ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ ( ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ- ΜΟΘΟΠΩΡΟΝ)

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Τη λέξη τη συναντάμε με διάφορες παραλλαγές στην περιοχή του Πόντου: στα Κοτύωρα ως το μεθόπωρον, στην Οινόη το μετόπωρον, στη Σάντα και Χαλδία το μοθόπωρον, στην Κερασούντα το μεθοπώριν, στη Χαλδία επίσης το συναντάμε και ως μεθοπώρ’ και μοθοπώρ’. Ως ουσιαστικό αρσενικού γένους ο μοθόπωρος συναντάται στην Κερασούντα, στην Κοτύωρα και στη Χαλδία.
Σαντα του Πόντου

Στην Τραπεζουντα ως ο μοθοπώρ’ς και στην Κερασουντα, τη Σάντα και τη Χαλδία ο μοθοπώρτς. Η γενική κάνει του μεθοπωρί(ου) ή μοθοπωρί(ον) και χρησιμοποιείται και ως επίρρημα χρονικό που σημαίνει κατά το φθινόπωρο: π.χ., «Άνοιξη εσκάλωσα την δουλείαν και μοθοπωρί’ ετελείωσα». Από το μο(ε)θόπωρον έχομε τις παράγωγες λέξεις μεθοπωρινός στη Χαλδία, μεθοπωρανός στα Κοτύωρα και στη Χαλδία, μεθοπωράτικος στη Σάντα, Χαλδία, μεθοπωριζ’νός στη Χαλδία και μοθοπωριζ’νός στη Σάντα.

Σε όλες αυτές τις περιοχές η λέξη αυτή χρησιμοποιείται ως επίθετο και σημαίνει φθινοπωρινός.
Έχουμε όμως και τη λέξη μεθοπωράτικα στην Κερασούντα και μοθοπωράτ’κα στη Σάντα, που χρησιμοποιείται και αυτή ως επίρρημα χρονικό, που σημαίνει κατά την εποχή του φθινοπώρου.
Το φθινόπωρο περιλάμβανε τους εξής μήνες: τον Σταυρίτεν, δηλαδή το Σεπτέμβρη, που πήρε το όνομά του από τη γιορτή του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), τον Τρυγομηνά, δηλαδή τον Οκτώβρη, που πήρε το όνομά του από την εποχή που γίνεται ο τρύγος, και τον Αεργίτεν, δηλαδή το Νοέμβριο, από τη γιορτή του αγίου Γεωργίου, που στον Πόντο γιορταζόταν στις 3 Νοεμβρίου.
Να πώς μας διασώζει ο Δ. Κ. Π (Σταυριώτης) σ’ ένα τραγούδι τον ερχομό του φθινοπώρου στον Πόντο:

«Αρ’ έρθεν το μοθόπωρον, τ’ Αγεσερι’ εδέβεν.

Σταυρίτα (Σεπτ.) φαίνεται γραού (πάχνη) και δείσα (ομίχλη) σα ραχία .
Και αρχινούν τα φυσετούς (δυνατοί άνεμοι), σκαλών'νε (αρχίζουν) τα κρυάδας.

Τα φύλλα εκιτρίντζανε, τα χορτάρα ’ξεράθαν.

 Τα κέτζα (παραθεριστές) εκατήβανε, οι ξενιτάρ’ επήγαν
τα στράτας είναι έρημα, τα δέβας (διαβάσεις) αγροτόπα».

Την εποχή αυτή στον Πόντο η φύση αρχίζει να μοιάζει με χειμωνιάτικη. Τα δέντρα μένουν γυμνά, στις βουνοπλαγιές δεν υπάρχουν χορτάρια και λουλούδια και, όταν ο ποιητής-λαός ρωτάει τα κρύα και δροσερά πηγάδια γιατί τρέχουν λυπημένα, αυτά απαντούν:


«Κλαίμε ντο ορφανίαμε κ' εδέβεν η χαρά ’μουν,

κορ’τζόπα άλλο 'κ' έρχουνταν να πιν' ας σα νερά μουν».

Όταν πάλι ρωτάει τον τσοπάνο γιατί με το καβαλόπον (τη φλογέρα) του λέει λυπητερά τραγούδια, αυτός απαντά:


«Κλαίω ντ’ εδέβεν άνοιξη κ' ερούξαν τα φυλλόπα,

πώς άλλο 'κι θα χαίρουμαι και με τα προατόπα!»

Αυτό το τραγούδι της Ίμερας που μας διέσωσε ο Αγαθάγγελος Φωστηρόπουλος δίνει παραστατικά την εικόνα του φθινοπώρου στον Πόντο. Γι' αυτό έπρεπε να σταρχίζ ’νε τ’ οσπίτ’. Η λέξη σταρχίζω απαντάται στην Κερασούντα, την Τραπεζούντα, τη Χαλδία και ως σταχίζω στη Σάντα, την Τραπεζούντα και τη Χαλδία. 

Στη μέση φωνή κάνει: σταρχίουμαι, σταρχίσκουμαι, σταχίουμαι. Στην ενεργητική φωνή σημαίνει εφοδιάζω το σπίτι με όλα τα αναγκαία τρόφιμα για τη χειμερινή περίοδο, ενώ στη μέση σημαίνει προμηθεύομαι τρόφιμα για το χειμώνα.
 Ως μετοχή σημαίνει αυτόν που έχει πλήρη εφόδια για το χειμώνα. Παράγεται από το μεσαιωνικό ρήμα σιταρκώ, που σημαίνει φροντίζω και προμηθεύομαι αρκετές ζωοτροφές, παρέχω στους στρατιώτες ή τους μισθωτούς εργάτες το μισθό και την τροφή.
Σταρχίζω τ' οσπίτ’ λοιπόν σημαίνει προμηθεύω με σιτηρά και τρόφιμα την οικογένεια. Γενικός ήταν ο κανόνας των Ποντίων να γεμίσουν δηλαδή το σπίτι με σιτάρι, κορκότα, πλιγούρι και κρέας παστό, που το έλεγαν καβουρμά, γιατί το χειμώνα λόγω του ψύχους, της έλλειψης συγκοινωνίας και καταστημάτων στα χωριά ήταν αδύνατον να προμηθευτούν οτιδήποτε.
Έτσι έκαναν και έναν απολογισμό για τη σοδειά που μάζεψαν όλο το καλοκαίρι και από την αποτίμηση αυτή της δουλειάς τους έβγαλαν διάφορες παροιμίες. Μια τέτοια έχουμε από το χωριό Αντρεάντων Αμισού:

«Χοριοθερί τα πουλία, μοθοπωρί μετρούν ατα».


Την εποχή αυτή γύριζαν και οι παρχαρέτ', οι παραθεριστές, καθώς και οι ρομάνες-παρχαρομάνες με τα κοπάδια στα χωριά και στις συνηθισμένες τους ασχολίες, αφού είχαν ετοιμάσει όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τόσο για το σπίτι τους όσο και για πούλημα (βούτορον, τσορτάνα, τσοκα-λίκ κ.ά.). Περιζήτητα μάλιστα για την καλή τους ποιότητα ήταν τα γαλακτοκομικά προϊόντα της Κρώμνης. Οι ρομάνες άφηναν πλέον έρημα τα βουνά και τα παρχάρια και κατέβαιναν στα χειμαδιά, περιμένοντας πάλι την άνοιξη, για να ξανανέβουν στις πλαγιές και στα οροπέδια.

Με τον ερχομό του φθινοπώρου όμως άρχιζαν να ερημώνουν και οι δρόμοι. Τον Οκτώβρη ήδη είχε τελειώσει η σπορά και το Νοέμβρη δεν έκαναν πια καμιά εξωτερική δουλειά. Μάλιστα έκαναν και την πρόβλεψη του καιρού από διάφορα σημάδια. Έτσι πίστευαν πως αν το φθινόπωρο είχε πολλά χαψία, τότε θα επακολουθούσε βαρύς χειμώνας: «εντώκαν έξ’ τα χαψία, οφέτος βαρυχειμωνιάν - ή βαρύν χειμωγκόν ‘α έχομε».
Γενικά ο ερχομός του φθινοπώρου γινόταν προάγγελος του χειμώνα και γι’ αυτό ήταν ο καιρός: «κατάβρεχος, χονόβρεχος, πάνια κακοκαιρία».
Έτσι, στο παράπονο του λαού, να μην ερχόταν ποτέ το φθινόπωρο με όλα του τα καλά, γιατί γίνεται αιτία να φύγει το καλοκαίρι και να ’ρθει ο άγριος χειμώνας, αυτό απαντά δίνοντας το μήνυμα της αισιοδοξίας: Κι αν έρθει ο χειμώνας και τα άγρια χιόνια, από πίσω θ’ ακολουθήσει η άνοιξη με όλα τα καλά της.
Θαυμάστε την υποφορά και ανθυποφορά στο ποντιακό δημοτικό τραγούδι, από την περιοχή της  Ίμερας:
«Μοθόπωρε, να μ’ έρχουσ’νε με τα καλά σ’ εντάμαν
 γιατί δάεις το καλοκαίρι φέρτς τ' άγρεν το χειμώναν.
-Εγώ κι αν φέρω χειμωγκόν κι αν φέρω άγρα χόνα
 από πίσ’ ξαν θα έρχεται άνοιξη με τ’ αηδόνα».

Έλσα Γαλανίδου-Μπαλφούσια
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah