Δεν γνωρίζω1 αν και κάποιος άλλος μελετητής μέχρι σήμερα καταπιάστηκε με το θέμα της οικιακής θέρμανσης στον Πόντο.
Επειδή θεωρώ ότι έχουμε χρέος να αναδείξουμε όλες τις πτυχές της ζωής των προγόνων μας εκεί στη μακρινή πατρίδα, πρέπει να εμποδίσουμε τη λήθη, για να τις γνωρίσουν και οι γενιές που θα έρθουν. Είναι ένας τρόπος ζωής, που κράτησε σχεδόν αναλλοίωτος επί αιώνες και που μεταφέρθηκε και στην Ελλάδα με την αναγκαστική ανταλλαγή. Τον τρόπο ζωής τους τον γνωρίσαμε και τον ζήσαμε και εμείς της δεύτερης γενιάς, μέχρι τον ερχομό της βιομηχανικής εποχής, που άλλαξε με μιας και τον τρόπο ζωής, αλλά και γκρέμισε πανανθρώπινες αξίες.
Πρόσφυγες των παρακάτω περιοχών, μου τα διηγήθηκαν στο χωριό μου Ξηρολίμνη Κοζάνης και στα γειτονικά Σκήτη και Αλωνάκια, όσα στη συνέχεια θα αναφέρω για τα αγροτοκτηνοτροφικά χωριά του κεντρικού Πόντου, της Τραπεζούντας και της Ματσούκας, όπως η Ζύγανα, το Στάμαν, η Κρένασσα, η Κουνάκα, το Χαψίκιοϊ, το Χορτοκόπ, το Καπίκιοϊ, η Γαλίενα κ. ά., καθώς και στα χωρία της Αργυρούπολης, του Γιαγλί Ντερέ, της περιοχής της Άρδασσας, στην Κρώμνη, στην Ίμερα, στο Λυκάστ, Παρτίν, Ρουσίον, Σταυρίν, Μούζενα, Άγιο Φωκά, Αυλίανα κ. ά.
Όλα αυτά τα χωριά ήταν ορεινά και το κρύο σε αυτά διαρκούσε σχεδόν όλον τον χρόνο. Πιστεύω πως ο τρόπος θέρμανσης στις πιο πάνω περιοχές θα εφαρμοζόταν και σε άλλες ορεινές περιοχές του Πόντου. Όταν μετά το 1992 επισκέφθηκα πολλές φορές τις περιοχές Ματσούκας και Αργυρούπολης, διαπίστωσα τον τρόπο αυτόν της θέρμανσης στα παλαιά σπίτια που σώζονταν. Οι νέοι κάτοικοι, που προέρχονταν όλοι σχεδόν από τα γύρω μουσουλμανικά χωριά, όπως της Τόνιας και των Σουρμένων και εγκαταστάθηκαν σε αυτά, συνέχιζαν να ζουν με τον ίδιο τρόπο.
Τρία μέτρα έφτανε το χιόνι στα χωριά της Ανεφορίας και δύο της Ματσούκας, όπως αναφέρει ο θείος μου Κώστας, 98 ετών, αδελφός του πατέρα μου, από τους λίγους της πρώτης γενιάς που ζουν.
Στα χωριά της Ματσούκας θέρμανση είχε μόνον σε ένα δωμάτιο, το λεγόμενο «ευάερον» ή «μεσοχάμ», που ήταν το καθιστικό του σπιτιού. Για καύσιμη ύλη είχαν τα ξύλα, που αφθονούσαν στις περιοχές αυτές, όπου τα πυκνά δάση από έλατα κυρίως έφταναν μέχρι τα σπίτια. Τα ξύλα αυτά τα έκαιγαν στο τζάκι, το χωνόν, που βρισκόταν στο κέντρο, σχεδόν, του μεσοχάμ (καθιστικού, πάνω στο χώμα.
Είχε σχήμα κυκλικό ή τετράγωνο, περίπου 60X60 εκατοστά, ήταν από μονόλιθη πλάκα, βάθους 20 εκ., βυθισμένη στο έδαφος, με το χείλος της να προεξέχει 10 εκ. ή ήταν χτιστό με πελεκητές πέτρες, που άλλοτε είχε, το δάπεδό του ήταν από πλάκα και τα χείλη του κλειστά (τα παρακαμία). Εδώ τοποθετούσαν τα ξύλα, άλλοτε μονοκόμματο ξύλο, που η άλλη άκρη του έφτανε μέχρι την εξώπορτα. Όπως καιγόταν σιγά σιγά, το έσπρωχναν και αυτό. Εδώ η φωτιά δεν έσβηνε σχεδόν ποτέ. Λέτε να ήταν αυτή η ιερή φλόγα που μετέφεραν οι πρώτοι άποικοι από τη μητρόπολη, όπως συνηθιζόταν; Ποιος να ξέρει! Ο καπνός έφευγε από καπνοδόχο της οροφής, της στέγης που βρισκόταν πάνω από το τζάκι, τον (λέξη που δεν διαβάζεται) ή «εφρέες», «νεφρέες» «νεφρέγιος.
Όλο το σπίτι δεν είχε ταβάνι και φαίνονταν τα δοκάρια, μαχές της στέγης. Ο χώρος αυτός δεν είχε παράθυρα, ήταν με δύο πόρτες και όλοι οι τοίχοι ήταν πέτρινοι. Επικοινωνούσε ο χώρος με διπλανό δωμάτιο, το «ηλιακόν» ή «κελάρ» ή «ευήλιον». Είχε ξύλινο χώρισμα, το «ταραπά». Ο χώρος αυτός είχε παράθυρα. Κοιμούνταν εδώ όπου είχε τα χωρία (αχυρώνας) τα ζευγάρια χωρίς θέρμανση άλλη, ενώ τα γερόντια με τα μικρά, παιδιά και εγγόνια, στρώ-ναν γύρω στο χωνό και εκεί κοιμούνταν.
Στα χωριά της Αναφερίας (περιοχή Αργυρούπολης) η θέρμανση γινόταν με τζάκι στο καθιστικό, το νυμφαίον. Έτσι το έλεγαν, γιατί εδώ γινόταν το αποκαμάρωμα της νύφης, μετά από το στεφάνωμα. Το τζάκι εδώ είναι εντοιχισμένο στον πέτρινο τοίχο, στο μέσο της μιας πλευράς του δωματίου αυτού. Έχει αρκετό βάθος και προεξέχει λίγο, έχει κυκλικό σχήμα και η εσωτερική πλευρά του είναι σοβατισμένο με ένα υλικό της περιοχής, άσπρο, που όταν καίει το τζάκι, αυτό κοκκίνιζε, όπως τα πυρότουβλα του φούρνου και ακτινοβολούσε στον εσωτερικό χώρο τη ζεστασιά, όπως μια σόμπα. Ο καπνός έβγαινε με καπνοδόχο ψηλά στο δώμα.Εδώ τα σπίτια είναι όλα με δώμα, όπως τα νησιώτικα του Αιγαίου. Το δωμάτιο αυτό δεν είχε παράθυρα, όπως τα αντίστοιχα της. Ματσούκας, είχε στην οροφή, στο μέσο της, άνοιγμα με σκέπασμα που εξέχει από το δάπεδο του δώματος, το λεγόμενο δρανίν (ασό δρανίν απάν καικά δαβαίνω, αντιδαβαίνω...), από αυτό έπαιρνε ο χώρος φως και αέρα.
Σαν καύσιμη ύλη έχουν τα γνωστά «κουσκούρα». Έπαιρναν από τις αγελάδες φρέσκες τις κοπριές και τις έβαζαν σε ξύλινα καλούπια. Μετά τις έβγαζαν, όπως τα πλιθιά και τις ξέραιναν στον ήλιο. Όλα αυτά τα ετοίμαζαν την περίοδο του καλοκαιριού και τα στοίβαζαν σε υπόστεγα ή αποθήκες έξω και κοντά στο σπίτι. Εδώ λείπουν παντελώς τα δάση και η λύση αυτή ήταν αναγκαστική.
Ο χώρος αυτός βρίσκεται στο ισόγειο, αριστερά της εισόδου, πίσω από την οποία υπάρχει η αποθήκη (κελάρι), που ήταν πάντα δροσερή και χρησίμευε, όπως το ψυγείο. Δεξιά της εισόδου είναι η αποθήκη. Από την είσοδο (μικρός χώρος - χολ) μια ξύλινη σκάλα οδηγούσε στον όροφο, ένα μεγάλο, ενιαίο δωμάτιο ύπνου, την «οτάν». Λόγω μεγάλης κλίσης, το σπίτι από το κάτω μέρος του ήταν διώροφο, ενώ από την πάνω πλευρά, το δώμα του ήταν ίσια με το έδαφος. Εδώ, αυτός ο χώρος του ύπνου θερμαίνεται με τη «σάνκα» (πιθανόν ρωσική λέξη) και ίσως η μέθοδος αυτή να ήλθε εδώ από τους πολλούς ξενιτεμένους στη Ρωσία ή στο Βατούμ της Γεωργίας.
Στη μέση του δωματίου αυτού, με το σανιδένιο πάτωμα, στρώνουν τα στρώματα (τουσέκια) πάνω στα κιλίμια και στο κέντρο τοποθετούν ένα χαμηλό ξύλινο τετράγωνο τραπέζι, πριν ανεβούν εδώ για ύπνο. Όταν πάνε για ύπνο, παίρνουν από το τζάκι τα αναμμένα κάρβουνα μέσα στο μαγκάλι και το βγάζουν έξω, στον αέρα, για να ξεθυμάνουν τα κάρβουνα και να φύγει το διοξείδιο του άνθρακα, που είναι δηλητήριο, μετά ανεβάζουν το μαγκάλι στον όροφο, στον οντά, και το τοποθετούν κάτω από το τραπέζι. Βάζουν και τα μαξιλάρια γύρω γύρω, τόσα όσα και τα άτομα της οικογένειας και μετά ρίχνουν (απλώνουν) πάνω στο τραπέζι το πάπλωμα ή κουβέρτες και όλοι μπαίνουν κάτω από αυτά, στρωματσάδα. Αυτό τους ζέσταινε μέχρι το πρωί.
Αυτά τα έζησα μικρός στου παππού μου, μόνον που αντί για «κουσκούρα, τα κάρβουνα ήταν από ξύλα.
Άραγε, θα μπορούσαν κάποτε οι φορείς των Ποντίων να χτίσουν δύο σπίτια, ένα της Ματσούκας, με το «ξεραντέρ», και ένα της Αναφορίας; Να είναι επισκέψιμα και να μπορούν οι επόμενες γενιές να γνωρίσουν πώς ζούσαν οι πρόγονοί μας, να μείνουν σαν ζωντανή μαρτυρία. Πιστεύω ότι πολλοί θα συνδράμουν, αρκεί να γίνει η αρχή.
Νίκος Κυριαζίδης
Αρχιτέκτονας μηχανικός-Συγγραφέας
1. σημείωση σύνταξης. Έχουν γραφεί από τους παλαιότερους αρκετά στα περιοδικά και τις εφημερίδες των Ποντίων. Τα τελευταία χρόνια έχουν ασχοληθεί επιτυχημένα με την κατοικία στον Πόντο, κυρίως την αστική», η Ελένη Γαβρά και ο Παύλος Κανονίδης.
Επειδή θεωρώ ότι έχουμε χρέος να αναδείξουμε όλες τις πτυχές της ζωής των προγόνων μας εκεί στη μακρινή πατρίδα, πρέπει να εμποδίσουμε τη λήθη, για να τις γνωρίσουν και οι γενιές που θα έρθουν. Είναι ένας τρόπος ζωής, που κράτησε σχεδόν αναλλοίωτος επί αιώνες και που μεταφέρθηκε και στην Ελλάδα με την αναγκαστική ανταλλαγή. Τον τρόπο ζωής τους τον γνωρίσαμε και τον ζήσαμε και εμείς της δεύτερης γενιάς, μέχρι τον ερχομό της βιομηχανικής εποχής, που άλλαξε με μιας και τον τρόπο ζωής, αλλά και γκρέμισε πανανθρώπινες αξίες.
Πρόσφυγες των παρακάτω περιοχών, μου τα διηγήθηκαν στο χωριό μου Ξηρολίμνη Κοζάνης και στα γειτονικά Σκήτη και Αλωνάκια, όσα στη συνέχεια θα αναφέρω για τα αγροτοκτηνοτροφικά χωριά του κεντρικού Πόντου, της Τραπεζούντας και της Ματσούκας, όπως η Ζύγανα, το Στάμαν, η Κρένασσα, η Κουνάκα, το Χαψίκιοϊ, το Χορτοκόπ, το Καπίκιοϊ, η Γαλίενα κ. ά., καθώς και στα χωρία της Αργυρούπολης, του Γιαγλί Ντερέ, της περιοχής της Άρδασσας, στην Κρώμνη, στην Ίμερα, στο Λυκάστ, Παρτίν, Ρουσίον, Σταυρίν, Μούζενα, Άγιο Φωκά, Αυλίανα κ. ά.
Όλα αυτά τα χωριά ήταν ορεινά και το κρύο σε αυτά διαρκούσε σχεδόν όλον τον χρόνο. Πιστεύω πως ο τρόπος θέρμανσης στις πιο πάνω περιοχές θα εφαρμοζόταν και σε άλλες ορεινές περιοχές του Πόντου. Όταν μετά το 1992 επισκέφθηκα πολλές φορές τις περιοχές Ματσούκας και Αργυρούπολης, διαπίστωσα τον τρόπο αυτόν της θέρμανσης στα παλαιά σπίτια που σώζονταν. Οι νέοι κάτοικοι, που προέρχονταν όλοι σχεδόν από τα γύρω μουσουλμανικά χωριά, όπως της Τόνιας και των Σουρμένων και εγκαταστάθηκαν σε αυτά, συνέχιζαν να ζουν με τον ίδιο τρόπο.
Τρία μέτρα έφτανε το χιόνι στα χωριά της Ανεφορίας και δύο της Ματσούκας, όπως αναφέρει ο θείος μου Κώστας, 98 ετών, αδελφός του πατέρα μου, από τους λίγους της πρώτης γενιάς που ζουν.
Στα χωριά της Ματσούκας θέρμανση είχε μόνον σε ένα δωμάτιο, το λεγόμενο «ευάερον» ή «μεσοχάμ», που ήταν το καθιστικό του σπιτιού. Για καύσιμη ύλη είχαν τα ξύλα, που αφθονούσαν στις περιοχές αυτές, όπου τα πυκνά δάση από έλατα κυρίως έφταναν μέχρι τα σπίτια. Τα ξύλα αυτά τα έκαιγαν στο τζάκι, το χωνόν, που βρισκόταν στο κέντρο, σχεδόν, του μεσοχάμ (καθιστικού, πάνω στο χώμα.
Είχε σχήμα κυκλικό ή τετράγωνο, περίπου 60X60 εκατοστά, ήταν από μονόλιθη πλάκα, βάθους 20 εκ., βυθισμένη στο έδαφος, με το χείλος της να προεξέχει 10 εκ. ή ήταν χτιστό με πελεκητές πέτρες, που άλλοτε είχε, το δάπεδό του ήταν από πλάκα και τα χείλη του κλειστά (τα παρακαμία). Εδώ τοποθετούσαν τα ξύλα, άλλοτε μονοκόμματο ξύλο, που η άλλη άκρη του έφτανε μέχρι την εξώπορτα. Όπως καιγόταν σιγά σιγά, το έσπρωχναν και αυτό. Εδώ η φωτιά δεν έσβηνε σχεδόν ποτέ. Λέτε να ήταν αυτή η ιερή φλόγα που μετέφεραν οι πρώτοι άποικοι από τη μητρόπολη, όπως συνηθιζόταν; Ποιος να ξέρει! Ο καπνός έφευγε από καπνοδόχο της οροφής, της στέγης που βρισκόταν πάνω από το τζάκι, τον (λέξη που δεν διαβάζεται) ή «εφρέες», «νεφρέες» «νεφρέγιος.
Όλο το σπίτι δεν είχε ταβάνι και φαίνονταν τα δοκάρια, μαχές της στέγης. Ο χώρος αυτός δεν είχε παράθυρα, ήταν με δύο πόρτες και όλοι οι τοίχοι ήταν πέτρινοι. Επικοινωνούσε ο χώρος με διπλανό δωμάτιο, το «ηλιακόν» ή «κελάρ» ή «ευήλιον». Είχε ξύλινο χώρισμα, το «ταραπά». Ο χώρος αυτός είχε παράθυρα. Κοιμούνταν εδώ όπου είχε τα χωρία (αχυρώνας) τα ζευγάρια χωρίς θέρμανση άλλη, ενώ τα γερόντια με τα μικρά, παιδιά και εγγόνια, στρώ-ναν γύρω στο χωνό και εκεί κοιμούνταν.
ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ: Παλιά κατοικία συνοικίας Ζελτινλίκ |
Σαν καύσιμη ύλη έχουν τα γνωστά «κουσκούρα». Έπαιρναν από τις αγελάδες φρέσκες τις κοπριές και τις έβαζαν σε ξύλινα καλούπια. Μετά τις έβγαζαν, όπως τα πλιθιά και τις ξέραιναν στον ήλιο. Όλα αυτά τα ετοίμαζαν την περίοδο του καλοκαιριού και τα στοίβαζαν σε υπόστεγα ή αποθήκες έξω και κοντά στο σπίτι. Εδώ λείπουν παντελώς τα δάση και η λύση αυτή ήταν αναγκαστική.
Ο χώρος αυτός βρίσκεται στο ισόγειο, αριστερά της εισόδου, πίσω από την οποία υπάρχει η αποθήκη (κελάρι), που ήταν πάντα δροσερή και χρησίμευε, όπως το ψυγείο. Δεξιά της εισόδου είναι η αποθήκη. Από την είσοδο (μικρός χώρος - χολ) μια ξύλινη σκάλα οδηγούσε στον όροφο, ένα μεγάλο, ενιαίο δωμάτιο ύπνου, την «οτάν». Λόγω μεγάλης κλίσης, το σπίτι από το κάτω μέρος του ήταν διώροφο, ενώ από την πάνω πλευρά, το δώμα του ήταν ίσια με το έδαφος. Εδώ, αυτός ο χώρος του ύπνου θερμαίνεται με τη «σάνκα» (πιθανόν ρωσική λέξη) και ίσως η μέθοδος αυτή να ήλθε εδώ από τους πολλούς ξενιτεμένους στη Ρωσία ή στο Βατούμ της Γεωργίας.
Στη μέση του δωματίου αυτού, με το σανιδένιο πάτωμα, στρώνουν τα στρώματα (τουσέκια) πάνω στα κιλίμια και στο κέντρο τοποθετούν ένα χαμηλό ξύλινο τετράγωνο τραπέζι, πριν ανεβούν εδώ για ύπνο. Όταν πάνε για ύπνο, παίρνουν από το τζάκι τα αναμμένα κάρβουνα μέσα στο μαγκάλι και το βγάζουν έξω, στον αέρα, για να ξεθυμάνουν τα κάρβουνα και να φύγει το διοξείδιο του άνθρακα, που είναι δηλητήριο, μετά ανεβάζουν το μαγκάλι στον όροφο, στον οντά, και το τοποθετούν κάτω από το τραπέζι. Βάζουν και τα μαξιλάρια γύρω γύρω, τόσα όσα και τα άτομα της οικογένειας και μετά ρίχνουν (απλώνουν) πάνω στο τραπέζι το πάπλωμα ή κουβέρτες και όλοι μπαίνουν κάτω από αυτά, στρωματσάδα. Αυτό τους ζέσταινε μέχρι το πρωί.
Αυτά τα έζησα μικρός στου παππού μου, μόνον που αντί για «κουσκούρα, τα κάρβουνα ήταν από ξύλα.
Άραγε, θα μπορούσαν κάποτε οι φορείς των Ποντίων να χτίσουν δύο σπίτια, ένα της Ματσούκας, με το «ξεραντέρ», και ένα της Αναφορίας; Να είναι επισκέψιμα και να μπορούν οι επόμενες γενιές να γνωρίσουν πώς ζούσαν οι πρόγονοί μας, να μείνουν σαν ζωντανή μαρτυρία. Πιστεύω ότι πολλοί θα συνδράμουν, αρκεί να γίνει η αρχή.
Αρχιτέκτονας μηχανικός-Συγγραφέας
1. σημείωση σύνταξης. Έχουν γραφεί από τους παλαιότερους αρκετά στα περιοδικά και τις εφημερίδες των Ποντίων. Τα τελευταία χρόνια έχουν ασχοληθεί επιτυχημένα με την κατοικία στον Πόντο, κυρίως την αστική», η Ελένη Γαβρά και ο Παύλος Κανονίδης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου