Ο Πόντος ουσιαστικά μπήκε στη βυζαντινή περίοδο της ιστορίας του από το 330, όταν η Κωνσταντινούπολη καθιερώθηκε, με τελετή εγκαινίων στις 11 Μαΐου, ως πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους. Κατάφερε να ενσωματωθεί ομαλά στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και να παραμείνει επί 901 χρόνια (303-1204) μια ακμάζουσα βυζαντινή επαρχία, μέχρι την ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας των Μεγάλων Κομνηνών.
Με τη δημιουργία του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους το 395, και την ονομασία του στη συνέχεια σε Βυζαντινή Αυτοκρατορία, οι περιοχές της Μικράς Ασίας δέχτηκαν σειρά αραβικών επιδρομών. Στην προσπάθεια τους να τους αντιμετωπίσουν, οι Βυζαντινοί επινόησαν μεθόδους για έγκαιρη και αποτελεσματική προειδοποίηση και άμυνά τους. Έτσι, δημιούργησαν τους θεσμούς των «θεμάτων και των ακριτών» (μεγάλων Διοικητικών Περιφερειών). Στα μέσα της βυζαντινής περιόδου, και συγκεκριμένα από τον 8ο αιώνα, και ο Πόντος δοκιμάστηκε από αλλεπάλληλες αραβικές επιδρομές.
Οι Έλληνες που ζούσαν στον Πόντο αποτέλεσαν τους «ακρίτες» της Βασιλεύουσας στην εσχατιά του ελληνισμού ως τον ποταμό Ευφράτη. Η φορολογική αλλά και η κοινωνική πολιτική που ακολουθήθηκαν για τους κατοίκους του Πόντου συνέβαλαν στην ανάπτυξη «εθνικής συνείδησης», η οποία τους έκανε να αγαπήσουν ιδιαίτερα τις περιοχές στις οποίες ζούσαν, υπερασπιζόμενοι ουσιαστικά τα σύνορα του Βυζαντίου απέναντι σε ποικιλώνυμους εχθρούς: Άραβες, Σελτζούκους Τούρκους κ.ά. Ακριτικά επικά τραγούδια, όπως ο Διγενής Ακρίτας κ.ά., αναμφισβήτητης ποντιακής προέλευσης, ύμνησαν την αρετή και την ανδρεία, τους αγώνες και την προσφορά των ακριτών, και συμβόλιζαν τους συνεχείς αγώνες των Ελλήνων ενάντια στους εχθρούς τους της Ανατολής. Τέτοια ακριτικά τραγούδια συναντάμε και σήμερα, με διάφορες παραλλαγές, σε πολλές περιοχές του Πόντου, στην Τουρκία.
Ειδικότερα επί Ιουστινιανού (6ος αιώνας), δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην περιοχή του Πόντου. Το διοικητικό κέντρο μεταφέρθηκε στην Τραπεζούντα, που εξελίχθηκε σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο του Πόντου. Παράλληλα ανεγέρθηκαν ναοί, τείχη, ενώ χτίστηκαν το υδραγωγείο και το λιμάνι της πόλης. Επί Ηράκλειτου (610-641) η Τραπεζούντα έγινε γνωστή ως πνευματικό κέντρο του Πόντου χάρη στις σχολές Αστρονομίας και Μαθηματικών που λειτουργούσαν στην πόλη. Αργότερα, από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα, αναπτύχθηκε εκεί αξιόλογη πνευματική ζωή.
Στα χρόνια της ακμής του Βυζαντίου παρατηρήθηκε ένα κύμα μετακίνησης Ποντίων προς την Κωνσταντινούπολη. Εκεί διέπρεψαν στα γράμματα, την πολιτική, το εμπόριο, τις επιστήμες και ειδικότερα στα θεολογικά. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των Ξιφιλίνων που ανέβηκαν στον πατριαρχικό θρόνο, των Υψηλάντηδων και του Συμεών. Μαζικές μετακινήσεις ποντιακών πληθυσμών έγιναν και το 960, επί αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, προς τη δοκιμαζόμενη από τους Σαρακηνούς και τους Άραβες Κρήτη.
Γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα εμφανίστηκαν στα ανατολικά σύνορα οι ημινομάδες Σελτζούκοι Τούρκοι, που το 1000 είχαν ασπαστεί το μουσουλμανισμό και είχαν ενταχθεί στην υπηρεσία των Αραβικών Χαλιφάτων ως μισθοφόροι, και άρχισαν σταδιακά αλλά σταθερά να εγκαθίστανται στα εδάφη της Μικράς Ασίας. Η ορμητικότητα και ο φανατισμός τους τους κατέστησαν φορείς της διαφαινόμενης τουρκικής απειλής στην ευρύτερη περιοχή. Οι Σελτζούκοι μετά τη νίκη τους στο Μαντζικέρτ της Αρμενίας το 1071 επί των Βυζαντινών (Ρωμανός Διογένης) άνοιξαν το δρόμο για την έλευσή τους στη Μικρά Ασία. Τα τουρκικά φύλα που στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν εκεί δεν επρόκειτο να εκδιωχθούν ποτέ.
Το 1080 η σελτζουκική επικράτεια, που περιλάμβανε τη Μικρά Ασία και τη Μεσοποταμία, διασπάστηκε, και τα μικρασιατικά εδάφη αποτέλεσαν το σουλτανάτο του Ρουμ, με πρώτη πρωτεύουσα τη Νίκαια.
Παρ’ όλη αυτή την πορεία η προέλαση των Σελτζούκων προσέκρουσε στην ηρωική αντίσταση των Ποντίων. Οι θρυλικοί Γαβράδες έδιωξαν τους Σελτζούκους από την Τραπεζούντα, που την είχαν καταλάβει, αλλά ο ίδιος ο Θεόδωρος Γαβράς αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε με βασανιστήρια, αρνούμενος να εξισλαμιστεί.
Η τουρκική αυτή προέλαση αναχαιτίστηκε περίπου για έναν αιώνα από τη δυναστεία των Κομνηνών (1081-1185), ύστερα από την αναδιοργάνωση της επαρχιακής διοίκησης με την αποκατάσταση του διοικητικού συστήματος, που είχε στόχο την ενίσχυση των συνόρων της αυτοκρατορίας. Στην υποστήριξη αυτών των περιοχών συνέβαλε και η μικρασιατική καταγωγή των Κομνηνών, που τους καθιστούσε ιδιαίτερα ευαίσθητους στο ενδεχόμενο της απώλειας της Μικράς Ασίας.
Η προ των Μεγάλων Κομνηνών βυζαντινή περίοδος του Πόντου τερματίστηκε όταν ο Βυζαντινός δούκας της Χαλδίας Νικηφόρος Παλαιολόγος αναγκάστηκε να παραδώσει την πόλη της Τραπεζούντας στους νεαρούς αδελφούς Αλέξιο και Δαβίδ (1204), εγγονούς του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α'.
Την ίδια χρονιά που η Κωνσταντινούπολη έπεφτε στα χέρια των Λατίνων σταυροφόρων (1204, Δ' Σταυροφορία) και καταλυόταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ιδρύθηκαν τρία νέα βυζαντινογενή ελληνικά κράτη, της Νίκαιας, της Ηπείρου και της Τραπεζούντας. Δημιουργήθηκε έτσι, ανατολικά του Βυζαντίου, ένα νέο μεσαιωνικό ελληνικό κράτος, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, ή αλλιώς το Κράτος των Μεγάλων Κομνηνών, που στην ουσία ήταν ένα τιμάριο, ή μια αυτόνομη «πρόνοια».
Με τη δημιουργία του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους το 395, και την ονομασία του στη συνέχεια σε Βυζαντινή Αυτοκρατορία, οι περιοχές της Μικράς Ασίας δέχτηκαν σειρά αραβικών επιδρομών. Στην προσπάθεια τους να τους αντιμετωπίσουν, οι Βυζαντινοί επινόησαν μεθόδους για έγκαιρη και αποτελεσματική προειδοποίηση και άμυνά τους. Έτσι, δημιούργησαν τους θεσμούς των «θεμάτων και των ακριτών» (μεγάλων Διοικητικών Περιφερειών). Στα μέσα της βυζαντινής περιόδου, και συγκεκριμένα από τον 8ο αιώνα, και ο Πόντος δοκιμάστηκε από αλλεπάλληλες αραβικές επιδρομές.
Οι Έλληνες που ζούσαν στον Πόντο αποτέλεσαν τους «ακρίτες» της Βασιλεύουσας στην εσχατιά του ελληνισμού ως τον ποταμό Ευφράτη. Η φορολογική αλλά και η κοινωνική πολιτική που ακολουθήθηκαν για τους κατοίκους του Πόντου συνέβαλαν στην ανάπτυξη «εθνικής συνείδησης», η οποία τους έκανε να αγαπήσουν ιδιαίτερα τις περιοχές στις οποίες ζούσαν, υπερασπιζόμενοι ουσιαστικά τα σύνορα του Βυζαντίου απέναντι σε ποικιλώνυμους εχθρούς: Άραβες, Σελτζούκους Τούρκους κ.ά. Ακριτικά επικά τραγούδια, όπως ο Διγενής Ακρίτας κ.ά., αναμφισβήτητης ποντιακής προέλευσης, ύμνησαν την αρετή και την ανδρεία, τους αγώνες και την προσφορά των ακριτών, και συμβόλιζαν τους συνεχείς αγώνες των Ελλήνων ενάντια στους εχθρούς τους της Ανατολής. Τέτοια ακριτικά τραγούδια συναντάμε και σήμερα, με διάφορες παραλλαγές, σε πολλές περιοχές του Πόντου, στην Τουρκία.
Ειδικότερα επί Ιουστινιανού (6ος αιώνας), δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην περιοχή του Πόντου. Το διοικητικό κέντρο μεταφέρθηκε στην Τραπεζούντα, που εξελίχθηκε σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο του Πόντου. Παράλληλα ανεγέρθηκαν ναοί, τείχη, ενώ χτίστηκαν το υδραγωγείο και το λιμάνι της πόλης. Επί Ηράκλειτου (610-641) η Τραπεζούντα έγινε γνωστή ως πνευματικό κέντρο του Πόντου χάρη στις σχολές Αστρονομίας και Μαθηματικών που λειτουργούσαν στην πόλη. Αργότερα, από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα, αναπτύχθηκε εκεί αξιόλογη πνευματική ζωή.
Αγία Σοφία Τραπεζούντας χτίστηκε τον 13 αιώνα, βασισμένη στο πρότυπο της Αγ. Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως |
Γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα εμφανίστηκαν στα ανατολικά σύνορα οι ημινομάδες Σελτζούκοι Τούρκοι, που το 1000 είχαν ασπαστεί το μουσουλμανισμό και είχαν ενταχθεί στην υπηρεσία των Αραβικών Χαλιφάτων ως μισθοφόροι, και άρχισαν σταδιακά αλλά σταθερά να εγκαθίστανται στα εδάφη της Μικράς Ασίας. Η ορμητικότητα και ο φανατισμός τους τους κατέστησαν φορείς της διαφαινόμενης τουρκικής απειλής στην ευρύτερη περιοχή. Οι Σελτζούκοι μετά τη νίκη τους στο Μαντζικέρτ της Αρμενίας το 1071 επί των Βυζαντινών (Ρωμανός Διογένης) άνοιξαν το δρόμο για την έλευσή τους στη Μικρά Ασία. Τα τουρκικά φύλα που στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν εκεί δεν επρόκειτο να εκδιωχθούν ποτέ.
Το 1080 η σελτζουκική επικράτεια, που περιλάμβανε τη Μικρά Ασία και τη Μεσοποταμία, διασπάστηκε, και τα μικρασιατικά εδάφη αποτέλεσαν το σουλτανάτο του Ρουμ, με πρώτη πρωτεύουσα τη Νίκαια.
Παρ’ όλη αυτή την πορεία η προέλαση των Σελτζούκων προσέκρουσε στην ηρωική αντίσταση των Ποντίων. Οι θρυλικοί Γαβράδες έδιωξαν τους Σελτζούκους από την Τραπεζούντα, που την είχαν καταλάβει, αλλά ο ίδιος ο Θεόδωρος Γαβράς αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε με βασανιστήρια, αρνούμενος να εξισλαμιστεί.
Η τουρκική αυτή προέλαση αναχαιτίστηκε περίπου για έναν αιώνα από τη δυναστεία των Κομνηνών (1081-1185), ύστερα από την αναδιοργάνωση της επαρχιακής διοίκησης με την αποκατάσταση του διοικητικού συστήματος, που είχε στόχο την ενίσχυση των συνόρων της αυτοκρατορίας. Στην υποστήριξη αυτών των περιοχών συνέβαλε και η μικρασιατική καταγωγή των Κομνηνών, που τους καθιστούσε ιδιαίτερα ευαίσθητους στο ενδεχόμενο της απώλειας της Μικράς Ασίας.
Η προ των Μεγάλων Κομνηνών βυζαντινή περίοδος του Πόντου τερματίστηκε όταν ο Βυζαντινός δούκας της Χαλδίας Νικηφόρος Παλαιολόγος αναγκάστηκε να παραδώσει την πόλη της Τραπεζούντας στους νεαρούς αδελφούς Αλέξιο και Δαβίδ (1204), εγγονούς του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α'.
Την ίδια χρονιά που η Κωνσταντινούπολη έπεφτε στα χέρια των Λατίνων σταυροφόρων (1204, Δ' Σταυροφορία) και καταλυόταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ιδρύθηκαν τρία νέα βυζαντινογενή ελληνικά κράτη, της Νίκαιας, της Ηπείρου και της Τραπεζούντας. Δημιουργήθηκε έτσι, ανατολικά του Βυζαντίου, ένα νέο μεσαιωνικό ελληνικό κράτος, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, ή αλλιώς το Κράτος των Μεγάλων Κομνηνών, που στην ουσία ήταν ένα τιμάριο, ή μια αυτόνομη «πρόνοια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου