...Ας
αφήσουμε για λίγο τις μάχες του δυτικού Πόντου κι’ ας δούμε τι γινόταν στ'
ανατολικά — στη Σάντα — όλο τούτο το διάστημα. Είχαμε σταματήσει στην εποχή που
ο πολυτραγουδημένος οπλαρχηγός Ευκλείδης Κουρτίδης έφτιαξε την δική του
ανεξάρτητη ομάδα — λίγο πριν απ' την ανακωχή — και συνεργαζόταν με τον άλλο
φημισμένο οπλαρχηγό Δημήτρη Τσιρίπ, για την αντιμετώπιση των γύρω αιμοβόρων
αρχιτσετέδων Σουλεϊμάν Κάλφα, Σεΐτ αγά και άλλων.
Δεν
έπαψε ποτέ ο ένοπλος αγώνας στην εφτάκωμη βουνίσια πολιτεία, όπου διατηρούσε
πάντα την ιδιομορφία του, με τις αμοιβαίες επιθέσεις και ληστείες Τούρκων και
Ελλήνων και την αλύγιστη απόφαση των τελευταίων να προστατέψουν την πατρίδα
τους, σκοτώνοντας όσους Τούρκους έβλαπταν συμπατριώτες τους και τρομοκρατώντας
τα γύρω τουρκοχώρια.
Στα
1919 ο καπετάν Ευκλείδης κυριαρχούσε με τα παλικάρια του σε μια μεγάλη περιοχή
κι' είχε αποκτήσει τέτοια φήμη, ώστε οι τούρκικες αρχές το χώνεψαν ότι δεν
μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα μαζί του.
θρύλος
έγινε και τ' όνομα τούτου του Σανταίου οπλαρχηγού κι' όσοι τύχαινε να περνάνε
τον βουνίσιο χώρο όπου απλωνόταν το βασίλειό του, όλο και θάβλεπαν τους
περήφανους αρματωμένους άντρες του πότε στο ένα ελληνικό χωριό, πότε στο άλλο
και πότε να κάνουν ξαφνικό γιουρούσι σε κάποιο τουρκοχώρι — νύχτα ή μέρα
— για να πάρουν εκδίκηση για κάποιο φόνο ή καμιά ληστεία.
Όπως
και οι αντάρτες του δυτικού Πόντου, έτσι και τούτοι εδώ ζούσαν την κλέφτικη ζωή
των παλικαριών του 21, σαν να τους έδενε κάποιος κρίκος μυστικός με κείνους
τους
αγωνιστές
του μεγάλου εθνικού ξεσηκωμού, που τα σχολειά του Πόντου τους είχαν
ποτίσει με το πνεύμα τους. Την πρωτομαγιά του 1919 — διηγείται ο καθηγητής
Αγαθάγγελος Φωστηρόπουλος στην «Ποντιακή Εστία» — oι μαθητές της
Αστικής Σχολής της Ίμερας είχαν κάνει μια εκδρομή στη γειτονική τους Κρώμνη κι'
επιστρέφοντας στο χωριό τους, συνάντησαν στο δρόμο, κοντά στο μοναστήρι του
Αγίου Ιωάννη, το αντάρτικο σώμα του Ευκλείδη. Καθώς ο σχολάρχης είδε τους
μαυροφορεμένους Έλληνες αντάρτες ζωσμένους τ' άρματα τους, περήφανους, άφοβους
κι' αγέρωχους, έδωσε το σύνθημα κι' αμέσως τα παιδιά άρχισαν να τραγουδάνε:
Μάνα
σου λέω δεν μπορώ
τους
Τούρκους να δουλεύω.
Οι
οπλισμένοι Σανταίοι παρακολουθούσαν τους μαθητές συγκινημένοι και μερικοί
δάκρυσαν καθώς ακούγανε και βλέπανε την νεολαία να κατέχεται από τα ίδια αισθήματα
και τους πόθους που κυριαρχούσαν στη δική τους την ψυχή.
Αν,
όμως, οι τούρκικες αρχές δεν μπορούσαν να εξοντώσουν εκείνους τους
σκληροτράχηλους γκιαούρηδες της Σαντάς, αυτό δεν σήμαινε ότι παραιτήθηκαν απ'
την ιδέα να βρουν κάποιο τρόπο για να τους φέρουν σε λογαριασμό, έστω και
χρησιμοποιώντας τη συνηθισμένη πονηριά τους.
Έτσι
τον Ιούνιο του 1919 — ιστορεί ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος — στείλανε στη Σάντα
κάποιον Τούρκο ταγματάρχη για νάρθη σ' επαφή μαζί τους και να τους δείξει τις
καλές διαθέσεις της τούρκικης κυβέρνησης απέναντι τους. Η συνάντηση
πραγματοποιήθηκε στο Κρέν κι' εκεί μίλησε ο Τούρκος ταγματάρχης σε μια σύναξη
μερικών παλικαριών κι' οπλαρχηγών:
—Ακούστε,
τους είπε, καρτασλάρ — αδέλφια — η κυβέρνηση δεν έχει ούτε καμίαν όχτρητα μαζί
σας, ούτε και σκέπτεται να σας πειράξει για όσα έγιναν εδώ γύρω στη Σάντα
και για τα οποία δεν φταίτε, βέβαια, εσείς. Γι' αυτό μ' έστειλε να σας πω
ότι σας δίνει αμνηστία κι ότι έχετε το δικαίωμα να οπλοφορείτε για να
προστατεύετε τη ζωή σας και το βιός σας απ’ τους κλέφτες. Αλλά κι' εσείς,
καρτασλάρ, έχετε υποχρέωση από δω και πέρα ν' αφήσετε τις ληστείες, να γυρίσετε
στα χωριά σας και να ζήσετε σαν τίμιοι πολίτες κι' όχι πια να τριγυρνάτε στα
βουνά σας σαν τ' αγρίμια.
Οι
αντάρτες συζητήσανε το πράγμα και μια που δεν τους ζητήθηκε να παραδώσουν τα
όπλα τους, δεχτήκανε την αμνηστία και γιόρτασαν το γεγονός με γλέντια και
χαρές. Το μόνο που τους ζήτησε στο μεταξύ ο Τούρκος ταγματάρχης ήταν να φέρουν
τα όπλα τους για να τα καταγράψει.
Οι
αντάρτες δεν είχαν καμιά αντίρρηση γι' αυτό, πολύ περισσότερο γιατί δεν
σκεφτόντουσαν να φέρουν τα όπλα που χρησιμοποιούσαν, αλλά ό,τι άχρηστο
είχαν. Σε 15 μέρες, όμως, ο ταγματάρχης τους ξαναζήτησε να ξαναφέρουν τα όπλα
για να κάνει τάχα έλεγχο, κι' αυτή τη φορά τα κράτησε, πιστεύοντας ότι, επί
τέλους, κατάφερε με την πονηριά του να τους αφοπλίσει.
Συγχρόνως
παράγγειλε να έλθουν από παντού αποσπάσματα για να τους κυνηγήσουν τώρα πού
είχαν μείνει άοπλοι. Όσα όμως αποσπάσματα φτάσανε, δοκίμασαν έκπληξη γιατί οι
Σανταίοι είχαν ζωστεί τα καλύτερά τους όπλα, που δεν ήσαν, βέβαια, τόσο κουτοί
να παραδώσουν.
Έτσι
το τελικό αποτέλεσμα της πρώτης τούτης αμνηστίας ήταν να ξαναπιάσουν οι
αντάρτες τα λημέρια τους και να ξαναρχίσουν τη δράση τους πιο αγριεμένοι και
πιο πεισματωμένοι. Πρώτη τους δουλειά ήταν να συγυρίσουν όσους Τούρκους είχαν
στο μάτι και ιδιαίτερα κάποιον
Ισεΐν τσαούς πού είχε μαθευτεί ότι διέφθειρε κορίτσια του χωριού
Ματσούκα.
Κατέβηκαν,
λοιπόν, μια νύχτα στα γύρω χωριά, κρύφτηκαν στη μονή Βαζελώνος και από κει
με οδηγό τον παπά - Κωνσταντίνο φτάσανε στην τοποθεσία «Καμένον Αέρτς»,
παραμόνεψαν και σκότωσαν τον Τούρκο διαφθορέα. Από κει και πέρα άρχισαν πάλι
τακτικά οι συμπλοκές και μάχες των ανταρτών με τούς γύρω Τούρκους.
Ο
ιστορικός της Σάντας, δίνοντας όλες τις σχετικές πληροφορίες προσθέτει επίσης
την αφήγηση του Σανταίου οπλαρχηγού Χριστόφορου Αγγελίδη, που περιγράφει μια
απ' αυτές τις μάχες.
Τον
Αύγουστο του 1919, λέει, οι Έλληνες αντάρτες άρπαξαν 300 πρόβατα του πιο
φανατικού εχθρού τους, του αρχιτσέτη Σουλεϊμάν Κάλφα. Γεμάτος οργή εκείνος για
την αποκοτιά τούτη των γκιαούρηδων, αποφάσισε να εκδικηθεί και περιμένοντας την
κατάλληλη ευκαιρία, μάζεψε μετά ένα μήνα όλους τους τσέτες του και πήρε τον
δρόμο προς τη Σάντα. Επρόκειτο να περάσει η «πόστα» των Σανταίων — η συνοδεία,
δηλαδή, πού κατέβαινε στην Τραπεζούντα για να φέρει τρόφιμα και άλλα είδη για
τις ανάγκες του πληθυσμού. Νύχτα έπιασαν οι τσέτες μερικά χαρακώματα σε μια
τοποθεσία που λεγόταν Κιμισλή, κρύφτηκαν εκεί και περιμένανε.
Κάθε
φορά που ανέβαινε η «πόστα» απ' την Τραπεζούντα ξεκινούσαν μερικοί αρματωμένοι
απ' τη Σάντα για να την συνοδέψουν μέχρι το χωριό και να την προστατέψουν απ'
τις επιθέσεις των τσετέδων. Έτσι, ξεκινήσανε και τούτη τη φορά αρκετοί, κι άλλοι
απ' αυτούς ανέβηκαν προς την τοποθεσία Κατσιάλια κι' άλλοι — οι περισσότεροι —
προς το Κιμισλή, γιατί από εκεί επρόκειτο να περάσει η πόστα. Βλέποντας όμως
μέσα στα χαρακώματα κινούμενες σκιές, κατάλαβαν ότι τα είχαν πιάσει οι Τούρκοι
κι' αμέσως ταμπουρωθήκανε κι' εκείνοι κι' άρχισε το τουφεκίδι. Στ' αριστερά των
ανταρτών βρισκόντουσαν και άλλα χαρακώματα που έπρεπε να τα πιάσουν κι' αυτά
για να μη κυκλωθούν απ' τούς τσέτες.
Κάμποση
ώρα κράτησε η μάχη όπου σκοτώθηκε ο Ευστάθιος Πιστοφίδης που όρμησε να
χωθεί σ' ένα χαράκωμα χωρίς να ξέρει ότι μέσα εκεί βρισκόντουσαν Τούρκοι.
Ακούγοντας από μακριά τον αντίλαλο της μάχης οι Τσιριπαντέοι τρέξανε σε βοήθεια
κι' άρχισαν να χτυπάνε τους Τούρκους με μανία, κυκλώνοντας τα χαρακώματα που
κρατούσαν. Έτσι γενικεύθηκε η συμπλοκή και κράτησε όλη τη μέρα, με πολλούς
τραυματισμένους Τούρκους κι' ένα σκοτωμένο.
«Στο
μεταξύ, προσθέτει ο αφηγητής, η πόστα έφτανε στο Κιμισλή. Το προβάδισμα
το είχε ο Περικλής Κουφατσής, ποη προχωρούσε πολύ μπροστά μονάχος του, για ν'
ανιχνεύσει το έδαφος και να ειδοποιήσει την «πόστα» για τους τυχόν κινδύνους.
Δυστυχώς, όμως, έπεσε στην ενέδρα των Τούρκων και σκοτώθηκε. Την ίδια στιγμή
γινόταν στα Κατσιάλια μεγάλη συμπλοκή των οπλιτών της Σάντας με αρκετούς
Τούρκους που είχαν αποσπασθεί απ' την ομάδα του Σουλεϊμάν Κάλφα, έχοντας εντολή
απ' τον αρχηγό τους ν' απασχολήσουν τους οπλίτες μας στην παραπάνω τοποθεσία
για να πετύχουν οι άλλοι το σκοπό τους στο Κιμισλή. Η πόστα σαν άκουσε τον
κρότο της μάχης κατάλαβε κι άλλαξε δρόμο και μέσω του λόφου Τσιφίνια έφτασε στο
χωριό».
Μέχρι
αργά τη νύχτα συνεχίστηκε η μάχη στα χαρακώματα του Κιμισλή κι' οι Τούρκοι παρά
τους πολλούς τραυματισμένους τους κρατούσαν, σχεδόν κυκλωμένοι απ' τούς
Τσιριπαντέους, δεν σταματούσαν να τούς χτυπάνε.
Αλλά
το κρύο που ήταν κι' όλας ανυπόφορο στα μέρη εκείνα κι Έλληνες αντάρτες δεν
μπόρεσαν ν' αντέξουν περισσότερο, χαλάρωσαν τα χτυπήματά τους κι οι τσέτες
κατάφεραν να φύγουν.
Ύστερα
από λίγες μέρες, οι αντάρτες έχοντας συναντήσει τρεις Τούρκους οπλισμένους στην
ίδια θέση με αρχηγό τον Χάμτσο, τούς σκοτώσανε για εκδίκηση των δικών τους
σκοτωμένων.
Έτσι
αλώνιζαν τα γύρω οι αντάρτες της Σάντας όλη τούτη την περίοδο, χωρίς να είναι
καθόλου ρόδινη ή κατάσταση και τούτων, από την άποψη του επισιτισμού και του
οπλισμού. Στο βιβλίο του Θ. Θεοφύλακτου βρίσκω μια έκκληση του «Συνδέσμου της
εξωτερικής οργανώσεως Σανταίων προς τους απανταχού Έλληνας του Πόντου», για
έρανο, που αποτελεί ένα ιστορικό ντοκουμέντο για τις συνθήκες κάτω απ’ τις
οποίες πολεμούσαν οι Σανταίοι.
Με
ημερομηνία 26 Ιουνίου 1919 δημοσιευόταν στην εφημερίδα «Ελεύθερος Πόντος» του
Βατούμ:
«Καμία
καρδιά ελληνική δεν πρέπει να μείνει ασυγκίνητη και αδιάφορη στα νέα, πού μας
φτάνουν τώρα τελευταία από μακριά, πέρα, από τα βουνά της ηρωικής Σάντας.
Η
Σάντα στα μαύρα αυτά χρόνια του πολέμου στάθηκε ένα ηρωικό Σούλι στον Πόντο.
Αυτή με το τουφέκι στο χέρι δεν έσκυψε το κεφάλι στον Τούρκο. Δεν πλήρωσε αυτή
το χαράτσι τής υποταγής στον τύραννο.
Πάνοπλη,
με μερικά γενναία παλικάρια της και σήμερα ακόμα εξακολουθεί να διεξάγει τον
ηρωικό της αγώνα εναντίον των αιωνίων εχθρών μας. Κάθε μέρα και μας φτάνουν
νέες ειδήσεις για τον μαρτυρικό ηρωισμό των παιδιών της. Κάθε μέρα και νέο αίμα
ηρωικό χύνεται για να βάψει κόκκινη την πολύπαθη γη της.
»Μα
η Σάντα έχει να παλέψει με δύο θηρία εξ ίσου άγρια: τον Τούρκο και την Πείνα.
Δυστυχώς της πείνας το ανήμερο θεριό είναι χειρότερο από τον Τούρκο. Γιατί ο
Τούρκος στάθηκε ανήμπορος μπροστά στην ανδρεία και την παλικαριά των παιδιών
της Σάντας. Οι τσετέδες εύκολα νικιούνται. Μα τής πείνας το άγριο θηρίο είναι
ανίκητο.
»...
Αδελφοί... Κατά τις μεγάλες αυτές ιστορικές στιγμές όπου το Έθνος
ετοιμάζεται για το μεγάλο πανηγύρι και ο ελληνισμός σύσσωμος με την Σμύρνη, την
Θράκη, την Μακεδονία και τον Πόντο περιμένει να γιορτάσει τη λευτεριά του,
ήρωες, όπως τα παλικάρια της Σάντας, μαζί με όλους τους άλλους ανδρείους της
Σαμψούντας, Ορδού, Σουρμένων, Κρώμνης και άλλων μερών όπου άδραξαν το τουφέκι
και ανεβήκανε στα βουνά του Πόντου, δεν πρέπει να τους αφήσουμε να υποφέρουν
από στέρηση, αλλά χρέος μας είναι να τούς συνδράμουμε στον εθνικό αγώνα
τους...»
Κι'
όμως, παρά την τέτοια κατάστασή τους, οι Έλληνες αντάρτες φερόντουσαν ιπποτικά
σε Τούρκους που δεν τους είχαν πειράξει. Το καλοκαίρι, έξαφνα, του 1920, μια
ομάδα τους με αρχηγό τον Δαμιανό Τσιρίπ συνάντησε στο βουνό Ζύγανα τον ίδιο τον
διοικητή της χωροφυλακής του Ερζερούμ, που ταξίδευε με τη γυναίκα του, μέσα σε
αυτοκίνητο. Πρότειναν τα όπλα τους και σταμάτησαν το αυτοκίνητο. Κατακίτρινος
έγινε ο διοικητής μόλις τους αντίκρισε, εκείνοι, όμως, τού είπαν:
—
Μη φοβάσαι, έφέντη, για σένα δεν ακούστηκε τίποτα κακό. Όσους δεν μας βλάφτουν
δεν τούς πειράζουμε.
Του
πήραν μόνο λίγο ρουχισμό, προσθέτοντας: «Αυτά τα έχουμε ανάγκη γιατί βλέπεις σε
τι χάλι μας κατάντησε η Τουρκιά, επειδή πολεμάμε μόνο και μόνο για τη ζωή μας
και για την τιμή μας. Άντε τώρα πάρε τη χανούμισσά σου και πήγαινε στο καλό
σου». Απορημένος έμεινε ο Τούρκος διοικητής και δεν έπαψε να μιλά επί πολύ
καιρό για τη γενναιοψυχία των Σανταίων ανταρτών.
Τον
Μάη του 1920 ο μητροπολίτης Ροδοπόλεως Κύριλλος ειδοποίησε τους οπλαρχηγούς της
Σάντας ότι η τούρκικη κυβέρνηση κοινοποιούσε καινούργιες προτάσεις: Τούς έδινε
μια δεύτερη αμνηστία και επί πλέον τους ανέθετε την τήρηση της τάξης και την
ασφάλεια όλης της περιοχής όπου κυριαρχούσαν, αρκεί να παρατήσουν τις ληστείες
και την αντάρτικη ζωή και να κατέβουν στα χωριά τους σαν ήσυχοι και
νομιμόφρονες πολίτες, κρατώντας τα όπλα τους.
Δεν
ήταν εύκολη, όπως είδαμε, η ζωή των ανταρτών. Για να τα βγάζουν πέρα σε όπλα
και σε τρόφιμα αναγκαζόντουσαν, εκτός απ' το κυνήγι των Τούρκων να φτάνουν και
σε «παρεκτροπές» - σημειώνει ο Ιστορικός - προ πάντων ο Ευκλείδης
Κουρτίδης , που επέβαλλαν φορολογίες στον πληθυσμό της Σάντας, ανάλογα με
το εισόδημα του στον καθένα. Πλήρωναν κι' οι φτωχοί κι' οι κάπως πλουσιότεροι
ένα ορισμένο ποσόν τον χρόνο σε παγκανότες.
Σαντα |
Με τόσο καλούς όρους, επομένως, βρήκανε καλοπρόσδεχτη τη δεύτερη
τούτη αμνηστία και τράβηξαν προς την Λιβερά οι επτά οπλαρχηγοί, Ευκλείδης
Κουρτίδης, Κωνσταντίνος Κουρτίδης, Θεόδωρος Κουρτίδης, Δημήτρης Τσιρίπ, Κωνσταντίνος
Ατέσογλου, Αριστείδης Γουργενίδης και Γεώργιος Σισμανίδης. Μαζί τους πήραν και
πολλά παλικάρια αρματωμένα, που δεν μπήκαν όμως μέσα στη Λιβερά, αλλά
κατασκήνωσαν στα γύρω δάση, αφού ειδοποίησαν τους προεστούς ότι αλίμονο τους αν
κακοπάθουν οι οπλαρχηγοί τους απ' τούς Τούρκους — δεν είχαν γλυτωμό, θα τούς
σκότωναν όλους.
Οι προεστοί της Λιβεράς ανέλαβαν την ευθύνη για όλα κι' είπαν
στους οπλαρχηγούς ότι ο μητροπολίτης βρίσκεται στο Τζεβιζλίκ, να πάνε να τον
βρουν και δεν θα τούς πείραζε κανείς.
Αρματωμένοι πάντα οι Σανταίοι οπλαρχηγοί κατέβηκαν στο Τζεβιζλίκ
κι' εκεί τούς υποδέχτηκαν με μεγάλη εγκαρδιότητα ο καϊμακάμης — υποδιοικητής —
οι στρατιωτικές αρχές και ο μητροπολίτης. Τούς δόθηκε αμνηστία και επί πλέον,
σύμφωνα με την υπόσχεση, τους ανατέθηκαν καθήκοντα εθελοντών χωροφυλάκων στην
περιοχή τους, υπό τον όρο να ζήσουν ειρηνικά και τίμια: «Την αμνηστία, λέει ο
Νυμφόπουλος, επακολούθησε γλέντι και χορός. Το βράδυ της ίδιας μέρας ανέβηκαν
οι οπλαρχηγοί μαζί με τον μητροπολίτη στη Λιβερά, όπου συνέχισαν μαζί με τούς
άλλους οπλοφόρους επί ένα διήμερο το γλέντι, κι' έπειτα προχώρησαν προς
τη Σάντα, όπου επίσης πανηγύρισαν το γεγονός. Εκεί ο μητροπολίτης είπε υπό
αυστηρή εχεμύθεια στους οπλαρχηγούς:
— Παιδιά, ο Βενιζέλος πριν από λίγες μέρες ανάθεσε στον
συνταγματάρχη Καθενιώτη την αμυντική οργάνωση του Πόντου και είναι ενδεχόμενο
να δοθεί διαταγή για την οργάνωση των ανταρτικών δυνάμεων. Στην περίπτωση αυτή
πιστεύω πως θα κάνετε το καθήκον σας απέναντι τής πατρίδος.
Οι οπλαρχηγοί μας, συνεχίζει, αυτό περίμεναν. Ορκίστηκαν ότι μόλις
δοθεί το σύνθημα θα υψώσουν πρώτοι αυτοί την σημαία της ανεξαρτησίας τού Πόντου
και ότι εν ανάγκη θα πέσουν υπερασπίζοντας την».
Περνούσε όμως ο καιρός κι' ούτε βοήθεια φαινόταν από πουθενά, ούτε
καμία οδηγία ή διαταγή για την οργάνωση που περίμεναν, γι' αυτό ξανάρχισαν τις
επιθέσεις ενάντια στους Τούρκους και τα τουρκοχώρια, για να εξυπηρετήσουν μόνοι
τις ανάγκες τους όπως και πρώτα: «Έτσι παραβίασαν οι ίδιοι την αμνηστία κι'
ανέκτησαν τον έλεγχο όλων των βουνών της Σάντας, της Κρώμνης, Ίμερας,
Γαλίαινας, Ματσούκας και του δημόσιου δρόμου Τραπεζούντας — Ερζερούμ μέχρι της
Ζύγανας, μερικές δε φορές τολμούσαν να εμφανίζονται και στα βουνά της
Αργυρούπολης, προ πάντων στο βουνό Γορός».
Ένα χρόνο περίπου κράτησε η κατάσταση αυτή, αλλά στο μεταξύ με την
αλλαγή που γινόταν στην Τουρκιά και με την δύναμη πού αποκτούσε ο Κεμάλ έφτασε
μοιραία κι' ή σειρά τής Σάντας να γνωρίσει τα μεγάλα δεινά του ελληνισμού.
Απ' τον Ιούλιο του 1921 αρχίζει να γράφεται μαζί με τόσες άλλες
περιοχές κι' ή τραγωδία της Σάντας, για να φτάσει στο αποκορύφωμα της τον
Σεπτέμβρη, την εποχή, δηλαδή, που όλος ο Πόντος καιγόταν απ' άκρη σ' άκρη,
ολόκληροι πληθυσμοί ξεσηκώνονταν, πέθαιναν ή σφαζόντουσαν στους δρόμους της
εξορίας, ενώ στα βουνά του δυτικού Πόντου δινόντουσαν οι πιο σκληρές μάχες των
ανταρτών με τον κεμαλικό στρατό και τις ορδές των τσετέδων.
Την ίδια τούτη εποχή έφτασε στο Τζεβιζλίκ ο φιρκά κουμαντανή —
μέραρχος — Σουπχή, με μεγάλη δύναμη στρατού και μήνυσε από εκεί στους προεστούς
της Σάντας ότι θα τους τουφεκίσει όλους και θα ρημάξει τα χωριά τους αν δεν
παραδώσουν όλους τούς φυγόστρατους κι αν δεν πάψουν την επαναστατική τους
δράση. Οι προεστοί απάντησαν ότι δεν είχαν φυγόστρατους κι ούτε ετοίμαζαν καμιά
επανάσταση και τότε εκείνος έστειλε στη Σάντα — 3 Σεπτέμβρη 1921 —
απόσπασμα στρατού και χωροφυλακής μ' έναν αξιωματικό και τη διαταγή να
παρουσιαστούν όλοι οι Σανταίοι από ηλικία 20—45 χρονών για να καταταγούν στον
τουρκικό στρατό. Τριήμερη ήταν η προθεσμία που έβαζε ο μέραρχος και τελείωνε
την γραπτή διαταγή του με την απειλή:
«Αν στο διάστημα αυτό δεν παρουσιαστούν οι έχοντες την
παραπάνω ηλικία στρατεύσιμοι, θα στείλω στα χωριά στρατό και πολλούς οπλοφόρους
και τον μεν άμαχο πληθυσμό θα απελάσω στο εσωτερικό της χώρας, τους δε
λιποτάκτες θα καταδιώξω παντού και θα τους πιάσω. Τους στρατεύσιμους θα τους
περιμένουν στο Καζουκλή Χαν το μεσημέρι της Δευτέρας οι στρατιώτες μας,
που θα τους οδηγήσουν με ασφάλεια στην Αργυρούπολη».
Η διαταγή, με άλλα λόγια, έλεγε — ούτε λίγο ούτε πολύ — να
παραδώσουν τα όπλα τους οι αντάρτες για να κατεξευτελιστούν, στα «τάγματα
εργασίας», όπου μαρτυρούσαν και πέθαιναν χιλιάδες Έλληνες. Φυσικά αρνήθηκαν και
ετοιμάστηκαν για άμυνα, ενώ οι άοπλοι φυγόστρατοι πήραν τούς δρόμους προς τα
δάση για να προφυλαχτούν απ' το κυνήγι.
Εξαγριωμένος ο μέραρχος γι' αυτή την ανυπακοή διέταξε αμέσως τις
κυρώσεις και στις 6 του Σεπτέμβρη προχώρησαν προς την Σάντα τρία
συντάγματα στρατού, ένα ιππικού και πολλές εκατοντάδες τσέτες.
«Ο στρατός αυτός στις 8 του Σεπτέμβρη συνέλαβε και φυλάκισε στην
εκκλησία της Αγίας Κυριακής Ισχανάντων τους άντρες όλων των ενοριών,
στρατεύσιμους και μη.
Στις 9 του Σεπτέμβρη οι Τούρκοι στρατιώτες μαζί με πολλές
εκατοντάδες άγριων και πεινασμένων τσετέδων άρχισαν να διώχνουν τον άμαχο
πληθυσμό απ' τα χωριά και να τον συγκεντρώνουν στο Πιστοφάντων. Όσο για τους
Ισχαναντέους, οι αρχιτσετέδες διέταξαν να χωρίσουν απ' τον υπόλοιπο πληθυσμό,
να βγουν έξω απ' το Πιστοφάντων και να μείνουν στο ύπαιθρο, στη θέση
Λευτοκαρών...».
Karakapan |
Ο ιστορικός
της Σάντας προσθέτει στο σημείο τούτο την αφήγηση του Νικολάου Τοπαλίδη, πού
ήταν αυτόπτης μάρτυρας και παθών:
«…Όλοι
οι άντρες που μείναμε φυλακισμένοι μέσα στην εκκλησιά του χωριού
Ισχανάντων αφήσαμε τις οικογένειες μας στη διάθεση των θεριών εκείνων, χωρίς
καμιά προστασία. Βλέπαμε απ' τα παράθυρα της εκκλησίας τους ανθρώπους μας του
απέναντι χωριού Ζουρνατσάντων να διώχνονται από τα σπίτια τους, να δέρνονται,
να πέφτουν λιπόθυμοι και καταλαβαίναμε ότι το ίδιο γινόταν και σ' όλα τ άλλα
χωριά.
Κι όταν
τελευταία μας έβγαλαν από την εκκλησία και μας έφεραν στο χωριό
Πιστοφάντων, όπου συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα όλων των χωριών και είδα την
οικογένεια μου ανάσανα, συνήλθα και δοκίμασα μεγάλη χαρά.
Όχι
γιατί γλυτώσαμε παρά γιατί θα πεθαίνανε μαζί. Είχαμε τη γνώμη ότι μας περίμενε
η σφαγή των Αρμενίων. Και μια αποφράδα ημέρα όλος ο πληθυσμός της
Σάντας ξεκίνησε για το Γολγοθά του με κουστωδία μεγάλου στρατού. Σε
διαστήματα, όταν μας ερχόταν η διαταγή του επί κεφαλής αξιωματικού να
σταματήσουμε και να καθίσουμε επάνω στα βουνά, έχοντας για παράδειγμα το
προηγούμενο των Αρμενίων, περιμέναμε το τουφεκίδι.
Στην
Αργυρούπολη ξεχωρίσανε και στρατεύσανε τους άντρες. Τα γυναικόπαιδα με βάσανα
και πεζοπορία ολόκληρου μηνός οδηγήθηκαν στο Κουρδιστάν, στις εκτάσεις του
οποίου άφησαν τα κόκαλα τους απ' τις κακουχίες, την πείνα, τις
αρρώστιες».
Πολλά και
συγκλονιστικά περιστατικά αναφέρονται από άλλους αυτόπτες μάρτυρες και
παθόντες, που κατάφεραν να επιζήσουν απ' την ομαδική εξορία του πληθυσμού και
την καταστροφή της Σαντάς, οι αντάρτες της οποίας έμειναν, ωστόσο, στα βουνά
τους, έδωσαν απελπισμένες μάχες, προστάτεψαν πλήθος γυναικόπαιδα και πήραν
εκδίκηση, σκοτώνοντας όχι λίγους Τούρκους.
Απ' τα επεισόδια που συγκέντρωσε ο
Ιωάννης Δ. Ευφραιμίδης — νεαρός τότε αντάρτης και βιομήχανος μετά
στην Αθήνα, που τον συναντήσαμε στη μάχη Κοπαλάντων — μεταφέρω ένα
χαρακτηριστικό της γενναιότητας των Σανταίων γυναικών. Το διηγήθηκε ο
Χαράλαμπος Σπυριδόπουλος, που παιδί, τότε, κλείσθηκε με τα 300 περίπου
γυναικόπαιδα μέσα στο σχολείο της Κρώμνης, όπου την ίδια βραδιά της εξόδου
έφτασαν οι εξόριστοι.
Η πόρτα του
σχολείου ήταν κλεισμένη γι' ασφάλεια των γυναικών, όπου αργά μετά τα μεσάνυχτα
ακούστηκε μια φωνή να καλεί μια απ' τις γυναίκες, την Σιονάρα:
— Σιονάρα, ε
Σιονάρα, άνοιξε την πόρτα.
Πετάχτηκε
επάνω ή Σινιόρα:
— Ποιος είσαι;
— Είμαι
ο παπά - Δημήτρης Λαμπριανίδης, ο ιερέας τού χωριού μας.
—Αν ήρθες για
καλό, παπά - Δημήτρη, να σου ανοίξω, αλλιώς να φύγεις γρήγορα, απάντησε ή
αντρογυναίκα.
Και τότε ο
παπάς για να της δώσει να καταλάβει:
— Δεν είμαι
μοναχός μου, έχω και... ουρά!
Η Σιονάρα
κατάλαβε αμέσως ότι ο παπάς συνοδευόταν από Τούρκους, που τον υποχρέωσαν να
πείσει τις γυναίκες ν' ανοίξουν την πόρτα για ν' αρπάξουν τα κορίτσια και ότι
σίγουρα εκείνος δέχτηκε μόνο και μόνο για να τις ειδοποιήσει για τον κίνδυνο
που διέτρεχαν.
Χωρίς να χάνει
καιρό κάλεσε σε συναγερμό όλες τις Σανταίες να οπλιστούν με ότι βρισκόταν μέσα
στο σχολείο — ξύλα, ρόπαλα, σιδερικά, καρεκλοπόδαρα από καρέκλες που έσπασαν
στα γρήγορα — κι' έτσι οπλισμένες παρατάχθηκαν στον αυλόγυρο πίσω απ’ την
πόρτα.
Στο μεταξύ οι
Τούρκοι — καμιά δεκαριά τζανταρμάδες — έδειραν μέχρι λιποθυμίας τον παπά γιατί
κατάλαβαν ότι επίτηδες κάλεσε την αντρογυναίκα του χωριού, κι ύστερα βάλθηκαν
να σπάσουν την πόρτα, ενώ από μέσα φώναζαν για βοήθεια όλες μαζί οι γυναίκες
και τα παιδιά.
Γρήγορα η
πόρτα υποχώρησε κι όρμησαν μέσα στον αυλόγυρο του σχολείου οι τζανταρμάδες,
όπου όμως τους υποδέχτηκαν τα καρεκλοπόδαρα και τα σιδερικά των γυναικών, που
χτυπούσαν με μανία όποιον έμπαινε. Ουρλιάζοντας πέσαν κατά γης οι πρώτοι, ενώ
οι άλλοι τρομαγμένοι κάναν πίσω βλαστημώντας, μέσα σ' ένα πανδαιμόνιο φωνών του
πλήθους των γυναικόπαιδων.
—Αλλάχ, Αλλάχ,
μούγκριζαν οι τραυματισμένοι, σκοτώνουν τούτες οι αντρογυναίκες των Σανταίων!
Με τη φασαρία
και το κακό πού έγινε έτρεξαν οι Αξιωματικοί κι έτσι σώθηκαν οι κοπέλες από την
ατίμωση. Αλλά δεν γλύτωσαν, βέβαια, παραπέρα τα μαρτύρια τής ατέλειωτης
πορείας:
«Είναι
απερίγραπτα τα δεινά που υπόφεραν τα γυναικόπαιδα — μας λέει ο ιστορικός — στο
δρόμο της εξορίας. Σε κάθε σταθμό οι Τούρκοι κλείδωναν όλον εκείνο τον κόσμο σε
βρώμικα και παγερά χάνια για να περάσουν τις βασανισμένες νύχτες τους. Κάθε
πρωί, που ξεκινούσαν πάλι για τον ατέλειωτο δρόμο, τύχαινε μερικοί γέροι και
άρρωστοι να βραδυπορούν και τότε έπεφτε άγριο ξύλο.
Οι χωροφύλακες
χτυπούσαν όλους όσους αργοπορούσαν με τους υποκόπανους των όπλων, σε σημείο που
να πεθάνουν μερικοί. Τη μητέρα του Πολυχρόνη Τσουμπάν, εκεί που έσκυψε να
πιει νερό από ένα ποτάμι, την χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου του ο
χωροφύλακας Σιαπάν και την έριξε μέσα στο ποτάμι, όπου παρά λίγο να πνιγεί. Γι'
αυτό όμως πολύ γρήγορα τιμωρήθηκε σκληρά απ' τούς αντάρτες».
Υπήρχαν κάπου
- κάπου και αξιωματικοί καλόκαρδοι στον δρόμο που συμπονούσαν τα
γυναικόπαιδα για την τραγωδία της εξορίας και τους λέγαν λόγια παρηγοριάς,
άλλοι όμως εξακολουθούσαν να δέρνουν αλύπητα όσους τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν.
Μια γυναίκα γέννησε στο δρόμο, έθαψαν αμέσως το παιδί της και προχώρησαν. Άλλη
μια τρελάθηκε. Μερικές κατάφεραν να δωροδοκήσουν τους τσανταρμάδες και να το
σκάσουν, ξεγλιστρώντας προς την Τραπεζούντα, όπου έφταναν με χίλιες περιπέτειες
και αγωνίες.
Μπορεί να
καταστράφηκε η Σαντά και ν' άδειασε από τον πληθυσμό της, αλλά έμειναν οι
αντάρτες της, που δεν κάθησαν με σταυρωμένα χέρια. Σκληρός στάθηκε ο αγώνας
τους, τις ίδιες εκείνες μέρες της καταστροφής, για τον σωσμό τουλάχιστον
εκείνων που διέτρεχαν τον άμεσο κίνδυνο σφαγής.
Τόσος στρατός,
βέβαια, και τόσοι τσέτες που είχαν πλημμυρίσει την βουνίσια πολιτεία—6 του
Σεπτέμβρη—δεν ήταν δυνατόν να εμποδιστούν ούτε και ν' αντιμετωπιστούν απ' τους
λιγοστούς άντρες του Ευκλείδη και του Δημήτρη Τσιρίπ, πού όλοι κι' όλοι δεν
ξεπερνούσαν τους εκατό. Γιατί τόσοι μόνο βρεθήκανε γύρω εκεί την ημέρα της
επιδρομής.
Οι άλλοι ήσαν
σκορπισμένοι σε πιο μακρινές περιοχές κι' ούτε να ειδοποιηθούν μπορούσαν,
ούτε και να προλάβουν.
Ήταν, άλλωστε,
μια τακτική του καπετάν Ευκλείδη, να μην έχει ποτέ όλους τους άντρες του
συγκεντρωμένους στο ίδιο μέρος, γιατί υπολογίζοντας πάντα το πλήθος του εχθρού
ήθελε ν' αποφύγει το ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης και ήττας γενικής, που θα
σήμαινε την καταστροφή ολόκληρης της δύναμής του. Γι' αυτό προτιμούσε να δίνει
τις μάχες του με λίγους άντρες, ώστε και στην χειρότερη ακόμα περίπτωση της
εξόντωσης της μιας ομάδας να ξεπετάγεται αμέσως άλλη από αλλού κι' έτσι ποτέ να
μην τελειώνουν οι Τούρκοι με τούς αντάρτες.
Δεν δείλιασαν,
όμως, οι εκατό εκείνοι άντρες μπροστά στα πλήθη των Τούρκων κι' αμέσως τρέξανε
για να σώσουν τα γυναικόπαιδα τους και να ετοιμαστούν για άμυνα σε μέρος
που θα μπορούσαν ν' ασφαλίσουν τον άμαχο πληθυσμό τους. Για τέτοιο κρίθηκε
κατάλληλο η Μάγαρα, μια μεγάλη σπηλιά σε λίγη απόσταση έξω απ' την Σάντα,
που χωρούσε τα 300 γυναικόπαιδα και μαζί τους 100 οπλίτες. Προτού, λοιπόν,
αρχίσει η συγκέντρωση τού πληθυσμού της Σάντας απ' τον τούρκικο στρατό,
ειδοποιήθηκαν οι οικογένειες των ανταρτών κι όσοι άλλοι θέλανε, να τρέξουν προς
τα εκεί·
Ο καπετάν
Ευκλείδης που φημιζόταν, εκτός απ' την αντρειοσύνη του και για τ' οργανωτικό
του πνεύμα, φρόντισε να συγκεντρώσει στην σπηλιά όσα τρόφιμα μπορούσε,
γλιστρώντας με μερικούς άντρες του τις δύο επόμενες νύχτες στα κοντινά χωριά
και μεταφέροντας τ' απαραίτητα για την τροφοδοσία του πλήθους, θέλοντας ακόμα
να περισώσει κι' άλλα γυναικόπαιδα, κατέβηκε τη νύχτα στις 9 του Σεπτέμβρη με
μερικά παλικάρια του στο κοντινό ελληνικό χωριό Δώδεκα Ελάτια, συγκέντρωσε τον πληθυσμό
κι' αφού μίλησε για τα όσα γινότανε στην Σάντα, παρακίνησε το πλήθος να φύγει
προς τα δάση ή προς την Μάγαρα.
Ανάστατοι
κι' οι κάτοικοι τούτου του χωριού κάναν γρήγορα τις ετοιμασίες τους, έσφαξαν
και ψήσανε όλα τα πουλερικά τους για να εξασφαλίσουν λίγων μερών τροφή και
τράβηξαν προς το αντικρινό τους δάσος Χαρατσάντων απ' όπου περπατώντας όλη τη
νύχτα φτάσανε στη Μάγαρα κι' ενώθηκαν με τ' άλλα γυναικόπαιδα.
Αν
όμως, η μεγάλη σπηλιά αποτελούσε καλό κρυψώνα, δεν ήταν καθόλου κατάλληλη για
άμυνα, επειδή ο χώρος που ξανοιγόταν μπροστά ήταν ίσιος κι' εκτεθειμένος στις
επιθέσεις του στρατού και των τσετέδων. Οι δύο καπεταναίοι, όμως, με τα
παλικάρια τους, μη έχοντας πουθενά αλλού να προστατέψουν τους δικούς τους, ήσαν
αποφασισμένοι να πέσουν μέχρις ενός στην έσχατη εκείνη μάχη, που την
επέβαλε η περίσταση.
Στις
10 του Σεπτέμβρη το πρωί, ενώ το άλλο πλήθος των εφτά χωριών της Σάντας
σερνόταν στην εξορία, οι τσέτες με τον αιμοβόρο αρχηγό τους Σουλεϊμάν Κάλφα,
ετοίμαζαν την εκδίκηση τους και προ πάντων την καταστροφή των ανταρτών. Πέρασαν
απ' το χωριό Δώδεκα Ελάτια, φτάσανε στην τοποθεσία Καναβούρ και από κει
ειδοποίησαν τον στρατό με σάλπιγγα για το μέρος που έπρεπε να προχωρήσει.
Το
άκουσμα της σάλπιγγας και οι κινήσεις του στρατού και των τσετέδων φέρανε σωστή
αναταραχή στη Μάγαρα, όπου τα γυναικόπαιδα βλέποντας ότι αγγίζει η τελευταία
τους στιγμή άρχισαν να φωνάζουν, να κλαίνε και να κυκλώνουν τους οπλίτες,
νομίζοντας ότι όσο πιο κοντά τους βρισκόντουσαν, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες
είχαν να σωθούν. Αυτό, όμως, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, εμπόδιζε τις
κινήσεις των ανταρτών και τότε αναγκάστηκαν οι οπλαρχηγοί να βάλουν άγριες
φωνές και να στριμώξουν τα γυναικόπαιδά τους στο βάθος της σπηλιάς, για να
δώσουν την μάχη με τον μισητό εχθρό.
Η
κατάσταση από ώρα σε ώρα γινόταν όλο και χειρότερη. Με την καθοδήγηση του
Σουλεϊμάν Κάλφα, που ήξερε καλά τα κατατόπια, συμπλήρωνε ο στρατός τις
κυκλωτικές κινήσεις του, ενώ το κανόνι άρχισε κιόλας να χτυπάει προς τη Μάγαρα,
χωρίς, όμως, θύματα, γιατί το πλήθος ήταν αρκετά καλά ασφαλισμένο μέσα στη
σπηλιά.
—
Παιδιά, εμπρός για τις γυναίκες μας, για τα παιδιά μας και για τη Σάντα μας,
βροντοφωνούσε σε μεγάλη έξαψη ο Ευκλείδης.
Kι' αντιλαλούσε
η φωνή του Δημήτρη Τσιρίπ:
—
Σανταίοι, όλοι θα πέσουμε, αλλά την τιμή μας δεν την αφήνουμε σε τούτα τα
παλιόσκυλα, ούτε και θα ντροπιάσουμε τη Σάντα μας!
Μην
έχοντας, ωστόσο, χαρακώματα για να ταμπουρωθούν, άρχισαν όλοι μαζί οι οπλίτες
να σκάβουν το χώμα με τα δίστομα μαχαίρια τους γύρω τριγύρω απ' τους χαμηλούς
θάμνους, ώστε ν' ανοίξουν μερικούς πόντους βάθος, για να μπορέσουν να χωθούν
και να προστατευθούν απ' τα βόλια. Σύγχρονως, οι οπλαρχηγοί, θέλοντας να
κρατήσουν οπωσδήποτε μακριά τον κύριο όγκο του στρατού, έστειλαν σε μια
τοποθεσία καλή, πέρα απ' τη Μάγαρα, τους οπλίτες αδελφούς Πολίταν και Αλέξανδρο
Τσουμπάν μαζί με τον Γιάννη Κουρτίδη, για να ταμπουρωθούν σ' ένα μεγάλο βράχο —
«του Μερτσιάν το λιθάρ» — και να ρίχνουν από κει, για να νομίσουν οι
Τούρκοι ότι υπήρχε κι' άλλη αντάρτικη δύναμη στο μέρος εκείνο και να διστάσουν
να προχωρήσουν.
«Εκεί
— διηγείται ο Νυμφόπουλος με βάση τις πληροφορίες ανταρτών που πήραν μέρος στη
μάχη της Μάγαρας — πέτυχαν πράγματι, οι τρεις άντρες ν' αναχαιτίσουν λίγο την
προέλαση του πυρήνα του στρατού, μα διέφυγαν τ' ακραία τμήματα προς τον
κατήφορο κι' ενώθηκαν με τους τσετέδες του Κάλφα. Στο μεταξύ, ταμπουρώθηκαν
μερικοί αντάρτες λίγο παρακάτω απ' τη Μάγαρα, στην τοποθεσία «το σταυρωτόν
το λιθάρ» και άλλοι πίσω απ' τους κορμούς των λίγων Ελάτων, που βρισκόντουσαν
εκεί, και περίμεναν.
Έφτασε
το απόγευμα και τότε οι Τούρκοι σήμαναν με τις σάλπιγγες επίθεση, αρχίζοντας
πρώτοι το τουφεκίδι απ' την θέση Ομάλ. Στο πυρ των Τούρκων απάντησαν οι
αντάρτες και για πολλές ώρες αντηχούσαν οι χαράδρες και οι βράχοι της Σάντας
απ' τούς ομαδικούς πυροβολισμούς και των δύο παρατάξεων».
Σκόρπια
ήσαν τα παλικάρια γύρω - τριγύρω στη Μάγαρα σε κοντινές αποστάσεις κι' οι
Τούρκοι είχαν ζυγώσει τόσο κοντά, ώστε ακουγόντουσαν οι φωνές και οι βλαστήμιες
τους. Ένα συνηθισμένο κόλπο που χρησιμοποιούσαν οι αντάρτες — αιώνιο κόλπο των
Ελλήνων, που μέσα στην πανάρχαια ιστορία των αγώνων τους πολεμούσαν πάντα με
συντριπτικά μεγαλύτερες δυνάμεις — ήταν να φαίνονται περισσότεροι και γι' αυτό
οι οπλαρχηγοί είχαν καταστρώσει το σχέδιό τους: Να ρωτάνε με δυνατές φωνές ή
μια ομάδα την άλλη, πόσοι είναι ταμπουρωμένοι στο κάθε μέρος και ν' απαντούν
επίσης δυνατά με δεκαπλάσιο αριθμό.
Καθώς,
λοιπόν, αντηχούσε το τουφεκίδι, φώναζε κάποιος δυνατά:
—
Γιώργη, πόσοι είσαστε εκεί;
Αν
ήσαν δύο μονάχα, απαντούσαν:
—
Είκοσι!
Αν
ήσαν πέντε απαντούσαν:
—
Πενήντα!
Οι
αρχηγοί έδιναν τάχα ανάλογα τις οδηγίες, φουσκώνοντας τους αριθμούς, έτσι ώστε
πολλοί τσέτες της περιοχής, ξέροντας ελληνικά, μεταβίβαζαν τα όσα άκουγαν στους
αξιωματικούς του στρατού, νομίζοντας ότι αρπάζουν τα μυστικά του αριθμού των
ανταρτών. Οι ψεύτικοι εκείνοι αριθμοί ανησυχούσαν τους αξιωματικούς, τους
έκαναν πιο διστακτικούς, καθυστερώντας την προέλασή τους, αλλά ήταν παρ' όλα
αυτά τόσο τρομαχτική η διαφορά των δυνάμεων, ώστε δεν έφερναν αποτέλεσμα.
Σε μια στιγμή, ακούστηκε η φωνή τού επικεφαλής Τούρκου αξιωματικού:
—
Σανταίοι πολεμιστές, σταματήστε τον ηρωικό, αλλά μάταιο αγώνα σας. Το βλέπετε
και μόνοι, ότι είστε κυκλωμένοι από παντού! Παραδοθείτε και μη φοβάστε τίποτα,
σας δίνω τον λόγο μου, ότι κανένας δεν θα σας πειράξει. Εγώ εγγυώμαι για τη ζωή
σας! Αφήστε την αντίσταση, λοιπόν, γενναίοι Σανταίοι, για να μη χύνεται άδικα
αίμα! Παραδοθείτε για να τελειώνουμε...
Με
τα λόγια αυτά έγινε έξαλλος απ' το κακό του ο οπλαρχηγός Δημήτρης Τσιρίπ κι'
εκεί που ήταν ταμπουρωμένος, τινάχτηκε ολόρθος και βρυχήθηκε:
—
Παλιόσκυλο του κερατά, να χέσω κι' εσένα και τον στρατό σου!...
Την
ίδια στιγμή, όμως, τον βρήκε μια σφαίρα στο κούτελο κι' έπεσε νεκρός. Η μάχη
που είχε σταματήσει για μια στιγμή, άναψε τώρα χειρότερα, αλάλαζαν οι Τούρκοι
από ολούθε — τσέτες και στρατός — μούγκριζαν σαν τα θεριά οι Σανταίοι, που
βλέποντας νεκρό τον ατρόμητο οπλαρχηγό, σκύλιασαν κι' ήσαν έτοιμοι να πέσουν
όλοι στην άνιση και φοβερότερη τούτη σύγκρουση, απ' όλες όσες είχαν γίνει μέχρι
τότε. Θρηνούσαν οι γυναίκες από τρόμο μέσα στη σπηλιά, τσίριζαν τα μωρά γιατί
το ένοιωθαν, το άκουγαν πως ζύγωσαν οι Τούρκοι κι' ήταν κοντά το φοβερό τους
τέλος.
Όμως,
ο καπετάν Ευκλείδης μέσα σ' όλη εκείνη την κοσμοχαλασιά, κρατούσε την ψυχραιμία
του και ψύχωνε τους άντρες του, που έριχναν ασταμάτητα άλλοι απ' τα πρόχειρα
οχυρώματα τους, άλλοι απ' τα δέντρα, άλλοι πίσω απ' τούς θάμνους, όπου βρισκόντουσαν
απλωμένοι — ένα με την γη — με τέτοια επιμονή και λύσσα και τόση ευστοχία, που
οι Τούρκοι έχοντας όλο και περισσότερες απώλειες, δεν τολμούσαν να
προχωρήσουν.
Κι'
άξαφνα του οπλαρχηγού του ήρθε μια άλλη ιδέα. Δέκα απ' τούς άντρες του είχαν
αυτόματα πιστόλια των δέκα φυσιγγίων. Έδωσε διαταγή, λοιπόν, να ρίξουν μ' αυτά
συνέχεια, ο ένας μετά τον άλλο, χωρίς διακοπή, Έτσι που να δοθεί η εντύπωση του
πολυβόλου, σε σημείο που τάχασαν οι Τούρκοι, γιατί δεν πίστευαν ότι οι
αντάρτες είχαν τέτοιον οπλισμό.
Συγχρόνως,
οι άντρες του Ευκλείδη ρίξανε και δύο χειροβομβίδες δικής τους κατασκευής που
είχαν την ιδιότητα να κάνουν βρόντο φοβερό, πολύ μεγαλύτερο απ' το αποτέλεσμα τους.
Ακούγοντας οι Τούρκοι και τούτες τις τρομαχτικές εκρήξεις, μαζί με το
«πολυβόλο» και τις τουφεκιές, φαντάστηκαν ότι είχαν να κάνουν με χιλιάδες
οπλίτες, που κρατούσαν πισινή για να χυμήξουν την κατάλληλη στιγμή.
Δεν
ήταν, όμως, σίγουρο ότι θα υποχωρούσαν αν δεν βοηθούσε κι' ο θεός. Την κρίσιμη
εκείνη ώρα σείστηκε ο ουρανός από βροντές, φωτίστηκε από αστραπές, άνοιξαν οι
καταρράχτες κι' άρχισε να πέφτει βροχή, σωστός κατακλυσμός. Ευθύς πάψαν τα πυρά
απ' την πλευρά των Τούρκων, σταμάτησε η μάχη, αποτραβήχτηκε ο στρατός κι' έπεσε
μια άγρια ησυχία που την διέκοπτε μόνο το νερό.
Στο
μεταξύ, νύχτωνε κιόλας κι' η πρώτη δουλειά των ανταρτών ήταν να βγάλουν τα
γυναικόπαιδα απ' τον κλοιό κι' έδωσαν διαταγή να ξεγλιστρήσουν όλοι οι άμαχοι
προς το δάσος Πογιαχανέ, όπου πραγματικά και ξέφυγαν.
Ο
οπλαρχηγός Δαμιανός Τσιρίπ — ο αδελφός του σκοτωμένου — που δεν πήρε μέρος στη
μάχη, γιατί βρέθηκε μακριά, συνάντησε πλήθος απ' τα γυναικόπαιδα εκείνα μέσα
στο δάσος και τα οδήγησε στην Όλασσα, απ' όπου πολλές γυναίκες και παιδιά
κατάφεραν να φτάσουν και ν' ασφαλιστούν μέσα στην Τραπεζούντα. Άλλοι αντάρτες
ακολούθησαν άλλες γυναίκες και παιδιά για προστασία και τις σιγούρεψαν μέσα στα
πυκνά δάση της Παναγίας Σουμελά, απ' όπου πάλι ξέφυγαν αργότερα.
(Σ.Σ. Αποσιωπεί ο συγγραφέας το φοβερό γεγονός της σφαγής των
νηπίων)
Έτσι
τέλειωσε η μάχη της Μάγαρας, όπου χάθηκε ο ένας απ' τούς δύο γενναίους αρχηγούς
των ανταρτών της Σάντας. Ο άλλος που έμενε, όμως, ήταν πιο λυσσασμένος τώρα,
σαν το πληγωμένο το λιοντάρι.
Ο
στρατός ευθύς μετά την εκτόπιση του πληθυσμού έβαλε φωτιά στα περισσότερα
σπίτια, έκαψε και τις εκκλησιές, τίναξε με δυναμίτες τα κωδωνοστάσια,
κατάστρεψε ακόμα και τις βρύσες. Ύστερα έφυγε ο στρατός και έμειναν μόνοι οι
τσέτες, που πέσαν στη λεηλασία, βασάνισαν και σκότωσαν όσους γέρους και γριές
βρήκαν κρυμμένους κι' έφυγαν κι' αυτοί.
Άγριο
φώλιαζε στην ψυχή των ανταρτών το μίσος κι' ο πόθος της εκδίκησης όχι μονάχα
για την καταστροφή της άλλοτε περήφανης βουνίσιας πολιτείας, αλλά και για τ'
άλλα ανήκουστα εγκλήματα και τις θηριωδίες των τσετέδων, που μια ιδέα τους μας
δίνει ο ιστορικός με τις παρακάτω γραμμές του:
«Λίγες
μέρες μετά τον εκτοπισμό των γυναικόπαιδων της Σαντάς, ο Πολίτας Τσουμπάν
ανέβαινε απ' το Φτελέν για τα χωριά με μερικούς αντάρτες συντρόφους του. Όταν φτάσανε
στο δίστρατο του Αϊ Γιάννη βρεθήκανε μπροστά σε αποτρόπαιο θέαμα.
Οι
Τούρκοι κόψανε το σώμα του αντάρτη Τσιλίκ σε δύο και το μεν κεφάλι με τον κορμό
άφησαν στον επάνω δρόμο που κατευθύνεται στο Τερζάντων, τα δε άκρα στον
κάτω δρόμο. Η αγανάκτηση των ανταρτών κορυφώθηκε όταν είδαν και το φοβερό
ανοσιούργημα, όμοιο του οποίου μπορούσαν να διαπράξουν μόνο οι Ζουλού της
Αφρικής:
Κομμένα
τα γεννητικά όργανα του σκοτωμένου και βαλμένα στο στόμα του. Επί
πλέον σήκωσαν επάνω το δεξί του χέρι και βάλαν τα γεννητικά του μόρια ανάμεσα
στα δάχτυλά του, για να δώσουν την εντύπωση ότι κάπνιζε το τσιγάρο του. Αμέσως
σκάψαν με τις κάμες τους το χώμα και τον παράχωσαν πρόχειρα, ορκίστηκαν δε
εκδίκηση εναντίον των Τούρκων, και τηρήσανε τον όρκο τους».
Με
τέτοια προηγούμενα και τόσο φαρμακερή πείρα οι αντάρτες δεν μπορούσαν βέβαια να
φυλάξουν τώρα πια ούτε ίχνος οίκτου στην ψυχή τους για τους Τούρκους.
Αποτραβηγμένοι στα λημέρια τους άλλο δεν είχαν στο μυαλό τους παρά πως να
εκδικηθούν. Έτσι, λίγες μέρες μετά την καταστροφή, στήνοντας καρτέρι στα σύνορα
της Σαντάς, κατάφεραν να πιάσουν 5 Τούρκους, ανάμεσα στους οποίους και τον
χωροφύλακα Σιαμπάν. Ήταν αυτός που συνοδεύοντας για λίγο τα γυναικόπαιδα
στον δρόμο της εξορίας είχε χτυπήσει με τον υποκόπανο του όπλου του τη γριά
μητέρα του Πολυχρόνη Τσουμπάν την στιγμή που έπινε νερό.
Στον
δρόμο οι τρεις απ' τούς Τούρκους κατάφεραν να φύγουν, άλλα έμειναν αιχμάλωτοι ο
Σιαμπάν μαζί με έναν άλλον σύντροφό του, που λεγόταν Χαμζάς. Οι αντάρτες τους
οδήγησαν μέσα στην ερειπωμένη Σαντά, όπου είχε μπει ο καπετάν Ευκλείδης με
λίγους άντρες του για να ψάξουν μήπως τυχόν έβρισκαν κρυμμένα τρόφιμα και να
κάψουν όσα μεγάλα σπίτια μέναν, που θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν οι
Τούρκοι για οχυρά σε περίπτωση που θα ξανανέβαιναν στη Σάντα.
Εκεί,
μπροστά σ' ένα σπίτι που καιγόταν — της Ισχανανταίας Χάρης Τεσέρ — οδήγησε ο
καπετάν Ευκλείδης τους δύο Τούρκους και είπε στον χωροφύλακα:
—
Σιαμπάν εφέντη, έφτασε η ώρα να πληρώσεις όλες τις ατιμίες και τα
εγκλήματα που έκανες σε βάρος των Χριστιανών. Πες μου ποιό θάνατο προτιμάς;
Το τουφέκι, το μαχαίρι ή την φωτιά;
Kι' επειδή
εκείνος δεν μιλούσε, μ' ένα νόημα του καπετάνιου άρπαξαν οι οπλίτες τους δύο
Τούρκους και τους έριξαν μέσα στη φωτιά, όπου και κάηκαν.
Ύστερα
γυρίζοντας μέσα στην ερειπωμένη Σάντα οι αντάρτες κάναν έρευνες, μάζεψαν όσα
τρόφιμα βρήκαν, τα φόρτωσαν στους «σελεκτσήδες» — άοπλους αντάρτες που
χρησιμοποιούσαν για μεταφορές — κι αποτελειώνοντας με την φωτιά όσα μεγάλα
σπίτια μέναν όρθια, τράβηξαν πάλι για τα λημέρια τους. Από εκεί κατέβαιναν μόνο
για κανένα γιουρούσι στα τουρκοχώρια ή για τους λαχανόκηπους της Σαντάς απ'
όπου προμηθεύονταν προ πάντων τις πατάτες, που δίχως καλλιέργεια και φροντίδα
φύτρωναν, για να κρατάνε στη ζωή τους πολεμιστές στις γύρω ερημιές και τους
αγριότοπους.
Μια
μέρα κάτω στο χωριό Παϊράμ πιάσαν 7 Τούρκους που κλέβανε λάχανα και
πατάτες για να τα μεταφέρουν στα χωριά τους. Τους φέρανε στο «Βαθύν τ' ορμίν»
και τους σκοτώσανε με μαχαιριές. Το βράδυ της ίδιας μέρας έστησαν ενέδρα
σε μια σπηλιά έξω απ' το Ζουρντατσάντων και περιμένανε ως το πρωί. Μόλις
ξημέρωσε είδαν πολλούς Τούρκους φορτωμένους με κλοπιμαία και άλλους να
κατεβαίνουν απ' το Κωφολείβαδο για να μπουν στα χωριά και να ρημάξουν πάλι τους
λαχανόκηπους. Ανοίξανε φωτιά και σκότωσαν 32. Έτσι σε μια μέρα ο αριθμός των
σκοτωμένων έφτασε τούς 39.
Ασταμάτητη
από δω και πέρα είναι η δράση των ανταρτών, που είχαν πολύτιμο βοηθό τους κι'
ένα Τούρκο φιλέλληνα, τον Αλή Ουζούν Χαλήλ ογλού, κάτοικο του κοντινού χωριού
Ισχάν.
Αυτός
ανέβαινε πολλές φορές τη νύχτα στα λημέρια τους και τους έδινε πληροφορίες για
τις κινήσεις και τις διαθέσεις του τούρκικου στρατού. Κι' όταν δεν μπορούσε,
τότε μεταχειριζόταν μέσα συνθηματικά. Καθώς το σπίτι του βρισκόταν στην άκρη
του χωριού, κρεμούσε στο μπαλκόνι του πότε ένα κόκκινο πάπλωμα και πότε ένα
άσπρο σεντόνι. Οι αντάρτες που βλέπαν με τα κιάλια, καταλάβαιναν: Το κόκκινο
πάπλωμα σήμαινε κίνδυνο, ενώ το άσπρο σεντόνι ησυχία και ασφάλεια. Έτσι
κανόνιζαν ανάλογα τις κινήσεις τους και έπαιρναν τα μέτρα τους.
Από
τις πολλές συγκρούσεις των ανταρτών με τους Τούρκους που αναφέρει ο ιστορικός,
μεταφέρω μερικές χαρακτηριστικές:
«Αρχές
Ιουνίου του 1922, οι αντάρτες ειδοποιήθηκαν ότι 30 οπλοφόροι Τούρκοι με 50
άλογα φορτωμένα τρόφιμα ανέβαιναν στο παρχάρι του Καράτερε. Αμέσως
συνεννοήθηκαν οι οπλαρχηγοί Ευκλείδης Κουρτίδης και Δαμιανός Τσιρίπ να δράσουν
μαζί εναντίον της συνοδείας. Ανέβηκαν, λοιπόν, στο Κωφολείβαδο και από εκεί
πιάσαν όλη την υπεράνω των Ζουρνατσάντων κορυφογραμμή, κάτω από την οποία
επρόκειτο να περάσει ή συνοδεία.
Ο
Ευκλείδης συνεννοήθηκε με τον Δαμιανό και τον Πολίταν Τσουμπάνο να θέσουν τους
Τούρκους μεταξύ δύο πυρών και τότε ο μεν Ευκλείδης με τα παλικάρια του έπιασε
τα ενδότερα του βουνού και σχημάτισε την εμπροσθοφυλακή, ο δε Τσουμπάνος
σχημάτισε την οπισθοφυλακή των ανταρτών. Η απόσταση μεταξύ των δυο άκρων ήταν αρκετά
μεγάλη. Ολόκληρη η συνοδεία των Τούρκων έφτασε κάποτε μέσα στη γραμμή και τότε
ο Ευκλείδης έριξε για σύνθημα δύο πυροβολισμούς. Ευθύς άρχισαν να ρίχνουν όλοι
της οπισθοφυλακής και το πυρ γενικεύθηκε αμέσως σε όλη τη γραμμή.
Οι
οπλοφόροι Τούρκοι έριξαν μερικούς πυροβολισμούς, αλλά βλέποντας ότι η θέση τους
ήταν απελπιστική, πέταξαν τα όπλα και παραδόθηκαν. Μαζί τους παραδόθηκαν πολλοί
αγωγιάτες άοπλοι, τους οποίους αγγάρεψαν οι αντάρτες να μεταφέρουν όλα τα
τρόφιμα και τα εμπορεύματα που πιάσαν».
Σαν
κύριος της περιοχής φέρνεται όλο τούτο το διάστημα ο Έλληνας οπλαρχηγός
της Σαντάς. Να μερικές χαρακτηριστικές γραμμές ακόμα:
«Το
καλοκαίρι του 1922, ο καπετάν Ευκλείδης ειδοποίησε τους περιοίκους Τούρκους να
πάνε στα παρχάρια τους — ορεινούς τόπους παραθερισμού όπου μετέφεραν και τα ζώα
τους — και τους υποσχέθηκε ότι δεν θα τους πειράξει αν του προμήθευαν τρόφιμα.
Οι Τούρκοι δέχτηκαν. Στο μεταξύ, όμως, οι αντάρτες έστειλαν στο τουρκοχώρι Άσια
για κάποια υπόθεση τους, τους Γαβριήλ Πασαλίδη και Ισαάκ Σιαμανίδη.
Ένας
Τούρκος, Καμπούρ Σαλέχ, μόλις είδε τους δύο Σανταίους, έξαλλος από το μίσος,
τους σκότωσε. Ο Ευκλείδης τότε διέταξε ανταπόδοση του φόνου και τότε οι Τούρκοι
θρήνησαν πολλά θύματα, κυρίως οπλοφόρους, που αποτολμούσαν να περάσουν απ' τα
βουνά της Σάντας. Λίγες μέρες αργότερα, 20 Τούρκοι αγωγιάτες με 30 άλογα
φορτωμένα τρόφιμα, περνούσαν απ' τη Λαραχανή, πηγαίνοντας προς τα παρχάρια
τους. Μόλις τόμαθε ο Ευκλείδης, διέταξε τα παλικάρια του να πιάσουν τον δρόμο
και να αιχμαλωτίσουν τους αγωγιάτες ή να τους σκοτώσουν αν αρνηθούν να
παραδοθούν. Οι Τούρκοι παραδόθηκαν και οι αντάρτες πήραν τα όπλα τους, όπως και
τα τρόφιμα που μετέφεραν, στα κρησφύγετά τους».
Μάταια
οι τούρκικες αρχές προσπαθούσαν να βρουν τρόπους για να σταματήσουν την δράση
των ανταρτών πού εξακολουθούσαν να τρομοκρατούν τους γύρω τούρκικους πληθυσμούς
επί δύο ή τρία χρόνια ακόμα, μέχρι και πέρα απ' τη Μικρασιατική καταστροφή:
«Τέλη Αυγούστου του 1923 κατέβηκαν 20 Τούρκοι του χωριού Άσια στο Ζουρνατσάντων
για να λαφυραγωγήσουν. Πολλοί αντάρτες με τον Ευκλείδη κρύφτηκαν, περίμεναν,
κι' όταν οι Τούρκοι πέρασαν το γεφύρι, πέσαν στην ενέδρα κι' αιχμαλωτίστηκαν. Ο
Ευκλείδης διέταξε να εκτελεστούν αμέσως. Οι άλλοι που έφτασαν στους Κερχανάδες
έκαναν να γυρίσουν πίσω, μα τους έριξαν οι αντάρτες της δεύτερης ενέδρας και
σκότωσαν 5 απ' αυτούς».
Τον
Αύγουστο του 1922 σκοτώθηκε ο οπλαρχηγός Δαμιανός Τσιρίπ σε μια συμπλοκή του με
τούς Τούρκους των χωριών απ' όπου αποπειράθηκε να περάσει με μερικά παλικάρια
του. Αλλά οι άλλοι αντάρτες συνέχιζαν πάντα τη δράση τους αλύγιστοι.
Παρά
τις προτάσεις που κάθε τόσο τους γινόντουσαν — ότι δεν θα τους πειράξουν αν
καταθέσουν τα όπλα — εκείνοι μέναν αμετάπειστοι γιατί ξέροντας καλά τους
Τούρκους ήσαν σίγουροι ότι μόλις κατάθεταν τα όπλα θα βρισκόντουσαν στο έλεος
και το εκδικητικό μίσος των ύπουλων εχθρών τους.
Τρεις
φορές μέσα στο 1922 ανέβηκε στη Σάντα με χίλιους κινδύνους ο Μιλτιάδης
Νυμφόπουλος για να συναντήσει τον καπεταν Ευκλείδη και τα παλικάρια του και να
τούς μεταφέρει τα γράμματα τού μητροπολίτη Ροδοπόλεως, πού οι τούρκικες αρχές
τον πίεζαν να γράφει. Δίναν, μάλιστα, στον μεταφορέα και χωροφύλακες γι'
ασφάλεια του — επειδή απ' τα τουρκοχώρια που θα περνούσε, θα τον σκότωναν αν
μάθαιναν ότι ήταν Σανταίος — αλλά οι χωροφύλακες δεν τολμούσαν ν' ανέβουν στη
Σάντα και τον περίμεναν, καθώς έπαιρνε μόνος του τον δρόμο προς το βασίλειο των
ανταρτών.
Από
τα γράμματα τού μητροπολίτη και τις απαντήσεις τού Ευκλείδη, πού καταχωρεί στην
Ιστορία του ο συγγραφέας, θα μεταφέρω μόνο το τελευταίο του Σανταίου
οπλαρχηγού, πού δείχνει, όπως και τα προηγούμενα, όλη την δικαιολογημένη
φιλυποψία του, αλλά και την διπλωματική του στάση απέναντι στις τουρκικές
αρχές. Έγραφε λοιπόν:
«Σεβασμιότατε.
Μετά
μεγάλου Ενδιαφέροντος ανεγνώσαμεν το δια του κ. Μιλτιάδου Νυμφοπούλου σταλέν
γράμμα υμών. Πεισθέντες δε εις τας συμβουλάς και τας οδηγίας της Υμ.
Σεβασμιότητας απεφάσισεν να στείλωμεν επιτροπήν εις την ιεράν μονήν Περιστερά
προς συνεννόησιν.
Δυστυχώς
όμως, φαίνεται ότι η κυβέρνησις δεν έχει την καλήν διάθεσιν να μας ελευθερώση
από μίαν τοιαύτην άτιμον ζωήν και συγκεντρώνει στρατόν εις διάφορα μέρη προς
καταδίωξίν μας.
Διατί
άραγε ή κυβέρνησις δεν περιμένει την επιστροφήν των απεσταλμένων;
Διατί
άραγε ή κυβέρνησις δέν περιμένει τουλάχιστον πέντε ημέρες ακόμη;
Αφού
δεν γνωρίζει ακόμη την διάθεσίν μας και πριν λάβη απάντησιν εκ μέρους ημών,
διατί συγκεντρώνει στρατόν εις Λιβεράν, εις Καπίκιοϊ, εις Σήμωναν και εις
διάφορα άλλα μέρη;
Το αυτό
έγινε και εις τας πρώτας ημέρας της ανοίξεως και τα τοιαύτα δικαιολογούν την
υποψίαν μας. Δηλοποιούμεν εν τέλει υμίν ότι έχομεν όλην την καλήν διάθεσιν να
έλθωμεν εις συνεννόησιν μετά της σεβαστής κυβερνήσεως και ότι τα πάντα
κατορθούνται όταν υπάρχη αμοιβαία ειλικρίνεια. Ευθύς ως θα ίδωμεν τον στρατόν
αποσυρόμενον είμεθα έτοιμοι να συνεννοηθώμεν και να κατορθωθή κάτι τι.
Αυτά
εν συντομία. Διατελούμεν δε ασπαζόμενοι την δεξιάν υμών.
Εν
Σάντα τη 14η Οκτωβρίου 1922.
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ
ΚΟΥΡΤΙΔΗΣ».
"ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"
Τα ενυπόγραφα άρθρα απηχούν τις απόψεις του υπογράφοντος και όχι του blog!!!
Τα ενυπόγραφα άρθρα απηχούν τις απόψεις του υπογράφοντος και όχι του blog!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου