Οι πρόσφυγες στις νέες πατρίδες ΜΕΡΟΣ 4ο

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Ε. Βενιζέλος
Την ίδια γνώμη εξέφρασε λίγο αργότερα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν σε προεκλογική ομιλία του παραδέχτηκε: «Η άφιξη των 120 μυριάδων προσφύγων υπήρξε ευλογία για το Ελληνικόν Κράτος».
Ωστόσο, το συγκεκριμένο ελληνικό θαύμα δεν θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα αν δε συνέπραττε ουσιαστικά και η Επαναστατική Κυβέρνηση του Πλαστήρα με τη δυναμική απόφαση που πήρε στις 14 Φεβρουάριου του 1923 (αρ. πρωτ. 3473) να αποκαταστήσει τους πρόσφυγες και γηγενείς ακτήμονες, απαλλοτριώνοντας τα μεγάλα τσιφλίκια.
Οι δυναμικές αντιδράσεις των μεγαλοκτηματιών και η σκόπιμη γραφειοκρατία του κρατικού μηχανισμού καθυστερούσαν συνειδητά την εφαρμογή του νόμου, παρεμβάλλοντας διάφορες τροποποιήσεις. Αυτό όμως που δεν μπόρεσε να πετύχει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, γιατί ίσως δεν ήταν ακόμη η κατάλληλη πολιτική στιγμή, το πέτυχε ο Πλαστήρας χάρη στους πρόσφυγες. Ο ερχομός τους έδωσε την ευκαιρία στο ελληνικό κράτος «να εκριζώσει τα υπολείμματα της ελληνικής φεουδαρχικής μορφής της αγροτικής γης και του κοτζαμπασιδισμού», που ήταν κληρονομιά από την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Η διανομή της αγροτικής γης δεν ωφέλησε μόνο τους πρόσφυγες αλλά και τους γηγενείς κατοίκους των περιοχών. 147.306 οικογένειες ακτημόνων γηγενών και 25.000 οικογένειες με μικρό κλήρο αποκαταστάθηκαν μαζί με τους πρόσφυγες στις εκτάσεις που απαλλοτριώθηκαν. Ωφελήθηκαν κυρίως οι κολίγοι της Θεσσαλίας, της Εύβοιας και της Ηπείρου. Ένα άλλο επαναστατικό μέτρο που έλαβε η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου την περίοδο 1928-1932 ήταν η πραγματοποίηση των αποξηραντικών έργων στη Μακεδονία. Μέσα σε μια τριετία (1928-1931) άλλαξε ριζικά η εδαφική μορφολογία της Μακεδονίας. Οι ελώδεις εκτάσεις της λίμνης των Γιαννιτσών, των Σερρών και της Δράμας, που ως τότε ήταν μόνο πηγή ελονοσίας, εξαιτίας των αναρίθμητων κουνουπιών, μετατράπηκαν, χάρη στον ερχομό των προσφύγων, σε γη της επαγγελίας. 2.204.975 στρέμματα γόνιμης γης παραχωρήθηκαν στους αγρότες της Θεσσαλονίκης, των Σερρών, της Βέροιας, των Γιαννιτσών, της Φλώρινας, της Δράμας και της Κοζάνης. Σήμερα ο κάμπος των Γιαννιτσών είναι από τις πλουσιότερες αγροτικές περιφέρειες της Ελλάδας. Στην περιοχή των Σερρών, που πλημμύριζε από τα νερά του Στρυμόνα, με τα αντιπλημμυρικά έργα που έγιναν, οι γεωργοί απέκτησαν νέα και πλούσια γη. Ολόκληρος ο παραγωγικός χάρτης της Ελλάδας, και ιδιαίτερα της Μακεδονίας, μεταμορφώθηκε χάρη στον ερχομό των προσφύγων.
Η κοινωνική πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου βοήθησε οριστικά τη μόνιμη εγκατάσταση των αγροτικών πληθυσμών, που ως τότε μετακινούνταν από περιοχή σε περιοχή εξαιτίας κυρίως των δυσμενών τοπικών και κλιματολογικών συνθηκών. Επίσης, διάφορα προνομιακά μέτρα που πάρθηκαν προσωρινά για τους πρόσφυγες των παραμεθόριων περιοχών λειτούργησαν αποφασιστικά, ώστε να ριζώσουν οι πληθυσμοί τα πρώτα χρόνια στα ακριτικά χωριά και να γίνουν για μία ακόμη φορά άγρυπνοι φρουροί των συνόρων.
Παράλληλα με τη μερική αποκατάσταση των αγροτικών πληθυσμών, οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να λυσουν, έστω και προσωρινά, τα πολύπλοκα προβλήματα των αστικών προσφυγικών πληθυσμών.
Το 50% του αστικού πληθυσμού συγκεντρώθηκε στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Σημαντικά αυξήθηκε ο πληθυσμός και άλλων αστικών κέντρων της Μακεδονίας όπως η Καβάλα κατά 118%, οι Σέρρες κατά 104,6%, η Ξάνθη κατά 103%, η Δράμα κατά 92%, η Βέροια, τα Γιαννιτσά, η Πτολεμαΐδα, η Αριδαία και άλλες πόλεις.
Ομως, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της πολιτείας και της ΕΑΠ, χιλιάδες αστοί πρόσφυγες συνέχιζαν να ζουν κάτω από τρισάθλιες συνθήκες μέσα σε τσίγκινες αυτοσχέδιες παράγκες.
Το οξύ στεγαστικό πρόβλημα ανάγκασε την κυβέρνηση να επιτάξει και ευρύχωρα σπίτια, στα οποία ζούσαν λίγα άτομα. «Επρεπε όλοι να πειστούν να συμπεριφερθούν έτσι, ώστε όλος ο κόσμος να μπορέσει να επιβιώσει, έστω κι αν μερικοί θα πρέπει να ζήσουν λιγότερο καλά απ' ό,τι προηγουμένως». Η αποζημίωση που καθορίστηκε δεν ικανοποίησε τους ιδιοκτήτες και η δυσαρέσκεια των μέτρων έφερε αντιμέτωπους τους ιδιοκτήτες με τους πρόσφυγες συγκατοίκους.
Σίγουρα μπορούμε να βρούμε ελαφρυντικά για τη συμπεριφορά μερίδας του ελληνικού λαού, γιατί δεν υπέφερε και αυτή λίγο, τα τελευταία δέκα χρόνια, κατά τα οποία πολεμούσε συνέχεια.
Εξαντλημένη οικονομικά, ψυχικά και σωματικά από τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο, την εκστρατεία στην Ουκρανία και τη μικρασιατική τραγική περιπέτεια, αναζητούσε εξιλαστήρια θύματα για τη μεγάλη ελληνική τραγωδία, ευθύνες για τον ξεπεσμό. Και βρέθηκαν στις δύσκολες εκείνες στιγμές καλοθελητές που φόρτωσαν τα λάθη των ελληνικών κυβερνήσεων στο μικρασιατικό ελληνισμό. Κατηγόρησαν τους πρόσφυγες, για πολιτικούς λόγους, επειδή ήταν βενιζελικοί, ως υπεύθυνους για τη συνολική συμφορά. Τους έδειχναν με το δάχτυλό τους και έτσι το μίσος των γηγενών αποπροσανατολιζόταν και κατευθυνόταν -λαθεμένα- στους πρόσφυγες.
Αρνητική επίσης ήταν η συμπεριφορά της πλειονότητας του ελληνικού λαού, αλλά και του ίδιου του κράτους απέναντι στους πρόσφυγες και για τη στάση που κράτησαν στο θέμα της ανταλλάξιμης περιουσίας. Πολλά κτήματα και βοσκοτόπια, που ανήκαν στην ανταλλάξιμη περιουσία, τα οικειοποιήθηκαν διάφοροι επιτήδειοι μη πρόσφυγες. Μόνο ένα μικρό ποσοστό πήραν οι ίδιοι οι πρόσφυγες. Το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας το σφετερίστηκε το κράτος.
Πολύ παραστατικά περιγράφει τη συμπεριφορά των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες ο μεγάλος λογοτέχνης της Θεσσαλονίκης Γιώργος Ιωάννου: «Οι εδώ πληθυσμοί, οι ντόπιοι, οι εντός των ορίων του ελεύθερου κράτους γεννημένοι και εγκαταστημένοι δε δέχτηκαν καθόλου μ’ ευχαρίστηση τους πρόσφυγες. Τους είδαν σαν ορδές, που ήρθαν να τους πάρουν, γη, σπίτια, και δουλειές. Αυτά τα αισθήματα αναπτύχθηκαν κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, ειδικότερα, όπου κατέφυγε το μεγαλύτερο μέρος της προσφυγιάς και όπου η πρόσφατη αποχώρηση των τουρκικών πληθυσμών είχε αφήσει αμύθητες ακίνητες περιουσίες. Τις περιουσίες αυτές, τις ροκάνιζαν ήδη και ετοιμάζονταν να τις αποχωνέψουν οι εντόπιοι, οι δυτικομακεδόνες, οι διάφοροι δήθεν μακεδονομάχοι και οι παλαιοελλαδίτες αξιωματικοί, χωροφύλακες, δημόσιοι υπάλληλοι — με ένα λόγο οι ελευθερωτές. Ολοι αυτοί λύσσαξαν με τους πρόσφυγες, τους φτωχούς και ελεεινούς κυρίως, τους απομάκρυναν, τους έκλεισαν κατάμουτρα τις πόρτες, τους γκετοποίησαν, τους απομάκρυναν κοινωνικά και προπαντός προσπάθησαν να τους συντρίψουν ψυχικά».
Δυστυχώς, αυτό ήταν περίπου το πολιτικό κλίμα της εποχής εκείνης, το οποίο, όπως ήταν φυσικό, άφησε τραυματικές εμπειρίες σε πολλούς ανίσχυρους πρόσφυγες, που ήταν διαφορετικά μαθημένοι και είχαν επίσης μια διαφορετική εικόνα για την Ελλάδα.
Παρ όλα αυτά, στις δύσκολες εκείνες στιγμές με όλες τις πίκρες που κατάπιναν, οι πρόσφυγες δεν λιποψύχησαν. Επιστράτευσαν όλους τους μηχανισμούς επιβίωσης που απόκτησαν κατά τη διάρκεια της συμβίωσής τους με τους Οθωμανούς. Η αγάπη τους για πρόοδο και το πνεύμα αλληλεγγύης τους όπλισε δυναμικά. «Ξύπνησε μέσα τους το δυναμισμό και την ενεργητικότητα» και οι πιο υπερήφανοι και τολμηροί ανέλαβαν μόνοι τους την ευθύνη της στέγασής τους, αξιοποιώντας την αντίληψη και την εφευρετικότητά τους.
Ολόκληρη η Μακεδονία το 1912 είχε 513.000 Ελληνες. Ο ελληνισμός αντιπροσώπευε το 42,6% του συνολικού πληθυσμού. Το 1926, οπότε είχε σχεδόν ολοκληρωθεί η ανταλλαγή των πληθυσμών, η Μακεδονία, η οποία δέχτηκε το μεγαλύτερο τμήμα της προσφυγιάς, είχε ελληνικό πληθυσμό 1.341.000, που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 88,8%. Ο ερχομός των προσφύγων βοήθησε την Ελλάδα να αποκτήσει ξανά τη χαμένη εθνική της ομοιογένεια.
Επιπλέον, πολλοί πρόσφυγες που είχαν στις πατρίδες τους σημαντικές θέσεις στους τομείς της βιομηχανίας, του εμπορίου και στο χρηματιστηριακό, έφεραν μαζί τους τις επιχειρηματικές τους ικανότητες και τις οικονομίες τους, τις οποίες επένδυσαν σε διάφορους αναπτυξιακούς τομείς. Τη δεκαετία 1922-1932 ο αριθμός των βιομηχανιών υπερδιπλασιάστηκε και η απασχόληση εργατικού δυναμικού αυξήθηκε κατά 175%. Χάρη στους πρόσφυγες, που αποτέλεσαν φτηνό εργατικό δυναμικό, δημίουργήθηκαν νέες βιομηχανικές μονάδες, άγνωστες ως τότε στην Ελλάδα, όπως οι κλάδοι της ταπητουργίας, της μεταξουργίας, της βυρσοδεψίας, των πλαστικών υλών, της επεξεργασίας του χαλκού, της αγγειοπλαστικής και των εμαγιέ.
Και στις βιομηχανικές μονάδες όμως που λειτουργούσαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες πρόσθεσαν νέα είδη βιομηχανικών προϊόντων. «Γενικώτερον η επιχειρηματική πρωτοβουλία των εκδιωχθέντων Ελλήνων εξεδηλώθη εις όλους τους κλάδους της βιομηχανίας και βιοτεχνίας, συνέβαλε δε ουσιωδώς εις την υπ αυτής κάλυψιν των αναγκών της ελληνικής οικονομίας και εις την σημαντικήν μείωσιν της εξαρτήσεως αυτής εκ της αλλοδαπής». Με άλλα λόγια, τα διαθέσιμα φτηνά εργατικά χέρια και οι επιχειρηματικές ικανότητες των προσφύγων έδωσαν αποφασιστική ώθηση στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού.
Τα έσοδα του κράτους από τη φορολογία των πολιτών μέσα σε μια τετραετία τετραπλασιάστηκαν. Από 319 εκατομμύρια το 1923 έφτσαν το ένα δισεκατομμύριο 237 εκατομμύρια το 1927. Για να έχουμε μια ιδέα για την προσφορά των προσφύγων, αρκεί να αναφέρουμε ότι στη Διεθνή Εκθεση της Θεσσαλονίκης το 1927 επί συνόλου 336 Ελλήνων εκθετών οι 193 ήταν πρόσφυγες εγκατεστημένοι στη Μακεδονία. Δεν υπήρξε τομέας της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας στον οποίο το προσφυγικό δαιμόνιο να μη δημιούργησε πηγές εφοδιασμού της εσωτερικής αγοράς.
Η υγιής μικρασιατική αστική τάξη, με τους τίμιους και δημοκρατικούς αγώνες της, βοήθησε αποφασιστικά στον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η αγροτική κοινωνία της Ελλάδας δέχτηκε με σκεπτικισμό τα προοδευτικά μηνύματα των προσφύγων, τις νέες κοινωνικές ιδέες που μετέφεραν, τη δημιουργία νέων πολιτικών ρευμάτων που πρότειναν. Τα πολιτικά κόμματα αναγκάστηκαν να οργανωθούν πάνω σε νέες βάσεις πιο ρεαλιστικές, πιο ανθρώπινες και με συγκεκριμένα προγράμματα. Οι κοινωνικές αδικίες, οι αγώνες για δίκαιη κατανομή του εθνικού εισοδήματος, για αληθινή δημοκρατία, έγιναν, με πρωτεργάτες τους πρόσφυγες, αιτία δημιουργίας νέων πολιτικών σχηματισμών και κομμάτων.
Πάνω από όλα όμως ο μικρασιατικός και ο ποντιακός ελληνισμός ξεχώρισε και ξεχωρίζει για τη βαθιά αγάπη του για τις αληθινές τέχνες και τα γράμματα. Το μικρασιατικό πνεύμα πρόσφερε δύναμη και ουσία στη νεοελληνική λογοτεχνία. Τα θαυμάσια έργα πολλών Μικρασιατών ανθρώπων του πνεύματος ξεπέρασαν τα σύνορά μας και συνέβαλαν στην προβολή της ελληνικής παιδείας στην παγκόσμια σφαίρα του πνεύματος. Ο αθάνατος Γ. Σεφέρης είναι αιώνιο σύμβολο του ιωνικού πνεύματος. ΟI. Μ. Παναγιωτόπουλος γράφει: «Η μεγάλη μετοικεσία, ο ξεριζωμός και το ξαναφύτεμα στο αρχέγονο πάτριο έδαφος τέτοιου πλήθους Ελλήνων, δεν άλλαξαν μονάχα την εδώ κοινωνική σύνθεση, δεν έδωσαν μονάχα ένα πλούσιο, φανταχτερό και ζωντανό χρώμα στην καθημερινή ζωή, μα συντέλεσαν και μια ψυχική και πνευματική μετατροπή που βρήκε και στην τέχνη του λόγου την αρμόδια συχνά έκφρασή της. Από την άποψη κυριότατα της κοινωνικής σύνθεσης, η μετοικεσία των Ελλήνων της Ανατολής, είναι το ιστορικότερο γεγονός του τόπου από την επανάσταση και δώθε».
Σήμερα η Ελλάδα είναι υπερήφανη για το αδικημένο κομμάτι του ελληνισμού που δέχτηκε στους κόλπους της. Οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς, που σχεδόν έφυγαν, αλλά και οι νεότεροι παραμένουν πάντα αθεράπευτοι νοσταλγοί των αλησμόνητων πατρίδων.
Τη νοσταλγία τους αυτή προσπαθούν να απαλύνουν με διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που διοργανώνουν. Στα παιδιά τους μαθαίνουν τους χορούς και τα τραγούδια τους, τα ήθη και τα έθιμά τους, τη διάλεκτό τους, την ιστορία και τη λαογραφία τους, μέσα από διαλέξεις, επιστημονικά συνέδρια, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και άλλες πολιτισμικές εκδηλώσεις.
Πάνω από όλα όμως οι πρόσφυγες δεν ξέχασαν τα θρησκευτικά τους σύμβολα. Ανιστόρησαν σε διάφορα βουνά της Μακεδονίας τα ιστορικά μοναστήρια, Παναγία Σουμελά, Αγιος Γεώργιος Περιστερεώτας, Αγιος Ιωάννης Βαζελώνας, Θεόδωρος Γαβράς, Παναγία Γουμερά, Αγιος Βασίλειος Λαγκαδά, τα οποία στα δύσκολα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στη διάσωση του ελληνισμού και του χριστιανισμού.
Πέρασαν σχεδόν 90 χρόνια. Ολοι οι πρόσφυγες πάλαιψαν σκληρά χωρίς να λυγίσουν, έχοντας εφόδιά τους την πίστη και την αισιοδοξία. Αγωνίστηκαν με εγκαρτέρηση, για να αλλάξουν την αρνητική τοποθέτηση και την υποτιμητική στάση των ντόπιων συντοπιτών τους.
Με την προκοπή και την τιμιότητά τους, το ήθος και την τρυφερότητά τους, την παλικαριά και τη γενναιότητά τους, καταξιώθηκαν σιγά σιγά στη συνείδηση όλων των Ελλήνων. Η καθολική συμμετοχή τους στον πόλεμο της Αλβανίας και η φιλοξενία των Ελλήνων στρατιωτών από τα προσφυγικά χωριά λειτούργησαν ενωτικά και αμβλύνθηκαν οι τοπικισακές αντιθέσεις. Η πικρία και η αγανάκτηση μπορεί να καθυστέρησαν την αφομοίωση, αλλά δεν την εμπόδισαν. Το πάντρεμα του νέου, που έφεραν οι Μικρασιάτες, με το παλιό, γέννησε το καινούργιο, που είναι η σύγχρονη Ελλάδα, με νέα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, νέες εθνικές και φυλετικές ιδιότητες. Έτσι, προήλθε ο νέος τύπος Ελληνα, στο σωματικό και ψυχικό κόσμο του οποίου συσσωρεύονται τα θετικά στοιχεία των ντόπιων και των προσφύγων Στην πλούσια γη της Μακεδονίας σήμερα δεν υπάρχουν πια πρόσφυγες και γηγενείς. Υπάρχουν μόνο Ελληνες, που εργάζονται τίμια και ειρηνικά για τη δημιουργία μιας καλύτερης πατρίδας.
Στις 28 Ιουνίου 1934 ο Ελευθέριος Βενιζέλος με ιδιόγραφη επιστολή του προς τον Α. Αιγίδη, με αφορμή την έκδοση του θαυμάσιου βιβλίου του Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγες έγραψε για τους καρπούς της Μεγάλης Ιδέας μέσα από τα χαλάσματα: «Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς σήμερον που μπορεί να αρνηθή ότι μετά την επελθούσαν Μικρασιατικήν καταστροφήν η άφιξις επί του Ελληνικού εδάφους των εκατόν είκοσι μυριάδων προσφύγων, υπήρξεν ευλογία διά το Ελληνικον Κράτος. Είναι τούτο τόσον αληθές, ώστε όταν τον Οκτώβριον του 1930 συνήψαμεν εις την Αγκυραν το σύμφωνον της Ελληνοτουρκικής φιλίας έλεγα μίαν ημέραν εις τον Ισμέτ Ινονού: Δεν βλέπω παρά μία ακόμη αφορμή η οποία δύναται να ανατρέψη την φιλία μας. “Ποία”; Εάν ποτέ επιχειρούσατε να παραπείσετε τους πρόσφυγας να επανέλθουν εις τας παλαιάς εστίας των».






Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Καθηγητής Νέας Ελληνικής Ιστορίας
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah