κοινής ωφέλειας κτίσματα αυτής της περιόδου, θαυμαστά δείγματα εργονομικής λειτουργικής οργάνωσης και λιτού — ωστόσο επιβλητικού — αρχιτεκτονικού ύφους. Ως τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα της μνημειακής αυτής αρχιτεκτονικής, εκτός των αστικών κατοικιών, θα αναφέρουμε τα κτίρια των μεγάλων τραπεζών (Καπαγιαννίδη, Φωστηρόπουλου, Τράπεζας Αθηνών), το κτίριο της Μέριμνας στην Τραπεζούντα, τα κτίρια του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντος (1902) του Κολεγίου Ανατόλια της Μερζιφούντας (1886), της Ψωμιάδειου Σχολής Κοτυώρων, των Σχολείων της Νικόπολης, της Μπάφρας των Σουρμένων, της Αμισού, κ.ά.
- Αναπληρώτρια Καθηγήτρια
- Τμήμα Βαλκανικών Σλαβικών & Ανατολικών Σπουδών
- Γνωστικό αντικείμενο: Οικιστική και Πολιτιστική Κληρονομιά στα Βαλκάνια και Παρευξείνιο Χώρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου