Ακόμα και της πιο τραγικής κωμωδίας έκανε χρήση ο Τοπάλ Οσμάν, έτσι όπως θα μπορούσε να την νοιώθει ένα άγριο θηρίο για να γελάσει: Χτύποι στην πόρτα του γνωστού γιατρού της Κερασούντας Θωμαΐδη. Ανοίγει ο γιατρός, βλέπει τους τσέτες και χλωμιάζει:
— Ντοκτόρ εφέντη, του λένε, μη φοβάσαι, δεν ήλθαμε για κακό.
Ρωτά ο Έλληνας γιατρός τι θέλουν, σίγουρος ότι δεν ήλθαν για καλό. Εκείνοι, όμως, παίρνουν ύφος ταπεινό και του λένε ότι έχουν την ανάγκη του για κάποιον δικό τους, που είναι άρρωστος βαριά κι’ επειδή τον εκτιμούν πολύ, μόνο στα δικά του φώτα εμπιστεύονται. Χωρίς νάχει πεισθεί ο γιατρός τους λέει να πάρουν μαζί και τον Τούρκο συνάδελφό του Σαμπάν εφένδη, ώστε, αν χρειαζόταν, να λέγε κι’ αυτός την γνώμη του. Καμιά αντίρρηση οι Τούρκοι. Ξεκινάνε με τον Έλληνα γιατρό, παίρνουν μαζί και τον Σαμπάν εφένδη και τραβούν προς τον τούρκικο μαχαλά, όπου ήταν το σπίτι του αρρώστου. Χτυπούν την πόρτα, μπαίνουν.
— Πέρασε, ντοκτόρ εφέντη! Αμάν σώσε τον άρρωστος μας!
Σ’ ένα κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος ο άρρωστος. Ζύγωσε ο Έλληνας γιατρός να δει, ακολουθούσε κι’ ο Τούρκος από πίσω, οπότε ο «άρρωστος» βγάζει το πιστόλι κάτω από το πάπλωμα και ρίχνει. Κατάστηθα πήραν οι σφαίρες τον Θωμαΐδη κι’ έπεσε, ενώ ο Τούρκος τρομαγμένος τόβαλε στα πόδια.
θα γέλασε πολύ η ύαινα με τούτη την ωραία κωμική σκηνή και θα ευχαριστήθηκε πιο πολύ ακόμα όταν έμαθε ότι μ’ ένα σμπάρο ξεπάστρεψε δυο τρυγόνια. Γιατί ο πατέρας του Έλληνα γιατρού που ανησύχησε επειδή αργούσε να γυρίσει ο γιος του, πήγε να δει τι έγινε και βρήκε στο ίδιο σπίτι τον ίδιο θάνατο όπως κι’ ο γιος του.
Ανάμεσα στους νέους της Κερασούντας βρισκόταν κι’ ένας άντρας λεβεντόκορμος, που έδειχνε ν’ αψηφά τους Τούρκους — Σάββας Ατματζίδης τ’ όνομα του — από καιρό τον είχαν βάλει κι’ αυτόν στο μάτι. Αφήνω τους συμπατριώτες του Βαλαβάνη και Βιολάκη να μιλήσουν για την δραματική εξόντωση του:
«... Σπαρακτικωτάτη, γράφουν, απέβη η δολοφονία του Σάββα Ατματζίδη. Ολόκληρος αγέλη δολοφόνων επολιόρκησεν εν πλήρει ημέρα το κεντρικόν κατάστημα του Κ. Ατματζίδη, πατρός του θύματος, ζητούσα να συλλάβει τον νέον. Το θύμα αντέστη γενναίως. Εν τω μεταξύ, η ατυχής οικογένεια του Ατματζίδη ειδοποιηθείσα έφθασεν εκ της οικίας της και μετά γοερών κραυγών παρενετέθη μεταξύ του θύματος και των φονέων, περιελισσομένη εκ περιτροπής πότε μεν τον μελλοθάνατον, πότε δε τους στυγερούς δολοφόνους. Ο νέος απήχθη, επί τέλους, εν μέσω των ολοφυρμών των οικείων του εις τον τόπον του μαρτυρίου. Εν τω μεταξύ Τούρκοι και Έλληνες συνεκεντρώθησαν πέριξ του καταστήματος του Ατματζίδη και εδημιουργήθη μέγας θόρυβος. Οι Τούρκοι έτριζαν τους οδόντας βλέποντες την αντίστασιν του νέου και παρώρμων τους δολοφόνους, ενώ οι Ελληνες, άνδρες και γυναίκες, εν μέσω σπαραχτικών οδυρμών, συνώδευαν αθελήτως τον ζωντανόν νεκρόν δια της αγοράς εις τον στρατώνα. Τα παράθυρα των πέριξ χριστιανικών και τουρκικών οικιών ήσαν πλήρη περιέργων, εξ ων οι πλείστοι ώκτειραν τον απαγόμενον προς βεβαίαν σφαγήν ευσταλή νέον. Εν μέσω απεριγράπτου συγχύσεως και απειροπληθούς κόσμου, αδιακόπτως πλήττοντες δια των ακτηρίδων των όπλων των οι δήμιοι, τον έσυραν μέχρι της κεντρικής θύρας του στρατώνος, ενώ άλλοι εστράφησαν προς τον παρακολουθούντα λαόν, τον οποίον κτυπώντες δεξιά και αριστερά εφρόντιζον να διαλύσουν. Αλλ’ η περιέργεια είναι κάποτε επικρατεστέρα του φόβου. Το πλήθος παρηκολούθει πανταχόθεν την σκηνήν και έβλεπε μετά τρόμου τας προπαρασκευάς των κακούργων δια την άφευκτον σφαγήν. Αι κραυγαί του θύματος, αγωνιζομένου εναντίον 20 περίπου δολοφόνων, ήσαν φρικαλέαι.
Μετά κρατερόν αγώνα εντός της ισογείου φυλακής του στρατώνος οι βδελυροί δολοφόνοι εξήλθον εις την βρύσιν, η οποία ευρίσκεται εις τον περίβολον του στρατώνος και έπλυναν τας καθημαγμένας χείρας των ενώπιον του καταπλήκτου κόσμου».
Οι σποραδικές, όμως, εκτελέσεις δεν ήταν αρκετές για να σβήσουν τη δίψα του Τοπάλ Οσμάν. Ήθελε κάτι πιο γενικό, πιο χορταστικό, μια γενική σφαγή του Ελληνισμού της Κερασούντας και γι’ αυτό ένα απόγευμα εξαπέλυσε τους τσέτες μέσα στην πόλη και μάζεψαν όλους τους άντρες πάνω από 15 χρόνων. Η παρέμβαση όμως του αντικεμαλικού Κιατίπ Αχμέτ ματαίωσε τα σχέδιά του κι’ έσωσε τους μελλοθάνατους.
Αγριεμένος ο αγάς γι’ αυτό και βλέποντας ότι υπήρχαν ακόμα Τούρκοι που λυπόντουσαν ή συμπαθούσαν τους Ρωμιούς, αποφάσισε να βρει κάποιο τρόπο ν’ ανάψει τα αίματα, ώστε να μη συναντά εμπόδια απ’ τους ίδιους τους ομόφυλους. Και βρήκε. Ήταν μια έμπνευση σατανική και σύμφωνη με το σύστημα που ακολουθούσαν παντού οι Τούρκοι όταν ήθελαν ν’ αρχίσουν τις σφαγές.
Τις σχετικές πληροφορίες μας τις δίνει στο βιβλίο του ο Ιωάν. Παπαδόπουλος, που βρέθηκε υποχρεωμένος να παρακολουθήσει από κοντά την προετοιμασία του σχεδίου. Σαν μουσικός που ήταν, αποτελούσε μέλος της μπάντας που είχε φτιάξει ο διαβόητος αγάς, από 13 Έλληνες και 3 Τούρκους. Η μπάντα αυτή διασκέδαζε αλλά και παρακολουθούσε όλες τις «εκστρατείες» του Τοπάλ Οσμάν για να κατασφαγεί στο τέλος απ’ τον αίμοβόρο αφέντη της. Ο μόνος που ξέφυγε τον θάνατο — κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες — ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου, που χάραξε αργότερα με κάθε λεπτομέρεια τα φοβερά περιστατικά της τραγικής θητείας του.
Μια «πατριωτική» θεατρική παράσταση ήταν το σχέδιο που σοφίστηκε ο Τοπάλ Οσμάν, κι’ αυτής της παράστασης τις πρόβες παρακολούθησε ο άνθρωπος που μας ιστορεί τα γεγονότα σαν μέλος της ορχήστρας που θα συνόδευε το έργο. Το θεατρικό εκείνο κατασκεύασμα είχε γραφεί ειδικά για την περίσταση κι’ είχε για θέμα του την κατάληψη της Σμύρνης απ’ τον Ελληνικό στρατό. Εμπρηστικό στην κάθε του γραμμή, άρχιζε με μια μυστική σύσκεψη των Ελλήνων, όπου εμφανιζόταν ο μητροπολίτης Χρυσόστομος κι’ οι πρόκριτοι της Σμύρνης, που συζητούσαν επί σκηνής πως θα κατασφάζανε τους Τούρκους μόλις θ’ αποβιβαζόταν ο ελληνικός στρατός. Οι Τούρκοι φαινόντουσαν τρομοκρατημένοι κι’ απελπισμένοι.
Στην επόμενη σκηνή γινόταν η απόβαση κι’ ενώ από ένα μιναρέ ακουγόταν η φωνή του μουεζίνη, οι Έλληνες στρατιώτες ορμούσαν επάνω στους Τούρκους, τους κατασφάζαν κι’ ύστερα άρχιζαν τις κλεψιές και τις λεηλασίες. Στις παρακάτω πράξεις , εμφανιζόντουσαν οι Σμυρνιοί διψώντας αίμα — ο συγγραφέας τους είχε φτιάξει με πρότυπο τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν — μάζευαν στην πλατεία της πόλης όλους τους Τούρκους πρόκριτους κι’ αξιωματικούς, τους ξήλωναν τα γαλόνια και τους εξευτέλιζαν μ’ όλους τους τρόπους. Μόνο ένας λοχαγός εμφανιζόταν ν’ αντιστέκεται, αλλά οι Έλληνες τον θανατώναν αμέσως με την ξιφολόγχη κι’ εκείνος πέφτοντας φώναζε ηρωϊκά:
— Γιασασίν βατάν, γιασασίν Τούρκ μιλετί!
«Ζήτω η πατρίς, ζήτω το τούρκικο έθνος». Ανάλογες ήταν κι’ όλες οι άλλες σκηνές του έργου, που στο τέλος έδειχνε τους τσέτες επάνω στο βουνό να ορκίζονται εκδίκηση κατά των άτιμων γκιαούρηδων.
Με τέτοια αισχρή παραποίηση των γεγονότων φαντάζεται εύκολα κανένας πόσο θ’ άναβε ο φυλετικός φανατισμός και το μίσος του πρωτόγονου τούρκικου λαού, και τι θα επακολουθούσε. Ευτυχώς, όμως, ούτε η παράσταση πρόλαβε να δοθεί, ούτε και να πραγματοποιηθεί ο σκοπός για τον οποίον οργανώθηκε. Μια επείγουσα τηλεγραφική διαταγή του Κεμάλ καλούσε τον Τοπάλ Οσμάν να μαζέψει αμέσως όση δύναμη είχε και να τρέξει για να βοηθήσει στην καταστολή της επανάστασης των Κούρδων.
Topal Osman, Kemal Pasha and Ismet Inonou. |
Έτσι παράτησε για την ώρα τους Ρωμιούς και μάζεψε τους άντρες του, που αποτελούσαν το «ένδοξον ενενηκοστόν τέταρτον ανεξάρτητον σύνταγμα «Κεραυνός», με αρχηγό τον... Ταμερλάνο τους — «μπιζίμ Τεμερλίγκ» έλεγαν τον Οσμάν αγά οι τσέτες του. Διέταξε να παρουσιαστούν κι’ οι Έλληνες μουσικοί που αποτελούσανε την μπάντα κι’ ο ήρωας ξεκίνησε για τη μεγάλη εκστρατεία.
«Πλήθος κόσμου, σημειώνει ο Έλληνας μουσικός, είχε συγκεντρωθεί δια να αποχαιρετήσει τον αγά και να του ευχηθεί όπως κατατροπώσει τους εχθρούς της πατρίδος και να τους μεταφέρει δεμένους εις Κερασούντα. Υπό τας επευφημίας και τους πυροβολισμούς που ηκούοντο εις όλην την πόλιν ο νέος «Ταμερλάνος» έφιππος επί αραβικού ίππου, φέρων καλπάκι επί κεφαλής, στρατιωτικήν χλαίνην εις τους ώμους και το απαραίτητον μαστίγιον ανά χείρας, με τους ακολουθούντας αυτόν 40 έφιππους οπλισμένους ως αστακούς, την παιανίζουσαν το εμβατήριον μουσικήν και τους κατά λόχους και τετράδας συντεταγμένους ληστοσυμμορίτας του, έδωσε το σύνθημα της εκκινήσεως την 21 Φεβρουάριου 1921.
»Την μεγάλην αυτήν εκστρατείαν, την οποίαν παρηκολούθησα καθ’ όλην την διάρκειαν αυτής μέχρι της ημέρας που ως εκ θαύματος διεσώθην, θα προσπαθήσω να εξιστορήσω αντικειμενικούς και χωρίς υπερβολάς, με όλας τας λεηλασίας, βιαιοπραγίας, σφαγάς γυναικοπαίδων, βιασμούς υπάνδρων γυναικών και νεανίδων και άλλας φρικαλεότητας αι οποίαι διεπράχθησαν από το ληστοσυμμοριτικόν τάγμα του αιμοβόρου Τοπάλ Οσμάν αγά εις διάφορα μέρη από τα οποία επέρασε και πού είδα με δακρυσμένα μάτια και συντετριμμένη καρδιά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου