Αμέσως μετά τα γεγονότα του 1857, που δημιούργησαν κάποια κοινωνική αναστάτωση στην περιοχή, οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου έγιναν θύματα βίαιων αντιδράσεων και βασανιστηρίων, σε όλη τους την ένταση. Οι απειλές στρέφονταν ακόμη και σ' εκείνους - κάπου 400 οικογένειες - που δεν πρόλαβαν να παρουσιαστούν στην Τραπεζούντα και να δηλώσουν την απόφασή τους. Ήδη οι τουρκικές αρχές κατάφεραν να διαλύσουν την αρμόδια επιτροπή, πριν καλά - καλά ολοκληρώσει το έργο της.
Μια σειρά εκθέσεων του Άγγλου αναπληρωτή προξένου Τραπεζούντας F.l. Stevens αποκαλύπτει την εικόνα των μαρτυρίων που τράβηξαν οι Κρωμιώτες αυτή την περίοδο. Ειδικότερα, σε υπόμνημά του, της 5 Μαΐου 1859, επισημαίνει ότι ο πασάς και διοικητής Ιτζέτ Αχμέτ, τελούσε υπό την επιρροή του Τεφτερντάρ πασά, που έτρεφε βαθιά εχθρικά αισθήματα για όλους τους χριστιανούς. Γι' αυτό και οι κάτοικοι της περιοχής υπέφεραν τα πάνδεινα τους τελευταίους δύο μήνες, πράγμα που θα μπορούσε ν' αποφευχθεί μ' ένα δραστήριο διοικητή.
Στη συνέχεια, συνυποβάλλει δύο αναφορές - καταγγελίες άλλων για έκτροπα και βασανιστήρια. Η πρώτη απευθυνόταν στον ίδιο τον Stevens, και κατάγγελλε ότι κάπου 100 χριστιανοί, που ονομάζονται Κρωμναίοι, νέοι και γέροι, προπηλακίστηκαν, βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν, μαζί με τους κοινούς κλέφτες και δολοφόνους, στις 16/28 Μάρτη του 1859. Κι αυτό, γιατί τόλμησαν να φανερώσουν τη χριστιανική τους πίστη. Έντεκα απ' αυτούς, κάθε ηλικίας, είχαν μεταφερθεί στην Κων/πολη με την πρόφαση ότι δεν κατατάσσονταν στον οθωμανικό στρατό, στην πραγματικότητα, όμως, για να τιμωρηθούν με βαρύτερες ποινές.
Οι Οθωμανοί, βέβαια, επικαλούνταν συχνά τη δικαιολογία ότι οι Κρωμιώτες αισθάνονταν αισθήματα αγάπης για τη Ρωσία και ότι επιδίωκαν την αναγνώρισή τους, για ν' αποφύγουν τη στράτευση. Περ' απ' αυτά, στην περιοχή Κιμισχανά (Αργυρούπολης) πάμπολλοι Κρωμιώτες ρίχτηκαν στις φυλακές την Παρασκευή του Ραμαζανίου και εξαγόρασαν την ελευθερία τους με 2.000 πιάστρα, για να ξανασυλληφθούν αμέσως μετά. Ήταν βέβαιο ότι η ζωή 2.000 περίπου ατόμων βρισκόταν σε κίνδυνο. Την αναφορά υπογράφουν 9 Κρωμιώτες.
Κλείνοντας την έκθεσή του ο Stevens αναφέρει ότι, μαζί με τον Πρώσο Πρόξενο, έκαναν παραστάσεις στον πασά Τραπεζούντας, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να αποσπάσουν κάποιες χλιαρές υποσχέσεις.
Η δεύτερη έγγραφη καταγγελία, την οποία συνυπέβαλε ο Άγγλος Πρόξενος, προερχόταν από τον έμπορο Νικόλαο Σαυρόπουλο, κάτοικο της κωμόπολης Πουλαντζάκ, και απευθυνόταν στο Μητροπολίτη Τραπεζούντας Κωνστάντιο. Ο εν λόγω έμπορος κατάγγελλε την απάνθρωπη, βάναυση και ανίερη συμπεριφορά των τουρκικών αρχών στην κηδεία της αδελφής του Κυριακής Σαυροπούλου: Με το αιτιολογικό ότι η γυναίκα ήταν Tουρκάλα, με το όνομα Αϊσέ, και ότι, μόλις πέθανε, οι ιερείς έκλεψαν το πτώμα και το πήγαν σε εκκλησία, δεν άφησαν να γίνει η κηδεία κατά τα χριστιανικά έθιμα. Αντίθετα, παρά τις αντιδράσεις των ιερέων, των προυχόντων και του αδελφού της, οι ζαπτιέδες (χωροφύλακες) όρμησαν στην εκκλησία, άρπαξαν τη νεκρή και την έθαψαν, ατιμασμένη, στο τουρκικό νεκροταφείο. Πρωταγωνιστές, σ' αυτή την πράξη ιεροσυλίας ήταν: ο μουδίρης της Πουλαντζάκ, ο αξιωματικός της αστυνομίας και ο καϊμακάμης Κερασούντας.
Χαρακτηριστική είναι και μια άλλη περίπτωση. Ανάμεσα σ' αυτούς που δεν πρόλαβαν την επιτροπή του 1857 και ήρθαν να δηλώσουν την απόφασή τους μετά τη διάλυσή της, ήταν και 30 περίπου οικογένειες από το χωριό Μαζελέρ περιοχής Τραπεζούντας. Το αποτέλεσμα ήταν να πληρώσουν πολύ ακριβά το τόλμημά τους: Πρώτα - πρώτα, ρίχτηκαν στις φυλακές Τραπεζούντας και βασανίστηκαν τόσο βάναυσα, ώστε 14 απ' αυτούς να βρουν εκεί οικτρό θάνατο. Έπειτα, όταν, ύστερα από επεμβάσεις των Δυνάμεων, αποφυλακίστηκαν και γύρισαν στο χωριό τους, βρήκαν τα σπίτια τους πέρα για πέρα ρημαγμένα και λεηλατημένα, ενώ σι φανατικοί μουσουλμάνοι αγάδες, της γνωστής οικογένειας Μακούλογλου, δεν έπαυαν να τους εκβιάζουν και να τους απειλούν.
Αλλά και 20 χρόνια αργότερα (1877) η κατάσταση δε φαίνεται ν’ αλλάζει και πολύ. Σε μια σειρά εκθέσεων του ελληνικού Υποπροξενείου Τραπεζούντας διεκτραγωδείται το άθλιο κατάντημα του ελληνισμού της περιοχής. Όσο κι αν η αιτία του κακού εντοπιζόταν στην απουσία άξιου ιεράρχη, ωστόσο είναι χαρακτηριστικό ότι, και σ’ αυτήν ακόμη την περίοδο, τόσα χρόνια μετά τις πρώτες κινητοποιήσεις, αναφέρονταν περιπτώσεις βίαιων αποπλανήσεων και εξωμόσεων στα χωριά Σούρμενα, Μεσαρέα και Κοιλάδι. Σημειώνονταν ακόμη συχνές κακοποιήσεις ιερέων και πυρπολήσεις ή βεβηλώσεις εκκλησιών, αλλά και φόνοι και ληστείες, που διαπράττονταν ακόμα και σ' αυτά τα περίχωρα της Τραπεζούντας.
Στη συνέχεια, συνυποβάλλει δύο αναφορές - καταγγελίες άλλων για έκτροπα και βασανιστήρια. Η πρώτη απευθυνόταν στον ίδιο τον Stevens, και κατάγγελλε ότι κάπου 100 χριστιανοί, που ονομάζονται Κρωμναίοι, νέοι και γέροι, προπηλακίστηκαν, βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν, μαζί με τους κοινούς κλέφτες και δολοφόνους, στις 16/28 Μάρτη του 1859. Κι αυτό, γιατί τόλμησαν να φανερώσουν τη χριστιανική τους πίστη. Έντεκα απ' αυτούς, κάθε ηλικίας, είχαν μεταφερθεί στην Κων/πολη με την πρόφαση ότι δεν κατατάσσονταν στον οθωμανικό στρατό, στην πραγματικότητα, όμως, για να τιμωρηθούν με βαρύτερες ποινές.
Οι Οθωμανοί, βέβαια, επικαλούνταν συχνά τη δικαιολογία ότι οι Κρωμιώτες αισθάνονταν αισθήματα αγάπης για τη Ρωσία και ότι επιδίωκαν την αναγνώρισή τους, για ν' αποφύγουν τη στράτευση. Περ' απ' αυτά, στην περιοχή Κιμισχανά (Αργυρούπολης) πάμπολλοι Κρωμιώτες ρίχτηκαν στις φυλακές την Παρασκευή του Ραμαζανίου και εξαγόρασαν την ελευθερία τους με 2.000 πιάστρα, για να ξανασυλληφθούν αμέσως μετά. Ήταν βέβαιο ότι η ζωή 2.000 περίπου ατόμων βρισκόταν σε κίνδυνο. Την αναφορά υπογράφουν 9 Κρωμιώτες.
Κλείνοντας την έκθεσή του ο Stevens αναφέρει ότι, μαζί με τον Πρώσο Πρόξενο, έκαναν παραστάσεις στον πασά Τραπεζούντας, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να αποσπάσουν κάποιες χλιαρές υποσχέσεις.
Η δεύτερη έγγραφη καταγγελία, την οποία συνυπέβαλε ο Άγγλος Πρόξενος, προερχόταν από τον έμπορο Νικόλαο Σαυρόπουλο, κάτοικο της κωμόπολης Πουλαντζάκ, και απευθυνόταν στο Μητροπολίτη Τραπεζούντας Κωνστάντιο. Ο εν λόγω έμπορος κατάγγελλε την απάνθρωπη, βάναυση και ανίερη συμπεριφορά των τουρκικών αρχών στην κηδεία της αδελφής του Κυριακής Σαυροπούλου: Με το αιτιολογικό ότι η γυναίκα ήταν Tουρκάλα, με το όνομα Αϊσέ, και ότι, μόλις πέθανε, οι ιερείς έκλεψαν το πτώμα και το πήγαν σε εκκλησία, δεν άφησαν να γίνει η κηδεία κατά τα χριστιανικά έθιμα. Αντίθετα, παρά τις αντιδράσεις των ιερέων, των προυχόντων και του αδελφού της, οι ζαπτιέδες (χωροφύλακες) όρμησαν στην εκκλησία, άρπαξαν τη νεκρή και την έθαψαν, ατιμασμένη, στο τουρκικό νεκροταφείο. Πρωταγωνιστές, σ' αυτή την πράξη ιεροσυλίας ήταν: ο μουδίρης της Πουλαντζάκ, ο αξιωματικός της αστυνομίας και ο καϊμακάμης Κερασούντας.
ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑ |
Αλλά και 20 χρόνια αργότερα (1877) η κατάσταση δε φαίνεται ν’ αλλάζει και πολύ. Σε μια σειρά εκθέσεων του ελληνικού Υποπροξενείου Τραπεζούντας διεκτραγωδείται το άθλιο κατάντημα του ελληνισμού της περιοχής. Όσο κι αν η αιτία του κακού εντοπιζόταν στην απουσία άξιου ιεράρχη, ωστόσο είναι χαρακτηριστικό ότι, και σ’ αυτήν ακόμη την περίοδο, τόσα χρόνια μετά τις πρώτες κινητοποιήσεις, αναφέρονταν περιπτώσεις βίαιων αποπλανήσεων και εξωμόσεων στα χωριά Σούρμενα, Μεσαρέα και Κοιλάδι. Σημειώνονταν ακόμη συχνές κακοποιήσεις ιερέων και πυρπολήσεις ή βεβηλώσεις εκκλησιών, αλλά και φόνοι και ληστείες, που διαπράττονταν ακόμα και σ' αυτά τα περίχωρα της Τραπεζούντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου