Η επανάσταση του Κεμάλ, 1919-1922, η εγκατάλειψη των Ελλήνων από τους Συμμάχους, οι νέες εξορίες καί οι σφαγές των αμάχων (ΜΕΡΟΣ 1ο)

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Μουσταφά Κεμάλ
Η πρώτη αστραπή «εν αιθρία» που θα φέρει σε λίγο τη μεγάλη μπόρα είναι η αποβίβαση στη Σαμψούντα, στις 19 Μαΐου του 1919, του στρατηγού Μουσταφά Κεμάλ πασά ως απεσταλμένου της τουρκικής κυβέρνησης στην Ανατολή, με την ιδιότητα του γενικού επιθεωρητή της Παραινετικής Επιτροπής, για να μεσολαβήσει για την ειρήνευση και συμφιλίωση των φυλών του τόπου.
Αντί γι’ αυτό όμως ο Κεμάλ, στις τρεις μέρες που έμεινε στην πόλη, συνεννοήθηκε μυστικά στο δημαρχείο με τους κορυφαίους του νεοτουρκικού κομιτάτου «Ένωση -Πρόοδος» και κατόπιν, σε επίσημο γεύμα που του παρέθεσαν οι τοπικές τουρκικές Αρχές, κήρυξε φανερά το μίσος του εναντίον των Ρωμιών, καθώς και την υποχρέωση των Τούρκων να τους εξοντώσουν.
Φεύγοντας από τη Σαμψούντα ο Μουσταφά Κεμάλ συνεχίζει το επαναστατικό του κήρυγμα στις μεγάλες πόλεις του εσωτερικού Κάβζα και Αμάσεια, όπου κάνει συγκέντρωση των στελεχών του κινήματος του.
 Από την Κάβζα πηγαίνει στο Βεζίρκιοπρου, στη Μερζιφουντα, και την Τοκάτη, και σχηματίζει τη μυστική οργάνωση «Κουβάι Μιλλί» (Εθνικές Δυνάμεις).
Αργότερα σχηματίζει επαναστατικό στρατό, στρέφεται εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης, αυτής που τον είχε χρίσει απεσταλμένο της, και διακηρύσσει ότι δεν αναγνωρίζει το σουλτάνο και την κυβέρνησή του!
Τέλος, κυριαρχεί και στην Άγκυρα, όπου εγκαθίσταται και συγκροτεί τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση (το Μπουγιούκ Μιλλέτ Μετζλισί).
Στην πρώτη συνεδρίασή της προτείνει την εξόντωση των Χριστιανών της Τουρκίας και οι αντιπρόσωποί της συμφωνούν και ορκίζονται μίσος εναντίον των Ελλήνων καθώς και εναντίον της Αντάντ, συγκροτώντας ταυτόχρονα το Εθνικό Συμβούλιο (Milli Sura).
Στο μεταξύ, οι Τούρκοι της Σαμψούντας, με την ανοχή των Άγγλων, εξοπλίζονται και δημιουργούν άταχτες μονάδες που θ’ αρχίσουν σε λίγο να εξορμούν και πάλι στα ελληνικά χωριά. Οι Ρωμιοί αποφασίζουν να πάρουν κι αυτοί τα όπλα για να υπερασπίσουν τις οικογένειές τους (βλ. Αρχεία Κ.Μ.Σ., φακέλους περιφέρειας Σαμψούντας και χωρίου Τσιμενλί).
Τον Σεπτέμβριο του 1919 οι Άγγλοι αδειάζουν τη Σαμψούντα. Το χαρμόσυνο αυτό γεγονός, για τους Τούρκους, το αναγγέλει στις 27-28 του ίδιου μήνα ο Κεμάλ. Και γενικά οι «Σύμμαχοι», Άγγλοι, Γάλλοι και Αμερικανοί, στρέφονται σιγά σιγά και κρυφά με το μέρος του Κεμάλ.
Το Νοέμβριο του 1919 έρχεται από την Πόλη ένας Έλληνας απεσταλμένος, ο αξιωματικός Καραΐσκος, και προσπαθεί να οργανώσει, στην ύπαιθρο της Σαμψούντας, τις άτακτες ελληνικές αντάρτικες ομάδες. Καταφέρνει λίγα πράγματα.
Με την αρχή του νέου χρόνου, 1920, οι Τούρκοι, έχοντας λυμένα τα χέρια τους από την πλευρά των δυτικών συμμάχων, ετοιμάζονται να προβούν σε δράση για να εκτελέσουν τις εντολές του Κεμάλ.
 Έτσι, από τον Φεβρουάριο ιδιαίτερα, η πολιτική τους σκληραίνει απέναντι στους Ρωμιούς του Πόντου και, ιδιαίτερα, της περιφέρειας Σαμψούντας. Το Μάη του 1920 οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, μαζί με 10.000 στρατό, μπαίνουν στα ελληνικά χωριά και βιαιοπραγούν άγρια- καίνε τα σπίτια και σκοτώνουν τους κατοίκους ή τους εξορίζουν στα βάθη της Ανατολής ως τη Μαλάτεια.
Αναφέρονται τουλάχιστον δώδεκα χωριά που κάηκαν και οι κάτοικοί τους στάλθηκαν εξορία: Τέβκερις, Τσιναρλού, Τυβετζίκ, Τυτυκλυ, Τεκνέ-πουνάρ, Μαραντάντων, Φουντουτσάχ, Τσάμαλαν, Καμάν, Τοαρτάχ-κερίς, Σαρί-πουγιούκ, Πελιτάντων. Ο Γ. Βαλαβάνης, αναφέρει ονομαστικά 58 «πυρποληθέντα χωριά μέχρι Νοεμβρίου 1921», ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναφέρει επίσης ονομαστικά «τον ολοκληρωτικόν αφανισμόν» 148 χωριών.
Στην πόλη γίνονται δολοφονίες Ρωμιών αλλά και απαγωγές, για τις οποίες ζητούνται λύτρα, και γενικά επικρατεί τρομοκρατικό κλίμα. Τα μεσάνυχτα της 27ης Οκτωβρίου (9 Νοεμβρίου) του 1920, με διαταγή της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας, έγινε η σύλληψη και φυλάκιση, με σκοπό την απέλαση, των 72 Ελλήνων υπηκόων της Σαμψούντας, οι οποίοι φεύγουν με το ατμόπλοιο «Λόιδ Τριεστίνο» στις 16 Νοεμβρίου, ενώ τα περιουσιακά τους στοιχεία δημεύονται.
Ακολουθούν οι συλλήψεις αντρών και νέων της πόλης της Σαμψούντας, από 13-50 χρόνων, στις 3/16 Ιανουαρίου του 1921, και η ομαδική αποστολή τους στο θάνατο:
Πρώτη αποστολή, 1.040 άτομα. Θανάτωση των 701 στο Καβάκ, στις 4/17 Ιουνίου του 1921.
 Δεύτερη αποστολή, 677 άτομα. Εξορία τους στη Μαλάτεια και Καγκάλ, στις 5/18 Ιουνίου, χωρίς να σφαγούν.
Τρίτη αποστολή, 1.085 άτομα. Σφαγή των 700 στο Τσιμπούς-χαν και 120 στο Μαχμούρ-νταγ.
 Τετάρτη αποστολή, 580 άτομα. Θανάτωση των 229 νέων, μαζί με άλλους 397 άλλων περιοχών, στο Σεϊτάν-ντερεσί (Κοιλάδα του Διαβόλου), στις 3 Ιουλίου του 1921.
Πέμπτη αποστολή, 365 άντρες. Στις 16/29 Ιουνίου στέλνονται στην εξορία. Στο δρόμο συνενώνονται με άλλους 101 από την Οινόη, 600 από την Κερασούντα, Κοτύωρα και Φάτσα, και οδηγούνται στη Μαλάτεια και το Ελπινιστάν.
Έκτη αποστολή, 262 άντρες. Στις 11/24 Αυγούστου στέλνονται στην εξορία στο Χαρπούτ, Μαλάτεια και Διάρμπεκιρ.
Έβδομη και όγδοη αποστολή, 36 άντρες και 450 γυναίκες και παιδιά. Εξορίζονται στη Μαλάτεια. Οι περισσότεροι πεθαίνουν στο δρόμο από πείνα και αρρώστιες.
Ένατη αποστολή, 206 αντρών και νέων στις 17/30 Σεπτεμβρίου. Οι περισσότεροι, 166 ακριβώς, πεθαίνουν από πείνα, αρρώστιες και κρυοπαγήματα.
Έτσι, μέσα σε δυο τρεις μήνες, 2.193 εξακριβωμένα άτομα, όλος σχεδόν ο αντρικός πληθυσμός της πόλης Σαμψούντας, βρίσκει φριχτό θάνατο με σφαγή ή από πείνα και κακουχίες.
Ματθαιος Κωφιδης
Στο μεταξύ, στις 23 Ιανουαρίου του 1921, συλλαμβάνεται το προσωπικό της Μητρόπολης και 72 επιστήμονες, εκπαιδευτικοί, υπάλληλοι και έμποροι της Σαμψούντας, καθώς και άλλοι 12 από τις γειτονικές πόλεις Πάφρα και Αλάτσαμ. Μετά από 8 μέρες τους στέλνουν στην Αμάσεια και τους φυλακίζουν με την κατηγορία ότι ενέχονται στο ζήτημα της «Δημοκρατίας του Πόντου». 
Στις 21 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους καταδικάζονται σε θάνατο από το Δικαστήριο Ανεξαρτησίας (Ιστικλάλ μαχκεμεσί) και απαγχονίζονται.
Τον ίδιο καιρό τα χωριά, ιδιαίτερα της περιφέρειας Σαμψούντας, καίγονται, οι χωρικοί ατιμάζονται, εξορίζονται, σφάζονται ή φεύγουν ομαδικά στα δάση και στα βουνά.
Γενικά το Γενάρη του 1921 εξορίζονται κυρίως τα παραλιακά χωριά και αυτά που βρίσκονται κοντά στη Σαμψούντα, γιατί στα μεσογειακά συνήθως οι Τούρκοι δε βρίσκουν πολλούς κατοίκους, επειδή οι Ρωμιοί φρόντισαν να φύγουν στα βουνά.
 Οι επιδρομείς ωστόσο, που πατούν τα τελευταία, βλέποντάς τα άδεια, τα πυρπολούν. Λίγα είναι τα χωριά που οι κάτοικοί τους παραμένουν στα σπίτια τους, οπότε έχουμε ομαδικές σφαγές, όπως συνέβηκε με τα χωριά Καράπερτσιν και Άττα. Στο δεύτερο κάηκαν ζωντανοί ή νεκροί 340 άντρες και γυναικόπαιδα από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν και τους στρατιώτες.
Τα γυναικόπαιδα που κρύβονται στα βουνά τα υπερασπίζονται οι ένοπλοι αντάρτες. Δεν υπάρχουν ξεκαθαρισμένες και επαρκείς πληροφορίες για τη δράση των αντάρτικων ομάδων, για την έκταση που πήρε η κίνησή τους και για τις μάχες που έδωσαν εναντίον του τουρκικού στρατού και των άτακτων τσέτηδων. Από τις λιγοστές πηγές μας παίρνουμε απλώς μια ιδέα για το κεφάλαιο αυτό της ηρωικής άμυνας των Ρωμιών στην περίοδο αυτή.
Αναφέρεται ότι τον Ιούνιο του 1921 πολλά γυναικόπαιδα και άντρες, που κρύβονταν στα βουνά Σαλτούχ και Αγιούτεπε, προστατεύονταν από 600 αντάρτες με καπετάνιους τον Ιστύλ-αγά (Στυλιανό Κοσμίδη), τον Αναστάς-αγά (από την περιφέρεια Έρμπαγας), τον Γαράφυτο, τον Ουζούνφυτο, τον Χατζηκωστή, τον Παντέλαγα (Παντελή Αναστασιάδη), τον Τσαγκάλη, τον Παπούλα, τον Πατμάν, τον Δ. Κελεκίδη και άλλους.
 Οι Τούρκοι, με 7.000 στρατό, μετά την αποπεράτωση του καταστροφικού έργου τους στα χωριά, περικύκλωσαν τα δύο βουνά και εξόρμησαν για σφαγή. Οι αντάρτες αντέταξαν ηρωική άμυνα, έδωσαν επί δύο μέρες πολλές μάχες και ανάγκασαν τους Τούρκους να συμπτυχθούν, οπότε βρήκαν την ευκαιρία να μεταφέρουν τα γυναικόπαιδα έξω από τον κλοιό και να γλιτώσουν.
Όπως μαθεύτηκε αργότερα, μετά τη σύμπτυξη, οι Τούρκοι μεταφέρθηκαν στο μέτωπο της Άγκυρας για να ενισχυθούν οι εκεί δυνάμεις του Κεμάλ που απειλούνταν από τις επιθέσεις και τις επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού.
Αναφέρεται επίσης μια άλλη μάχη, τον Οκτώβριο του 1921, στο Καμάν-τεπεσί, όπου κρύβονταν 2.500 γυναικόπαιδα. Η μάχη κράτησε τρία μερόνυχτα. Τελικά σι αντάρτες κατάφεραν να φυγαδέψουν τον άμαχο πληθυσμό στο Νεμπιέν-νταγ.
Το 1922 κορυφώνεται η τραγωδία. Οι Ρωμιοί ζώντας στα βουνά και στα δάση χωρίς τροφή και θέρμανση, πέθαιναν από τις αρρώστιες  και την πείνα. Ως και σκυλιά ακόμα αναγκάστηκαν να φάνε για να επιβιώσουν, ενώ οι αντάρτες υποχρεώθηκαν από τα πράγματα να γίνουν βιαιότεροι και να αρχίσουν να κάνουν ληστείες και να καίνε τούρκικα χωριά. Το γεγονός αυτό δημιούργησε αναστάτωση και επέτεινε την κρίσιμη κατάσταση.

Χρήστος Σαμουηλίδης







Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah