Οι πρόσφυγες στις νέες πατρίδες ΜΕΡΟΣ 3ο

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Τον άμεσο κίνδυνο που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες τόνιζε επανειλημμένα προς τις αρμόδιες ελληνικές αρχές και το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου, που είχε έδρα το Βατούμ. Συγκεκριμένα, το Μάρτιο του 1920 ο εκπρόσωπος του συμβουλίου, Θ. Θεοφυλάκτου, ζητούσε από την κυβέρνηση να λάβει τα παρακάτω μέτρα: «Ινα τεθή τέρμα εις τας πολλαπλός δυστυχίας των προσφύγων.
1) Αμεσος μεταφορά των εν Βατούμ διαμενόντων τριών χιλιάδων προσφύγων Καρσιωτών.
2) Βαθμιαία μεταφορά των εν Καρς συνηθροισμένων 30 χιλιάδων προσφύγων Καρσιωτών.
3) Μεταφορά των λοιπών Καρσιωτών προσφύγων των διαμενόντων εις την περιφέρειαν Κουπάν και το Κυβερνείον Μ. θαλάσσης.
4) Μεταφορά 45 χιλιάδων κατοίκων Τσάλκας εις τον Καύκασο [...]»
Από τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες μεταφέρθηκαν τελικά στη Θεσσαλονίκη με ελληνικά πλοία το διάστημα 1919-1920 17.000 γεωργικές και 6.000 αστικές οικογένειες, αφού πρώτα πέρασαν από τα φοβερά λοιμοκαθαρτήρια της Καλαμαριάς και της Μακρονήσου. Τραγική ήταν η κατάσταση των πρώτων προσφύγων που έφτασαν στην Καλαμαριά.
Οι ταλαιπωρίες, η ασφυκτική συμβίωση ανθρώπων και ζώων, πολλές φορές βδομάδες ολόκληρες, μέσα σε ακατάλληλα από άποψη υγιεινής πλοία, οδήγησαν στο θάνατο τους πιο αδύνατους σωματικά, πριν προφτάσουν να χαρούν την ποθητή τους πατρίδα.
Οσοι άντεξαν τις καραντίνες και τις άλλες δοκιμασίες, κατάντησαν ανθρώπινα κουρέλια, ανίκανα να βοηθήσουν τους συμπατριώτες τους που τους είχαν ανάγκη. Το λαϊκό δίστιχο ανώνυμου τραγουδιστή:
Τσόλ κ' έρημον Καράπουρουν, τριγύλ, τριγύλ ταφία
ανοίξτε και τερέστε τα, ούλε Καρσί παιδία
(Ακατοίκητο και έρημο Καραμπουρνάκι, γύρω γύρω μνήματα ανοίξτε και κοιτάξτε τα, όλα εκεί παιδιά του Κάρς)
 αποδίδει ρεαλιστικά το μέγεθος της αληθινής συμφοράς. Ομως, εκτός από τα φυσικά αίτια του θανάτου, δεν μπορεί κανείς να μη συγκαταριθμήσει και τους πολλούς θανάτους από καθαρά ψυχολογικά και ηθικά αίτια, από τη θλίψη αλλά και την κατάθλιψη που δοκίμαζαν καθ’ όλη τη διάρκεια του ξεσηκωμού τους από τις γενέτειρές τους ως τον απροσδιόριστο ακόμη τόπο της νέας πατρίδας.
Η κοινή δυστυχία ανάγκαζε τους πρόσφυγες να συνεχίζουν να είναι συσπειρωμένοι γύρω από τα κοινοτικά μέλη της γενέτειράς τους. Υπακούοντας με σεβασμό στους αρχηγούς της αποστολής, επέλεγαν τα χωριά εκείνα και τις πόλεις της Μακεδονίας που κάλυπταν τις αγροτικές ή αστικές δυνατότητες προσφοράς εργασίας. Η ελευθερία επιλογής του τόπου διαμονής ανήκε στους πρόσφυγες. Οι περισσότεροι όμως δέχονταν τις προτάσεις των αρμόδιων κρατικών φορέων, που τους συμβούλευαν να προτιμούν, για να λύσουν έτσι το στεγαστικό τους πρόβλημα, τα εγκαταλειμμένα χωριά των μουσουλμάνων αλλά και των Βουλγάρων. Οπως είναι γνωστό, με την εθελοντική ανταλλαγή των πληθυσμών της Συνθήκης του Νεϊγί, που υπογράφηκε στις 27 Νοεμβρίου 1919, εγκατέλειψαν τη Μακεδονία και μετοίκησαν στη Βουλγαρία 53.000 σλαβόφωνοι. Ταυτόχρονα, ήρθαν στην Ελλάδα 30.000 Έλληνες της Βουλγαρίας, οι οποίοι ενίσχυσαν με νέο αίμα τις φλέβες της ελληνικής Μακεδονίας.
Ο Ε. Ερηγοριάδης στο βιβλίο του "Ο Πόντος και το Καρς" γράφει: «Ενώ σε τούτα τ' ακριτικά μέρη θέλει η κυβέρνηση να εγκαταστήσει γνησίους και ακραιφνείς Ελληνες, θέλει εδώ στην σπονδυλική στήλη της Ελλάδος την βορειοελλαδίτικη συνοριακή ζώνη, συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς και γι’ αυτό προς τα εδώ κατευθύνει το προσφυγικό στοιχείο». Η ρεαλιστική πρόταση που είχε κάνει ο Νίκος Καζαντζάκης στις 25 Ιουνίου 1920 προς το Υπουργείο Περιθάλψεως για την επίλυση του Μακεδονικού Ζητήματος, τονίζοντας στην έκθεσή του με αποκαλυπτικά ντοκουμέντα ότι «Μία μόνο σωτηρία υπάρχει: Να φέρωμεν περισσοτέρας χιλιάδαςΈλληνας γεωργούς εκ του Καυκάσου εις την Ελλάδα», ενίσχυσε την απόφαση της κυβέρνησης να εποικίσει τη Μακεδονία με ελληνικό πληθυσμό από τη Ρωσία. Από την Κομοτηνή έως τη Φλώρινα τα ερειπωμένα χωριά ξαναζωντάνεψαν. Οι πρόσφυγες με όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, χάρη στο δικό τους κουράγιο και στις φιλότιμες προσπάθειες της νεοσύστατης υπηρεσίας του εποικισμού, μπόρεσαν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να ξεπεράσουν τα βασικά προβλήματα επιβίωσης και προσαρμογής. Αυτό όμως που αξίζει να μνημονευθεί ιδιαίτερα είναι το υψηλό εθνικό φρόνημα που τους διέκρινε, γιατί, παράλληλα με τα προβλήματα τα οποία τους βασάνιζαν και τις απαιτήσεις που είχαν από τις αρμόδιες κρατικές αρχές, δεν ξέχασαν και τις υποχρεώσεις που είχαν απέναντι στην πατρίδα. Δεν ήταν λίγοι οι νέοι πρόσφυγες, που, μετά την απολύμανση και τις ταλαιπωρίες, κατατάχτηκαν αμέσως εθελοντές στον ελληνικό στρατό και πολέμησαν στην πρώτη γραμμή της Μικρός Ασίας. 
Συν/ρχης Καθενιώτης
Ο συνταγματάρχης Καθενιώτης ανέφερε στον Ελευθέριο Βενιζέλο ότι έως την 1η Οκτωβρίου 1919 υπηρετούσαν 640 εθελοντές Πόντιοι στρατιώτες και ότι: «μέχρι τέλους μηνός υπολογίζω ότι κατάταξις Ποντίων λοιπής Μακεδονίας (τάγμα) εθελοντών συμπληρώσει τρία τάγματα στρατηγείου παρέχοντας όλα τα μέσα».
Δεν πρόφτασε η Ελλάδα να λύσει το προσφυγικό πρόβλημα της περιόδου 1913-1920 και δύο χρόνια αργότερα δέχτηκε το τελειωτικό χτύπημα με την τραγική εξέλιξη που είχε η συμμετοχή της στη μικρασιατική περιπέτεια.
Η εθνική συμφορά του 1922 είχε ως συνέπεια το ξερίζωμα του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Πάνω από 1.300.000 Ελληνες αναγκάστηκαν να εκπατριστούν βίαια, εγκαταλείποντας μαζί με τις περιουσίες τους τον πολιτισμό και τα ιερά τους και τερματίζοντας την τρισχιλιόχρονη δημιουργική παρουσία τους εκεί. Ο ελληνισμός της καθ’ ημάς Ανατολής με τους ευρείς ορίζοντες μέσα σε λίγες μέρες συρρικνώθηκε εδαφικά στον περιορισμένο ελλαδικό χώρο.
Στην παγκόσμια ιστορία η σύμβαση της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι το μοναδικό παράδειγμα. Οι πολύπλευρες αρνητικές προεκτάσεις και για τους δύο λαούς, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν ως οπωροκηπευτικά που μεταφυτεύθηκαν, καθώς επίσης και οι τραυματικές εμπειρίες των νοσταλγών προσφύγων, επηρέασαν αλλά και επηρεάζουν θετικά μέχρι τις μέρες μας τους ειδικούς εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η εξαντλημένη ηθικά, πολιτικοκοινωνικά, δημογραφικά και οικονομικά Ελλάδα από το συνεχή δεκαετή πόλεμο, αναγκάστηκε να δεχτεί στους κόλπους της τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο υποδοχής.
Η Μικρασιατική Καταστροφή ξανάφερε στο προσκήνιο την ταραγμένη εσωτερική πολιτική κατάσταση. Η αδυναμία των βασιλικών κυβερνήσεων ανάγκασε το στρατηγό Πλαστήρα να πάρει στα χέρια του την εξουσία και να εκθρονίσει το βασιλιά Κωνσταντίνο. Πρώτη του φροντίδα ήταν η κινητοποίηση όλων των κρατικών υπηρεσιών για την επίλυση των προσφυγικών προβλημάτων. Στις δύσκολες εκείνες μέρες σημαντική ήταν η προσφορά των υπηρεσιών περίθαλψης του Υπουργείου Προνοίας, που λειτούργησαν πρώτη φορά το 1914 για τους πρόσφυγες της περιόδου 1914-1919 και συνέχισαν τη λειτουργία τους και μετά το 1922. Οι υπάλληλοι των υπηρεσιών με την πείρα τους βοήθησαν ουσιαστικά τους άστεγους πρόσφυγες να ξεπεράσουν κυρίως τα προβλήματα προσαρμογής που αντιμετώπισαν στις εφιαλτικές καραντίνες και στους άλλους χώρους υποδοχής.
Ο δικαιολογημένος φόβος της πολιτείας για μεταδοτικές ασθένειες, που μπορεί να κουβαλούσαν μαζί τους οι πρόσφυγες, την ανάγκασε να λάβει προληπτικά μέτρα. Έτσι, τα λοιμοκαθαρτήρια της Καλαμαριάς, της Μακρονήσου και άλλων πόλεων ξαναλειτούργησαν, κάτω όμως από απάνθρωπες και αχαρακτήριστες ψυχολογικά συνθήκες, με αποτέλεσμα πολλοί πρόσφυγες να τις ταυτίσουν με την κόλαση του Δάντη. Μετά το ψυχικό σοκ των λοιμοκαθαρτηρίων οι τοπικές αρχές τους εγκατέστησαν προσωρινά σε σχολεία, εκκλησίες, αποθήκες, ξύλινα παραπήγματα, στρατόπεδα, υπόγεια, μοναστήρια, εργοστάσια και όποιους άλλους χώρους έβρισκαν, για να μη πεθάνουν από το κρύο και τις κακουχίες. Το πρώτο διάστημα μοίρασαν τρόφιμα, ρούχα, κλινοσκεπάσματα, τέντες, φάρμακα σε όλους τους άστεγους πρόσφυγες.
Η μικρασιατική τραγωδία δημιούργησε κλίμα πολιτικής αστάθειας. Η αγανακτισμένη κοινή γνώμη ζητούσε εξιλαστήρια θύματα για να ηρεμήσει. Έτσι, μέσα σε δυο μήνες εντοπίστηκαν οι έξι «πρωταίτιοι» της εθνικής συμφοράς, οι οποίοι δικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο και λίγες μέρες αργότερα εκτελέστηκαν.
Η συντριπτική πλειονότητα του προσφυγικού πληθυσμού, δηλαδή 638.253 άτομα, ποσοστό 53%, εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, αρχικά κυρίως στις περιοχές που εγκατέλειψαν οι ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι.
Τα κύρια προβλήματα που αντιμετώπισε το κράτος την πρώτη περίοδο ήταν η επισκευή των εγκαταλειφθέντων οικισμών από τους τουρκικούς και βουλγαρικούς πληθυσμούς, η ανέγερση νέων οικιών και οικισμών, η κατασκευή συγκοινωνιακών έργων, η διανομή γεωργικών κλήρων στους γεωργούς πρόσφυγες και ο εφοδιασμός τους με τα στοιχειώδη εργαλεία και τους γεωργικούς σπόρους για την καλλιέργεια των κτημάτων. 
Τα έξοδα αυτά, της πρώτης περιόδου, καλύφθηκαν με χρήματα του ελληνικού κράτους που εξοικονομήθηκαν κυρίως από την έκδοση εσωτερικών δανείων.Όμως, η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε οικονομικά πια να συνεχίσει το έργο της αποκατάστασης των προσφυγικών αναγκών χωρίς κεφάλαια από το εξωτερικό: Για το σκοπό αυτό η Ελλάδα ζήτησε τη μεσολάβηση της Κοινωνίας των Εθνών προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα για την αποκατάσταση των προσφυγών.
Η Κοινωνία των Εθνών έκανε δεκτή την πρόταση της Ελλάδας αφού πρώτα γνωμοδότησαν για την αναγκαιότητα του δανείου οι δυο επιτροπές που συγκρότησε για το σκοπό αυτό.
Το ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε αρχικά στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφυγών (ΕΑΠ) έκταση 5.000.000 στρεμμάτων για την πραγματοποίηση του έργου της αποκατάστασης.
Οι εκτάσεις αυτές προέρχονταν από τα δημόσια κτήματα, από την απαλλοτρίωση και την επίταξη ιδιωτικών κτημάτων βάσει της αγροτικής μεταρρύθμισης και από τις ιδιοκτησίες των μουσουλμάνων οι οποίοι μετακινήθηκαν στη Μικρά Ασία.
Η ΕΑΠ, με την άρτια διοικητική, οικονομική και τεχνική της οργάνωση, μπόρεσε να προχωρήσει στην εφαρμογή του προγράμματος αποκατάστασης των προσφυγών. Στην επιτυχία του προγράμματος πάνω από όλα συντέλεσαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες, οι οποίοι με την εργατικότητα, την ικανότητα, την τιμιότητα και την εμπειρία που διέθεταν, έγιναν, μέσα σε λίγα χρόνια, οι συντελεστές της αναγέννησης, της προόδου και της ευημερίας της Ελλάδας.
Τα δυο τρίτα των εξόδων της ΕΑΠ δαπανήθηκαν στη Μακεδονία, με αποτέλεσμα να αλλάξει ριζικά η περιοχή, ώστε, σύμφωνα με τις δηλώσεις του αντιπροέδρου της ΕΑΠ, Τζον Κάμπελ, το 1930 δυσκολευόταν κανείς να αναγνωρίσει τον έρημο τόπο του 1923.
Η ΕΑΠ εργάστηκε επτά ολόκληρα χρόνια, ως τις 31 Δεκεμβρίου 1930. Το διάστημα αυτό, παρ όλες τις αδυναμίες της, κατόρθωσε να αποκαταστήσει 650.000 περίπου πρόσφυγες, παρά τις συγκρούσεις που είχε πολλές φορές με κυβερνητικά και κομματικά στελέχη.
Εκτός από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, η σηροτροφία και η αλιεία έπαιξαν επίσης καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας. Στη Μακεδονία η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας μεγάλων ζώων (βόδια-αγελάδες) αυξήθηκε κατά 42%. Η αγροτική καλλιέργεια για ζωοτροφές (τριφύλλι-βίκος), άγνωστη έως τότε στην περιοχή, αυξήθηκε επίσης ραγδαία. Χάρη στους πρόσφυγες της Βιθυνίας εισήχθη σηροτροφία στην Ελλάδα και διευκόλυνε την πρόοδο της ελληνικής μεταξουργίας. Επίσης, σημαντική ήταν και η συμβολή των αλιέων προσφύγων στην αύξηση της αλιευτικής παραγωγής.
Από οικονομική άποψη το ελληνικό κράτος διέθεσε 11 δισεκατομμύρια περίπου για καταναλωτικά και παραγωγικά έργα τη δεκαετία 1922-1932. Ολες όμως οι δαπάνες επέστρεψαν στα ταμεία του ελληνικού Δημοσίου από τους πρόσφυγες την πρώτη κιόλας δεκαετία της εγκατάστασης, σύμφωνα με τη μελέτη του καθηγητή Αντ Δαμασκηνίδη. Συγκεκριμένα, το ποσό των 11 δισεκατομμυρίων αποσβέστηκε από τις εισπράξεις των αγροτικών χρεών, την καταβολή των φόρων και των πάσης φύσεως δασμών που πλήρωσαν αυτό το χρονικό διάστημα.
Ηδη στο τέλος της πρώτης δεκαετίας οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αυξήθηκαν κατά 55% και η γεωργική παραγωγή, με βάση τις επίσημες στατιστικές του Υπουργείου Γεωργίας τετραπλασιάστηκε.
Είχε πράγματι δίκαιο ο πρώτος πρόεδρος της ΕΑΠ, ο Αμερικανός Χανς Μοργκεντάου, όταν, μετά την προσωρινή αποκατάσταση των προσφύγων, τόνιζε συνέχεια: «Οι πρόσφυγες αποδεικνύουν ότι είναι ευλογία διά την Ελλάδα».





Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Καθηγητής Νέας Ελληνικής Ιστορίας
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah