Τον Ιούλιο του 2009 συναντήσαμε στο σπίτι του, στην Καλαμαριά, τον 96χρονο Κώστα Χαραλαμπίδη, του Χαράλαμπου και της Παρέσας, που, ενώ πλησίαζε να γίνει αιωνόβιος, διατηρούσε καλά τη σκέψη και τη μνήμη του.
Ο Κώστας Χαραλαμπίδης γεννήθηκε το 1913 στην Τραπεζούντα. Το 1914, με την κήρυξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι γονείς του έφυγαν για τη Ρωσία. Πήγαν πρώτα στο Βατούμ της Γεωργίας και από εκεί στο Νοβοροσίσκι και το Κρασνοντάρ (Αικατερινοντάρ).
Είχαν μαζί τους τον μικρό Κώστα και τον μεγαλύτερο ξάδελφο, τον Μιλτιάδη, με τον οποίο ο πατέρας του εργαζόταν όπου έβρισκαν δουλειά, μέχρι το 1922, που ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Έδεσσα.
Ο Κώστας Χαραλαμπίδης γεννήθηκε το 1913 στην Τραπεζούντα. Το 1914, με την κήρυξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι γονείς του έφυγαν για τη Ρωσία. Πήγαν πρώτα στο Βατούμ της Γεωργίας και από εκεί στο Νοβοροσίσκι και το Κρασνοντάρ (Αικατερινοντάρ).
Είχαν μαζί τους τον μικρό Κώστα και τον μεγαλύτερο ξάδελφο, τον Μιλτιάδη, με τον οποίο ο πατέρας του εργαζόταν όπου έβρισκαν δουλειά, μέχρι το 1922, που ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Έδεσσα.
Βασιλικοί και Βενιζελικοί μάλωναν και ο κόσμος ...
«Τον πατέρα μου, εκεί, τον έλεγαν Ζαρκώφ, που θα πει νόμος», λέει ο Κώστας Χαραλαμπίδης και συνεχίζει: «Εδώ, στην Ελλάδα, επικρατούσε πιο μπροστά μια κυβέρνηση ψωριάρηδων, με πρωθυπουργό από την Κρήτη.
Χτύπησαν τους Τούρκους και τους πήγαν μέχρι τον Σαγγάριο ποταμό και ήθελαν να πάνε μέχρι και την Άγκυρα. Τότε ο Κεμάλ κάνει τα αντάρτικα και μας τραβάει ένα ξύλο, που μας πέταξαν στη θάλασσα.
Έγινε δικαστήριο και καταδίκασαν σε θάνατο τον Γούναρη και τους άλλους που έφταιγαν. Τους καθάρισαν και από τότε τραβάμε τα βάσανα».
Στην Ελλάδα υπήρχαν δύο μεγάλα κόμματα, που κυβερνούσαν μια το ένα και μια το άλλο. Ήταν οι Βασιλικοί και οι Βενιζελικοί. Ο πατέρας του Κώστα Χαραλαμπίδη είπε στον φίλο του, που τον έλεγαν στη Ρωσία Ζιώγα, στο χωριό που θα καταλήξουν εδώ στην Ελλάδα, να πάει ο ένας με τους Βασιλικούς και ο άλλος με τους Βενιζελικούς και όταν γίνονται δημοτικές και κοινοτικές εκλογές, όποιο κόμμα κυβερνάει, θα κάνουν τον ένα από τους δύο πρόεδρο. Αυτό γιατί αν είναι πρόεδρος του αντίθετου κόμματος θα τραβήξουν πολλά.
Δωδεκάχρονος φεύγει στο στρατό για αξιωματικός
Το 1924, ο Κώστας Χαραλαμπίδης ήταν μαθητής στο δημοτικό, στην Έδεσσα. Ήταν στην τελευταία τάξη. Καθόταν στο πρώτο θρανίο μαζί με κάποιον Τάκη, που ήταν γιος του γυμνασιάρχη και όλοι τον θεωρούσαν αρχηγό.
Στο θρανίο, πίσω, καθόταν ένας μαθητής με το επίθετο Αμανατίδης. "Ήμασταν τότε δώδεκα χρόνων", διηγείται ο Κώστας Χαραλαμπίδης. Μου λέει: "Κώστα, γίνονται σχολές υπαξιωματικών, μια στην Κέρκυρα και μια στη Θεσσαλονίκη".
Τότε, του λέω του Αμανατίδη να πάμε και να γραφτούμε, να γίνουμε υπαξιωματικοί. Δεν ξέραμε που να πάμε για πληροφορίες. Τελικά, πήγαμε στον δεσπότη της Έδεσσας, που μας καλοδέχτηκε και, επειδή μας είδε πιτσιρίκια, μας ρώτησε αν πηγαίνουμε στο σχολείο.
Εγώ του είπα ότι θέλουμε να πάμε στη σχολή, να γίνουμε αξιωματικοί. Μάλιστα, όπως συνήθιζα μικρός, άρχισα να λέω τραγουδώντας:
“Εγώ είμαι ευζωνάκι γοργό, που ζω στον κόσμο την ημέρα,
ποιος κουραμπιές, ποιος τενεκές, μπορεί να τα βάλει με μένα;”.
Αμέσως ο δεσπότης, μας δίνει ένα χαρτί και μας λέει να πάμε στον διευθυντή του ορφανοτροφείου Έδεσσας. Τρέξαμε αμέσως και βρήκαμε τον διευθυντή την ώρα που έλεγε στους μαθητές σε ποια δουλειά θα πάνε.
Όταν του δείξαμε το χαρτί, μας είπε ότι πήγαμε αργά και ότι όλες οι θέσεις πιάστηκαν. Φύγαμε και πήγαμε στον δήμαρχο, που με ήξερε, γιατί μικρός έκανα πολλές φασαρίες. Όταν μας ρώτησε τι θέλουμε, του δώσαμε το χαρτί του δεσπότη.
Μας ξανάστειλε στον διευθυντή, ο οποίος μας είπε ότι υπάρχουν θέσεις, μία για αξιωματικούς στην Κέρκυρα και μία για υπαξιωματικούς τεχνικούς στη Θεσσαλονίκη. Εμείς, και οι δυο θέλαμε να γίνουμε αξιωματικοί. Τελικά, όμως, εγώ πήγα για υπαξιωματικός τεχνικός στη Θεσσαλονίκη και ο Αμανατίδης στην Κέρκυρα.
Με το τρένο από την Έδεσσα στη Θεσσαλονίκη
Με το τρένο φτάσαμε στον παλαιό σταθμό της Θεσσαλονίκης. Πολύ κοντά ήταν η υπηρεσία του στρατού, όπου μας παρουσίασαν σε έναν αντισυνταγματάρχη, καλό άνθρωπο, που μας πήγε με τη γυναίκα του για μπάνια στον Πλαταμώνα.
Ο στρατηγός, που μας μίλησε μια άλλη μέρα, είπε ότι μόνον όσοι πήγαν Πέμπτη γυμνασίου και πάνω θα πάνε για αξιωματικοί, οι άλλοι θα γίνουν τεχνικοί. Τα πρωινά δουλεύαμε να μάθουμε τέχνες και το απόγευμα παρακολουθούσαμε δύο ώρες μαθήματα στη σχολή. Διοικητής μας ήταν ο Μαζαράκης, που ήταν αρχηγός του στρατού.
Τον φύλαγα εγώ, να μην τον σκοτώσουν οι αντιβενιζελικοί. Φόρεσα το χακί στα δώδεκά μου χρόνια. Έγραψα και ποίημα για αυτό:
"Δώδεκα χρονών εφόρεσα το χακίν και έτρεχα αδά κιακεί.
Οπίς' καμίαν 'κ' εστάθα, εβρέθα σην κοινωνίαν σην τρίτην κατηγορίαν (και με είπαν κομμουνιστή),
αχ παιδία, ντο εποίκα και ευτάτε με τ' εσάς, παιδία,
αδά και σην Αλβανίαν επολέμανα δυο θερία,
φασισμό και κομμουνισμό, εφορτώθα και τα δύο.
Παράσημα εφορτώθα και απ' εσάς πα ελευτερώθα"
Δεν βρήκε άνθρωπο να γράψει τη βιογραφία του!
Ο Κώστας Χαραλαμπίδης προσπάθησε να βρει άνθρωπο να γράψει τη βιογραφία του, αλλά δεν μπόρεσε. Σε αυτούς που απευθύνθηκε, φοβήθηκαν να αναλάβουν κάτι τέτοιο, γιατί μιλούσε έξω από τα δόντια και έλεγε πολλές αλήθειες.
Όταν το 1937 άρχισαν να κατασκευάζονται τα αμυντικά έργα κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, από την Κερκίνη του νομού Σερρών μέχρι τον Έβρο, που πήραν το όνομα «Γραμμή Μεταξά», από τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά,ο Κώστας Χαραλαμπίδης, ως λοχαγός του μηχανικού, στάλθηκε να εργαστεί εκεί. Έτσι «όργωσε» ολόκληρη την περιοχή.
Ήταν υπεύθυνος για τις θέσεις, όπου θα τοποθετούνταν τα πυροβόλα, τα πολυβόλα και τα αντιαεροπορικά, παλαιά και νέα. Εκεί είχε φίλους δύο μηχανικούς, έναν Αμερικανό και έναν Γερμανό. Αυτόν και τους δύο ξένους, τους είχαν ξεχωριστά δωμάτια για να μένουν. Από αυτούς έμαθε πολλά.
Παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά και εγγόνια. Όταν έχασε τη γυναίκα του δεν παντρεύτηκε ξανά, γιατί ήθελε να φροντίζει τη μητέρα του, που την αγαπούσε πολύ.
Έκανε ποιήματα τα περισανλούκια του!
Ο Κώστας Χαραλαμπίδης, τα πολλά που τράβηξε στη ζωή του, τα έκανε ποιήματα. Τα βάσανά του προέρχονταν κυρίως από τους πολιτικούς. Εξαιτίας τους δεν πήρε ανώτατο βαθμό αξιωματικού του στρατού, εξαιτίας τους δεν μπορούσε να χτίσει σπίτι στα οικόπεδα των αξιωματικών στην Καλαμαριά κ.τ.λ. Γιαυτό, όλοι οι στίχοι του μιλάνε για γνωστά ονόματα της πολιτικής και για τις πράξεις τους.
«Κουράστηκα από τον κόσμο», λέει. «Είδα πολλά και άκουσα πολλά, φτάνουν!».
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου