Μετά
την άλωση από τους Τούρκους της Κωνσταντινούπολης το 1453, της
Τραπεζούντας το 1461, της Κερασούντος το 1468 και της Νικόπολης το 147…
οι στρατιωτικοί, οι πολιτικοί, οι επιστήμονες και οι καλλιτέχνες της
αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών, που δεν μπορούσαν να ανεχθούν τη
σκλαβιά στους Τούρκους, έφυγαν από την πρωτεύουσα Τραπεζούντα και τις
άλλες παραλιακές πόλεις και προωθήθηκαν στο εσωτερικό.
Κρύφτηκαν
στα βουνά και στα πυκνά δάση και για πενήντα χρόνια έζησαν από το
κυνήγι, τους καρπούς βελανιδιάς και τα αγριόχορτα, μην τολμώντας να
καλλιεργήσουν τη γη, από φόβο μην προδοθούν.
Γύρω
στα 1500 η αναζήτηση τροφής τους ανάγκασε να κατέβουν νοτιότερα. Μια
ομάδα, που είχε προχωρήσει αρκετά, συνάντησε Έλληνες φρουρούς. “Τις ει;”
ρώτησαν οι φρουροί.
Κι
ένας απάντησε; “Σαν τέως” όπως παλιά, Έλληνας. Απ' αυτή τη φράση πήρε
το όνομα της η Σάντα, που θεωρείται ιδρυθείσα το 1540· Η φράση αυτή
έγινε το παρασύνθημα και οι ομάδες που έφταναν απαντούσαν σωστά και
γίνονταν δεκτές με μεγάλη χαρά.
Αν
όμως κάποιος δεν το ήξερε, τον θεωρούσαν κατάσκοπο, τον έπιαναν και
τον ανέκριναν, αν αποδεικνυόταν ότι ήταν αθώος και ήθελε να ζήσει, μαζί
τους, γινόταν αμέσως δεκτός. Αλλιώς, τον εκτελούσαν.
Με
τον καιρό έφταναν όλο και περισσότεροι, ο πληθυσμός μεγάλωσε και
οργανώθηκε. Χτίστηκαν σπίτια, δημιουργήθηκαν οικογένειες γεννήθηκαν
παιδιά. Φτιάχτηκαν χωριά, αν και η περιοχή ήταν ορεινή και το κλίμα
ψυχρό.
Το
επικλινές πετρώδες έδαφος, με τις λιγοστές επίπεδες εκτάσεις και τα
απέραντα δάση, δεν προσφερόταν για καλλιέργειες μεγάλης έκτασης.
Συγκοινωνιακό
μέσο δεν υπήρχε. Τα εμπορεύματα, τα περιουσιακά στοιχεία και τα τρόφιμα
οι κάτοικοι τα μετέφεραν με τα άλογα ή με την πλάτη τους. Και έφτιαχναν
μόνοι τους με κοινά έξοδα ή με προσφορά κάποιου χωριανού τους δρόμους , τα υδραγωγεία, τα σχολεία, τις εκκλησίες και τους κοινοτικούς αλευρόμυλους, που κινούνταν με νερό.
Σιγά-σιγά
δημιουργήθηκαν, μέσα στα όρια που καθορίστηκαν ύστερα από πολυέξοδους
δικαστικούς αγώνες διακοσίων χρόνων για τα παρχάρια και τα βοσκοτόπια
που διεκδικούσαν οι κάτοικοι του χωρίου Κολόσια, Β.Α. της Σάντας, που
είχαν ασπαστεί παλιότερα το μωαμεθανισμό, επτά ενορίες:
Ζουρνατσάντων, Πιστοφάντων, Τσακαλάντων, Κοσλαράντων, Πινιατιάντων, Ισχανάντων και Τερζάντων.
Καθεμία
είχε δικό της διοικητικό συμβούλιο, τη "Σύνοδο". Αλλά υπήρχε και μια
«Γενική Σύνοδος» για διαφορές ανάμεσα στις ενορίες. Υπήρχαν ακόμα
φυλακές, δικαστήρια και χωροφυλακή, που φρόντιζε για την τήρηση των
νόμων, που είχαν θεσπίσει.
Οι
ενορίες απαρτίζονταν από ένα μεγάλο χωριό, που ήταν η έδρα τους και από
άλλα μικρότερα, που συνήθως κτίζονταν προς βορρά, σε απόσταση δύο μέχρι
τριών ωρών. Τα μικρά αυτά χωριά απείχαν μεταξύ τους από ένα τέταρτο της
ώρας μέχρι μια ώρα. Τα περισσότερα βρίσκονταν κατά μήκος του δημόσιου
δρόμου, που είχε χαραχτεί παράλληλα με τον ποταμό Γιάμπολη, που κυλούσε
ορμητικός προς το βορρά και χυνόταν στη Μαύρη θάλασσα·
Οι
Τούρκοι, για να μπορούν να τους ελέγχουν, διόρισαν διοικητή. Ο διοικητής όμως έμενε μακριά και το χειμώνα, που το χιόνι έφτανε τα δυο
μέτρα και τα χωριά αποκλείονταν, δεν μπορούσε να πλησιάσει.
Ζουρνατζάντων |
Έτσι
έστελνε τον ανιψιό του να μείνει στη Ζουρνατσάντων, που ήταν η
ωραιότερη ενορία και να εκτελεί χρέη τοποτηρητή. Οι κάτοικοι όμως δεν
πτοήθηκαν· Κήδευαν τη νύχτα τους νεκρούς τους με τον ορθόδοξο τρόπο,
ύστερα γέμιζαν ένα φέρετρο μ’ένα χοντρό ξύλο ή πέτρες που τα σφήνωναν
καλά, ώστε να μην κουνάνε, και το πρωί καλούσαν τον τοποτηρητή για να
τιμήσει δήθεν με την παρουσία του το νεκρό, αλλά και τους Κολοσέτες και
έκαναν την κηδεία σύμφωνα με το Κοράνι.
Ύστερα περιποιόταν τους Κολοσέτες, για να τους κάνουν να νομίσουν ότι είχαν τουρκέψει και οι ίδιοι.
Το
ίδιο γινόταν με όλα τα μυστήρια. Ο τοποτηρητής, βλέποντας πόσο "καλοί
μουσουλμάνοι" ήταν, τους είπε πως το χωριό, θα έπρεπε να έχει ένα Τζαμί,
που θα φτιαχνόταν δίπλα στο ποτάμι για να είναι προσιτό σε όλους και
ανάλαβε να επιβλέψει ο ίδιος την κατασκευή του.
Οι
κάτοικοι δεν έφεραν αντίρρηση και άρχισαν να χτίζουν το τζαμί. Μόλις
όμως έφταναν σε ένα ορισμένο ύψος, κάποιος "διαφωνούσε" με τον τρόπο
κατασκευής, γινόταν μεγάλος καυγάς και το τζαμί γκρεμιζόταν. Ξανάρχιζα από
την αρχή, ώσπου να επακολουθήσει κι άλλος καυγάς και να ξαναγκρεμίσουν
το τζαμί. Σε ένα τέτοιο "στημένο" καυγά σκότωσαν τον τοποτηρητή, που
προσπάθησε να τους χωρίσει.
Μα ο διοικητής, όταν το έμαθε, είπε: «Καλά να πάθει. Εγώ τον έστειλα για τοποτηρητή κι εκείνος πήγε για προφήτης».
Όμως
ήταν αναγκασμένοι να ζουν πάντα με το όπλο στο χέρι. Εικοσιοκτώ σφαγές
έκαναν οι Τούρκοι. Κι ύστερα από το μεγάλο διωγμό του 1736, τους
ανάγκασαν να αλλάξουν ή τη γλώσσα ή τη θρησκεία τους, πιστεύοντας ότι
έτσι θα τους υποδούλωναν και θα τους έκαναν να αποκτήσουν με τον καιρό
τούρκικη συνείδηση. Οι περισσότεροι προτιμούσαν να αλλάξουν φανερά τη
θρησκεία τους. Άλλοι φώναζαν τα μικρά παιδιά τους με τούρκικα ονόματα
μπροστά στους Τούρκους και όταν εκείνοι τους έλεγαν: "Μα το άλλο παιδί
σου το λένε Γιώργο", απαντούσαν: "Αφού γίναν τα μισά παιδιά μου Τούρκοι,
θα γίνουν και τα άλλα".
0 παπάς έκανε φανερά το χότζα και τη νύχτα λειτουργούσε και εκτελούσε τα μυστήρια.
Μ’
αυτόν τον τρόπο, κατόρθωναν να διατηρήσουν τη γλώσσα και τη θρησκεία
τους. Και καθώς το κλωθογύριζαν, πήραν το προσωνύμιο Κλωστίδες.
Οι
διώξεις, οι σφαγές και οι εξορίες που συνεχίστηκαν και μετά την
ελληνική επανάσταση και η ανεπάρκεια γόνιμου εδάφους, ικανού να
διαθρέψει τους κατοίκους, ανάγκασαν πολλούς από το 1850 και μετέπειτα να
μετακινούνται συνέχεια και άλλους να μεταναστεύσουν στη Ρωσία.
Έτσι,
εκτός από τη Σάντα, Σανταίοι υπήρχαν και σε άλλες περιοχές της
Τουρκίας, όπως στην Όλασα, στη Λιβερά, Γαλίανα, στην περιοχή του
Παϊπούρτ στα χωριά Πίσκα, Τσιμαόλα, Χαλζάν, Ματέν, Ισαμούρια, Γατράχ,
Μουχνούτ και Χαρωτή, στην περιοχή των Σουρμένων στα χωριά Χανανίκ,
Πυργί, Καταβόλ και Κάχωρα και στην περιοχή της Γεμουράς στα χωριά Χοτς,
Κούχλα, Γόνος, Σιάνα, Κόχαλι, Μέσονα, Δρόνια, Κοιλάδιο, Δύρχα, Βάρβαρ…,
Αψιόντς και Σαμάρουξα.
Μετά
τον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-1856), πολλοί Σανταίοι μετανάστευσαν στη
Ρωσία και κυρίως στο νομό Τιφλίδας, στην περιοχή Μπελκ Κλιούτς, όπου
έφτιαξαν οκτώ χωριά: το Φτελέν με πενήντα σπίτια, το Ιβάνοφκα ογδόντα
σπίτια, το Χαρατσάντων με ογδόντα σπίτια, το Κεσιάντων με ογδόντα σπίτια
και τέσσερα χωριά με την ονομασία Σέκιτλι.
Στην
ίδια περιοχή Σανταίοι έμεναν και στο χωριό Χαραπά. Στην περιοχή Σουχούμ
οι Σανταίοι έμεναν στα χωριά Κούμα, Πιπεράντων, Πέσκαρταις και
Αλεξάντραι, στην περιοχή Βατούμ στα χωριά Αρχασόν, Άσκοβα, Τάκοβα,
Κύρικα, Τσάκβα, Κουπουλέτσκις , Κουταΐς και Τσιατούρ,
στην περιοχή Άτιλερ στο χωριό Περβίνκα και στην περιοχή Καρς
(μετανάστες από την περιοχή του Παϊπούρτ) στα χωριά Τσορμίκ, Αρτρούζ,
Γενίκιοϊ, Πελίκ Τάς…και Γάμισλη.
Ευθυμίου Μ. Σισμανίδη
Νέα Σμύρνη
Αθήνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου