Η Αυτοκρατορία των Μεγάλο Κομνηνών, ή της Τραπεζούντας, ιδρύθηκε το 1204, όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των σταυροφόρων της Δ' Σταυροφορίας.
Ο Αλέξιος και ο αδελφός του, Δαβίδ, απόγονοι της αυτοκρατορικής δυναστείας των Κομνηνών, με τη συμπαράσταση και τη βοήθεια της Γεωργιανής θείας τους Θάμαρ, βασίλισσας των Ιβήρων, ίδρυσαν το κράτος των Μεγαλοκομνηνών της Τραπεζούντας στον Πόντο και έφεραν τον τίτλο «Βασιλείς και Αυτοκράτορες πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας».
Δυστυχώς όμως η αυτονομία της αυτοκρατορίας πλήγηκε εξαιτίας της διαμάχης που ξέσπασε ανάμεσα στο Δαβίδ Κομνηνό (Τραπεζούντα) και το Θεόδωρο Λάσκαρη (Νίκαια), με αποτέλεσμα, ύστερα από την παρέμβαση των Λατίνων, η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας να περιοριστεί στην παραλιακή λωρίδα της βόρειας Μικράς Ασίας.
Στα τέλη του 13ου αιώνα καθιερώθηκε στα εμβλήματά τους, ως δείγμα σεβασμού στο δικέφαλο αετό του Βυζαντίου, ο μονοκέφαλος αετός, που είχε το βλέμμα του στραμμένο στη Βασιλεύουσα.
Οι νέοι αυτοί αυτοκράτορες αναγνωρίστηκαν από τους κατοίκους του Πόντου ως νόμιμοι κληρονόμοι και συνεχιστές των Βυζαντινών. Οι ίδιοι, παρόλο που δεν ήταν άμοιροι λαθών, παρά τις συνεχείς απειλές από τους Τουρκομάνους, οι οποίοι ως ακρίτες του σελτζουκικού κράτους, αλλά και πολεμιστές της ισλαμικής πίστης (γαζήδες), έκαναν επιδρομές στη βυζαντινή ενδοχώρα λεηλατώντας την ύπαιθρο, κατάφεραν να διατηρήσουν την αίγλη της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας επί 257 χρόνια, δηλαδή από το 1204 έως το 1461, όταν τελικά καταλύθηκε από τον Μωάμεθ Β' και τους Οθωμανούς Τούρκους, οκτώ χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Στα 257 αυτά χρόνια της ανάπτυξης της αυτοκρατορίας, στην Τραπεζούντα, αλλά και σε ολόκληρο τον Πόντο, άνθησαν οι τέχνες και αναπτύχθηκαν τα ελληνικά γράμματα, καθώς και το εμπόριο, που έφτασε μέχρι το Σιάμ και τις Ινδίες. Οι Μεγάλοι Κομνηνοί ουσιαστικά ανέλαβαν το χρέος της διατήρησης και της συνέχειας του ελληνισμού.
Θα πρέπει να επισημανθεί μάλιστα ότι σε όλα τα χρόνια της διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας από τους Κομνηνούς, και σε μια εποχή έντονων θρησκευτικών αντιπαραθέσεων και Σταυροφοριών -που άφησαν πίσω τους εκατοντάδες χιλιάδες θύματα σκοταδισμού, αλλά και αμάθειας που μάστιζε την υπόλοιπη Ευρώπη, στον Πόντο το ελεύθερο ελληνικό πνεύμα μπόλιασε τη χριστιανική θρησκεία και μπολιάστηκε μ’ αυτή. Γι’ αυτό, όλη την παραπάνω περίοδο στον Πόντο δεν αναφέρεται πουθενά ότι υπήρξαν εκτελέσεις προσώπων εξαιτίας θρησκευτικών αντιθέσεων και φανατισμού.
Αντίθετα, Εκκλησία και πολιτεία, λαός και κλήρος, γνώση και θρησκεία ταξίδεψαν αρμονικά μαζί περίπου για τρεις αιώνες, δημιουργώντας το θαύμα της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας.
Οι σχέσεις μάλιστα των Κομνηνών με την Εκκλησία ήταν συνεχείς (χτίστηκαν περίπου 3.000 ναοί και μοναστήρια, με εξαιρετικής τέχνης αγιογραφίες και ψηφιδωτά), όχι μόνο ως προς τις χορηγίες και τα προνόμια που της έδωσαν, με τα χρυσόβουλα τα οποία κατά περιόδους εξέδωσαν, αλλά και με το μόνιμο ενδιαφέρον τους για την καλλιέργεια της θρησκευτικής συνείδησης των υπηκόων τους. Ιδιαίτερα μάλιστα συνέβαλαν στην καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και στην ενδυνάμωση του ελληνισμού, με την εμμονή τους στη διατήρηση του βυζαντινού ιδεώδους.
Από το 1414 και εξής ο πλούτος και η δύναμη της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας ξεπερνούσαν ακόμη και αυτά της αυτοκρατορίας των Παλαιολόγων της Κωνσταντινούπολης. Επομένως οι «Μεγαλοκομνηνοί» δικαιολογημένα υπερηφανεύονταν για την ανωτερότητα του πολιτιστικού, αλλά και του πνευματικού επιπέδου της αυτοκρατορίας τους. Τις τελευταίες δεκαετίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μάλιστα, επειδή η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ήταν τότε πιο ισχυρή και πιο πλούσια, οι αυτοκράτορες «Μεγαλοκομνηνοί» βοήθησαν και στήριξαν το Βυζάντιο.Ήταν το τελευταίο κομμάτι ελεύθερου ορθόδοξου ελληνισμού που αλώθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) και την κατάκτηση της Πελοποννήσου, μόνη ελεύθερη ελληνική περιοχή παρέμενε η Αυτοκρατορία των Μεγαλοκομνηνών, με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα. Ο κατακτητής της Κωνσταντινούπολης, τρία χρόνια μετά την Άλωση (1453), οργάνωσε εκστρατεία για την κατάκτηση του Πόντου. Τα στρατεύματα διέσχισαν τις Ποντικές Άλπεις, χωρίς καμία αντίσταση, και στρατοπέδευσαν έξω από την Τραπεζούντα (1456). Παράλληλα, ο τουρκικός στόλος λεηλατούσε τα παράλια και κατευθυνόταν προς την Τραπεζούντα.
Μπροστά στον κίνδυνο, ο αυτοκράτορας συμφώνησε να καταβάλλει στους Τούρκους 2.000 χρυσά νομίσματα το χρόνο.
Παράλληλα, ο Ιωάννης Δ' Κομνηνός ανέλαβε να οργανώσει έναν αμυντικό συνασπισμό των ηγεμόνων της περιοχής. Όμως, τα σχέδια ματαιώθηκαν με το θάνατό του (1458). Ο διάδοχος του, και τελευταίος αυτοκράτορας, Δαβίδ Κομνηνός, συνέχισε τις προσπάθειες στρεφόμενος προς τη Δύση, χωρίς αποτέλεσμα.
Έτσι, την άνοιξη του 1461 ετοιμάστηκαν 300 πολεμικά πλοία που, παραπλέοντας τα παράλια, κατέλαβαν την οχυρότατη Σινώπη και, στη συνέχεια, την Τραπεζούντα, αποβιβάζοντας 10.000 στρατιώτες.
Παράλληλα, ο ίδιος ο σουλτάνος επικεφαλής 80.000 πεζών και 60.000 ιππέων στρατοπέδευσε έξω από τα χερσαία τείχη της Τραπεζούντας.
Η άμυνα της πόλης κράτησε μόνο ένα μήνα και τον Αύγουστο ο αυτοκράτορας Δαβίδ Κομνηνός παραδόθηκε.
Η πτώση της Τραπεζούντας, της οποίας τελευταίος αυτοκράτορας ήταν ο Δαβίδ Μεγάλος Κομνηνός, προανήγγηλλε τέσσερις αιώνες οθωμανικής «νύχτας» για τον ελληνισμό και άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς.
Την ίδια εποχή (14ος-15ος αιώνας) η Ευρώπη μπήκε στον αστερισμό της Αναγέννησης» αξιοποιώντας όχι μόνο το πνεύμα, αλλά και τη φυσική παρουσία δεκάδων σπουδαίων φιλοσόφων και επιστημόνων που κατέφυγαν «πρόσφυγες» στη Δύση, για να σωθούν ή για να συμβάλουν στη σωτηρία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας.
Παράλληλα, πολλοί Πόντιοι κατέφυγαν στην ενετοκρατούμενη εκείνη την περίοδο Κρήτη, διαπρέποντας σε όλους τους τομείς στους οποίους δραστηριοποιήθηκαν, όπως ο Γεώργιος Τραπεζούντας, ο Κομνηνός Κρης, ο Μιχαήλ Μαρούλος κ.ά. Γι' αυτό και είναι πολλά τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τους συγγενικούς δεσμούς Κρητών και Ποντίων (μουσική, τραγούδια, χορός, η λύρα, γλωσσικά και λαογραφικά στοιχεία κ.ά.).
Επίσης η μεγάλη παρουσία του ποντιακού ελληνισμού στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (Υψηλάντηδες-Καρατζάδες), η δράση των Ποντίων Φιλικών στη Μολδοβλαχία, και η παρουσία τους στη Βενετία (Μεταξάδες, Μανταλάδες, ο Βησσαρίωνας κ.ά.) πιστοποιούν τις μετακινήσεις Ελλήνων του Πόντου και σ’ αυτές τις χώρες.
Μετακινήσεις Ποντίων μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας έγιναν επίσης σε περιοχές της Βόρειας Ηπείρου. Ο μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης, ο Αιμιλιανός Γρεβενών, καθώς και Πόντιοι από την οικογένεια των Κομνηνών έζησαν και έδρασαν εκεί. Η παρουσία του ποντιακής καταγωγής ιεραποστόλου Νίκωνα του Μετανοείτε, στη Μάνη αρχικά και στη συνέχεια στην Κρήτη, άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια του σ’ αυτές τις περιοχές. Ο ελληνισμός του Πόντου θρήνησε την άλωση της Κωνσταντινούπολης, όπως και της Τραπεζούντας, με ένα χαρακτηριστικό τραγούδι, σηματοδοτώντας όμως, στον τελευταίο στίχο του, την αισιοδοξία του για το μέλλον και τη συνέχειά του:
«Άλλοι εμάς, να βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα Μοναστήρε.
Η Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία πάρθεν.
Η Ρωμανία κι αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο».
Ο Αλέξιος και ο αδελφός του, Δαβίδ, απόγονοι της αυτοκρατορικής δυναστείας των Κομνηνών, με τη συμπαράσταση και τη βοήθεια της Γεωργιανής θείας τους Θάμαρ, βασίλισσας των Ιβήρων, ίδρυσαν το κράτος των Μεγαλοκομνηνών της Τραπεζούντας στον Πόντο και έφεραν τον τίτλο «Βασιλείς και Αυτοκράτορες πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας».
Δυστυχώς όμως η αυτονομία της αυτοκρατορίας πλήγηκε εξαιτίας της διαμάχης που ξέσπασε ανάμεσα στο Δαβίδ Κομνηνό (Τραπεζούντα) και το Θεόδωρο Λάσκαρη (Νίκαια), με αποτέλεσμα, ύστερα από την παρέμβαση των Λατίνων, η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας να περιοριστεί στην παραλιακή λωρίδα της βόρειας Μικράς Ασίας.
Στα τέλη του 13ου αιώνα καθιερώθηκε στα εμβλήματά τους, ως δείγμα σεβασμού στο δικέφαλο αετό του Βυζαντίου, ο μονοκέφαλος αετός, που είχε το βλέμμα του στραμμένο στη Βασιλεύουσα.
Οι νέοι αυτοί αυτοκράτορες αναγνωρίστηκαν από τους κατοίκους του Πόντου ως νόμιμοι κληρονόμοι και συνεχιστές των Βυζαντινών. Οι ίδιοι, παρόλο που δεν ήταν άμοιροι λαθών, παρά τις συνεχείς απειλές από τους Τουρκομάνους, οι οποίοι ως ακρίτες του σελτζουκικού κράτους, αλλά και πολεμιστές της ισλαμικής πίστης (γαζήδες), έκαναν επιδρομές στη βυζαντινή ενδοχώρα λεηλατώντας την ύπαιθρο, κατάφεραν να διατηρήσουν την αίγλη της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας επί 257 χρόνια, δηλαδή από το 1204 έως το 1461, όταν τελικά καταλύθηκε από τον Μωάμεθ Β' και τους Οθωμανούς Τούρκους, οκτώ χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Στα 257 αυτά χρόνια της ανάπτυξης της αυτοκρατορίας, στην Τραπεζούντα, αλλά και σε ολόκληρο τον Πόντο, άνθησαν οι τέχνες και αναπτύχθηκαν τα ελληνικά γράμματα, καθώς και το εμπόριο, που έφτασε μέχρι το Σιάμ και τις Ινδίες. Οι Μεγάλοι Κομνηνοί ουσιαστικά ανέλαβαν το χρέος της διατήρησης και της συνέχειας του ελληνισμού.
Θα πρέπει να επισημανθεί μάλιστα ότι σε όλα τα χρόνια της διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας από τους Κομνηνούς, και σε μια εποχή έντονων θρησκευτικών αντιπαραθέσεων και Σταυροφοριών -που άφησαν πίσω τους εκατοντάδες χιλιάδες θύματα σκοταδισμού, αλλά και αμάθειας που μάστιζε την υπόλοιπη Ευρώπη, στον Πόντο το ελεύθερο ελληνικό πνεύμα μπόλιασε τη χριστιανική θρησκεία και μπολιάστηκε μ’ αυτή. Γι’ αυτό, όλη την παραπάνω περίοδο στον Πόντο δεν αναφέρεται πουθενά ότι υπήρξαν εκτελέσεις προσώπων εξαιτίας θρησκευτικών αντιθέσεων και φανατισμού.
Αντίθετα, Εκκλησία και πολιτεία, λαός και κλήρος, γνώση και θρησκεία ταξίδεψαν αρμονικά μαζί περίπου για τρεις αιώνες, δημιουργώντας το θαύμα της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας.
Οι σχέσεις μάλιστα των Κομνηνών με την Εκκλησία ήταν συνεχείς (χτίστηκαν περίπου 3.000 ναοί και μοναστήρια, με εξαιρετικής τέχνης αγιογραφίες και ψηφιδωτά), όχι μόνο ως προς τις χορηγίες και τα προνόμια που της έδωσαν, με τα χρυσόβουλα τα οποία κατά περιόδους εξέδωσαν, αλλά και με το μόνιμο ενδιαφέρον τους για την καλλιέργεια της θρησκευτικής συνείδησης των υπηκόων τους. Ιδιαίτερα μάλιστα συνέβαλαν στην καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και στην ενδυνάμωση του ελληνισμού, με την εμμονή τους στη διατήρηση του βυζαντινού ιδεώδους.
Τραπεζούντα (Απο το Ποζ τεπε) |
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) και την κατάκτηση της Πελοποννήσου, μόνη ελεύθερη ελληνική περιοχή παρέμενε η Αυτοκρατορία των Μεγαλοκομνηνών, με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα. Ο κατακτητής της Κωνσταντινούπολης, τρία χρόνια μετά την Άλωση (1453), οργάνωσε εκστρατεία για την κατάκτηση του Πόντου. Τα στρατεύματα διέσχισαν τις Ποντικές Άλπεις, χωρίς καμία αντίσταση, και στρατοπέδευσαν έξω από την Τραπεζούντα (1456). Παράλληλα, ο τουρκικός στόλος λεηλατούσε τα παράλια και κατευθυνόταν προς την Τραπεζούντα.
Μπροστά στον κίνδυνο, ο αυτοκράτορας συμφώνησε να καταβάλλει στους Τούρκους 2.000 χρυσά νομίσματα το χρόνο.
Παράλληλα, ο Ιωάννης Δ' Κομνηνός ανέλαβε να οργανώσει έναν αμυντικό συνασπισμό των ηγεμόνων της περιοχής. Όμως, τα σχέδια ματαιώθηκαν με το θάνατό του (1458). Ο διάδοχος του, και τελευταίος αυτοκράτορας, Δαβίδ Κομνηνός, συνέχισε τις προσπάθειες στρεφόμενος προς τη Δύση, χωρίς αποτέλεσμα.
Έτσι, την άνοιξη του 1461 ετοιμάστηκαν 300 πολεμικά πλοία που, παραπλέοντας τα παράλια, κατέλαβαν την οχυρότατη Σινώπη και, στη συνέχεια, την Τραπεζούντα, αποβιβάζοντας 10.000 στρατιώτες.
Παράλληλα, ο ίδιος ο σουλτάνος επικεφαλής 80.000 πεζών και 60.000 ιππέων στρατοπέδευσε έξω από τα χερσαία τείχη της Τραπεζούντας.
Η άμυνα της πόλης κράτησε μόνο ένα μήνα και τον Αύγουστο ο αυτοκράτορας Δαβίδ Κομνηνός παραδόθηκε.
Η πτώση της Τραπεζούντας, της οποίας τελευταίος αυτοκράτορας ήταν ο Δαβίδ Μεγάλος Κομνηνός, προανήγγηλλε τέσσερις αιώνες οθωμανικής «νύχτας» για τον ελληνισμό και άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς.
Την ίδια εποχή (14ος-15ος αιώνας) η Ευρώπη μπήκε στον αστερισμό της Αναγέννησης» αξιοποιώντας όχι μόνο το πνεύμα, αλλά και τη φυσική παρουσία δεκάδων σπουδαίων φιλοσόφων και επιστημόνων που κατέφυγαν «πρόσφυγες» στη Δύση, για να σωθούν ή για να συμβάλουν στη σωτηρία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας.
Παράλληλα, πολλοί Πόντιοι κατέφυγαν στην ενετοκρατούμενη εκείνη την περίοδο Κρήτη, διαπρέποντας σε όλους τους τομείς στους οποίους δραστηριοποιήθηκαν, όπως ο Γεώργιος Τραπεζούντας, ο Κομνηνός Κρης, ο Μιχαήλ Μαρούλος κ.ά. Γι' αυτό και είναι πολλά τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τους συγγενικούς δεσμούς Κρητών και Ποντίων (μουσική, τραγούδια, χορός, η λύρα, γλωσσικά και λαογραφικά στοιχεία κ.ά.).
Επίσης η μεγάλη παρουσία του ποντιακού ελληνισμού στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (Υψηλάντηδες-Καρατζάδες), η δράση των Ποντίων Φιλικών στη Μολδοβλαχία, και η παρουσία τους στη Βενετία (Μεταξάδες, Μανταλάδες, ο Βησσαρίωνας κ.ά.) πιστοποιούν τις μετακινήσεις Ελλήνων του Πόντου και σ’ αυτές τις χώρες.
Εξώτειχα Τραπεζούντας |
«Άλλοι εμάς, να βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα Μοναστήρε.
Η Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία πάρθεν.
Η Ρωμανία κι αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου