Ο Ελληνικος Διαφωτισμος στη Ρωσια

Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας το 1814 στην Οδησσό δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία» στο κοινωνικό περιβάλλον των Ελλήνων εμπόρων. Όσο κάποιος εξετάζει τη διαμόρφωση των νοοτροπιών αυτής της σημαντικής κοινωνικής ομάδας στα πλαίσια της ελληνικής διασποράς, δια­κρίνει εύκολα ότι υπήρχε μια ιστορική εξέλιξη που οδήγησε στη δημιουργία της επαναστατικής οργά­νωσης.
 
Εφημεριδα της Πετρουπολης 1825 (Στην πρωτη σελιδα αναφερεται στις εξελιξεις της  Ελληνικης Επαναστασης)
Ασφαλώς, μεγάλη σημασία είχε η εμφάνιση του ευρωπαϊκού διαφωτι­σμού και οι επιρροές του σε Έλληνες διανοητές. Η πρόοδος του ευρωπαϊ­κού πνεύματος, η προώ­θηση της πειραματικής έρευνας, η άρση των προκαταλήψεων και των δεισιδαιμονι­ών, ο πολλαπλασιασμός των εκδόσεων, η θέσπιση γενικευμένης εκπαίδευσης για όλα τα κοινωνικά στρώματα, αλλά πάνω απ’ όλα οι διακηρύξεις για ελευθερία και ανεξαρτησία των λαών και ο σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων του πολίτη, επέφεραν τεράστια απήχηση στις συνει­δήσεις των ανθρώπων και άλλαξαν ριζικά τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνι­κές συνθήκες σε ευρύτερες γεωγραφι­κές περιοχές. Ειδικά για τον Ελληνισμό, όλες αυτές οι μεταβολές, συνέβαλαν στην εμφάνιση του κινήματος του ελληνικού διαφωτισμού.
Η Μεγάλη Αικατερίνη ήταν ανάμεσα τους ηγεμόνες της Ευρώπης που επη­ρεάστηκαν από τον Διαφωτισμό. Πραγ­ματικά υιοθέτησε ορισμένα στοιχεία προερχόμενα από τις κατακτήσεις του ευ­ρωπαϊκού διαφωτισμού.
 Η πολιτική του αποικισμού, πέρα από τις όποιες διπλω­ματικές σκοπιμότητες, ήταν εξ ορισμού ένα άνοιγμα σε ξένες εθνότητες, το ίδιο η κατοχύρωση της ανεξιθρησκίας των αποίκων, όσο και οι σχέσεις που ανέπτυξε με επιφανείς διαφωτιστές της Δύσης, αλλά και οι τομές που επιχείρησε στο εκπαι­δευτικό σύστημα της χώρας.
 Ωστόσο, εί­ναι σαφές, ότι η Αικατερίνη λειτούργησε στον μεγαλύτερο βαθμό ανασχετικά προς τη διάδοση της προοδευτικής πτέρυγας του Διαφωτισμού, τουλάχιστον σε ό,τι αναλογούσε στην αμφισβήτηση της δεσποτικής εξουσίας των μοναρχών. Αυτό συνέβηκε μετά το 1789 και τη νίκη της Γαλλικής Επανάστασης, η οποία εύλογα περιόρισε την απήχηση των φιλελεύθερων ιδεών που είχε ασπαστεί νωρίτερα η αυτοκράτειρα.
Πάντως, η εν γένει ευνοϊκή τοποθέτηση της Αικατερίνης προς το διαφωτιστικό ρεύμα εκδηλώθηκε ταυτόχρονα με την προσέγγιση του αρχαιοελληνικού πνεύματος από τους Ρώσους διανοούμενους, αλλά και με το έργο των Ελλήνων λογίων που διέμεναν σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Μεταφράσεις των ομηρικών έργων, αλλά και αναφορές στα κείμενα των αρχαίων κλασικών συγγραφέων βγήκαν στο προσκήνιο στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Η πνευματική επαφή με τα ελληνικά γράμματα δημιούργησε ευνοϊκές προϋποθέσεις για την εκδήλωση ενδιαφέροντος των Ρώσων προς το Ελληνικό Ζήτημα, δηλαδή την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον Τούρκο δυνάστη.
Σε αυτό το κοινωνικό και διανοητικό κλίμα οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στη Ρωσία στα χρόνια της βασιλείας της τσαρίνας Αικατερίνης συνάντησαν ευνοϊκή υποδοχή και στήριξη των δραστηριοτήτων τους.
 Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Νικηφόρος Θεοτόκης, κορυφαίες προσωπικότητες του ελληνικού διαφωτισμού, έφτασαν στη Ρωσία ύστερα από πρόσκληση της τσαρίνας, η οποία μάλιστα έδωσε διαταγή οι μισθοί τους να καταβάλλονται από το κρατικό ταμείο. Και ο Βούλγαρης και ο Θεοτόκης μπορούν να θεωρηθούν κάλλιστα ως οι σημαντικότερες φυσιογνωμίες στο ελληνικό διαφωτιστικό κίνημα που αναπτύχθηκε στη Ρωσία.
Γενικότερα πάντως, όταν αναφερόμαστε στη διάδοση των «νέων ιδεών», πρέπει να αναζητούμε πρωταρχικά τον Ελληνισμό των παροικιών. Οι εμπορικές κοινότητες που δημιούργησαν οι Έλληνες στα παροικιακά κέντρα ήταν οι μεταδότες του Διαφωτισμού.
Πραγματικά, οι Έλληνες έμποροι που βρίσκονταν στη Δύση, τον κατεξοχήν χώρο της διακίνησης των διαφωτιστικών ιδεών, αλλά και εκείνοι που διέμεναν στην Ανατολή, όπως για παράδειγμα οι ομογενείς στη Νότια Ρωσία, ήρθαν κατευθείαν σε επαφή με τις απόψεις που εξέφραζαν τον επαναστατικό χαρακτήρα του Διαφωτισμού. 
Δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση, ότι οι έμποροι και το εμπόριο των Ελλήνων αποδείχθηκαν καθοριστικοί παράγοντες στη γέννηση του νεοελληνικού διαφωτισμού στις παραμονές της Επανάστασης του 1821. Η δυναμική εξέλιξη του εμπορίου εκείνη την εποχή και ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε εμπόρους διαφόρων εθνοτήτων, επέβαλε ο έμπορος να είναι μορφωμένος, να μπορεί να συνεννοηθεί στις καθιερωμένες ξένες γλώσσες στις συναλλαγές (ιταλικά, αργότερα και γαλλικά), να γνωρίζει καταστιχογραφία για την επαρκή τήρηση λογαριασμών.
Συνεπώς, οι Έλληνες έμποροι των παροικιών ήρθαν σε επαφή με τα έντυπα και τις θεωρίες της εποχής προκειμένου να υπηρετήσουν τη διεξαγωγή των εμπορικών τους εργασιών. Παράλληλα, στα ταξίδια τους ή στις επαφές με ξένους εμπόρους γνώρισαν τις ιδέες που κυκλοφορούσαν στην Εσπερία και αυτό τους βοήθησε στην αλλαγή των νοοτροπιών τους όσον αφορά στις σχέσεις των ανθρώπων, την ηθική, τους κανόνες συμπεριφοράς, τα ενδυματολογικά πρότυπα κ. ά.
Μέσω των εμπορικών ανταλλαγών λοιπόν οι Έλληνες του εξωτερικού γνώρισαν τα Φώτα του ευρωπαϊκού πνεύματος και, εν συνεχεία, τα «μετέφεραν» στον ελλαδικό χώρο και σε ολόκληρη την οθωμανοκρατούμενη Ανατολική Μεσόγειο.
 Έτσι, μαζί με τις πραγματείες, μαζί με το εμπορικό φορτίο του πλοίου, ταξίδευαν και οι νέες απόψεις, οι παραστάσεις ενός ελεύθερου δυτικού κόσμου, οι επήρειες της ιδέας για την ελευθερία της πατρίδας.
Βιβλιοθηκη Ελληνα εμπορου (Μουσειο Φιλικης Εταιρειας, Ιδρυμα Ελληνικου Πολιτισμου ,ΟΔΗΣΣΟΣ)
Οι Έλληνες στη Ρωσία βρέθηκαν στο προσκήνιο των πνευματικών εξελίξεων που σημάδεψε τον παροικιακό Ελληνισμό και δημιούργησε το ρεύμα του νεοελληνικού διαφωτισμού. Η ανάπτυξη των εμπορικών ανταλλαγών με τα εμπορικά κέντρα της Δύσης και της Κεντρικής Ευρώπης υπήρξε το πρόσφορο έδαφος για την ανύψωση της πνευματικής κίνησης των Ελλήνων στη Ρωσία.
 Η Λειψία, η Βιέννη, αργότερα η Τεργέστη, η Μασσαλία και το Λιβόρνο αποτέλεσαν τους διαμεσολαβητικούς τόπους σ’ αυτή τη διαδικασία. Σε ό,τι αφορά τη ρωσική επικράτεια, η Νίζνα, η Μόσχα, αργότερα κυρίως η Οδησσός υπήρξαν οι τόποι, όπου ζυμώθηκαν τα Φώτα από τους Έλληνες ομογενείς.
 Και ήταν φυσικό, αφού αυτά τα εμπορικά κέντρα ήταν οι χώροι που ήκμασε ο παροικιακός Ελληνισμός στη Ρωσία στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Όπως αναφέραμε, ο Βούλγαρης και ο Θεοτόκης ήταν οι πρόδρομοι του ρεύματος του νεοελληνικού διαφωτισμού στη Ρωσία. 
Ο Ευγένιος Βούλγαρης έφτασε στην Πετρούπολη το 1771, έχοντας προηγουμένως παραμείνει επί 7ετία στη Λειψία. Σ’ αυτή τη φάση ανέπτυξε την επαφή του με τα έργα των διαφωτιστών της Ευρώπης, μεταφράζοντας στην ελληνική γλώσσα κείμενα του Βολταίρου, του οποίου ασπάστηκε τις απόψεις.
 Στη Λειψία γνωρίστηκε με τον Ορλώφ αλλά και με κύκλους Ρώσων διανοουμένων, οι οποίοι είχαν καλές προσβάσεις και επηρέαζαν την πνευματική κίνηση στην αυλή της τσαρίνας. Αυτοί πρωτοστάτησαν για την πρόσκληση του Βούλγαρη στην Πετρούπολη έπειτα από επιστολή της Αικατερίνης.
 Με την επιστολή τον ειδοποιούσαν ότι η Πατριαρχική Βιβλιοθήκη της Πετρούπολης με τους σπάνιους τόμους στην ελληνική και λατινική γλώσσα θα ήταν στη διάθεσή του για έρευνα. Ο λόγος που διατύπωσε όταν πρωτοπαρουσιάστηκε μπροστά στο θρόνο της τσαρίνας ήταν μια έκκληση για παρέμβαση της Ρωσίας στο Ελληνικό Ζήτημα της απελευθέρωσης.
 «Η Ελλάδα μετά το Θεό Εσένα προσμένει» ανέφερε χαρακτηριστικά. Το 1778, μάλιστα, όταν η αυτοκράτειρα περιήλθε τον ρωσικό νότο, που πρόσφατα είχε ενωθεί με την επικράτεια, ο Βούλγαρης την υποδέχτηκε στη Νίζνα, ακμαίο εμπορικό κέντρο των Ελλήνων της Ρωσίας και υπό μία έννοια ενδεικτικό της ισχυρής παρουσίας τους στη χώρα. 
Η πόλη είχε γεμίσει αψίδες, επιγραφές και παραστάσεις που έθιγαν το πρόβλημα της ελληνικής απελευθέρωσης. Κατ’ ουσίαν ο Βούλγαρης μεταβλήθηκε στον καλύτερο συνομιλητή της Αικατερίνης στα θέματα σχετικά με το πρόβλημα της εθνικής λύτρωσης.
Ο Βούλγαρης αναδείχθηκε πολυγραφότατος ανάμεσα στους Έλληνες διαφωτιστές. Εντάχθηκε, καταρχήν, στην προοδευτική πτέρυγα επηρεαζόμενος από τον Βολταίρο· αυτή ήταν και η εποχή του «φιλελευθερισμού» του. Προς το τέλος της ζωής του, όμως, κατέληξε σφοδρός πολέμιος των «νέων ιδεών», ενώ στο γλωσσικό ζήτημα υπήρξε υπερασπιστής της αρχαιοελληνικής γλώσσας. Η παραμονή του στη Ρωσία, σε ένα κλίμα, δηλαδή, δεσποτισμού και απολυταρχίας, αναμφίβολα πρέπει να επηρέασε τις απόψεις του. Ασχολήθηκε με το σύνολο των επιστημών που γνώρισαν άνθηση στο κλίμα του Διαφωτισμού: μαθηματικά, φυσική, φιλοσοφία, φιλολογία, ιστορία και ιστορία της τέχνης. Και ως προς αυτό ακόμη δεν είναι τυχαίο, ότι στη «φιλελεύθερη» φάση των ιδεών του προσανατολίστηκε περισσότερο στις φυσικές επιστήμες, ενώ στο τέλος της πνευματικής δραστηριότητάς του κατευθύνθηκε στην κλασική παιδεία.
Το 1776 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας της Πετρούπολης, αλλά γνωστότερη ήταν η σταδιοδρομία του στο χώρο της εκκλησίας. Ορίστηκε επίσκοπος Χερσώνος και Σλαβινίου το 1776, μιας περιοχής που βρισκόταν στις εκτάσεις του νότου που κατέλαβε η Ρωσία με τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζί.
 Η τοποθέτηση του δεν ήταν τυχαία, μόνο πρέπει να συνδεθεί με τον αποικισμό, αλλά κυρίως με την πολυπρόσωπη παρουσία ορθόδοξων χριστιανών στις συγκεκριμένες επαρχίες. Είτε ήταν Έλληνες, είτε Σέρβοι, είτε Βούλγαροι, η Πετρούπολη προσέβλεπε εύλογα σε μια στιβαρή εκκλησιαστική διοίκηση, που θα καθοδηγούσε τους χιλιάδες ανθρώπων που είχαν μετακινηθεί από τις πατρογονικές εστίες τους στην ξένη γη.
 Η συμβολή του Βούλγαρη στην υπόθεση αυτή ήταν παραπάνω από θετική, θέτοντας τη σφραγίδα της προσωπικότητας του στην προσαρμογή των εθνοτήτων των μεταναστών στις δύσκολες συνθήκες της νέας πατρίδας. Οι επισκέψεις του στις πόλεις που αποικίστηκαν ήταν συχνές και ο ρόλος του στην ίδρυση εκκλησιών ήταν καθοριστικός. Πέθανε στις 19 Ιουνίου του 1806 στο μοναστήρι του Αλεξάνδρου Νιέφσκι στην Πετρούπολη.
Ο Νικηφόρος Θεοτόκης είχε, σχεδόν, παράλληλη πορεία με εκείνη του προστάτη του, Βούλγαρη. Πέρασε από τη Λειψία, όπου εξέδωσε ορισμένα έργα του, ενώ σε νεαρή ηλικία έδειξε σαφή προτίμηση στη Φυσική και τις συγγενείς επιστήμες, τις οποίες δίδασκε στην Αυθεντική Σχολή του Ιασίου. Αργότερα, έγραψε επικριτικά για το βολταιρικό έργο.
Το 1776 κατέφθασε στη λεγάμενη Νέα Ρωσία προσκεκλημένος του αρχιεπισκόπου Ευγένιου Βούλγαρη. Όταν ο Βούλγαρης παραιτήθηκε, τον διαδέχτηκε στη μητρόπολη της Χερσώνος το 1779, τόπο διαμονής του μέχρι το 1787. Στη συνέχεια, ανέλαβε επίσκοπος Αστραχάν και Σταυρούπολης, τελικά ήλθε στη Μόσχα το 1792 και πέθανε το 1800 στη μονή του Αγίου Δανιήλ.
Τα έργα των Βούλγαρη- Θεοτόκη εκδόθηκαν με χορηγίες του Αναστασίου Ζωσιμά. Οι Ζωσιμάδες έγιναν χορηγοί και στο έργο Ελληνική Βιβλιοθήκη που εξέδωσε ο Κοραής και περιελάμβανε επανεκδόσεις έργων των αρχαίων κλασικών συγγραφέων. Γενικότερα οι Ζωσιμάδες συνέδραμαν πολλές εκδοτικές προσπάθειες αυτή την περίοδο.
 Συνολικά, 60 εκδόσεις βιβλίων αυτής της περιόδου στην ελληνική γλώσσα οφείλονται στη χρηματοδότηση των μεγαλεμπόρων από το Γραμμένο της Ηπείρου. Το ίδιο ευεργετικοί στάθηκαν προς τα εκπαιδευτήρια που ιδρύθηκαν στη Ρωσία και την Ελλάδα.
 Μία χειρονομία που μιμήθηκαν πολλοί μεγαλέμποροι στη Μόσχα, την Πετρούπολη και τη Νίζνα. Ο Καπλάνης, οι αδελφοί Ριζάρη, ο Ντόμπολης, ο Βαρβάκης είναι ορισμένοι μόνο από το μεγάλο πλήθος των μεγαλεμπόρων του 18ου αιώνα που συνετέλεσαν με την οικονομική τους συνεισφορά στην εδραίωση των ιδεών του Διαφωτισμού ανάμεσα στους Έλληνες.
Αυτές οι κινήσεις υπογραμμίζουν το μεγάλο ενδιαφέρον των Ελλήνων εμπόρων στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και στην ενίσχυση του έργου των λογίων. Η συμπεριφορά αυτή θα έχει συνέχεια στον πρώιμο 19ο αιώνα, όταν η Οδησσός και κατά δεύτερο λόγο η Αζοφική θα αναλάβουν τα ηνία του εμπορίου των κεντρικών και νότιων σιτοφόρων επαρχιών της Ρωσίας.
 Οι Έλληνες μεγαλέμποροι της Οδησσού θα επαναλάβουν τη θετική στάση των ομογενών στα εμπορικά κέντρα της ενδοχώρας. Πολύ περισσότερο θα αναλάβουν πρωτοβουλίες στη διεύθυνση και διαχείριση εκπαιδευτικών καταστημάτων, θα συστήσουν τυπογραφεία και αρκετοί θα διακριθούν στη συγγραφή βιβλίων.

Βασιλης Καρδασης


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah