Η επανάσταση του Κεμάλ, 1919-1922, η εγκατάλειψη των Ελλήνων από τους Συμμάχους, οι νέες εξορίες καί οι σφαγές των αμάχων (ΜΕΡΟΣ 2ο)

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Επιστολή μελλοθάνατου
 Η ύπαιθρος ερημώνεται, οι δουλειές στις πόλεις και στα χωριά σταματούν, ο πληθυσμός, ελληνικός και τούρκικος, δεν κατεβαίνει στα αστικά κέντρα για συναλλαγές, η αγορά νεκρώνεται, με συνέπεια οι Τούρκοι έμποροι, που πήραν την πελατεία των Ρωμιών συναδέλφων τους, να πιέζουν τη Διοίκηση.
 Η Διοίκηση πάλι που πιέζεται και από το πρόβλημα του θερισμού των σπαρτών το καλοκαίρι, σοφίζεται το τέχνασμα της ανακωχής με τους Έλληνες αντάρτες.
 Έτσι, αξιωματούχοι του στρατού και της αστυνομίας έρχονται σε διαπραγματεύσεις με τους Ρωμιούς καπετάνιους το Μάρτιο του 1922 και τους προσφέρουν ευνοϊκούς όρους, ανάμεσα στους οποίους και την τροφοδοσία των γυναικόπαιδων καθώς και των ανταρτών από ορισμένα τούρκικα χωριά. Οι καπετάνιοι δέχονται.
Ακολουθεί ένα διάστημα ηρεμίας ως τον Αύγουστο. Οι Τούρκοι επωφελούνται και θερίζουν τα χωράφια τους, αλωνίζουν τα στάχυα και μπάζουν τα γεννήματά τους στα αμπάρια. Και τον Αύγουστο, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, αναθαρρημένοι από τη νίκη τους, καταπατούν την τοπική ανακωχή στο Δυτικό Πόντο και αρχίζουν νέο όργιο φόνων και βιαιοτήτων σε βάρος των Ελλήνων της περιοχής. Αναφέρεται ότι τον Οκτώβριο ο στρατηγός Λιβά πασάς, γυρίζοντας από το μικρασιατικό μέτωπο με 40.000 στρατό, καίει και ρημάζει τον τόπο.
Στοιχεία ενός πιο συγκεκριμένου γενικού απολογισμού της συμφοράς που έπληξε, ειδικά τον ελληνικό πληθυσμό της περιφέρειας Σαμψούντας από το 1914 ως το 1922, αναφέρουν ότι από το συνολικό ελληνικό πληθυσμό της περιοχής, που ήταν 75.494 από τον οποίο 15.973 της πόλης, 3.285 της Άνω Αμισού (Καδίκιοϊ) και 56.236 των περιχώρων, στην περίοδο 1914-1918, σκοτώθηκαν 10.946 (3.646 κάτοικοι της πόλης και 7.300 από τα χωριά).
 Από τους υπόλοιπους 64.548 κατοίκους, κατά την περίοδο 1921-1922, πέθαναν 15.612 άτομα. Απ’ αυτά, τα 2.588 σφάχτηκαν κατά τις 9 αποστολές θανάτου και τα 13.024 κάηκαν ζωντανά, απαγχονίστηκαν η πέθαναν στις εξορίες θανάτου που έγιναν από τις 4/17 Ιουνίου μέχρι 17/30 Σεπτεμβρίου του 1921, και, σε δεύτερη φάση, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Οι υπόλοιποι 48.936 κάτοικοι επιβίωσαν ταλανισμένοι μεταξύ ζωής και θανάτου, εξαφανισμένοι και κρυμμένοι ή κυνηγημένοι στα βουνά.
Στις 18 Οκτωβρίου του 1922, ο Λιβά πασάς δίνει αμνηστία με την προτροπή να παραδώσουν οι αντάρτες τα όπλα τους, να κατεβούν  «ελεύθερα» στη Σαμψούντα και να μπουν στα  πλοία για να πάνε στην Ελλάδα. 
Οι άοπλοι άντρες και τα γυναικόπαιδα εμπιστεύονται τον  εαυτό τους στην αμνηστία και κατεβαίνουν  στην πόλη. Οι αντάρτες όμως, και πιο πολύ οι  σημαίνοντες και γνωστοί, δε δίνουν πίστη στα  λόγια του Λιβά πασά, έπειτα μάλιστα από μερικά κρούσματα δολοφονιών, και δεν παραδίνουν τα όπλα. Νοικιάζουν κρυφά τούρκικα μοτόρια και με κίνδυνο της ζωής τους φεύγουν αμέσως κατά παρτίδες, στην Ελλάδα ή στη Ρωσία, στη Ρουμανία ή στη Βουλγαρία, κι από  κει, τελικά, πάλι στην Ελλάδα.
Μερικοί μένουν για ένα διάστημα στη Ρωσία  και αργότερα, μεμονωμένα, καταλήγουν στην Ελλάδα, πράγμα που συνεχίζει να γίνεται ως το 1938,40 αλλά και μέχρι σήμερα (2001).
Ο άμαχος πληθυσμός μαζεύεται στο μεταξύ στη Σαμψούντα και από κει μπαίνει σε πλοία και φεύγει. Το Νοέμβριο του 1922 ξεκινάει το πρώτο καράβι με πρόσφυγες για την  Ελλάδα. Απ’ αυτούς που βρίσκονται στην εξορία, στα βάθη της Ανατολής, άλλοι γυρίζουν  στη Σαμψούντα κι από κει έρχονται με πλοία  στην Ελλάδα, άλλοι, οι πιο πολλοί, από τη Μαλάτεια έρχονται εδώ μέσω Συρίας.
Η έξοδος των Ρωμιών της περιφέρειας κράτησε πολύν καιρό. Το μεγάλο κύμα των κατοίκων της φεύγει τους τελευταίους μήνες του  1922 και τους πρώτους του 1923. Η φυγή συνεχίζεται σ’ όλο το διάστημα του 1923 και  1924, οπότε μπαίνουν στο γενικό κανάλι της  κανονικής φυγής, με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) περί Ανταλλαγής πληθυσμών, τα ελάχιστα υπολείμματα των Ελλήνων της περιφέρειας Σαμψούντας. 
Οι άντρες, εξάλλου, που ήταν στρατευμένοι και βρίσκονταν στα μαρτυρικά Τάγματα Εργασίας, όσοι επέζησαν, κατέβηκαν από το Ερζερούμ στην Τραπεζούντα το 1923-1924 κι από κει γύρισαν στη Σαμψούντα για να φύγουν αμέσως στην Ελλάδα.
 Μερικοί, από το Ερζερούμ πήγαν στο Διάρμπεκιρ κι από κει, μέσω Συρίας, ήρθαν εδώ.
Μια ιδέα για την ποικιλία του χρόνου εξόδου των χωριών της περιφέρειας μας δίνει η παρακάτω απαρίθμηση: Μαραντάντων (1922), Όξε (1923 και καλοκαίρι 1924), Πελιτάντων (1923, 1924), Σαρίκλησε (1923), Τσιναρλού (1923), Τέβκερις (1922 και 1923), Τσινίκ (1923), Τεκνέ-πουνάρ (1922), Τοϊγάρ (1922 με το βαπόρι «Χατζή Μουλά»), Τσάμαλαν (1922), Τϋτuklu (1923, 1924), Τϋβετζίκ (1922), Φουντουτσάχ (26 Οκτωβρίου 1923).
Οι πρόσφυγες της μαρτυρικής πόλης εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, Αθήνα Πειραιά, Θεσσαλονίκη, και κυρίως στις πόλεις των καπνοπαραγωγικών περιοχών της Δράμας και Καβάλας.
 Οι κάτοικοι των χωριών της περιφέρειας, ταλαιπωρημένοι και αποδεκατισμένοι από τις αρρώστιες πάνω στα καράβια και από τις επιδημίες χολέρας στους στρατώνες Σελιμιέ της Κωνσταντινούπολης, μετά το πέρασμά τους από τις καραντίνες του Άι-Γιώργη Πειραιά και Καράμπουρνου Θεσσαλονίκης, σκόρπισαν, όσοι επέζησαν, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, κυρίως της Μακεδονίας.
Δεν μπορεί να γίνει λόγος για εγκατάσταση των κατοίκων του κάθε χωριού χωριστά, γιατί το ελάχιστο ποσοστό των ατόμων που τελικά κρατήθηκε στη ζωή, είχε ήδη γίνει ένα ανθρώπινο μείγμα στις εξορίες, στα βουνά, στο λιμάνι της Σαμψούντας, στα καράβια και στις καραντίνες.
Έτσι, σήμερα, στους τόπους εγκατάστασης των Σαμψουντίων (όπου έγινε αυτό ομαδικά από τους κατοίκους της περιφέρειας) παρουσιάζεται η εικόνα ενός μωσαϊκού από πρόσφυγες των διαφόρων χωριών. Κύριοι τόποι εγκατάστασης, ωστόσο, είναι οι καπνοπαραγωγικοί νομοί Δράμας, Καβάλας, Κιλκίς, Ξάνθης και Πρέβεζας. Κανενός χωριού της Σαμψούντας οι κάτοικοι δεν ξεχώρισαν, ώστε να δημιουργήσουν στην Ελλάδα δικό τους ολότελα νέο χωριό.
Μόνο ομαδική, λοιπόν, εγκατάσταση κατοίκων από διαφορετικά χωριά της ίδιας περιφέρειας (συχνά μαζί με πρόσφυγες από γειτονικές στη Σαμψουντα περιφέρειες) έχουμε. Μερικά τέτοια καινούργια ανάμεικτα χωριά φιλοδόξησαν, με το όνομα που πήραν, να θυμίσουν την περιφέρεια της προέλευσής τους τουλάχιστον. Έτσι, έχουμε τη Νέα Αμισό στη Δράμα, τα Αμισιανά στην Καβάλα, τη Νέα Σαμψούντα στην Πρέβεζα και τη Νέα Αμισό στην Ξάνθη.

Χρήστος Σαμουηλίδης





Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah