ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ (BUNIAMIN KOCAOGLU)

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Ο λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Σακάρια (Αντάπαζαρι), Μπουνιαμίν Κοτζάογλου, έγραψε ένα εξαιρετικό βιβλίο με τον συνηθισμένο στους Τούρκους τίτλο: Η Σαμψούντα στα χρόνια του Απελευθερωτικού Αγώνα και υπότιτλο «Οι δραστηριότητες της 15ης Μεραρχίας στη Σαμψούντα 1919-1921». Κατά το περιεχόμενό του θα έλεγε κανείς ότι το βιβλίο αποτελεί διατριβή με θέμα την ιστορική πορεία της 15ης Μεραρχίας.
Επειδή η δράση της Μεραρχίας αναπτύχθηκε στα χωριά της περιοχής Σαμψούντας και μάλιστα στην κρίσιμη περίοδο 1919-1921, έχει μεγάλο ενδιαφέρον η παρακολούθηση της πορείας της. Η Μεραρχία αυτή από το μέτωπο της Ρουμανίας μεταφέρθηκε στο Μέτωπο της Καυκασίας και ειδικότερα στο Βατούμ. Αφού έλαβε μέρος σε κάποιες μάχες στα μέτωπα του Αζερμπαϊτζάν και του Νταγκιεστάν, τελικά επέστρεψε στο Βατούμ κι από εκεί έλαβε εντολή να μεταφερθεί στη Σαμψούντα.
Κατά το συγγραφέα, ο λόγος που επέβαλε αυτήν τη μεταφορά ήτανε το γεγονός ότι η δημόσια τάξη στην περιοχή Σαμψούντας, εξ αιτίας των δραστηριοτήτων των Ελλήνων ανταρτών, είχε διασαλευθεί και η κυβέρνηση δεν ήθελε να δώσει αφορμή στους Συμμάχους (σε εκτέλεση όρων της Συνθήκης του Μούδρου) να στείλουν δικά τους στρατεύματα για την εμπέδωση της τάξης. Μόνιμος φόβος των Τούρκων ήταν πως αν περνούσαν συμμαχικά στρατεύματα στον Πόντο θα έμεναν εκεί μόνιμα.
 Έτσι επειδή οι δυνάμεις της Χωροφυλακής δεν μπορούσαν από μόνες τους να επιβάλουν την τάξη, αναγκάσθηκε η κυβέρνηση των Νεότουρκων να στείλει στην περιοχή τη 15η Μεραρχία.
Για τις δράσεις των ανταρτών αυτής της περιόδου γράφει ο Κοτζάογλου:
«Και πράγματι αμέσως μετά τη Συνθήκη του Μούδρου οι ελληνικές μειονότητες που βρίσκονταν στην περιοχή, με την ενίσχυση και των ξένων, είχαν αρχίσει να διαταράσσουν τη δημόσια τάξη στη Σαμψούντα. Από τις αρχές του 1919 οι Έλληνες αντάρτες στη Σαμψούντα και την περιοχή, αυξάνοντας συνεχώς τις κινητοποιήσεις τους, είχαν θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη. Αποτέλεσμα της δράσης των ανταρτών ήταν να ισχυροποιείται καθημερινά η άποψη ότι έπρεπε να εξασφαλισθεί η ασφάλεια σε ψυχές και περιουσίες, αφού οι Έλληνες αντάρτες έλεγχαν ήδη τους δρόμους».
Αυτήν την περίοδο, για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης στη Σαμψούντα αρμόδιο όργανο ήταν η περίφημη «Διοίκηση Περιοχής Σαμψούντος». Τελούσε υπό τη διοίκηση και τις εντολές του III Σώματος Στρατού που είχε έδρα τη Σεβάστεια. Τα μέτρα που έλαβε η Διοίκηση δεν έφταναν για την διασφάλιση της δημόσιας τάξης. Για το λόγο αυτό αναγκάσθηκε η κυβέρνηση να μεταφέρει τη 15η Μεραρχία στη Σαμψούντα είτε για να προλάβει την «αταξία» είτε για να εμπεδώσει την τάξη εκεί όπου είχε διασαλευθεί, εξαιτίας των δραστηριοτήτων των Ελλήνων ανταρτών.
Η 15η Μεραρχία ανήκε στη δύναμη του V Σώματος Στρατού που είχε έδρα το Βατούμ. Η μεταφορά της Μεραρχίας ξεκίνησε από το Βατούμ στα μέσα Δεκεμβρίου 1918 και ολοκληρώθηκε στα μέσα Ιανουαρίου 1919. Η Διοίκηση με κάποιες δυνάμεις εγκαταστάθηκαν στη Σαμψούντα και οι άλλες δυνάμεις διεσπάρησαν σε διάφορες περιοχές.
Στη χωρική δικαιοδοσία της Μεραρχίας ανήκαν οι περιοχές Σαμψούντας, Μπάφρας, Αλάτσαμ, Τσαρσαμπά, Ούνιας, Θερμών, Καβάκ και Φάτσας. Στην Μπάφρα τοποθετήθηκε το 56ο Σύνταγμα Πεζικού, με διοικητή τον ταγματάρχη Φεχμί μπέη.
Πρέπει στο σημείο αυτό να υπενθυμίσω ότι με τη Συνθήκη του Μούδρου η Τουρκία είχε υποχρεωθεί να διαλύσει το στρατό της και να αποθηκεύσει τον οπλισμό και τα πυρομαχικά της. Ωστόσο υπήρχε πρόβλεψη να μη διαλυθούν ορισμένες στρατιωτικές μονάδες τόσο για τη διαφύλαξη των συνόρων όσο και για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης. Μεταξύ αυτών των στρατιωτικών μονάδων που δεν διαλύθηκαν ποτέ ήταν και αυτές του Καυκάσου και της Σεβάστειας.
Τον Δεκέμβρη του 1920 διαλύθηκε το III Σώμα Στρατού και ιδρύθηκε η «Κεντρική Στρατιά» (Merkez Ordusu) με διοικητή τον Νουρετίν πασά (Nurettin Pasa). Είναι ο ίδιος πασάς που έγινε πρώτος στρατιωτικός διοικητής-νομάρχης της φλεγόμενης Σμύρνης και είναι αυτός που παρέδωσε τον εθνομάρτυρα Χρυσόστομο στον όχλο. Είναι επίσης ο ίδιος πασάς επί των ημερών του οποίου ο Ελληνισμός του Δυτικού Πόντου υπέστη βάρβαρες διώξεις και βασανισμούς. Ήτανε δε τόσο απάνθρωπα και βάρβαρα τα μέτρα που διέταξε εναντίον των χριστιανών Ελλήνων, ώστε η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας τον παρέπεμψε σε δίκη, αλλά τελικά αθωώθηκε με το σκεπτικό ότι «το επέβαλαν οι περιστάσεις».
Στις 20-12-1920 η 15η Μεραρχία ενσωματώθηκε στην Κεντρική Στρατιά και μπήκε υπό τις διαταγές της μέχρι τον Μάιο του 1921, οπότε και εστάλη στο Μέτωπο της Σμύρνης.
Σύμφωνα με τον Κοτζάογλου, το χειμώνα του 1921 η 15η Μεραρχία προγραμμάτισε στρατιωτική επιχείρηση προκειμένου η περιοχή να εκκαθαριστεί μια για πάντα από τους Έλληνες αντάρτες. Η έναρξη της επιχείρησης σχεδιάστηκε για τον Απρίλιο του 1921 και πριν από αυτήν ρυθμίστηκαν ζητήματα όπως επικοινωνιών, τροφοδοσίας, συνεργασίας με τους Τούρκους φυλάρχους κ.λπ.
Σκοπός την επιχείρησης ήταν:
- Η εκκαθάριση των περιοχών μεταξύ Κάβζας και όρους Νεμπιάν από τους αντάρτες.
- Η συγκέντρωση των όπλων από τους Έλληνες της περιοχής (αφοπλισμός).
- Να καταστήσουν τους Έλληνες αντάρτες του όρους Νεμπιάν και της γύρω περιοχής ανίκανους να ξαναοργανωθούν στο μέλλον και
- Να καταστρέψουν όλα τα χωριά των ανταρτών που είναι στο Νεμπιάν και σε ανάλογα μέρη.
Η στρατιωτική επιχείρηση άρχισε στις 25-4-1921 και τελείωσε στις 27-5-1921, χωρίς να επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα υπήρξε πλήρης αποτυχία του εγχειρήματος, διότι το αντάρτικο επιβίωσε και συνέχισε την προηγούμενη δράση του.
Την αποτυχία της επιχείρησης τη συνομολογούν οι Τούρκοι και τη δικαιολογούν ως εξής: Γράφει ο Κοτζάογλου (σελ. 114):
«Παρότι ελήφθησαν όλα τα απαραίτητα μέτρα,, αυτή η επιχείρηση δεν στέφθηκε με επιτυχία. Οι σπουδαιότεροι λόγοι της αποτυχίας υπήρξαν:
α)Το ορεινό και δασώδες του εδάφους. Αυτή η κατάσταση από τη μια μεριά αδυνάτιζε την επιχειρησιακή δυνατότητα των Τούρκων στρατιωτών και από την άλλη διευκόλυνε την φυγή των ανταρτών.
β) Οι δυνάμεις που διετέθησαν για την επιχείρηση κατά του όρους Νεμπιάν ήταν ανεπαρκείς. Δεν μπόρεσε να δημιουργηθεί μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη για την επιχείρηση, επειδή ήδη ο προγραμματισμένος για την επιχείρηση στρατός πριν από την επιχείρηση και κατά τη διάρκεια αυτής είχε αρχίσει να αναχωρεί για το δυτικό μέτωπο (Σμύρνης).
γ) Οι άβολες καιρικές συνθήκες. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της επιχειρήσεως η ύπαρξη ομίχλης και βροχών διευκόλυνε την εύκολη φυγή των ανταρτών.
δ) Εκτός από αυτούς τους λόγους υπήρξαν και άλλοι λόγοι που κατέστησαν την επιχείρηση ανεπιτυχή, όπως ανεπάρκεια στο συντονισμό των στρατιωτών και ομαδική αντίσταση των Ελλήνων».
Μετά την αναχώρηση της 15ης Μεραρχίας για το δυτικό μέτωπο, τις επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών συνέχισε η νεοϊδρυθείσα X Μεραρχία. Για τους αντάρτες του Δυτικού Πόντου γράφει ο Κοτζάογλου:
«Στην περιοχή δικαιοδοσίας της 15ης Μεραρχίας, η πιο επικίνδυνη “μάζα ” ήταν οι Έλληνες. Αυτοί εκμεταλλευόμενοι τη δύσκολη κατάσταση που δημιουργήθηκε για τους Οσμανλήδες μετά τη Συνθήκη του Μούδρου και ωφελούμενοι από βοήθεια του εξωτερικού αυξήσανε τις δραστηριότητές τους στη Σαμψούντα σε σημαντικό βαθμό. Μάλιστα φαινότανε να είχανε διακόψει τις επαφές τους με την Οσμανική Κυβέρνηση.
 Ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων της περιοχής για ιδιωτικές ή επίσημες δουλειές προσέφευγε στη μητρόπολη Σαμψούντος. Αυτή την περίοδο σκοπός της Μητρόπολης ήταν να εξοπλίζει τους Έλληνες αντάρτες. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ενισχυόμενοι οι Έλληνες άρχισαν πυκνές αντάρτικες δράσεις σε βάρος του Τούρκικου Λαού».
Και. παρακάτω (σελ. 96):
«Στο Σαντζάκι της Σαμψούντος (Τζανικής) το μέρος όπου ήταν οι περισσότεροι αντάρτες και όπου αυτοί ανέπτυξαν την εντονότερη δράση ήταν ο Καζάς της Μπάφρας και ιδιαίτερα η περιοχή του όρους Νεμπιάν. Σύμφωνα με έκθεση της Δ ιοίκησης του 56ου Συντάγματος Πεζικού (έδρα Μπάφρα) μόνο από 5-10 χωριά του όρους Νεμπιάν και της περιοχής του η δύναμη των ανταρτών ανέβαινε στους πεντακόσιους (500). Το σύνολο αυτών των ανταρτών ήτανε εξοπλισμένο. Ο πιο μικρός καπετάνιος είχε στην ομάδα του τουλάχιστον 40 με 50 αντάρτες. Ο πιο μεγάλος υποκινητής των ανταρτών της περιοχής Μπάφρας ήταν ο μητροπολίτης. Εκτός της Μητρόπολης σπουδαίο ρόλο στην ενίσχυση των ανταρτών έπαιξε και η ‘Επιτροπή Εθελοντών” που αποτελείτο από Έλληνες του Καζά της Μπάφρας. Επίσης διαπιστώνουμε ότι κι ένα μέρος των πετυχημένων Ελλήνων εμπόρων της περιοχής Μπάφρας συνέχισε να ενισχύει τους αντάρτες ηθικά και υλικά. Αυτοί οι έμποροι την ίδια περίοδο είχανε συχνές επαφές και με το Μητροπολίτη Σαμψούντος. Σύμφωνα με τις εντολές και οδηγίες που έπαιρναν από δω οι έμποροι, βοηθούσαν τους Έλληνες αντάρτες».
Στη συνέχεια ο Κοτζάογλου παραθέτει πίνακες με τα ονόματα των χωριών και των ανταρτών που έδρασαν στους καζάδες του Τσαρσαμπά, της Ούνιας (Οινόης), των Θερμών, της Φάτσας, της Κάβζας, του Λαντίκ και του Βεζίρκιοπρου.
Αναφερόμενος στο Ποντιακό Ζήτημα ο Κοτζάογλου καταγράφει όλες τις γνωστές απόψεις των Τούρκων για το θέμα με βάση τα όσα είπε ο Κεμάλ στο Συνέδριο του κόμματός του (Nutuk) και τα όσα αναγράφονται κυρίως στο γνωστό φάκελο Pontus Meselesi. Το νέο στοιχείο που προσθέτει ο λέκτορας είναι ότι δήθεν η ελληνική κυβέρνηση όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά που κατέλαβε ως λεία πολέμου στην Προύσα και τον Πάνορμο τα έφερε στην Κωνσταντινούπολη κι από κει από την παραλία του Γαλατά τα έστειλε με πλοία στους αντάρτες του Πόντου (σελ. 89).
Γράφει ο Κοτζάογλου: «Στην περίοδο του απελευθερωτικού αγώνα σε όλη την Οσμανική επικράτεια το μέρος που έζησε τις πιο έντονες δραστηριότητες των Ελλήνων ανταρτών ήτανε η Σαμψούντα. Μεταξύ των ετών 1919-1923 οι Πόντιοι αντάρτες μετέτρεψαν την Σαμψούντα σε Κέντρο της Ποντιοσύνης και με τις δράσεις που ανέπτυξαν κατέστρεψαν τελείως τη Δημόσια Τάξη».
Ο συγγραφέας, ως ακαδημαϊκός δάσκαλος, αποφεύγει δυσμενείς κρίσεις και ύβρεις σε βάρος των Ελλήνων. Κυρίως δε αποφεύγει να συνδέσει τα γεγονότα εκείνης της περιόδου με τη Σύγχρονη Ποντιοσύνη, που όλο και μεγαλώνει στη φαντασία κάποιων συμπατριωτών του.

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah