Ο Χρήστος Ευσταθιάδης από τη Ριζούντα στέριωσε στη Θεσσαλονίκη μετά το 1922

Σάββατο 31 Μαΐου 2014

 Γιώργος & Χρήστος Ευσταθιάδης
Σε ηλικία 93 ετών ο Χρήστος Ευσταθιάδης κατέβαινε κάθε πρωί στην Αγορά Μπεζεστένι της Θεσ­σαλονίκης, όπου διατηρούσε κατάστημα πώλησης ηλεκτρολογικού υλικού. Παλαιότερα ήταν εργολά­βος ηλεκτρολόγος. Τον τελευταίο καιρό ζούσε με τις αναμνήσεις του, μιλώντας με νοσταλγία για τον Πόντο και ιδιαίτερα για τη Ριζούντα, όπου γεννήθηκε το 1907. Πατέρας του ο Ιωάννης Ευσταθιάδης και μητέρα του η Άννα Ευσταθιάδου.
Για τη γενέτειρά του, τη Ριζούντα, λέει ότι είναι μεγάλη πόλη και λιμάνι, ανατολικά της Τραπεζού- ντας. Οι κάτοικοί της ήταν Έλληνες και Τούρκοι. Οι Έλληνες ζούσαν στην περιοχή του Γιαλού, δηλαδή κοντά στη θάλασσα. Είχε δύο ελληνικά δημοτικά σχολεία στην περιοχή του Ρωμανού και ένα στο Πάσιαμ.
Το δημοτικό ήταν εξατάξιο. Ο ίδιος ο Χρήστος Ευσταθιάδης δεν πρόλαβε να τελειώσει την πέμπτη τάξη. Στο σχολείο διδάσκονταν ελληνικά και λίγα τουρκικά.
Ήταν τον Μάρτιο του 1916, όταν οι τσαρικοί Ρώ­σοι κατέλαβαν τον ανατολικό Πόντο και τη Ριζού- ντα. Για ένα διάστημα οι Έλληνες έζησαν ελεύθεροι. Οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα τον Απρίλιο του 1916. Η Ρωσία ήταν σύμμαχος των Αγγλογάλλων στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1918).
«Εμείς χαρήκαμε που απελευθερωθήκαμε από την τουρκική σκλαβιά περίπου πεντακοσίων χρόνων», λέει. «Αυτά όλα τα θυμάμαι σαν να ήταν σήμερα. Στο λιμάνι της Ριζούντας έφτασαν 75 καράβια που ξεφόρτωναν στρατιώτες και άλογα.
Εγώ με τον πατέρα μου πήγαμε στον Ρώσο διοι­κητή. Όταν πλησιάσαμε τον Ρώσο φρουρό, βλέπω τον πατέρα μου να μου δίνει να κρατήσω το μπα­στούνι του και να κάνει τον σταυρό του. πήγε φίλησε τον Ρώσο φρουρό. Εγώ άφησα τον πατέρα μου και έτρεξα στην πλατεία της δημαρχίας, όπου γινόταν τελετή.
Η ενορία μας απείχε δέκα λεπτά από το κέντρο της Ριζούντας. Στην πλατεία, ένας Ρώσος παπάς έκανε αγιασμό και το λιμάνι είχε γεμίσει στρατό και άλογα. Στην πλατεία του δημαρχείου της Ριζούντας ο πατέρας μου είχε κατάστημα πώλησης υφασμάτων. Υπήρχαν εκεί Ελληνικά χρυσοχοεία και άλλα κατα­στήματα.
Οι Τούρκοι έκαναν θελήματα στους Έλληνες. Οι Τούρκοι έμποροι και τεχνίτες ήταν λίγοι. Πολλοί Τούρκοι γνώριζαν την ποντιακή διάλεκτο, τα ποντι­ακά τραγούδια και τους χορούς. Ο καλύτερος λυ­ράρης ήταν ο Τούρκος Σαντίκ, τον οποίο κάλεσε ο πατέρας μου στον γάμο της μεγάλης αδελφής μου
το 1917.
Τότε έγινε η επανάσταση στη Ρωσία και ο ρωσικός στρατός στον ανατολικό Πόντο πέταξε τα όπλα και οπισθοχώρησε. Οι Έλληνες τρομοκρατήθηκαν, γιατί οι Τούρκοι άρχισαν να φέρονται βάναυσα σε βάρος των Ελλήνων».
«Τον παπά της ενορίας μας», αναφέρει ο Χρήστος Ευσταθιάδης, «τον κακοποίησαν και του ζήτησαν λύτρα, αφού τον βασάνισαν επάνω στο βουνό. Το ίδιο έκαναν και σε άλλους.
Για να τους αφήσουν ελεύθερους,, οι Τούρκοι ζητούσαν να υποδείξουν άλλους Έλληνες, που θα είχαν την ευχέρεια να πληρώσουν. Πολλούς τους σκότωναν. Ο πατέρας μου πλήρωσε Τούρκους, που μας μετέφεραν εμάς τα παιδιά με μεγάλα καΐκια στο Βατούμ.
Μετά από μια εβδομάδα ήρθαν στο Βατούμ ο πατέρας και η μητέρα μας. Στο Βατούμ συγκρούονταν οι Ρώσοι με τους Τούρκους. Μείναμε εκεί μερικούς μήνες και πάλι ο πατέρας μου πλήρωσε σε ένα μεγάλο καράβι, που μας πήγε στην Αζοφική, στη νότια Ουκρανία.
Περάσαμε από το Νοβοροσίσκ, το Τουαψέ, όπου δεν μας δέχτηκαν, έτσι φτάσαμε στην Αζοφική, στο Μπερτιάσκα (Μαριούπολη). Εκεί μείναμε ολόκληρο τον χειμώνα, οι γονείς μου έπιασαν δουλειά. 
Εγώ ήμουν μικρός, ένδεκα ετών. Εκεί πήγα στο ρωσικό σχολείο και τελείωσα το δημοτικό σχολείο. Η δασκάλα μου ήταν Ελληνορωσίδα, την έλεγαν Μαρούσοβα. Και ο αδελφός της, που τον έλεγαν Κόλια (Νικόλα), δίδασκε κι αυτός.
Το σχολείο, θυμάμαι ότι βρισκόταν στην οδό Σπόγκοτα Γιαγκουλίτσα. Μετά από έναν χρόνο, γυρίσαμε πίσω, πήγαμε στο Κερτς γιατί και στη Μαριούπολη άρχισε η πείνα, λόγω του εμφυλίου.
Στο Κερτς μείναμε άλλον έναν χρόνο.
Ο αδελφός μου, μαζί με τον κουνιάδο του, άνοιξαν ένα μικρό μαγαζί και πουλούσαν φρούτα. Εγώ πουλούσα στους δρόμους σίμισκας (ξηρούς καρπούς).
Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που υπήρχε εκεί πηγαίναμε Έλληνες και Ρώσοι. Η λειτουργία γινόταν στα ρωσικά. Υπήρχε και ρωσικό σχολείο. Αλλά και εκεί άρχισε η πείνα.
Ο πατέρας μας μας μάζεψε και με ένα καΐκι, πήγαμε πάλι στο Βατούμ...
«Η οικογένεια μας έμεινε  με έξι παιδιά από τα δεκαέξι που γέννησε η μάνα μας. Γέννησε δίδυμα και τρίδυμα από τα οποία, άλλα πέθαναν στη γέννα και άλλα από τις αρρώστιες, που υπήρχαν πολλές, και από τις ταλαιπωρίες.
Φτάσαμε στο Βατούμ, όπου δεν θυμάμαι πόσους μήνες καθί­σαμε.

Στο διάστημα αυτό ήρθαν ελ­ληνικά καράβια και μας πήραν και ήρθαμε στην Ελλάδα. Εμείς ήρθαμε με το καράβι «Παναγιώ­της». Υπήρχε και ένα καράβι με το όνομα «Αραράτ». Σε αυτό ανέ­βηκαν Καυκάσιοι Έλληνες, που ξέφυγαν από τον τουρκικό ζυγό. Μαζί τους έφυγαν και πολλοί από το Μπορτζόμ και το Τσχισβάρι της Γεωργίας. Από αυτούς, πολλοί πήραν μαζί τους τις αποσκευές τους, ακόμη και ζώα. Υπήρχε και καράβι με το όνομα «Κωνσταντίνος» και άλλα με άλλα ονόματα.
Εμείς, με το καράβι «Παναγιώτης», περάσαμε από τον Βόσπορο και, στην Κωνσταντινούπολη, είδαμε τα ελληνικά θωρηκτά πολεμικά πλοία απέναντι από την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης. Συγκινήθηκα πολύ.
Το 1921, από την Πόλη ήρθαμε κατευθείαν Μάρτιο μήνα και μας έβγαλαν με βάρκες στην Καλαμαριά, κοντά στη σημερινή Νέα Κρήνη, που τότε ήταν χωράφια, χωρίς σπίτια. Από εκεί, φορτωμένοι τα υπάρχοντά μας, πεζοί, μας πήγαν στη Γεωργική Σχολή,. Εκεί κάναμε Πάσχα. Μας έδιναν μισό ψωμί στο άτομο και συσσίτιο. Κάναμε αρκετούς μήνες και μετά σκορπιστήκαμε. Πολλούς τους πήγαν στα παραπήγματα της Καλαμαριάς και άλλους σε χωριά του Κιλκίς και στον Σοχό του νομού Θεσσαλονίκης πέντε έξι οικογένειες από τη Ριζούντα. Ανάμεσά τους και η αδελφή μας με τον άντρα της και τα παιδιά τους. Στα χωριά δεν δέχονταν με καλό μάτι τους πρόσφυγες.
Εμείς πήγαμε στα παραπήγματα της Καλαμαριάς, όπου μείναμε 3-4 μήνες.
Πολλοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε στρατιωτικό νοσοκομείο του α' παγκοσμίου πολέμου που υπήρχε στην Καλαμαριά.
Μετά πήγαμε σε οίκημα στη γωνία των οδών Μάρκου Μπότσαρη και Γαμβέτα, όπου, ανάμεσα στους 'Ελληνες, κατοικούσαν αρκετοί Εβραίοι, Τούρκοι και Αλβανοί.
Ο πατέρας μου με τον αδελφό μου άνοιξαν ένα ψιλικατζίδικο στην οδό Γαμβέτα. Εγώ, το 1923, πήγα να μάθω ηλεκτρολόγος. Στο μεταξύ, πέθαναν ο πατέρας, η μάνα μου, η γυναίκα του αδελφού μου και τα τρία παιδιά.
Η Καλαμαριά ήταν γεμάτη παραπήγματα και αντίσκηνα. Οι βρύσες ήταν υπαίθριες και οι λάσπες έφταναν στο γόνατο.
Τη στρατιωτική μου θητεία την έκανα στο πολεμικό ναυτικό, υπηρετώντας σε τρία πολεμικά καράβια, στο «Λέων», στο καταδρομικό «Έλλη», που το τορπίλισαν οι Ιταλοί στην Τήνο το 1940 και τελευταία στο «Ιέραξ».
Στον πόλεμο του 1940 δεν πήγα, αν και ζήτησα να πολεμήσω. Μας είπαν ότι θα υπηρετήσουμε στα πολεμικά καράβια που θα μας έδιναν οι σύμμαχοι. Έτσι μας είχαν σε εφεδρεία.
Το 1929, σε ηλικία 22 ετών, παντρεύτηκα την Εριέττα που καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Κάναμε δύο παιδιά, τη Στέλλα και τον Παναγιώτη. Τώρα έχω τέσσερα μεγάλα εγγόνια.
Στη ζωή μου άρεσαν οι παρέες και τα γλέντια. Ασχολήθηκα με τον συνδικαλισμό των ηλεκτρολόγων».
Για την προσφορά του τιμήθηκε από διάφορους φορείς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο δήμος Καλαμαριάς, για τις προσπάθειές του για τον συνοικισμό Βότση. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Κατόπιν, με την ανοικοδόμηση, άνοιξαν οι δουλειές.
Του ζητήσαμε να μας πει ένα τραγούδι από τα παλιά. Εκείνος είπε ένα του 1921-1922 για τη Σμύρνη, που λέει:
Στην Πόλη σφάζουν τα αρνιά, στη Σμύρνη τα γελάδια
 και πέρα στο Εσκί Σεχίρ σφάζουν τα παλλικάρια.
Στο Εσκί Σεχίρ το τρομερό και συρματοπλεγμένο 
Μου έχεις κάψει την καρδιά, παναθεματισμένο!


Νικος Τελιδης
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah