Απ’ τις περιγραφές του συγγραφέα και αυτόπτη μάρτυρα θα μεταφέρω μόνο λιγοστά αποσπάσματα, αρκετά ωστόσο για να δώσουν μια ιδέα του είδους των κατορθωμάτων της ορδής, παραλείποντας τις κτηνωδίες σε βάρος των Κούρδων και σταματώντας μόνο σε όσα αφορούν τους Έλληνες.
Παρά το άγριο κυνήγι στα βουνά και τον αφανισμό των κούρδικων χωριών, η εκστρατεία έμεινε χωρίς αποτέλεσμα και ο Τοπάλ Οσμάν άλλαξε πορεία. Αλλά ας ακούσουμε τον ίδιο τον αφηγητή:
«... Την 2αν Απριλίου 1921, όταν έδωσε το σύνθημα της οπισθοχωρήσεως, διέταξε τους τσέτες να εκτελέσουν τους 5 Ελληνας τους οποίους είχε παραλάβει από το Ρεφαγιέ δια να μεταφέρουν πυρομαχικά. Μετά την πράξιν αυτήν μας φώναξε και μας είπε ειρωνικά:
»- Έ, βρε οργανοπαίκτες, τώρα θα πάμε στους δικούς σας 400 Σανταίους επαναστάτας, δια τους οποίους βράζει συσσίτιον...
Μόλις περάσαμε, όμως, εις την απέναντι όχθην του Ευφράτη ποταμού, με επείγον τηλεγράφημα ο Κεμάλ διέταξε τον σφαγέα και διώκτην των Χριστιανών να βαδίσει εναντίον των Ελληνικών ανταρτικών σωμάτων της περιφερείας Σαμψούντος (Αμισού), τα οποία έκαμναν θραύσιν εις εκείνα τα μέρη. Μετά διήμερον πορείαν δια μέσου των καταρημαγμένων Αρμενικών χωρίων, την 5ην Απριλίου εφθάσαμεν εις Σού Σεχίρ, όπου μεταξύ πολλών Ελλήνων κατεκρεούργησαν και τον παπα - Αναστάσιον, λόγω της εθνικής του δράσεως. Την επομένην, ακολουθούντες τον ρουν του Λύκου ποταμού, περνάμε την γέφυραν και κατά τας εσπερινάς ώρας φθάνομεν εις Κοϊλά Χισάρ. Κατά την εκεί διανυκτέρευσιν εξετελέσθησαν όλοι οι Ελληνες κάτοικοι που έζων εις αυτήν.
...Εις το Νικσάρ (Νεοκαισάρειαν) οι τσέτες μετέφεραν όλους τους Έλληνας έξω από την πόλιν και τους εξετέλεσαν με ομαδικά πυρά. Την 10ην Απριλίου ξεκινήσαμε και μετά πορείαν 7 περίπου ωρών φθάσαμε εις την ωραίαν κωμόπολιν Έρπαα, που κατωκείτο από Έλληνας και Τούρκους. Οι τελευταίοι ειδοποιήθησαν τηλεφωνικώς από τον Τοπάλ Οσμάν να συγκεντρώσουν τους Έλληνας εις πανδοχεία και καφενεία υπό αυστηράν επιτήρησιν. Εκεί οι μεν τσέτες κατηυλίσθησαν εις διαφόρους κενάς οικίας των Χριστιανών δια να τας λεηλατήσουν, ο δε Τοπάλ Οσμάν με το επιτελείον του κατέλυσε εις το αρχοντικό του πλουσίου Έλληνος Αναστάς αγά, προέδρου της Ελληνικής κοινότητος.
Τας πρωϊνάς ώρας της επομένης, καθ’ ην ώραν επαιάνιζεν η μουσική εις το προαύλιον της οικίας του Αναστάς αγά, από την ταράτσαν της οποίας ο αιμοσταγής αρχηγός με τους επιτελείς του μας παρηκολούθουν χαριεντιζόμενοι δια τα ανδραγαθήματά των, ηκούσθησαν οιμωγαί και κλαυθμοί από το εσωτερικόν της οικίας, την ώραν που κατεκρεουργείτο αγρίως η οικογένεια του Αναστάς αγά. Η συγκίνησις την οποίαν δοκιμάσαμεν την στιγμήν αυτήν ήτο τόσον μεγάλη, ώστε κατήντησε να παραλύσουν τα δάκτυλά μας και να αρχίση μία παραφωνία, μέχρις ότου σταματήσαμε και φύγαμε κατασυντετριμμένοι.
Κατά τας βραδυνάς ώρας της ιδίας ημέρας αποσπάσματα τσετέδων οδήγησαν τους μελλοθανάτους Έλληνας, που ήσαν ήδη συγκεντρωμένοι, εις απόμερον μέρος, όπου τους εξετέλεσαν και τους παρέχωσαν εις ομαδικόν τάφον. Την 18ην Απριλίου ξεκινήσαμε και όταν φθάσαμε εις ένα τουρκικό χωριό, κείμενον κοντά εις το Τσετζλέ - Πογαζή, οι κάτοικοι αυτού συνέστησαν εις τον Τοπάλ Οσμάν να μη περάσει από το μέρος εκείνο, όπου είχε τα λημέρια του ο από το Έρπαα καταγόμενος Κοτσά Αναστάς με τα καλώς εξοπλισμένα παλληκάρια του, διότι υπήρχε κίνδυνος να πάθη μεγάλην συμφοράν.
Κοτζά Αναστάς |
Όταν φθάσαμε εις την κορυφήν ενός βουνού όπου ήτο το Ελληνικόν χωρίον Κήρκ - Χαρμάν διέταξε αμέσως τους δημίους του να καταστρέψουν αυτό μαζί με τους κατοίκους του εις αντίποινα δια την αποτυχίαν του κατά των Ελλήνων ανταρτών. Οι αιμοχαρείς εκτελεσταί συνεκέντρωσαν αμέσως όσα γυναικόπαιδα και γέροντας παρέμειναν εκεί εις διάφορα μεγάλα σπίτια και ακολούθως παρέδωσαν αυτά εις τας φλόγας. Κατά την ώραν που η πυρκαϊά έπαιρνε διαστάσεις ήρχισαν ν’ ακούγονται οι γοεροί κλαυθμοί και οδυρμοί των δυστυχισμένων αθώων πλασμάτων, που εζήτουν έλεος και οίκτον, αλλ’ εις μάτην. Οι εκτελεσταί όχι μόνον εκώφευον εις τας εκκλήσεις των καιομένων, αλλά και εσκότωναν τις μάνες που αλλόφρονες έτρεχον εις τα παράθυρα με τα μωρά των δια να τα πετάξουν έξω, ελπίζουσαι ότι θα τα διασώσουν.
Την 29ην Απριλίου φθάσαμεν εις το τουρκικόν χωρίον Ασαρτζήκ που έκειτο εις τους πρόποδες του όρους Αγιού Τεπέ της Σαμψούντος. Εκεί επληροφορήθημεν ότι Ελληνικά ανταρτικά σώματα, που ευρίσκοντο εις τα πέριξ βουνά, κατέβαιναν εις το χωριό και επρομηθεύοντο τρόφιμα. Οι Τούρκοι του χωριού παρεκάλεσαν τον αγά να μη πειράξει τους Ελληνας και τα Ελληνικά χωριά διότι τελευταίοι αυτοί θα πλήρωναν την νύφη. Ο αγάς μόλις τους άκουσε εξαγριώθηκε και άρχισε να δέρνει αλύπητα τους προύχοντες του χωριού και να τους αποκαλεί εχθρούς και προδότας της πατρίδος των...».
Σ’ όλο αυτό το διάστημα και πολλές ακόμα μέρες που ακολούθησαν, δεν έγινε καμιά σοβαρή συνάντηση με τους Έλληνες αντάρτες, τους οποίους δήθεν κυνηγούσαν οι τσέτες — κι όλο απόφευγαν. Τμήματα μόνο τσετέδων — των οποίων ο αριθμός στο μεταξύ είχε φτάσει τους 3.800 — συμπλεκόντουσαν εδώ κι’ εκεί, ενώ ο ίδιος ο Τοπάλ Οσμάν προτιμούσε πάντα τα εύκολα κατορθώματα σε βάρος των άοπλων. Στις 20 Μαΐου ειδοποιήθηκε ότι μια μεγάλη συνοδεία Ελλήνων της Σαμψούντας, που είχαν εκτοπισθεί, θα περνούσε απ’ το Τσιμπίζ Χάν όπου βρισκόταν στρατοπεδευμένος. Διέταξε να τους οδηγήσουν μπροστά του και τους είπε:
— Βρε, γκιαούρηδες, εγώ ερχόμουν στην Σαμψούντα για να σας βρω και βλέπω ότι εσείς έρχεστε σε μένα. Να είστε καλά που με βγάλατε απ’ τον κόπο!
Συγχρόνως διέταξε τους τσέτες του να τους τραβήξουν όλους σε μια χαράδρα, όπου και τους εξετέλεσαν:
«... Επί 45 ημέρας, συνεχίζει ο Παπαδόπουλος, περιεπλανάτο ο αγάς με τους αλήτας του ανά τα βουνά, τις χαράδρες και τα λαγκάδια δια να συναντήση δήθεν αντάρτας, χωρίς ποτέ να έχη την τόλμη να πλησιάση τα πιο επικίνδυνα λημέρια των οπλαρχηγών, τα όποια εν τούτοις ήσαν γνωστά. Την 30ήν Ιουλίου 1921 κατήλθε εις την τουρκικήν κωμόπολιν Καβάκ, 54 χιλιόμετρα από την Σαμψούντα. Η κωμόπολις αυτή κατέστη πολυθρύλητος εις όλους τους Ποντίους της περιφερείας διότι εκεί εσφάγησαν ομαδικώς εκατοντάδες Ελλήνων Σαμψουντίων και Παφραίων, πού ενώ εστέλλοντο ως εξόριστοι εις το εσωτερικόν της Τουρκίας, ουδέποτε έφθαναν εις τον προορισμόν των. Οι Τούρκοι κάτοικοι του χωρίου, όταν μπήκαμε εις αυτό, μας υπεδέχθησαν με μεγάλον ενθουσιασμόν και διηγούντο την σφαγήν των αποστελλομένων εις εξορίαν Ελλήνων και εδείκνυον με υπερηφάνειαν τα χρυσά και αργυρά ρολόγια, τα δαχτυλίδια, τις καδένες, τις σακκούλες των γεμάτες και τα διάφορα τιμαλφή που άρπαζαν από τους γκιαούρηδες...».
Προτού ξεκινήσει για την Κάβζα ο Τοπάλ Οσμάν τηλεφώνησε στις εκεί αρχές να συγκεντρώσουν όλους τους Έλληνες. Παρά τις αντιρρήσεις του καϊμακάμη μα με την άγρια επιμονή της ύαινας έγινε η συγκέντρωση και τότε:
«...Είναι αδύνατον να περιγράψει κάλαμος συγγραφέως το τι συνέβη εις την πόλιν αυτήν κατά το τριήμερον διάστημα της παραμονής το αγά. Εξαγριωμένα στίφη τσετέδων και πειναλέων Τούρκων παρεβίαζαν τας θύρας των οικιών, κλαυθμοί και οδυρμοί ηκούοντο πανταχόθεν, άνδρες και γυναικόπαιδα, εσέρνοντο εις τους δρόμους και εκτελούντο, νεάνιδες εβιάζοντο, οι καμπάνες κτυπούσαν, οικίαι παρεδίδοντο εις τας φλόγας. Τα διαπραχθέντα κακουργήματα ήσαν τοιαύτης εκτάσεως ώστε θα ωχρίουν μπροστά σ’ αυτά και νύκτες ακόμη του Αγίου Βαρθολομαίου».
Στις 6 Αύγούστου, τραβώντας για την Άγκυρα ο Τοπάλ Οσμάν — ύστερα από τηλεγραφική διαταγή του Κεμάλ — συναντά στο δρόμο ένα εργατικό τάγμα από 600 Έλληνες. Όταν τους είδε έκανε σαν τρελός απ’ τη χαρά του και παρά τις διαμαρτυρίες των τζανταρμάδων, μέσα σε λίγη ώρα τους κύκλωσε και τους θέρισε όλους με πολυβόλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου