Βασισμένος σε αυτό το δημοτικό τραγούδι, ο αείμνηστος Φίλων Κτενίδης σφυρηλάτησε το εξαίρετο επικό του δράμα «Ο Μάραντον».
Λίγα ιστορικά στοιχεία για το τραγούδι αυτό είναι απαραίτητα.
Πρόκειται για δημοτικό τραγούδι που συντέθηκε από τον ανώνυμο Πόντιο λαϊκό ποιητή στις αρχές του 13ου αιώνα, πριν, δηλαδή, από την άλωση της Τραπεζούντας.
Το τραγούδι αυτό, με τις αρκετές παραλλαγές του, δεν ξεπέρασε τα σύνορα του Πόντου, για να κάνει την παρουσία του αισθητή στον μητροπολιτικό ελλαδικό χώρο, παρά μόνον μετά το θλιβερό εκείνο ξερίζωμα από τις χιλιόχρονες πατρίδες με τα μυρωμένα και αγιασμένα χώματα.
Κύριος πρωταγωνιστής είναι ο Μάραντον, ο Πόντιος Ακρίτας αξιωματούχος, που επιστρατεύεται από την πατρίδα για να τρίψει τα ρουθούνια των εχθρών που πριν από εκατοντάδες χρόνια είχαν καταντήσει ο εφιάλτης του ειρηνικού βυζαντινού Ελληνισμού.
Ο ποιητής λαός μας, που σφυρηλατεί επάνω στο αγέρωχο αμόνι του τους συγκλονιστικούς του στίχους, γεμάτους από υψηλές ιδέες, ανώτερα συναισθήματα, έδωσε με το τραγούδι του «Ο Μάραντον» μια Πηνελόπη πιστότατη στο συζυγικό στεφάνι, μια Πηνελόπη που δεν διστάζει να ζήσει στις βουνοκορφές με συντροφιά τα ανεξίκακα πρόβατά της και με μια μόνη σκέψη, τον ερχομό του Μάραντου, για να ξεδιπλώσει μαζί του τον ανηφορικό και δύσβατο Γολγοθά της ζωής, που τόσο σύντομα η φθονερή μοίρα ξέκοψε. Μια τέτοια αξιέπαινη, αλλά και δύσκολη απόφαση, παρμένη από γυναίκες, που οι άντρες τους μίσεψαν, υπάρχει και σε δημοτικά τραγούδια του μητροπολιτικού ελλαδικού χώρου.
Αλλά, αν ο φθόνος της χαιρέκακης μοίρας είναι δυνατός, η υπομονή της Πόντιας Πηνελόπης είναι ιώβεια. Και ενώ η μητροπολιτική Πηνελόπη ανέχεται τους υπερφίαλους και αλαζονικούς και θλιβερούς μνηστήρες στα ανάκτορα της Ιθάκης να θορυβούν προκλητικά, και μια ασίγαστη και ενδόμυχη ελπίδα για επάνοδο του Οδυσσέα φωλιάζει στην ψυχή της, η Πόντια Πηνελόπη δηλώνει αδίστακτα πως είναι αποφασισμένη να περιμένει άλλα εφτά χρόνια να έρθει ο Μάραντος. Και αν δεν έρθει, θα καλογερέψει, αφαιρώντας, έτσι, κάθε μύχια σκέψη πιθανών μνηστήρων της.
Εφτά χρόνα εγέντονε τον Μάραντον πη ’κ’ είδεν
τα πέντε εποίκεν εκατόν, τα δεκαπέντε χίλα.
—Παλλήκαρον επέντεσα απαγκέσ’ ’ς σα ραχία
’κάτσεν κι εμέν' ερώτεσεν τα τίνος νύφε είμαι,
Τα τίνος είν’ τα πρόβατα, τα τίνος είν’ τ’ αρνόπα.
—Οπίσ’ οπίσ’, νε λυγερέ, κι εμέναν μη ρωτάς με,
Ευτάγω τα σκυλίτσα μου κι εσέν πραλαεύ’νε (να σε κατασπαράξουν)
Τη Μάραντου τα πρόβατα, τη Μάραντου τ’ αρνόπα,
Τη Μάραντου ο κρίαρον ο χρυσοκωδωνιάτες.
Εφτά χρόνα ενέμενα και άλλ’ εφτά αναμένω
Αν έρ’ται ο Μάραντον, κι αν ’κ’ έν’ εγώ καλογερεύω
Όπως ευκρινέστατα φαίνεται, η Πόντια Πηνελόπη υπερέχει σε αυτό από την Πηνελόπη της Ιθάκης: ότι κατάφερε να αποφύγει τον πειρασμό που χρόνους ολάκερους βασάνισε τη δεύτερη.
Χρόνοι διαβήκανε πολλοί. Ο πόλεμος τελείωσε. Τυχερός ο Μάραντον, αφού γλύτωσε από το δείπνο του θεού Άρη, παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. Η αποθυμιά του φούντωσε.
Αφού του μισητού πολέμου η έγνοια έπαψε πια να καταπονά ανελέητα τη σκέψη του, ο νους του, γοργοφτέρουγος, διασχίζει φαράγγια και βουνοκορφές, για να σφιχταγκαλιάσει τη νυφική παστάδα, που, προτού να νιώσει τη θαλπωρή της, βρέθηκε στο φοβερό πανηγύρι που με ξέχειλη χαιρεκακία φρόντισε και φροντίζει κάθε τόσο να διοργανώνει ο άθλιος θεός του πολέμου.
Τέλος στην πίκρα και στον χωρισμό! Οι αδικοτυραννισμένοι νέοι ανταμώνουν σε ένα ειδυλλιακό και υποβλητικό περιβάλλον. Την αναγνώριση διευκολύνει το στημνοδέσιμο του Μάραντου.
Χωρίς καμιάν αμφιβολία και μεθυσμένη από ευτυχία, η καρτερική Πόντια Πηνελόπη θα προφέρει, μέσα σε κλίμα χαράς, τον ακόλουθο στίχο:
Γ. Κ. Χατζόπουλος
Λίγα ιστορικά στοιχεία για το τραγούδι αυτό είναι απαραίτητα.
Πρόκειται για δημοτικό τραγούδι που συντέθηκε από τον ανώνυμο Πόντιο λαϊκό ποιητή στις αρχές του 13ου αιώνα, πριν, δηλαδή, από την άλωση της Τραπεζούντας.
Το τραγούδι αυτό, με τις αρκετές παραλλαγές του, δεν ξεπέρασε τα σύνορα του Πόντου, για να κάνει την παρουσία του αισθητή στον μητροπολιτικό ελλαδικό χώρο, παρά μόνον μετά το θλιβερό εκείνο ξερίζωμα από τις χιλιόχρονες πατρίδες με τα μυρωμένα και αγιασμένα χώματα.
Κύριος πρωταγωνιστής είναι ο Μάραντον, ο Πόντιος Ακρίτας αξιωματούχος, που επιστρατεύεται από την πατρίδα για να τρίψει τα ρουθούνια των εχθρών που πριν από εκατοντάδες χρόνια είχαν καταντήσει ο εφιάλτης του ειρηνικού βυζαντινού Ελληνισμού.
Ο ποιητής λαός μας, που σφυρηλατεί επάνω στο αγέρωχο αμόνι του τους συγκλονιστικούς του στίχους, γεμάτους από υψηλές ιδέες, ανώτερα συναισθήματα, έδωσε με το τραγούδι του «Ο Μάραντον» μια Πηνελόπη πιστότατη στο συζυγικό στεφάνι, μια Πηνελόπη που δεν διστάζει να ζήσει στις βουνοκορφές με συντροφιά τα ανεξίκακα πρόβατά της και με μια μόνη σκέψη, τον ερχομό του Μάραντου, για να ξεδιπλώσει μαζί του τον ανηφορικό και δύσβατο Γολγοθά της ζωής, που τόσο σύντομα η φθονερή μοίρα ξέκοψε. Μια τέτοια αξιέπαινη, αλλά και δύσκολη απόφαση, παρμένη από γυναίκες, που οι άντρες τους μίσεψαν, υπάρχει και σε δημοτικά τραγούδια του μητροπολιτικού ελλαδικού χώρου.
Αλλά, αν ο φθόνος της χαιρέκακης μοίρας είναι δυνατός, η υπομονή της Πόντιας Πηνελόπης είναι ιώβεια. Και ενώ η μητροπολιτική Πηνελόπη ανέχεται τους υπερφίαλους και αλαζονικούς και θλιβερούς μνηστήρες στα ανάκτορα της Ιθάκης να θορυβούν προκλητικά, και μια ασίγαστη και ενδόμυχη ελπίδα για επάνοδο του Οδυσσέα φωλιάζει στην ψυχή της, η Πόντια Πηνελόπη δηλώνει αδίστακτα πως είναι αποφασισμένη να περιμένει άλλα εφτά χρόνια να έρθει ο Μάραντος. Και αν δεν έρθει, θα καλογερέψει, αφαιρώντας, έτσι, κάθε μύχια σκέψη πιθανών μνηστήρων της.
Εφτά χρόνα εγέντονε τον Μάραντον πη ’κ’ είδεν
τα πέντε εποίκεν εκατόν, τα δεκαπέντε χίλα.
—Παλλήκαρον επέντεσα απαγκέσ’ ’ς σα ραχία
’κάτσεν κι εμέν' ερώτεσεν τα τίνος νύφε είμαι,
Τα τίνος είν’ τα πρόβατα, τα τίνος είν’ τ’ αρνόπα.
—Οπίσ’ οπίσ’, νε λυγερέ, κι εμέναν μη ρωτάς με,
Ευτάγω τα σκυλίτσα μου κι εσέν πραλαεύ’νε (να σε κατασπαράξουν)
Τη Μάραντου τα πρόβατα, τη Μάραντου τ’ αρνόπα,
Τη Μάραντου ο κρίαρον ο χρυσοκωδωνιάτες.
Εφτά χρόνα ενέμενα και άλλ’ εφτά αναμένω
Αν έρ’ται ο Μάραντον, κι αν ’κ’ έν’ εγώ καλογερεύω
Όπως ευκρινέστατα φαίνεται, η Πόντια Πηνελόπη υπερέχει σε αυτό από την Πηνελόπη της Ιθάκης: ότι κατάφερε να αποφύγει τον πειρασμό που χρόνους ολάκερους βασάνισε τη δεύτερη.
Χρόνοι διαβήκανε πολλοί. Ο πόλεμος τελείωσε. Τυχερός ο Μάραντον, αφού γλύτωσε από το δείπνο του θεού Άρη, παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. Η αποθυμιά του φούντωσε.
Αφού του μισητού πολέμου η έγνοια έπαψε πια να καταπονά ανελέητα τη σκέψη του, ο νους του, γοργοφτέρουγος, διασχίζει φαράγγια και βουνοκορφές, για να σφιχταγκαλιάσει τη νυφική παστάδα, που, προτού να νιώσει τη θαλπωρή της, βρέθηκε στο φοβερό πανηγύρι που με ξέχειλη χαιρεκακία φρόντισε και φροντίζει κάθε τόσο να διοργανώνει ο άθλιος θεός του πολέμου.
Τέλος στην πίκρα και στον χωρισμό! Οι αδικοτυραννισμένοι νέοι ανταμώνουν σε ένα ειδυλλιακό και υποβλητικό περιβάλλον. Την αναγνώριση διευκολύνει το στημνοδέσιμο του Μάραντου.
Χωρίς καμιάν αμφιβολία και μεθυσμένη από ευτυχία, η καρτερική Πόντια Πηνελόπη θα προφέρει, μέσα σε κλίμα χαράς, τον ακόλουθο στίχο:
«Κι ατό το στημνοδέσιμον τη Μάραντε ομάζει».
Η δύναμη της αληθινής συζυγικής αγάπης αποδείχτηκε πανίσχυρη. Έγινε τραγούδι, έγινε σύνθημα, που συντάραξε όλα τα λαγκάδια και τις βουνοκορφές του πιστού φύλακα των ανεξίτηλων ελληνικών παραδόσεων και της χριστιανικής ορθοδοξίας του Πόντου.
Το τραγούδι αυτό, που έχει ιδιαίτερη λογοτεχνική και γλωσσολογική αξία, αποτελεί την κιβωτό για την τοποθέτηση της τέλειας, της ιδανικής συζυγικής αγάπης, που την απαθανατίζει δια του στόματος της συζύγου του Μάραντου ο Πόντιος ποιητής.
Στο τραγούδι αυτό, η αγάπη τοποθετείται σε ανώτερο επίπεδο. Παίρνει την ιδανική της έκφραση. Δεν ήταν δυνατόν, επομένως, να μείνει χωρίς Πηνελόπη ο ποντιακός λαός.
Έπλασε μια Πηνελόπη με απόφαση αντρίκια να συντρίψει τον πειρασμό «μνηστήρες». Ζώντας στις βουνοκορφές και έχοντας συντροφιά τα αθώα πρόβατα, καρτερούσε τον ερχομό του Μάραντου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου