Ο ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΑΝΤΑ( Ευθυμίου Μ. Σισμανίδη) ΜΕΡΟΣ 1ο

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Ξημέρωνε Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου του 1921, όταν πετάχτηκα από τον ύπνο τρομαγμένος, ύστερα από ένα εφιαλτικό όνειρο. Πήγα κοντά στη μητέρα που είχε ήδη σηκωθεί και την παρακάλεσα να με ντύσει και να φύγουμε, γιατί μέχρι το μεσημέρι θα 'ρχόταν τουρκικός στρατός.
 Εκείνη απορημένη με ρώτησε τι έπαθα, γιατί όλοι βρίσκονταν στα χωράφια τους και είχαμε ησυχία. Τότε της διηγήθηκα το όνειρο που είχα δει, πως όλο το χωριό βρισκόταν μέσα στη θάλασσα που μας σκέπαζε, χωρίς όμως να πνιγούμε και το εξήγησα με το ότι θα συνέβαινε κάτι κακό. Γι' αυτό επέμενα να φύγουμε. Η μητέρα συμφώνησε … και είπε πως θα έπρεπε να κρύψουμε  μερικά πράγματα, για να τα σώσουμε από τους Τούρκους. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν οι πατάτες, ώστε, αν γυρνούσαμε, να είχαμε για να σπείρουμε.
 Γέμισε  δυο σακιά, τα φορτωθήκαμε οι δυο μας και τα μεταφέραμε πιο πάνω από το χωριό.
Εκεί τα αφήσαμε κάτω από τα έλατα και γυρίσαμε πίσω. Φορτωθήκαμε δυο μεγάλα κιλίμια κι ένα χαλί, τα μεταφέραμε πιο πάνω από τα προηγού­μενα, στο δάσος με τις κλήθρες και τα βάλαμε σε μια σπηλιά που βρισκό­ταν κάτω από τα δέντρα.
Καθώς γυρίζαμε, κι ενώ βρισκόμασταν σ' ένα ξέφωτο, κοίταξα τυχαία α­πέναντι, στην ανατολική πλευρά του χωριού, όπου υπήρχαν μόνο θάμνοι και είδα Τούρκους χωρικούς να κρύβονται πίσω από τα χαμόκλαδα και να μετα­κινούνται σκυφτά, κάνοντας νοήματα μεταξύ τους και δείχνοντας προς το μέρος μας. Τους έδειξα και στη μητέρα, που δεν τους είχε προσέξει. Σί­γουρα οι στρατιωτικές αρχές είχαν ειδοποιήσει τα γειτονικά τούρκικα χω­ριά για το τι επρόκειτο να συμβεί. Άρχισαν λοιπόν να επαληθεύονται οι φόβοι μου. 
Όταν φτάσαμε στο σπίτι, η μητέρα έβγαλε ένα μεγάλο σεντούκι από ξύ­λο καρυδιάς, που της είχε δωρίσει η γιαγιά και που είχε στην εσωτερική πλευρά του σκεπάσματος σχεδιασμένο με πυρογραφία ένα τρικάταρτο καράβι, το γέμισε με χάλκινα σκεύη, μια κρεατομηχανή και διάφορα άλλα πράγματα και το φορτώθηκε. Εμένα με φόρτωσε με μια καινούργια ραπτομηχανή του χεριού και ξεκινήσαμε για το τρίτο δρομολόγιο. 
Περπατήσαμε ένα τέταρτο της ώρας σ’ ένα άλλο μέρος, που δεν ήταν δυνατόν να μας δουν οι Τούρκοι και τα κρύψαμε. Ύστερα γυρίσαμε σπίτι. Μέχρι τότε η κατάσταση, φαινομενικά τουλάχιστον, ήταν ήσυχη. Όμως εκείνη τη μέρα μπήκε τουρκικός στρατός στη Σάντα, με εντολή να στείλει αποσπάσματα σ' όλες τις ενορίες, για να μαζέψουν τους κατοίκους και να τους πάνε στο Πιστοφάντων, όπου δήθεν θα τους μιλούσε ο αξιωματικός. Οι Τούρκοι είχαν σκοπό να συγκεντρώσουν εκεί όλους τους κατοίκους της Σάντας και να τους οδηγήσουν στο Ερζερούμ (τη θεοδοσιούπολη των Βυζαντινών) για εξορία. Ύστερα να λεηλατήσουν τα σπίτια τους και να τα κάψουν και ν' ανατινάξουν τους ναούς.
Έτσι το μεσημέρι ήρθε στο χωριό μας μια ομάδα από Τούρκους αξιωματικούς, μαζί με δύο στρατιώτες, που τους είχα δει να βάζουν φωτιά στο σπίτι του μακαρίτη θείου μου Χαράλαμπου, επειδή ο γιος του Γιώργος είχε γίνει αντάρτης. Οι αξιωματικοί εγκαταστάθηκαν στη γειτονιά μας, στο σπίτι του Χαράλαμπου Σισμανίδη, γιου του αόμματου και μας ζήτησαν γάλα. Σκεύη όμως δεν υπήρχαν, γιατί τα είχαμε κρύψει όλα, πράγμα που ασφαλώς κατάλαβαν αλλά δεν θύμωσαν. Τελικά βρέθηκε ένα βαθύ χάλκινο πιάτο. Αλλά και πάλι δεν υπήρχαν στο χωριό αγελάδες, γιατί βρίσκονταν στα παρχάρια (βοσκοτόπια) , εκτός απ' αυτές που είχε ο Γιάννης Σπυριδόπουλος.
Το σπίτι του ήταν το τελευταίο στο κάτω μέρος του χωριού και απείχε διακόσια μέτρα· Η δεύτερη γυναίκα του Χαράλαμπου, Ελισάβετ, έδωσε σ’ εμένα το πιάτο και πήγα και το γάλα· Καθώς όμως γύριζα, μέσα στη βιασύνη μου έχυνα το γάλα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη κι έτσι έφτασα στο σπίτι με λιγοστό γάλα· Φοβήθηκα ότι θα μου έφερναν το πιάτο στο κεφάλι και απόρησα που δε θύμωσαν καθόλου.
θα ήταν περίπου τέσσερις το απόγευμα, σύμφωνα με τη θέση του ήλιου, όταν με φώναξε η μητέρα με σιγανή φωνή και μου είπε ότι είχε ετοιμάσει το  φορτίο μου. Ήταν έτοιμα και τα φορτία με παπλώματα και κουβέρτες, που θα μετέφεραν η θεία Σοφία και η θεία Ευθυμία και η Μαρία Καϊτελίδη, σύζυγος του Σπύρου. Τα φορτωθήκαμε και ξεκινήσαμε. Πήραμε το δρόμο για τα Δώδεκα Ελάτια και από κει το δρόμο που οδηγούσε στα λημέρια των ανταρτών.
Στη  Σαντα
Αφού περπατήσαμε συνολικά μιάμιση ώρα, αφήσαμε τα φορτία μας κάτω από τα έλα­τα και τα σκεπάσαμε με μια ψάθα. Ύστερα γυρίσαμε στα Δώδεκα Ελάτια, όπου βρήκαμε αρκετούς Φτελενέτες. Η ατμόσφαιρα στο χωριό ήταν πολύ βαριά. Όλοι σιγοψιθύριζαν για την εισβολή του τουρκικού στρατού στη Σάντα και ο φόβος ζωγραφιζόταν στα πρόσωπά τους. Όσο για μένα, είχα μετανιώσει πικρά που χωρίστηκα από τη μητέρα μου και τον αδελφό μου και έκλαιγα απαρηγόρητα, γιατί φοβόμουν για τη ζωή τους· 
Οι αντάρτες, που είχαν στο μεταξύ κατέβει στο χωριό μας οδήγησαν στα δώδεκα ελάτια για μεγαλύτερη ασφάλεια σε μια ρεματιά, όπου θα διανυκτερεύαμε. Η νύχτα αυτή πέρασε πολύ δύσκολα και κανείς δεν μπορούσε να ησυχάσει. 0 φόβος και η αγωνία μας έσφιγγαν τα στομάχια, ενώ η ελπίδα ήταν πολύ αμυδρή. Μέσα σ’ αυτό το πέλαγος από σκέψεις, όλοι ήταν λυπημένοι και μελαγχολικοί.  Οι αντάρτες άναψαν μια μεγάλη φωτιά, γιατί έκανε τσουχτερό κρύο. Μας μοίρασαν λίγο κονιάκ, έσφαξαν μια αγελάδα στην τύχη, απ' αυτές που είχαν πάρει μαζί τους οι χωρικοί και είπαν πως αν ησύχαζε ο τόπος, ο ιδιοκτήτης της θα πληρωνόταν. Ύστερα έκοψαν κομμάτια και τα έψησαν. Ελάχιστοι όμως έφαγαν, γιατί εκείνες τις ώρες το μόνο που δεν σκεφτόμασταν ήταν η πείνα.
 Έτσι ξάγρυπνοι περάσαμε τη νύχτα και πολύ πρωί πήγαμε πάλι στα δώδεκα Ελάτια και περιμέναμε, ώσπου ήρθαν και οι τελευταίοι Φτελενέτες που είχαν μείνει στο χωριό και ανάμεσά τους η μητέρα με το Μιχαλάκη. Οι υπόλοιποι είχαν φύγει νωρίτερα για να κρυφτούν στους λόφους. Τότε μας ειδοποίησαν τα φυλάκια πως ανέβαιναν οι Τούρκοι από το Κάθεν Φτελέν και όλοι μαζί πήραμε το δρόμο προς τη μεγάλη σπηλιά πάνω από το χωριό Χαρατσάντων  που ήταν το λημέρι των ανταρτών. 
Εκεί οι συγχωριανοί  μας διηγήθηκαν τα γεγονότα που είχαν μεσολαβήσει από την ώρα που εμείς φύγαμε από το χωριό. Οι Τούρκοι, αντίθετα απ’ ότι έγινε στα άλλα χωριά, δεν πήραν όλους τους κατοίκους, αλλά διάλεξαν μόνο πέντε άντρες: τους Γιώργο και Χαράλαμπο Σισμανίδη, γιούς του αόμματου, το Γιάννη Σπυριδόπουλο, τον Παύλο Καϊτελίδη και τον αδελφό του παππού Αβραάμ Σισμανίδη και ξεκίνησαν για το Πιστοφάντων. Μετά από δυόμισι  ώρες δρόμο, συνάντησαν στον οικισμό Μερτσάντων τον Σουλεϊμάν Κάλφα. Ο Τούρκος αυτός ήταν πολύ γνωστός στους Σανταίους, γιατί λεηλατούσε συχνά τα σπίτια τους. Οι αντάρτες τον είχαν αναγκάσει πολλές φορές να δώσει μάχη μαζί τους, αλλά τη στιγμή που ήταν έτοιμοι να τον πιάσουν, πάντα τους ξέφευγε.  Ψιθυριζόταν ότι είχε ελληνική καταγωγή και ότι οι πρόγονοι του είχαν ασπαστεί το μωαμεθανισμό κατά το μεγάλο διωγμό του  1736.
 Οι αντάρτες του είχαν πάρει τετρακόσια πρόβατα και πριν λίγο καιρό εί­χαν αρπάξει από ένα καραβάνι τριάντα δικά του άλογα φορτωμένα ψίχα φουντουκιών και είχαν σκοτώσει τον πατέρα του, που προσπάθησε να τους εμποδίσει. Οδήγησαν τα άλογα στα λημέρια τους και αφού πήραν το φορτίο τους, τα άφησαν να φύγουν· 0 Κάλφας ζήτησε μερικούς άντρες, λέγοντας ότι ήθελε να τους βάλει να φτιάξουν μια γέφυρα· 0 αξιωματικός του επέτρεψε να διαλέξει. Πήρε το : Χαράλαμπο Σισμανίδη, γιό του αόμματου, το Γιάννη Σπυριδόπουλο και τον Παύλο Καϊτελίδη. Οι άλλοι δύο τον παρακαλούσαν να πάρει κι εκείνους μαζί. Τους απάντησε; "Εσάς άλλη φορά". Οι δυο τους με τους Τούρκους συνοδούς τους συνέχισαν για το Πιστοφάντων. 
 Μόλις απομακρύνθηκαν, ο Κάλφας σκό­τωσε το Χαράλαμπο Σισμανίδη επί τόπου, το Γιάννη Σπυριδόπουλο σε άγνωστο μέρος και τον Παύλο Καϊτελίδη, αφού τον βασάνισε, τον έκοψε στα δύο. Η αδελφή του Παρθένα, ο γιος του Χαράλαμπος και ο Παντελής Κοπαλίδης, που τον βρήκαν πίσω από τον αχυρώνα του Απόστολου Σπυριδόπουλου, τον πήραν και τον έθαψαν μέσα στην παλιά εκκλησία. Και για τους τρεις κυκλοφορούσε η φήμη ότι συμμετείχαν στην αρπαγή των αλόγων του Κάλφα. 
Στην ομάδα που ξεκίνησε από τη Ζουρνατσάντων ήταν και τα αδέλφια μου. Οι Τούρκοι είχαν πει στους κατοίκους να μην πάρουν τίποτα μαζί τους, γιατί θα γύριζαν γρήγορα πίσω. Όλοι όμως πήραν τις αγελάδες τους και ότι άλλο μπορούσαν· Έφτασαν στο Πιστοφάντων, όπου βρίσκονταν ήδη ομάδες από άλλα χωριά και σταμάτησαν για λίγο, μέχρι οι στρατιώτες να οργανώσουν τη συνέχιση της πορείας προς το Ερζερούμ. Τότε η μικρότερη από τις αδελφές μου, η Μαρία, όταν είδε την Κυριακή Καϊτελίδου, θεία του Σπύρου Καϊτελίδη, να προσπαθεί να διαφύγει με τα ανίψια της Δημήτρη, Αργυρώ, Αριστοφάνη και Ελένη, που ήταν από δύο έως δώδεκα χρονών, σκέφτηκε να πάρει  την Ελένη και τον Κώστα και την Πελαγία, κόρη του Γιώργου Σισμανίδη, γιου του αόμματου, που ήταν μαζί τους και να κάνει το ίδιο. 
Έτσι τα τέσσερα   παιδιά ξέκοψαν από τους άλλους και μέσα από μια ρεματιά, που κατηφόριζε στ' αριστερά τους, έφτασαν με οδηγό τη Μαρία στο ποτάμι και αφού πέρασαν, μπήκαν τρέχοντας στο δάσος.

Ευθυμιος Μ. Σισμανίδης
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah