Πριν προφτάσει όμως το ελληνικό κράτος να επουλώσει τις προσφυγικές πληγές του 1914, νέο κύμα προσφυγιάς άρχισε να καταφθάνει στην Ελλάδα, αυτή την φορά από τον Πόντο, τον Καύκασο και την εμφυλιοκρατούμενη Ρωσία.
Δεν χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να φανεί ότι ο ερχομός των προσφύγων ήταν «θείο δώρο» για το ελλαδικό κράτος. Τα χρήματα που ξόδεψε η ελληνική κυβέρνηση για την αποκατάστασή τους οι πρόσφυγες τα επέστρεψαν στο Δημόσιο μέσα σε μία πενταετία «υπό τύπον φόρου». Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από την έκθεση του διευθυντή εποικισμού Μακεδονίας, Δ. Αβράσογλου, την οποία υπέβαλε στην κυβέρνηση το 1923. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, το ελληνικό κράτος «από του 1914 μέχρι του 1919 συμπεριλαμβανομένου, εδαπάνησεν διά την εγκατάστασιν των προσφύγων εν Μακεδονία συνολικώς 6.954.681 δρχ.Έναντι των ποσών τούτων εισεπράχθησαν υπό του Κράτους υπό των Εποίκων μόνον της Κεντρικής Μακεδονίας. Εκ δεκάτης 5.670.984,40. Προσέτι δε εκ δόσεων χρεών 302.493, εκ στρεμματικου φόρου του 1919 573,3845 δρχ., συνολον 6.546.861,40».
Η κατάληψη της Τραπεζούντας και του ανατολικού Πόντου τον Απρίλιο του 1916 από τα ρωσικά στρατεύματα γέμισε ελπίδες και όνειρα τον ελληνισμό της περιοχής. Για μια ακόμη φορά πίστεψαν στις παλιές προφητείες, που μιλούσαν για τη βοήθεια του ξανθού ομόθρησκου γένους. Τα τελευταία γενοκτονικά μέτρα εις βάρος των Ελλήνων από τους Νεότουρκους τους ανάγκασαν να μην κρατούν πια τα εξωτερικά προσχήματα. Ο ερχομός των ρωσικών στρατευμάτων χαιρετίστηκε από τους Έλληνες με πανηγυρικές εκδηλώσεις. Δυο χρόνια οι Έλληνες και οι Ρώσοι συγκυβέρνησαν ειρηνικά στον ανατολικό Πόντο. Η Οκτωβριανή Επανάσταση, η αλλαγή της ρωσικής πολιτικής και η αιφνίδια οπισθοχώρηση του ρωσικού στρατού έγιναν αιτία να πάρουν οι Ελληνες των περιοχών αυτών το δρόμο της αναγκαστικής φυγής. Συγκεκριμένα, 80.000 Ελληνες του ανατολικού Πόντου εγκατέλειψαν τα χωριά τους και ακολούθησαν τα ρωσικά στρατεύματα, επειδή φοβήθηκαν ότι οι Νεότουρκοι θα ξανάρχιζαν τις διώξεις, μετά την ανακατάληψη της Τραπεζούντας. Στον αριθμό των προσφύγων αυτών προστέθηκαν και οι 75.000 Ελληνες του κυβερνείου του Καρς, οι οποίοι μετανάστευσαν εκεί από τον Πόντο το 1878, όταν η περιοχή παραχωρήθηκε στη Ρωσία. Όμως, με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, το 1918, με την οποία επιστράφηκε η περιοχή στο σουλτάνο, όλοι οι Έλληνες αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στο Βόρειο Καύκασο και στις παραλίες της Μαύρης θάλασσας, όπου ο εμφύλιος πόλεμος δεν είχε δείξει ακόμη το αληθινό του πρόσωπο.
Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 150.000 Ελληνοπόντιοι βρήκαν φιλοξενία στο Βόρειο Καύκασο και στη Νότια Ρωσία αρχικά από το ακμαίο ελληνικό στοιχείο που ζούσε οργανωμένο εκεί σε κοινότητες και αργότερα από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία, όταν συνειδητοποίησε το μέγεθος της εθνικής συμφοράς, έστειλε ειδική αποστολή με διευθυντή το λογοτέχνη Νίκο Καζαντζάκη, για να ενισχσει υλικά και ηθικά τους πρόσφυγες και να συντονίσει τις ενέργειες για τη μεταφορά στην Ελλάδα.
Το διάστημα όμως που μεσολάβησε μέχρι τη συνειδητοποίηση του προβλήματος δεκάδες χιλιάδες Έλληνες χάθηκαν την περίοδο του εμφυλίου πολέμου στις ακτές της Μαύρης θάλασσας από τους τσαρικούς και τους μπολσεβίκους αλλά και από την πείνα και το κρύο, περιμένοντας τα ελληνικά καράβια να τους μεταφέρουν στην Ελλάδα. Δυστυχώς, η ελληνική κυβέρνηση «αγνόησε» την ύπαρξη 700.000 Ελλήνων στη Ρωσία και με την άστοχη πολιτική της ενέργεια να στείλει ελληνικό στρατό στην Ουκρανία επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τη θέση των ντόπιων Ελλήνων, οι οποίοι θεωρήθηκαν αμφίβολης νομιμοφροσύνης από το σοβιετικό καθεστώς: «Η εις Ουκρανίαν ελληνική εκστρατεία αναντιρρήτως συνετέλεσε τα μέγιστα εις την καταστροφήν ταύτην, διότι προηγουμένως οι Ελληνες απελάμβαναν παρά της σοβιετικής κυβερνήσεως επιείκειας και σχεδόν προνομιακής διακρίσεως μεταξύ των λοιπών ξένων υπηκόων» έγραφε σε υπόμνημά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών την 1η Νοεμβρίου 1921 ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Οδησσού, Ελ Παυλίδης. Το σοβιετικό καθεστώς, για να πετύχει το σχέδιό του, δεν δίστασε να τιμωρήσει χωριά ολόκληρα, δολοφονώντας τους τάχα αντιδραστικούς και λεηλατώντας τις περιουσίες τους.
«Μετά την κατάληψιν της Μελιτουπόλεως υπό των Μπολσεβίκων έφτασαν εις Κέρτσιον πρόσφυγες, οίτινες εβεβαίουν ότι αι άτακτοι προφυλακαί του στρατού των Μπολσεβίκων προέβησαν γενικώς εις σφαγάς και λεηλασίας του ελληνικού πληθυσμού». Και η συμπεριφορά όμως των τσαρικών στρατευμάτων δεν ήταν καλύτερη απέναντι στο ελληνικό στοιχείο. Ο Ελληνας πρόξενος της περιφέρειας Νοβοροσίσκ στις 3 Απριλίου 1919 τόνιζε σε αναφορά του προς το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών:«[...] πάσαι αι οικίαι των Ελλήνων χωρικών ει τα μέρη εκείνα διηρπάγησαν και ελεηλατήθηκαν υπό του εθελοντικού στρατού. Απέναντι της όλης συστηματικής καταδιώξεως, εις τα καταληφθέντα παρά του εθελοντικού στρατού μέρη κατά του ελληνικού στοιχείου, εις το εμπόριον και τον εν γένει ιδιωτικόν του βίον, αι κακώσεις και αι χρηματικοί αφαιμάξεις αποβαίνουσι δευτερευούσης σημασίας. Εν γένει ακατονόμαστα όργια λαμβάνουσι καθ’ εκάστην χώραν, όσα δεν διεπράχθησαν παρά των Μπολσεβίκων, οίτινες μεταξύ των άλλων, εσεβάσθησαν τας ελληνίδας κόρας και γυναίκας, ενώ ο εθελοντικός στρατός ητίμασεν αυτάς».
Η αλήθεια είναι ότι, λόγω του εμφύλιου πολέμου, ξύπνησαν στο μωσαϊκό των εθνοτήτων της Μαύρης θάλασσας αρρωστημένες εθνικοεδαφικές διεκδικήσεις και καταπιέσεις από το παρελθόν, με αποτέλεσμα να χειροτερεύσει ακόμη περισσότερο η θέση των μικρών εθνοτήτων. Στις 20 Μαΐου 1920 ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Γουταούτας, εκθέτοντας στον Υ.Α.Κ, Ε. Κανελλόπουλο, την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή του, έγραφε:«[...] Δυστυχώς από τινών μηνών οι περίοικοι Απχάζοι, με την πρόφασιν δήθεν ότι η Ελλάς υποστηρίζει τον απειλούντο την Δημοκρατίαν αυτών Ρώσσον στρατηγόν Δενίκιν, εξήσκησαν παν είδος ληστείας και βιαιοπραγίας κατά των εν υπαίθρω Ελλήνων, επειδή δε προέβησαν και εις δολοφονίας, ηναγκάσθημεν πανοικεί να κατέλθωμεν εις την πόλιν Γουταούταν όπως επιστρέψωμεν εις την πατρίδα μας (εννοεί την Αμάσειαν του Πόντου)».
Ο ελληνισμός του Καυκάσου και της Νότιας Ρωσίας, που βρισκόταν παρά τη θέλησή του στο επίκεντρο των πολεμικών συγκρούσεων, πλήρωσε πολύ ακριβά την καθυστέρηση των ελληνικών πλοίων. Μεγάλη ευθύνη έφεραν και οι ηγέτες των ποντιακών κοινοτήτων, που με τις ομηρικές αρχηγικές φιλονικίες και τις λανθασμένες πολιτικές κινήσεις τους λειτούργησαν αρνητικά σε θέματα συνεργασίας με τις αρμόδιες ελληνικές αρχές.
Τις δύσκολες εκείνες μέρες βρέθηκε ο κατάλληλος άνθρωπος να απαλύνει τον πόνο τους και να τους δώσει κουράγιο και ελπίδα.Ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης, που με εντολή του Ελληνα πρωθυπουργού πήγε στον Καύκασο να συγκεντρώσει τον απελπισμένο και εξαθλιωμένο ελληνικό πληθυσμό και να τον μεταφέρει στη Μακεδονία. Ο Νίκος Καζαντζάκης στο βιβλίο του Αναφορά στον Γκρεκο περιγράφει με θαυμαστό τρόπο τον αγώνα του για τη διάσωση των Ελλήνων του Καυκάσου: «Βρισκόμουν ακόμα στην Ιταλία, όταν έλαβα από την Αθήνα, από τον υπουργό της Κοινωνικής Πρόνοιας, τηλεγράφημα αν δέχουμαι ν' αναλάβω τη Γενική Διεύθυνση του υπουργείου με ειδική εντολή να πάω στον Καύκασο που κιντύνευαν πάνω από εκατό χιλιάδες Έλληνες και να προσπαθήσω να βρω τρόπο να μετακομιστούν στην Ελλάδα, να σωθούν. Πρώτη φορά παρουσιάζονταν στη ζωή μου η ευκαιρία να μπω στην πράξη και να μην έχω πια να παλεύω με θεωρίες και ιδέες και Χριστούς και Βούδες παρά με ζωντανούς, σάρκα και κόκκαλα ανθρώπους
Πρόσφυγες |
Δεν χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να φανεί ότι ο ερχομός των προσφύγων ήταν «θείο δώρο» για το ελλαδικό κράτος. Τα χρήματα που ξόδεψε η ελληνική κυβέρνηση για την αποκατάστασή τους οι πρόσφυγες τα επέστρεψαν στο Δημόσιο μέσα σε μία πενταετία «υπό τύπον φόρου». Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από την έκθεση του διευθυντή εποικισμού Μακεδονίας, Δ. Αβράσογλου, την οποία υπέβαλε στην κυβέρνηση το 1923. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, το ελληνικό κράτος «από του 1914 μέχρι του 1919 συμπεριλαμβανομένου, εδαπάνησεν διά την εγκατάστασιν των προσφύγων εν Μακεδονία συνολικώς 6.954.681 δρχ.Έναντι των ποσών τούτων εισεπράχθησαν υπό του Κράτους υπό των Εποίκων μόνον της Κεντρικής Μακεδονίας. Εκ δεκάτης 5.670.984,40. Προσέτι δε εκ δόσεων χρεών 302.493, εκ στρεμματικου φόρου του 1919 573,3845 δρχ., συνολον 6.546.861,40».
Η κατάληψη της Τραπεζούντας και του ανατολικού Πόντου τον Απρίλιο του 1916 από τα ρωσικά στρατεύματα γέμισε ελπίδες και όνειρα τον ελληνισμό της περιοχής. Για μια ακόμη φορά πίστεψαν στις παλιές προφητείες, που μιλούσαν για τη βοήθεια του ξανθού ομόθρησκου γένους. Τα τελευταία γενοκτονικά μέτρα εις βάρος των Ελλήνων από τους Νεότουρκους τους ανάγκασαν να μην κρατούν πια τα εξωτερικά προσχήματα. Ο ερχομός των ρωσικών στρατευμάτων χαιρετίστηκε από τους Έλληνες με πανηγυρικές εκδηλώσεις. Δυο χρόνια οι Έλληνες και οι Ρώσοι συγκυβέρνησαν ειρηνικά στον ανατολικό Πόντο. Η Οκτωβριανή Επανάσταση, η αλλαγή της ρωσικής πολιτικής και η αιφνίδια οπισθοχώρηση του ρωσικού στρατού έγιναν αιτία να πάρουν οι Ελληνες των περιοχών αυτών το δρόμο της αναγκαστικής φυγής. Συγκεκριμένα, 80.000 Ελληνες του ανατολικού Πόντου εγκατέλειψαν τα χωριά τους και ακολούθησαν τα ρωσικά στρατεύματα, επειδή φοβήθηκαν ότι οι Νεότουρκοι θα ξανάρχιζαν τις διώξεις, μετά την ανακατάληψη της Τραπεζούντας. Στον αριθμό των προσφύγων αυτών προστέθηκαν και οι 75.000 Ελληνες του κυβερνείου του Καρς, οι οποίοι μετανάστευσαν εκεί από τον Πόντο το 1878, όταν η περιοχή παραχωρήθηκε στη Ρωσία. Όμως, με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, το 1918, με την οποία επιστράφηκε η περιοχή στο σουλτάνο, όλοι οι Έλληνες αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στο Βόρειο Καύκασο και στις παραλίες της Μαύρης θάλασσας, όπου ο εμφύλιος πόλεμος δεν είχε δείξει ακόμη το αληθινό του πρόσωπο.
Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 150.000 Ελληνοπόντιοι βρήκαν φιλοξενία στο Βόρειο Καύκασο και στη Νότια Ρωσία αρχικά από το ακμαίο ελληνικό στοιχείο που ζούσε οργανωμένο εκεί σε κοινότητες και αργότερα από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία, όταν συνειδητοποίησε το μέγεθος της εθνικής συμφοράς, έστειλε ειδική αποστολή με διευθυντή το λογοτέχνη Νίκο Καζαντζάκη, για να ενισχσει υλικά και ηθικά τους πρόσφυγες και να συντονίσει τις ενέργειες για τη μεταφορά στην Ελλάδα.
Το διάστημα όμως που μεσολάβησε μέχρι τη συνειδητοποίηση του προβλήματος δεκάδες χιλιάδες Έλληνες χάθηκαν την περίοδο του εμφυλίου πολέμου στις ακτές της Μαύρης θάλασσας από τους τσαρικούς και τους μπολσεβίκους αλλά και από την πείνα και το κρύο, περιμένοντας τα ελληνικά καράβια να τους μεταφέρουν στην Ελλάδα. Δυστυχώς, η ελληνική κυβέρνηση «αγνόησε» την ύπαρξη 700.000 Ελλήνων στη Ρωσία και με την άστοχη πολιτική της ενέργεια να στείλει ελληνικό στρατό στην Ουκρανία επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τη θέση των ντόπιων Ελλήνων, οι οποίοι θεωρήθηκαν αμφίβολης νομιμοφροσύνης από το σοβιετικό καθεστώς: «Η εις Ουκρανίαν ελληνική εκστρατεία αναντιρρήτως συνετέλεσε τα μέγιστα εις την καταστροφήν ταύτην, διότι προηγουμένως οι Ελληνες απελάμβαναν παρά της σοβιετικής κυβερνήσεως επιείκειας και σχεδόν προνομιακής διακρίσεως μεταξύ των λοιπών ξένων υπηκόων» έγραφε σε υπόμνημά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών την 1η Νοεμβρίου 1921 ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Οδησσού, Ελ Παυλίδης. Το σοβιετικό καθεστώς, για να πετύχει το σχέδιό του, δεν δίστασε να τιμωρήσει χωριά ολόκληρα, δολοφονώντας τους τάχα αντιδραστικούς και λεηλατώντας τις περιουσίες τους.
«Μετά την κατάληψιν της Μελιτουπόλεως υπό των Μπολσεβίκων έφτασαν εις Κέρτσιον πρόσφυγες, οίτινες εβεβαίουν ότι αι άτακτοι προφυλακαί του στρατού των Μπολσεβίκων προέβησαν γενικώς εις σφαγάς και λεηλασίας του ελληνικού πληθυσμού». Και η συμπεριφορά όμως των τσαρικών στρατευμάτων δεν ήταν καλύτερη απέναντι στο ελληνικό στοιχείο. Ο Ελληνας πρόξενος της περιφέρειας Νοβοροσίσκ στις 3 Απριλίου 1919 τόνιζε σε αναφορά του προς το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών:«[...] πάσαι αι οικίαι των Ελλήνων χωρικών ει τα μέρη εκείνα διηρπάγησαν και ελεηλατήθηκαν υπό του εθελοντικού στρατού. Απέναντι της όλης συστηματικής καταδιώξεως, εις τα καταληφθέντα παρά του εθελοντικού στρατού μέρη κατά του ελληνικού στοιχείου, εις το εμπόριον και τον εν γένει ιδιωτικόν του βίον, αι κακώσεις και αι χρηματικοί αφαιμάξεις αποβαίνουσι δευτερευούσης σημασίας. Εν γένει ακατονόμαστα όργια λαμβάνουσι καθ’ εκάστην χώραν, όσα δεν διεπράχθησαν παρά των Μπολσεβίκων, οίτινες μεταξύ των άλλων, εσεβάσθησαν τας ελληνίδας κόρας και γυναίκας, ενώ ο εθελοντικός στρατός ητίμασεν αυτάς».
Η αλήθεια είναι ότι, λόγω του εμφύλιου πολέμου, ξύπνησαν στο μωσαϊκό των εθνοτήτων της Μαύρης θάλασσας αρρωστημένες εθνικοεδαφικές διεκδικήσεις και καταπιέσεις από το παρελθόν, με αποτέλεσμα να χειροτερεύσει ακόμη περισσότερο η θέση των μικρών εθνοτήτων. Στις 20 Μαΐου 1920 ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Γουταούτας, εκθέτοντας στον Υ.Α.Κ, Ε. Κανελλόπουλο, την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή του, έγραφε:«[...] Δυστυχώς από τινών μηνών οι περίοικοι Απχάζοι, με την πρόφασιν δήθεν ότι η Ελλάς υποστηρίζει τον απειλούντο την Δημοκρατίαν αυτών Ρώσσον στρατηγόν Δενίκιν, εξήσκησαν παν είδος ληστείας και βιαιοπραγίας κατά των εν υπαίθρω Ελλήνων, επειδή δε προέβησαν και εις δολοφονίας, ηναγκάσθημεν πανοικεί να κατέλθωμεν εις την πόλιν Γουταούταν όπως επιστρέψωμεν εις την πατρίδα μας (εννοεί την Αμάσειαν του Πόντου)».
Ο ελληνισμός του Καυκάσου και της Νότιας Ρωσίας, που βρισκόταν παρά τη θέλησή του στο επίκεντρο των πολεμικών συγκρούσεων, πλήρωσε πολύ ακριβά την καθυστέρηση των ελληνικών πλοίων. Μεγάλη ευθύνη έφεραν και οι ηγέτες των ποντιακών κοινοτήτων, που με τις ομηρικές αρχηγικές φιλονικίες και τις λανθασμένες πολιτικές κινήσεις τους λειτούργησαν αρνητικά σε θέματα συνεργασίας με τις αρμόδιες ελληνικές αρχές.
Τις δύσκολες εκείνες μέρες βρέθηκε ο κατάλληλος άνθρωπος να απαλύνει τον πόνο τους και να τους δώσει κουράγιο και ελπίδα.Ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης, που με εντολή του Ελληνα πρωθυπουργού πήγε στον Καύκασο να συγκεντρώσει τον απελπισμένο και εξαθλιωμένο ελληνικό πληθυσμό και να τον μεταφέρει στη Μακεδονία. Ο Νίκος Καζαντζάκης στο βιβλίο του Αναφορά στον Γκρεκο περιγράφει με θαυμαστό τρόπο τον αγώνα του για τη διάσωση των Ελλήνων του Καυκάσου: «Βρισκόμουν ακόμα στην Ιταλία, όταν έλαβα από την Αθήνα, από τον υπουργό της Κοινωνικής Πρόνοιας, τηλεγράφημα αν δέχουμαι ν' αναλάβω τη Γενική Διεύθυνση του υπουργείου με ειδική εντολή να πάω στον Καύκασο που κιντύνευαν πάνω από εκατό χιλιάδες Έλληνες και να προσπαθήσω να βρω τρόπο να μετακομιστούν στην Ελλάδα, να σωθούν. Πρώτη φορά παρουσιάζονταν στη ζωή μου η ευκαιρία να μπω στην πράξη και να μην έχω πια να παλεύω με θεωρίες και ιδέες και Χριστούς και Βούδες παρά με ζωντανούς, σάρκα και κόκκαλα ανθρώπους
[...] Δέχτηκα και για έναν άλλο λόγο: πόνεσα την αιώνια σταυρωμένη ράτσα μου που κινδύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το Κράτος και τη Βία στον Καύκασο —αυτός είναι ο στρατός ο δικός της- και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της, να τη σώσουν. Ετσι, ταυτίζοντας τα σημερινά παθήματα με τα αιώνια πάθη της Ελλάδας, υψώνοντας την τραγική σύγχρονη περιπέτεια σε σύμβολο, δέχτηκα».
Το θέμα της αποκατάστασης των Ελλήνων του Καυκάσου έγινε για το Νίκο Καζαντζάκη από την πρώτη μέρα που το ανέλαβε σκοπός της ζωής του. Σε συνεργασία με τα ποντιακά σωματεία και τις ελληνικές κοινότητες φρόντιζε να ξεπερνά, όσο πιο ανώδυνα γινόταν, τα δύσκολα καθημερινά προβλήματα τα οποία ανέκυπταν.
Νίκος Καζαντζάκης |
Ενοχλημένος από την υποτονική αντιμετώπιση της τραγικής κατάστασης των Ελλήνων του Καυκάσου εκ μέρους των ελληνικών αρχών, έξι μήνες μετά την αποστολή του, σε μία από τις αυστηρές εκθέσεις του στις 10 Νοεμβρίου 1919 προς τον Υπουργό Περιθάλψεως, Σπ. Σίμο, πρότεινε συγκεκριμένα μέτρα επίλυσης του προσφυγικου ζητήματος:
«Εις την ελευθέραν Ελλάδα: προπαρασκευαστική εργασία εις τους τόπους της εγκαταστάσεως: Είναι απόλυτος ανάγκη και ασύγγνωστος πάσα αργοπορία, εντός του χειμώνος τούτου να ορισθούν αι γαίαι, τας οποίας θα καταλάβουν αι πρώται χιλιάδες των μελλόντων να μεταναστεύσουν και να εξευρεθούν ή να αναγερθούν τα κατάλληλα οικήματα.
»Το ζήτημα του στεγασμού είναι το μέγιστον. Και νομίζω ότι το υπουργείον της περιθάλψεως μη επαναπαυόμενον αποκλειστικώς εις την προταθείσαν λύσιν περί ανεγέρσεως συνοικισμών δι’ οικοδόμων Ελλήνων μεταπεμπομένων εκ της Ν. Ρωσίας, οφείλει να ζητήσει και εξεύρει ταχύτερον και γενικώτερον τρόπον στεγασμού: ως τοιούτον δε, μοναδικόν αληθώς και διά τα μεγάλα κοινωνικά του αποτελέσματα, τα οποία προώρισται να έχη εις την ημετέραν χώραν, θεωρώ την γενομένην υπό μεγάλου Αμερικανικού οίκου πρότασιν μεταφοράς ολοκλήρου εργοστασίου οικοδομής εν Ελλάδι. Το εργοστάσιον τούτο, κατά τας γενομένας εις το υφ’ υμάς υπουργείον επισήμους προτάσεις, θα ιδρυθεί εν Ελλάδι, εάν παραγγελθώσι 4.000 οικίσκοι (εκ 4 δωματίων), και αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να κατασκευάζει τρεις τοιούτους οικίσκους καθ’ εκάστην ώραν.
»Εάν αληθώς η ελληνική κυβέρνησις απεφάσισε να μεταφέρει τους Καυκασίους εις την Ελλάδα και να πυκνώσει πληθυσμόν με Ελληνας γεωργούς εξαιρέτου εργατικότητος, πρέπει και να αντικρύσει ακεραίαν την υποχρέωσιν ην συνεπάγεται μια τοιαύτη απόφασις: Διά να εκριζωθούν και να μεταφυτευθούν εις την Ελλάδα τόσαι χιλιάδες ανθρώπων απαιτούνται δαπάναι και διά την μεταφοράν των και διά την προσωρινήν συντήρησίν των άμα έλθουν και διά την στέγασιν και γεωργικήν των αποκατάστασιν. Αι δαπάναι αύται βεβαίως εντός ολίγων ετών θα καλυφθούν πολλαπλασίως, αλλά είναι ανάγκη να διατεθώσι τάχιστα, διότι μετά τινάς μήνας όλα δεικνύουν ότι πιθανώτατα να είναι πολύ αργά πλέον.
»Εάν πάλιν η ελληνική κυβέρνησις ευρίσκεται επί του παρόντος προ της αδυναμίας να υποστή την δαπάνην την απαιτουμένην διά την σωτηρίαν εκατόν χιλιάδων Ελλήνων, νομίζω ότι θα ήτο αξιοπρεπέστερον διά το γόητρον της Ελλάδος και φιλανθρωπότερον διά τους δυστυχείς εκεί πέραν Ελληνας τους βαυκαλιζομένους από επισήμως διδομένας ελπίδας, να δηλώση ότι εγκαταλείπει εις την τύχην των τους Ελληνας τούτους, να αποσύρη εκ του Καυκάσου την ειδικώς διά την περίθαλψιν και μετανάστευσιν εκπεμφθείσαν αποστολήν.
»Ηδη τα μέλη της αποστολής δηλούν ότι αδυνατούν πέραν του χειμώνος τούτου να συγκροτήσουν τους απηλπισμένους και δεινοπαθούντας ελληνικούς πληθυσμούς εν εκ των δύο θα συμβή: ή θα αφομοιωθούν οι Ελληνες προς τους Γεωργιανούς και τους Ρώσους, χανόμενοι διά την Ελλάδα, και ή και τούτο είναι πιθανότατον - πολλοί θα σωρευθούν εις τα πρώτα ατμόπλοια και θα ριφθούν εις τα ελληνικά παράλια, δημιουργούντες νέον προσφυγικόν ζήτημα και υποβάλλοντες το ελληνικόν κράτος εις δαπάνας πολύ μεγαλυτέρας, ακάρπους τώρα, από τας δαπάνας αίτινες θα απητούντο διά την οργανωμένην και κανονικήν αυτών μετανάστευσιν και εγκατάστασιν εις τα πλούσιας και ακαλλιεργήτους εθνικάς γαίας της Μακεδονίας, και της Μ. Ασίας».
Η τραγικότητα της κατάστασης των Ελλήνων που συγκεντρώθηκαν στις παραλίες του Βατούμ φαίνεται από τις εκθέσεις τις οποίες ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Περιθάλψεως, Κ. Κωνστανταράκης, έστελνε στο αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Περιθάλψεως:«[...] έχομεν μέσον όρο θανάτων 50 άτομα ημερησίως, αν δεν ληφθώσι τα εν τω πρακτικώ υποδεικνυόμενα μέτρα, ο αριθμός των θανάτων αφεύκτως θέλει διπλασιασθεί, δεδομένου ότι ήρχισαν ήδη εν Βατούμ οι συνήθεις ραγδαίες και μεγάλης διαρκείας βροχαί, μεταβάλλουσαι τας προχείρους κατασκηνώσεις των προσφύγων εις τέλματα. Και θα καταντήσωμεν ούτω να ίδωμεν αποθνήσκοντας εντός τριμήνου όλους σχεδόν τους εν Βατούμ πρόσφυγας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου