Η ΥΑΙΝΑ ΤΗΣ ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑΣ- ΤΟΠΑΛ ΟΣΜΑΝ ( Μέρος 1ο )

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Όσοι εγκληματίες του Κομιτάτου των Νεότουρκων είχαν εξαφανιστεί μετά την ανακωχή, ξεθάρρεψαν τώρα και έτρεχαν με το μέρος του Κεμάλ. Έτσι, οι πιο διαβόητοι  σφαγιαστές του Ελληνισμού ξαναγύριζαν στα πόστα τους, αφού έπαιρναν τις οδηγίες τους για την καλύτερη οργάνωσή τους, κατά τόπους.
Απ’ τους πρώτους τάχτηκε με το κίνημα και ο Τοπάλ Οσμάν, πήρε και­νούργιες εξουσίες από τον αρχηγό του, γύρισε στην Κερασούντα και νάτος πάλι δήμαρχος στη δυστυχισμένη πόλη, όπου ετοιμάστηκε γρήγορα για την καινούργια περίοδο της δράσης του, που θα ξεπερνούσε πολύ σε φρίκη και σε βαρβαρότητα την πρώτη. Ανασύνταξε την ορδή του απ’ όλα τα καθάρματα και τ’ αποβράσματα — δείχνοντας την προτίμησή του στους πιο αιμοβόρους Τουρκολαζούς — κι’ έφτιαξε μια δύναμη από 800 - 1.000 τσέτες, καλά εφοδιασμένους, άρτια οπλισμένους, με τα έξοδά τους πληρωμένα απ’ τα ίδια τα θύματά τους. Ο διαβόητος κουτσός της Κερασούντας υποχρέωνε τους Ρωμιούς να πληρώνουν εισφο­ρά από 500—600 λίρες τούρκικες, για την... «σωτηρία του έθνους»!
 καπτάν - Γιώργη Κωνσταντινίδη πασά
Την καινούργια δράση του ο Τοπάλ Οσμάν την άρχισε με έργα... εκπολιτιστικά. Γεμάτος από φθόνο και μίσος για την φή­μη και την μνήμη του παλιού εκείνου Έλληνα δημάρχου, καπτάν - Γιώργη Κωνσταντινίδη πασά, κατάστρεψε πρώτα - πρώτα το μνημείο του κι’ ύστερα άρχισε ν’ ανοίγει δρόμους στην Κερασούντα, ρίχνοντας τα σπίτια των Ρωμιών. Για την δουλειά αυτή χρησιμοποιούσε ένα «εργατικό τάγμα» απ’ τούς πιο γνωστούς Έλ­ληνες της Κερασούντας, εμπόρους, επιστήμονες, νοικοκυραίους, που οι τσετέδες για να γελοιοποιούν τους κόβανε το μισό μουστάκι. Κι’ επειδή εκείνοι αντιδρούσαν, φυσικά, στους εξευτελισμούς, κά­θε τόσο τραβούσαν δυο - τρεις για το τουφέκι και τους συμπλή­ρωναν μ’ άλλους.
Αλλά συγχρόνως ο Τοπάλ Οσμάν, έχοντας φτιάξει ένα κα­τάλογο προγραφών, άρχισε την εξόντωση των πιο διαλεχτών Ελ­λήνων, μ’ όλο τον κυνισμό, την άνεση και την μανία ενός άγριου θηρίου. Είχε υπ’ όψη του τις εκδηλώσεις κατά την υποδοχή της αποστολής του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, τον Απρίλη του 1919, και τώρα έτριβε τα χέρια του, γιατί τόσο γρήγορα είχε φτάσει η ώρα της εκδίκησης.
Υπήρχαν φωτογραφίες απ’ τις υποδοχές εκείνες κι’ οι Τούρ­κοι άλλωστε της πόλης πρόθυμα δίναν όλες τις πληροφορίες για την συμπλήρωση του καταλόγου. Ο δικηγόρος Παντελής Ερμείδης δεν ήταν εκείνος που είχε βγάλει λόγο στην ελληνική αποστολή την πρώτη μέρα της υποδοχής και της δοξολογίας; Πή­γαν οι τσέτες και τον πήραν απ’ το σπίτι του κι’ ο θάνατός του στάθηκε μαρτυρικός.
 Πρώτα του κόψανε τη γλώσσα κι’ ύστερα τον κομμάτιασαν. Ευθύς αμέσως έψαξαν εκείνον που είχε σηκώ­σει την ελληνική σημαία στο σχολείο. Ήταν ο Γεώργιος Βαλαβάνης, θείος του συγγραφέα της «Σύγχρονης Ιστορίας του Πόν­του». Τον άρπαξαν κι’ αυτόν, του κόψανε τα δάχτυλα, τον βα­σάνισαν κι’ ύστερα τον σκότωσαν. Τις ίδιες μέρες πιάσανε, βα­σάνισαν και σκότωσαν τον Γεώργιο Καλογερόπουλο, που ήταν πρόεδρος της Επιτροπής για την περίθαλψη των προσφύγων.
Ανεξάντλητο εξακολουθεί το μαρτυρολόγιο των Ελλήνων της δυστυχισμένης πόλης. Μεταφέρω μερικές γραμμές απ’ το βιβλίο του Ιωάννη Παπαδόπουλου «Σελίδες από την Ιστορία της Κερασούντος και τα τερατουργήματα του αιμοσταγούς Τοπάλ Οσμάν».
 «Ο Αριστείδης Δεληκάρης, έμπορος φουντουκιώνεξετελέσθη δι’ απαγχονισμού εντός της Δημαρχίας. Ο Ιωάννης Σεϊτανίδης, μεγαλέμπορος και μεγαλοκτηματίας, ο οποίος, εξαπατηθείς από ένα φίλον του Τούρκου ότι θα τον φυγαδέψει, παρεδόθη παρ’ αυτού εις το απόσπασμα των τσετέδων, οι όποιοι τον εξετέλεσαν. 
Ο Ιωάννης Νασούφης, έμπορος, και ο Γεώργιος Κωσταρεΐζογλου, τραπεζικός υπάλληλος, συνελήφθησαν ταυτοχρόνως και οδηγήθησαν εις την Αρμενικήν εκκλησίαν, που ήτο τόπος συγκεντρώσεως προσφύγων, και εκεί, καθ’ ην ώραν εκοιμώντο τους εξετέλεσαν,  συντρίψαντες τας κεφαλάς των δια σφύρας. Ο Παντελής Σπαθόπουλος, εξαγωγεύς  φουντουκιών, μετά το κόψιμον του μύστακος και τους εξευτελισμούς, εξετελέσθη εντός του Δημαρχείου. Ο Γεώργιος Σταθόπουλος, έμπορος και αδελφός του ανωτέρω, εκλήθη με άλλους δύο από το Άργανα Ματέν, όπου ήσαν έξόριστοι και, μόλις  παρουσιάσθησαν   εις το Δημαρχείον, εξετελέσθησαν δια στραγγαλισμού. Ο Ιωάν. Δεληγιώργης, μεγαλέμπορος και τραπεζίτης, μαζί με τον Ιωάννη Ασβεστόπουλο και άλλους τινάς, καθ’ ον χρόνον οδηγούντο εις την εξορίαν εξετελέσθησαν καθ’ οδόν. Ο καπτάν Γιορδάνης Σουρμελής εξετελέσθη κατά τον ίδιον ως άνω τρόπον. Ο Γεώργιος Κακουλίδης συνελήφθη, οδηγήθη εις το Δημαρχείον, όπου και εστραγγαλίσθη».
Δεν γινόντουσαν καθόλου στα κρυφά οι φόνοι αυτοί, αλλά τις περισσότερες φορές στο φως της ημέρας, μπροστά στα μάτια του κόσμου, μέσα στην ίδια την Δημαρχία. Εκεί ήταν στρωμένος ο Τοπάλ Οσμάν — στο δημαρχιακό γραφείο — απ’ όπου ήθελε να χαρεί την αγωνία του θανάτου, κι’ ύστερα το τελευταίο βογκητό των θυμάτων, που στραγγάλιζαν ή μαχαίρωναν οι τσέτες.
Μεσημεριάτικα πήραν τον δικηγόρο Χαρ. Ελευθεριάδη απ’ την Οθωμανική Τράπεζα — ήταν νομικός της σύμβουλος — και τον πέρασαν απ’ το κέντρο της πόλης, ενώ ο κόσμος, βλέποντας, έκλαιγε τον ζωντανό νεκρό, γιατί ήξερε που τον πήγαιναν. Ανα­στατώθηκαν οι δικοί του, έτρεξε κι’ ο διευθυντής της Τράπεζας για να προλάβει το κακό, αλλά όταν έφτασε όλα είχαν τελειώ­σει. Ευχαριστημένος στεκόταν στην πόρτα της Δημαρχίας ο Το­πάλ Οσμάν, κάπνιζε το τσιγάρο του κι’ οργίστηκε που του χαλούσαν την ησυχία.
—Άντε πήγαινε, είπε στον διευθυντή, και κοίταζε την δου­λειά σου εσύ. Μην ανακατεύεσαι στις δικές μου τις δουλειές!...
Ο σκοτωμός, όμως, η απλή δολοφονία, φέρναν πλήξη στην ύαινα, βαριόταν την μονοτονία, γι’ αυτό κι’ αναζητούσε όλο και νέους τρόπους για ν’ ανανεώνει τις τέρψεις του: «... 'Έτερος μάρτυς, Αναφέρει ο Παπαδόπουλος, υπήρξε ο μεγαλέμπορος φουντουκιων και μεγαλοκτηματίας Μιχαήλ Μαυρίδης, όστις, ενώ αμέριμνος ηργάζετο εις το γραφείο του συνελήφθη βιαίως και αφού ετοποθετήθη μέσα εις ενα βαρέλι λαδιού,  τας    εσωτερικάς   πλευράς του οποίου εγέμισαν προηγουμένως με καρφοβελόνας και το εσκέπασαν με το καπάκι του ερμητικά, ήρχισαν κατόπιν να το κατρακυλούν και όταν έφθασαν εις την παραλίαν, επέταξαν το βαρέλι εις την θάλασσαν».

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah