Στην προκλητική αυτή στάση των
Κολοσιαλήδων οι Σανταίοι δεν ήξεραν ποια μέτρα να πάρουν. Τα δικαστήρια τους
είχαν εξαντλήσει, άλλωστε τα φιρμάνια, χοτζέτια, ιλάμια και ταπούδες τα οποία
τους έδωσαν τα δικαστήρια δεν τους ωφέλησαν σε τίποτε και δεν είχαν διάθεση να
τους καταγγείλουν και πάλι. Οι επιδρομές και ζημίες δεν σωφρόνισαν τους
Κολοσαλήδες, αλλά τους ερέθισαν ακόμα περισσότερο.
Σε μεγάλη αμηχανία βρίσκονταν και αποφάσισαν να εκθέσουν τα παράπονά τους στο
βαλή του Ερζερούμ, πού είχε τη μεγαλύτερη δύναμη απ' όλους τους βαλήδες της
Ανατολής. Σ' αυτόν ανάθεσαν να δικάζει τα πιο σοβαρά ζητήματα, και οι αποφάσεις
αυτού ήσαν τελεσίδικες και αμετάκλητες. Σ’ αυτόν πήγαν ο Καφάλτς από του
Ισχανάντων και ο Σαρή - Κιάχγιας από του Πιστοφάντων.
Σαντα |
Άμα ο βαλής είδε τόσα φιρμάνια και χοτζέτια, διέταξε τον καπουτζή του (κλητήρα)
να ξεκινήσει την άλλη μέρα και να κάψει τις καλύβες των Κολοσιαλήδων. Όταν όμως
έφθασαν στο «Κολόσιας γίρτ» ο καπουτζής αντί να κάψει τις καλύβες, προσκάλεσε
τους Κολοσιαλήδες να δικασθούν. Η δίκη εξακολούθησε πολλές μέρες, διότι ο
καπουτζής δωροδοκήθηκε από τους Κολοσιαλήδες, που πάντα ανέβαιναν πρώτοι και
υποδέχονταν τους Σανταίους σαν να ήσαν αυτοί ιδιοκτήτες.
Μια μέρα αποφάσισαν οι
Σανταίοι να ανέβουν πολύ πρωί και να τους προλάβουν. Όταν τους είδαν οι
Κολοσιαλήδες κατσούφιασαν, αλλά πάλι είπαν: Χoς κελντηνήζ, Σάνταληλαρ ( Καλωσορίσατε,
Σανταίοι). Σις χος κεητηνήζ πιζίμ γεριμιζέ( Εσείς καλώς ήρθατε στο μέρος
μας), απάντησαν οι Σανταίοι.
Αφού άρχισε η δίκη, πικρά λόγια και βρισιές απάγγειλαν και οι μεν και οι δε.
Τέλος ο καπουτζής είπε στους Σανταίους: Σάνταληλαρ, που γιαϊλά
ινκιαρουνούζμητουρ γιόξα ιχραρουνούζ μι τουρ(*).
Ενώ οι προεστοί της Σάντας δεν ήξεραν τι ν' απαντήσουν ο Χαράλαμπος Τσαντέκ από του
Πινατάντων, στον οποίο οι προεστοί δεν έδιναν καμία προσοχή, γιατί ήταν
ιπποκόμος του Σαρή Κιαχγια, φώναξε: Νe ινκιαρουμούζ τουρ, βε νε ιχραρουμούζ
τουρ, εζ μαλουμούζ τουρ, ιτσιντέτα ικί τσιφτ τιονέρ τασιουμούζ βάρ. (Δεν
είναι ανάγκη να αρνηθούμε την αλήθεια ούτε και να την ομολογήσουμε, αφού είναι
κτήμα μας καθ' εαυτού, έχομε δε μέσα και δυο ζευγάρια μυλόπετρες).
Η απάντηση ήταν πολύ πετυχημένη, άρεσε δε πάρα πολύ στο Σαρή-κιαχγια που είπε: Απ’ εμπρ' ντ' ενέμενα, αποπίσ' εκσα’το. (Εκείνο που περίμενα από τους καθήμενους μπροστά, τους προεστούς δηλ., το άκουσα από πίσω, από κείνους που δεν λογάριαζα). Τότε έγινε και η παροιμία: Ας όλια τα χωρία απ' εις, κι ας σοι Πινατάντων ήντζαν θέλτς ας εν’. [ Σ’ όλα τα χωριά πρέπει να εκλεγεί ο καλύτερος, ο γνωστικότερος, αλλά στου Πινατάντων δεν είναι ανάγκη να γίνει εκλογή (δηλ. όλοι είναι γνωστικοί)].
Ο καπουτζής δε μπορούσε πια να κάμει διαφορετικά, έβαλε όλα τα έγγραφα των Κολοσιαλήδων στη φωτιά και διάταξε τους Σανταίους να κάψουν τις καλύβες, που σε λίγο καιρό έγιναν στάχτη. Έτσι οι Κολοσιαλήδες έφυγαν ντροπιασμένοι.
*0 Τηλέμαχος Πελαγίδης λέει ότι το σωστό είναι: που ιτντιγιά ινκιαρουνούζμι
τουρ, γιόξα ιχραρουνούζμιτουρ ( τον ισχυρισμός σας αυτό τον αρνείστε ή τον
ομολογείτε).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου