Αφήγηση του Χρήστου Γεωργιάδη (χειρόγραφη μαρτυρία, ΚΜΣ)

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014


«έφεραν εις την Σαμψούντα πεντακόσιες περίπου οικογένειες πρόσφυγας Αλβανούς-Τούρκους με την προϋπόθεσιν να τους εγκαταστήσουν εις τα ελληνικά χωριά [...]
Μόλις όμως έλαβαν τα έγγραφα οι δήμαρχοι των χωριών δια την αποκατάστασιν των Τούρκων- Αλβανών, αμέσως εκλέξανε μία επιτροπήν και πήγαν εις τον Αρχιεπίσκοπον Γερ­μανόν δια να τον συμβουλευθούν τι πρέπει να κάνουν [...]



 Ο Αρχιεπίσκοπος τους έστειλε εις τον Νομάρχην και τους είπε: “Παντί τρόπω να μην τους δεχθήτε εις τα χωριά σας και μάλιστα να αντισταθήτε εις τας διαταγάς του Νομάρχου” [...] οι της επιτροπής γύρισαν έκαστος στα χωριά του και αμέσως ειδοποίησαν όλους τους κα­τοίκους των χωριών που ευρίσκοντο πλησίον της Σαμψούντος να εφοδιασθούν ο καθ’ ένας με ξύλα, κασμάδες και τσεκούρια και να συγκεντρωθούν εις τον δημό­σιον δρόμον [...]

 Ήτο μήνας Μάιος 1913 [...] Όλος ο κόσμος θα ήτο περίπου τρεις χιλιάδες. Σε κάθε οδόν του χωριού που θα εισήρχοντο οι πρόσφυγες εφύλαγε ένα πλήθος ανθρώπων εφοδιασμένων με ρόπαλα, τσεκούρια και κασμάδες και επερίμεναν νύκτα και ημέρα. Σε κάθε λόφον του χωριού ήσαν και τέσσαρες-πέντε αντάρτες οπλισμένοι». 
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah