Το όνομα αυτού του χωριού προέρχεται από το αντίστοιχο, που βρισκόταν
στην περιοχή της Τραπεζούντας. Από εκεί προέρχονται οι περισσότεροι
Έλληνες, κάτοικοι του χωριού Σάντα.
Το χωριό αυτό ιδρύθηκε μεταξύ των ετών 1835-1840, στην εποχή της εγκατάστασης στα ελεύθερα κρατικά εδάφη των οικογενειών διαφόρων χωριών της περιοχής Τσάλκας και των συγγενών τους από το χωριό Σάντα της περιοχής Τραπεζούντας.
Το 1835 στην γραμματεία του υπαστυνόμου του Καυκάσου ήρθε η αίτηση των Ελληνικών οικογενειών του χωριού Σάντα της περιοχής Τραπεζούντας, όπου αναφέρονταν τα εξής: "Εμείς οι Ελληνικές οικογένειες από το χωριό Σάντα θέλουμε να μεταναστεύσουμε στη Ρωσική Αυτοκρατορία, στην περιοχή Τσάλκας, όπου το 1830 εγκαταστάθηκαν μερικές οικογένειες των συγγενών μας. Οι αντιπρόσωποι: Απόστολος, Ιερή και Τριαντάφυλλος Στάτιος".
Στην έκθεση του ρωσικού πρόξενου από την Τραπεζούντα, στις 11 Οκτωβρίου του 1835, αναφερόταν για τη σχετική αίτηση: «Οι κάτοικοι της Σάντα δήλωσαν ότι την άνοιξη του 1836 μπορούν να μεταναστεύσουν, αν θα έχουν την άδεια του στρατιωτικού διευθυντή της Τραπεζούντας Οσμάν Πασί Χαζιντάρ Ογλού, για την πώληση της ιδιοκτησίας τους». Οι Έλληνες, μόλις πήραν την άδεια του στρατιωτικού διευθυντή, αναχώρησαν για την πόλη Γκουμρί, η οποία βρισκόταν σε καραντίνα για τους μετανάστες.
Ο διοικητής της καραντίνας της πόλης Γκουμρί στις 28 Ιουνίου του 1835 έγραφε: «Έλαβα την αίτηση του Παναγιώτη Δανέλοβ, Έλληνα της περιοχής Τσάλκας, που ήρθε στην πόλη Γκουμρί για να συναντήσει την οικογένεια του, η οποία είχε έρθει από την περιοχή της Τραπεζούντας. Οι αδελφοί του, ο Γρηγόριος και ο Παύλος συνελήφθησαν από τις αρχές της αντίθετης πλευράς και βρίσκονταν στη φυλακή. Ο λόγος ήταν ότι σκότωσαν ένα Τούρκο. Οι ληστές παρακολουθούν τους Έλληνες και εμποδίζουν την μετανάστευση τους στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Ο πατέρας του Γεωργίου έμεινε εκεί, επειδή ήταν γέρος. Ο τρίτος τους αδελφός, ο Κωνσταντίνος, βρίσκεται στην Τσάλκα»
Αργότερα οι οικογένειες των κρατουμένων δωροδόκησαν τους Τούρκους με 1000 πιάστρα. Τα ντοκουμέντα των αρχείων μας πληροφορούν ότι οι Έλληνες του χωριού Σάντα της περιοχής Τραπεζούντας μετέφεραν πολλές παλιές και πολύτιμες εικόνες και εκκλησιαστικά σκεύη από ασήμι. Τα αντικείμενα αυτά ήταν έργα γνωστών Ελλήνων ζωγράφων και μαστόρων των πόλεων Τραπεζούντας και Κωνσταντινούπολης.
Οι Τούρκοι ληστές κορόιδευαν τους Έλληνες πετώντας τα προαναφερθέντα ιερά και πολύτιμα κειμήλια στη γη και ποδοπατώντας τα. Πριν την ομάδα αυτή των Ελλήνων από την περιοχή της Τραπεζούντας στην περιοχή της Τσάλκας μετανάστευσαν άλλες οικογένειες:
1.Ο Ουστά Δίβ Γκαρίμπογλου - προερχόμενος από το χωριό Καρούμ τη περιοχής Αργυρούπολης (Γκιουμισχανέ).
2.Ο Ερτοπούρ Καραγκιόζογλου - προερχόμενος από το χωριό Ίμερα
και 3. Ο Ανέ Ερ Αρσλάνογλου. από τη Σάντα.
Όπως φαίνεται τα ονόματα των Ελλήνων είναι τουρκικά, μουσουλμανικά. Στην περιοχή της Τραπεζούντας αυτοί ήταν κρυπτοχριστιανοί και είχαν δύο ονόματα και δύο θρησκείες. Οι Έλληνες αυτής της περιοχής από το 18ο αιώνα αναγκάστηκαν να γίνουν κρυπτοχριστιανοί. Την ημέρα ονομάζονταν με τουρκικά ονόματα και το βράδυ, στον κύκλο της οικογένειας ή των συγγενών, με τα πραγματικά ελληνικά ονόματα. Το ίδιο γινόταν και με τη θρησκεία.
Οι Έλληνες περνούσαν στη Ρωσική Αυτοκρατορία με τα μουσουλμανικά ονόματα, για να μην εμποδίζουν τη μετανάστευση τους οι Τούρκοι ληστές. Υπήρχε επίσημη πολιτική των ιθυνόντων κύκλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εμποδίζουν τη μετανάστευση των Ελλήνων, επειδή οι Έλληνες ήδη ήξεραν την τουρκική γλώσσα και θα μπορούσαν να γίνουν μουσουλμάνοι.
Η αιτία της μετανάστευσης των Ελλήνων ήταν να σώσουν την Ορθοδοξία τους και όχι οι οικονομικές δυσκολίες. Η εθνικοσοβινιστική πολιτική της Αυτοκρατορίας ανάγκασε τους Έλληνες να αφήσουν την πατρίδα τους. Οι Τούρκοι ήταν λίγοι, αλλά είχαν την υποστήριξη των άλλων μουσουλμανικών λαών μη τουρκικής καταγωγής.
Στην περιοχή Τσάλκας, οι κάτοικοι που κατάγονταν από το χωριό Σάντα σκορπίστηκαν σε διάφορα χωριά. Τελικά αυτοί οργάνωσαν την επικοινωνία και αποφάσισαν να συγκεντρωθούν και να ιδρύσουν το δικό τους χωριό. Η πορεία αυτή άρχισε το 1835, όταν οι αντιπρόσωποι των κατοίκων της Σάντας βρήκαν ελεύθερα κρατικά χωράφια και εγκαταστάθηκαν εκεί.
Οι Έλληνες έχτισαν τα σπίτια στα ερείπια του παλιού γεωργιανού χωριού και το χωριό τους ονομάστηκε Σάντα. Οι κάτοικοι της Σάντας δεν μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς εκκλησία, γι' αυτό αποφασίστηκε να μαζεύονται δωρεές γι' αυτή την υπόθεση. Το 1843 στο ταμείο της κοινότητας εμφανίστηκαν κάποια χρήματα. Οι κάτοικοι δεν είχαν πρόβλημα με τα οικοδομικά υλικά, επειδή κοντά στο χωριό βρίσκονταν τα νταμάρια.
Το 1843 οι μάστορες άρχισαν να χτίζουν την εκκλησία στο θεμέλιο μιας παλιάς γεωργιανής ορθόδοξης εκκλησίας. Το 1846 η κατασκευή της εκκλησίας τελείωσε και ο ιερέας I. Κυριάκοβ την εγκαινίασε αφιερώνοντας την στην επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Πρώτος ιερέας σ' αυτή την εκκλησία διορίστηκε ο Παναγιώτης Φιόντοροβιτς Τομάση. Πρόεδρος του χωριού διορίστηκε ο Χατζής Ασλάνοβ.
Εξαιτίας της πρωτοβουλίας του ιερέα Π. Φ. Τομάση από το 1847 στην εκκλησία του χωριού Σάντα άρχισε να λειτουργεί το εκκλησιαστικό σχολείο. Σ' αυτό το σχολείο τα παιδιά των πιστών μάθαιναν τη μητρική γλώσσα και τα γράμματα. Ο ιερέας Π. Φ. Τομάση φρόντιζε τα παιδιά του σχολείου. Η νέα γενιά του χωριού Σάντα ήξερε να διαβάζει και να γράφει την ελληνική γλώσσα και οι κάτοικοι του όταν ήρθαν στην Τσάλκα ήταν ελληνόφωνοι.
Πολλοί μαθητές αυτού του σχολείου μετά τις σπουδές τους άρχισαν να διδάσκουν τη μητρική γλώσσα στα χωριά της περιοχής Τσάλκας, όπου τα παιδιά ξεχνούσαν τη μητρική γλώσσα. Οι κάτοικοι της Σάντας στην περιοχή Τσάλκας ποτέ δεν είχαν προβλήματα με τις εικόνες για διακόσμηση των εσωτερικών τοίχων της εκκλησίας. Αυτοί είχαν φέρει μαζί τους παλιές εικόνες και πολύτιμα εκκλησιαστικά είδη από την πρώην πατρίδα τους. Αυτά τα αντικείμενα ήταν για τους Έλληνες η ζωή, η πίστη και η ελπίδα τους.
Πίστευαν και πιστεύουν στην Ορθοδοξία, που τους έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργήσουν το νέο πολιτισμό, που είχε τις ρίζες του στον πολιτισμό των προγόνων τους από την εποχή της κλασικής Ελλάδας. Οι ιερείς, στην εκκλησία της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος, άρχισαν να κρατούν τα αρχεία από το 1846 στη μητρική γλώσσα. Τα ντοκουμέντα που αποτελούσαν δεκάδες τόμους στα 1930 με διαταγή των κομμουνιστών κάηκαν.
Στα χρόνια της Σοβιετικής εξουσίας από την εκκλησία της Σάντας άρχισαν να εξαφανίζονται πολύτιμες εικόνες και αυτές που απόμειναν οι Έλληνες άφησαν στην ορθόδοξη Γεωργία, ούπου ζούσαν 160-170 χρόνια. Όλα αυτά επιβεβαιώνουν ότι οι Έλληνες ήταν χτίστες και δημιουργοί από τη φύση τους.
Σωκράτης Αγγελίδης
Διδακτορας Ιστοριας-Ανατολικολογος
Απο το βιβλιο "Η ιστορια των Ελληνικων Εκκλησιων & των σχολειων της νοτιας & δυτικης Γεωργιας & της Ατζαρίας.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Παναγια Σουμελά-1999
Το χωριό αυτό ιδρύθηκε μεταξύ των ετών 1835-1840, στην εποχή της εγκατάστασης στα ελεύθερα κρατικά εδάφη των οικογενειών διαφόρων χωριών της περιοχής Τσάλκας και των συγγενών τους από το χωριό Σάντα της περιοχής Τραπεζούντας.
Το 1835 στην γραμματεία του υπαστυνόμου του Καυκάσου ήρθε η αίτηση των Ελληνικών οικογενειών του χωριού Σάντα της περιοχής Τραπεζούντας, όπου αναφέρονταν τα εξής: "Εμείς οι Ελληνικές οικογένειες από το χωριό Σάντα θέλουμε να μεταναστεύσουμε στη Ρωσική Αυτοκρατορία, στην περιοχή Τσάλκας, όπου το 1830 εγκαταστάθηκαν μερικές οικογένειες των συγγενών μας. Οι αντιπρόσωποι: Απόστολος, Ιερή και Τριαντάφυλλος Στάτιος".
Στην έκθεση του ρωσικού πρόξενου από την Τραπεζούντα, στις 11 Οκτωβρίου του 1835, αναφερόταν για τη σχετική αίτηση: «Οι κάτοικοι της Σάντα δήλωσαν ότι την άνοιξη του 1836 μπορούν να μεταναστεύσουν, αν θα έχουν την άδεια του στρατιωτικού διευθυντή της Τραπεζούντας Οσμάν Πασί Χαζιντάρ Ογλού, για την πώληση της ιδιοκτησίας τους». Οι Έλληνες, μόλις πήραν την άδεια του στρατιωτικού διευθυντή, αναχώρησαν για την πόλη Γκουμρί, η οποία βρισκόταν σε καραντίνα για τους μετανάστες.
Ο διοικητής της καραντίνας της πόλης Γκουμρί στις 28 Ιουνίου του 1835 έγραφε: «Έλαβα την αίτηση του Παναγιώτη Δανέλοβ, Έλληνα της περιοχής Τσάλκας, που ήρθε στην πόλη Γκουμρί για να συναντήσει την οικογένεια του, η οποία είχε έρθει από την περιοχή της Τραπεζούντας. Οι αδελφοί του, ο Γρηγόριος και ο Παύλος συνελήφθησαν από τις αρχές της αντίθετης πλευράς και βρίσκονταν στη φυλακή. Ο λόγος ήταν ότι σκότωσαν ένα Τούρκο. Οι ληστές παρακολουθούν τους Έλληνες και εμποδίζουν την μετανάστευση τους στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Ο πατέρας του Γεωργίου έμεινε εκεί, επειδή ήταν γέρος. Ο τρίτος τους αδελφός, ο Κωνσταντίνος, βρίσκεται στην Τσάλκα»
Αργότερα οι οικογένειες των κρατουμένων δωροδόκησαν τους Τούρκους με 1000 πιάστρα. Τα ντοκουμέντα των αρχείων μας πληροφορούν ότι οι Έλληνες του χωριού Σάντα της περιοχής Τραπεζούντας μετέφεραν πολλές παλιές και πολύτιμες εικόνες και εκκλησιαστικά σκεύη από ασήμι. Τα αντικείμενα αυτά ήταν έργα γνωστών Ελλήνων ζωγράφων και μαστόρων των πόλεων Τραπεζούντας και Κωνσταντινούπολης.
Οι Τούρκοι ληστές κορόιδευαν τους Έλληνες πετώντας τα προαναφερθέντα ιερά και πολύτιμα κειμήλια στη γη και ποδοπατώντας τα. Πριν την ομάδα αυτή των Ελλήνων από την περιοχή της Τραπεζούντας στην περιοχή της Τσάλκας μετανάστευσαν άλλες οικογένειες:
1.Ο Ουστά Δίβ Γκαρίμπογλου - προερχόμενος από το χωριό Καρούμ τη περιοχής Αργυρούπολης (Γκιουμισχανέ).
2.Ο Ερτοπούρ Καραγκιόζογλου - προερχόμενος από το χωριό Ίμερα
και 3. Ο Ανέ Ερ Αρσλάνογλου. από τη Σάντα.
Όπως φαίνεται τα ονόματα των Ελλήνων είναι τουρκικά, μουσουλμανικά. Στην περιοχή της Τραπεζούντας αυτοί ήταν κρυπτοχριστιανοί και είχαν δύο ονόματα και δύο θρησκείες. Οι Έλληνες αυτής της περιοχής από το 18ο αιώνα αναγκάστηκαν να γίνουν κρυπτοχριστιανοί. Την ημέρα ονομάζονταν με τουρκικά ονόματα και το βράδυ, στον κύκλο της οικογένειας ή των συγγενών, με τα πραγματικά ελληνικά ονόματα. Το ίδιο γινόταν και με τη θρησκεία.
Οι Έλληνες περνούσαν στη Ρωσική Αυτοκρατορία με τα μουσουλμανικά ονόματα, για να μην εμποδίζουν τη μετανάστευση τους οι Τούρκοι ληστές. Υπήρχε επίσημη πολιτική των ιθυνόντων κύκλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εμποδίζουν τη μετανάστευση των Ελλήνων, επειδή οι Έλληνες ήδη ήξεραν την τουρκική γλώσσα και θα μπορούσαν να γίνουν μουσουλμάνοι.
Η αιτία της μετανάστευσης των Ελλήνων ήταν να σώσουν την Ορθοδοξία τους και όχι οι οικονομικές δυσκολίες. Η εθνικοσοβινιστική πολιτική της Αυτοκρατορίας ανάγκασε τους Έλληνες να αφήσουν την πατρίδα τους. Οι Τούρκοι ήταν λίγοι, αλλά είχαν την υποστήριξη των άλλων μουσουλμανικών λαών μη τουρκικής καταγωγής.
Στην περιοχή Τσάλκας, οι κάτοικοι που κατάγονταν από το χωριό Σάντα σκορπίστηκαν σε διάφορα χωριά. Τελικά αυτοί οργάνωσαν την επικοινωνία και αποφάσισαν να συγκεντρωθούν και να ιδρύσουν το δικό τους χωριό. Η πορεία αυτή άρχισε το 1835, όταν οι αντιπρόσωποι των κατοίκων της Σάντας βρήκαν ελεύθερα κρατικά χωράφια και εγκαταστάθηκαν εκεί.
Οι Έλληνες έχτισαν τα σπίτια στα ερείπια του παλιού γεωργιανού χωριού και το χωριό τους ονομάστηκε Σάντα. Οι κάτοικοι της Σάντας δεν μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς εκκλησία, γι' αυτό αποφασίστηκε να μαζεύονται δωρεές γι' αυτή την υπόθεση. Το 1843 στο ταμείο της κοινότητας εμφανίστηκαν κάποια χρήματα. Οι κάτοικοι δεν είχαν πρόβλημα με τα οικοδομικά υλικά, επειδή κοντά στο χωριό βρίσκονταν τα νταμάρια.
Το 1843 οι μάστορες άρχισαν να χτίζουν την εκκλησία στο θεμέλιο μιας παλιάς γεωργιανής ορθόδοξης εκκλησίας. Το 1846 η κατασκευή της εκκλησίας τελείωσε και ο ιερέας I. Κυριάκοβ την εγκαινίασε αφιερώνοντας την στην επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Πρώτος ιερέας σ' αυτή την εκκλησία διορίστηκε ο Παναγιώτης Φιόντοροβιτς Τομάση. Πρόεδρος του χωριού διορίστηκε ο Χατζής Ασλάνοβ.
Εξαιτίας της πρωτοβουλίας του ιερέα Π. Φ. Τομάση από το 1847 στην εκκλησία του χωριού Σάντα άρχισε να λειτουργεί το εκκλησιαστικό σχολείο. Σ' αυτό το σχολείο τα παιδιά των πιστών μάθαιναν τη μητρική γλώσσα και τα γράμματα. Ο ιερέας Π. Φ. Τομάση φρόντιζε τα παιδιά του σχολείου. Η νέα γενιά του χωριού Σάντα ήξερε να διαβάζει και να γράφει την ελληνική γλώσσα και οι κάτοικοι του όταν ήρθαν στην Τσάλκα ήταν ελληνόφωνοι.
Πολλοί μαθητές αυτού του σχολείου μετά τις σπουδές τους άρχισαν να διδάσκουν τη μητρική γλώσσα στα χωριά της περιοχής Τσάλκας, όπου τα παιδιά ξεχνούσαν τη μητρική γλώσσα. Οι κάτοικοι της Σάντας στην περιοχή Τσάλκας ποτέ δεν είχαν προβλήματα με τις εικόνες για διακόσμηση των εσωτερικών τοίχων της εκκλησίας. Αυτοί είχαν φέρει μαζί τους παλιές εικόνες και πολύτιμα εκκλησιαστικά είδη από την πρώην πατρίδα τους. Αυτά τα αντικείμενα ήταν για τους Έλληνες η ζωή, η πίστη και η ελπίδα τους.
Πίστευαν και πιστεύουν στην Ορθοδοξία, που τους έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργήσουν το νέο πολιτισμό, που είχε τις ρίζες του στον πολιτισμό των προγόνων τους από την εποχή της κλασικής Ελλάδας. Οι ιερείς, στην εκκλησία της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος, άρχισαν να κρατούν τα αρχεία από το 1846 στη μητρική γλώσσα. Τα ντοκουμέντα που αποτελούσαν δεκάδες τόμους στα 1930 με διαταγή των κομμουνιστών κάηκαν.
Στα χρόνια της Σοβιετικής εξουσίας από την εκκλησία της Σάντας άρχισαν να εξαφανίζονται πολύτιμες εικόνες και αυτές που απόμειναν οι Έλληνες άφησαν στην ορθόδοξη Γεωργία, ούπου ζούσαν 160-170 χρόνια. Όλα αυτά επιβεβαιώνουν ότι οι Έλληνες ήταν χτίστες και δημιουργοί από τη φύση τους.
Σωκράτης Αγγελίδης
Διδακτορας Ιστοριας-Ανατολικολογος
Απο το βιβλιο "Η ιστορια των Ελληνικων Εκκλησιων & των σχολειων της νοτιας & δυτικης Γεωργιας & της Ατζαρίας.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Παναγια Σουμελά-1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου