Στον Πόντο είχε διάφορα κατά τόπους ονόματα. Στα Κοτύωρα λεγόταν χειμωγκός. Στην Ινέπολη , την Κερασούντα , την Οινόη, τη Σινώπη , την Τραπεζούντα και τη Χαλδία ο χειμός. Αυτό μαρτυρείται από
διάφορα μνημεία του λόγου.
Έτσι, έχουμε τη φράση «χειμόν και καλοκαίρην», δηλαδή σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Σ’ ένα γνωμικό από την Ινέπολη μάλιστα έχουμε τη φράση «ο χειμός αντρειούται για ως τα Φώτα, για αφ’ σα Φώτα», δηλαδή η σφοδρότητα του χειμώνα παρατηρείται γύρω στα Φώτα.
<![if !mso]>
<![endif]>
Χειμωνιάτικες ασχολίες με την
κτηνοτροφία
Έτσι, έχουμε τη φράση «χειμόν και καλοκαίρην», δηλαδή σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Σ’ ένα γνωμικό από την Ινέπολη μάλιστα έχουμε τη φράση «ο χειμός αντρειούται για ως τα Φώτα, για αφ’ σα Φώτα», δηλαδή η σφοδρότητα του χειμώνα παρατηρείται γύρω στα Φώτα.
Λεγόταν όμως και ο χειμώνας στην Κερασούντα, στα Κοτύωρα, τα Σούρμενα,
την Τραπεζούντα και τη Χαλδία.
Η λέξη χειμός είχε και άλλες σημασίες και στο στίχο που
ακολουθεί σημαίνει ραγδαία βροχή:
«Έρθεν αντάρα και χειμός και τρανόν χαλαρόια».
Στον Πόντο ο χειμώνας άρχιζε νωρίς και διαρκούσε πολύ. Μάλιστα, στα ορεινά μέρη έφτανε ακόμη και τους έξι μήνες. Στον Πόντο ο Δεκέμβριος λεγόταν Χριστιαννάρτς, από τη γέννηση του Χριστού, ο Ιανουάριος Καλαντάρτς, εξαιτίας των καλάντων, και ο Φεβρουάριος Κούντουρον, λόγω της περικοπής των ημερών του.
Μ’ ένα αίνιγμα σχετικό με την εμφάνιση του χειμώνα ρωτούσαν να μάθουν ποιος είναι ο Απτούλ που πέρασε και έριξε τα κουρέλια του: «Ο Απτούλ επέρασε τα παρτούλια τ’ κρέμισε».
Και φυσικά είναι ο χειμώνας, όταν ρίχνει χιόνι.
Όπως στη μητροπολιτική Ελλάδα, έτσι και στον Πόντο είχαν διάφορους τρόπους με τους οποίους προέβλεπαν τον καιρό του χειμώνα. Στο χωριό Αντρεάντων παρατηρούσαν τα πρόβατα, κι αν έβλεπαν ότι δάγκωναν τις πέτρες ή έφερναν ένα ξερό χορτάρι στο στόμα τους καθώς γύριζαν από τη βοσκή, αυτό το θεωρούσαν σημάδι ότι θα ακολουθούσε βαρυχειμωνιά.
Στο χωριό Χόψα επίσης μάντευαν τον καιρό από τις βροντές. Αν βροντούσε στο διάστημα μεταξύ δεύτερου δεκαπενθημέρου του Σεπτεμβρίου και Χριστουγέννων, προμηνυόταν βαρύς χειμώνας, αν όμως βροντούσε κατά τον Ιανουάριο ή το Φεβρουάριο, τότε πίστευαν ότι θα ακολουθούσε μεγάλη ευφορία.
Στη δεύτερη αυτή περίπτωση οι κάτοικοι κατέφευγαν στο εξής μαντικό μέσο: καιροφυλακτούσαν γυναίκες και κορίτσια και, μόλις βροντούσε, έριχναν στο τζάκι (’τζάκ ) τρεις φορές ένα κουτάλι (χουλιάρ’) κι αν και τις τρεις φορές έβλεπαν πως έπεφτε ύπτιο (ανάσκελα, ανάποδα), αυτό φανέρωνε μεγάλη ευφορία, αν όμως έπεφτε πρηνές (μπρούμυτα), τότε πίστευαν ότι θα ακολουθούσαν θεομηνίες και καταστροφές.
Ακόμη έκαναν και διάφορες ενέργειες, ώστε να προκαλέσουν ή να αποτρέψουν τον καιρό. Στην Ινέπολη το καλοκαίρι δεν έκαιγαν τους φλοιούς των σκόρδων, για να μην επικρατήσει ξηρασία κατά τη διάρκειά του και για να είναι αυτό, όσο το δυνατόν, πιο ήπιο. Επίσης πρόσεχαν τη γάτα και, αν έβλεπαν ότι αυτή ζύγωνε σε αναμμένο τζάκι και γύριζε τα πισινά της, τότε πίστευαν ότι προμηνύονταν χιόνι και βροχή.
«Έρθεν αντάρα και χειμός και τρανόν χαλαρόια».
Στον Πόντο ο χειμώνας άρχιζε νωρίς και διαρκούσε πολύ. Μάλιστα, στα ορεινά μέρη έφτανε ακόμη και τους έξι μήνες. Στον Πόντο ο Δεκέμβριος λεγόταν Χριστιαννάρτς, από τη γέννηση του Χριστού, ο Ιανουάριος Καλαντάρτς, εξαιτίας των καλάντων, και ο Φεβρουάριος Κούντουρον, λόγω της περικοπής των ημερών του.
Μ’ ένα αίνιγμα σχετικό με την εμφάνιση του χειμώνα ρωτούσαν να μάθουν ποιος είναι ο Απτούλ που πέρασε και έριξε τα κουρέλια του: «Ο Απτούλ επέρασε τα παρτούλια τ’ κρέμισε».
Και φυσικά είναι ο χειμώνας, όταν ρίχνει χιόνι.
Όπως στη μητροπολιτική Ελλάδα, έτσι και στον Πόντο είχαν διάφορους τρόπους με τους οποίους προέβλεπαν τον καιρό του χειμώνα. Στο χωριό Αντρεάντων παρατηρούσαν τα πρόβατα, κι αν έβλεπαν ότι δάγκωναν τις πέτρες ή έφερναν ένα ξερό χορτάρι στο στόμα τους καθώς γύριζαν από τη βοσκή, αυτό το θεωρούσαν σημάδι ότι θα ακολουθούσε βαρυχειμωνιά.
Στο χωριό Χόψα επίσης μάντευαν τον καιρό από τις βροντές. Αν βροντούσε στο διάστημα μεταξύ δεύτερου δεκαπενθημέρου του Σεπτεμβρίου και Χριστουγέννων, προμηνυόταν βαρύς χειμώνας, αν όμως βροντούσε κατά τον Ιανουάριο ή το Φεβρουάριο, τότε πίστευαν ότι θα ακολουθούσε μεγάλη ευφορία.
Στη δεύτερη αυτή περίπτωση οι κάτοικοι κατέφευγαν στο εξής μαντικό μέσο: καιροφυλακτούσαν γυναίκες και κορίτσια και, μόλις βροντούσε, έριχναν στο τζάκι (’τζάκ ) τρεις φορές ένα κουτάλι (χουλιάρ’) κι αν και τις τρεις φορές έβλεπαν πως έπεφτε ύπτιο (ανάσκελα, ανάποδα), αυτό φανέρωνε μεγάλη ευφορία, αν όμως έπεφτε πρηνές (μπρούμυτα), τότε πίστευαν ότι θα ακολουθούσαν θεομηνίες και καταστροφές.
Ακόμη έκαναν και διάφορες ενέργειες, ώστε να προκαλέσουν ή να αποτρέψουν τον καιρό. Στην Ινέπολη το καλοκαίρι δεν έκαιγαν τους φλοιούς των σκόρδων, για να μην επικρατήσει ξηρασία κατά τη διάρκειά του και για να είναι αυτό, όσο το δυνατόν, πιο ήπιο. Επίσης πρόσεχαν τη γάτα και, αν έβλεπαν ότι αυτή ζύγωνε σε αναμμένο τζάκι και γύριζε τα πισινά της, τότε πίστευαν ότι προμηνύονταν χιόνι και βροχή.
<![endif]>
ΦΕΛΙΧ
ΤΑΡΑΜΙ
|
Οι χωρικοί στον Πόντο έδιναν μεγάλη σημασία στα ζώα.
Χαρακτηριστικό δείγμα του γεγονότος αυτού είναι και η εξής ασχολία τους: Την
Πρωτοχρονιά έκαναν ξεχωριστή πίτα για τις αγελάδες και την έσπαγαν στα κέρατα
του βοδιού λέγοντας «δύναμη σ’ ωμία σ’», δίνοντάς του ένα κομμάτι, ενώ το
υπόλοιπο της πίτας το μοίραζαν στα άλλα ζώα. Αλλά και την Πρωτοχρονιά σε πολλά
μέρη, όταν έκοβαν τη βασιλόπιτα, έκοβαν κι ένα κομμάτι για τα ζώα τους.
Στα ορεινά μέρη του Πόντου, στο τέλος του καλοκαιρού και
στις αρχές του φθινοπώρου άρχιζαν να κατεβάζουν τα ζώα από τις θερινές βοσκές
(τα παρχάρια), στα χειμαδία (Κοτύωρα, Σάντα, Χαλδία), δηλαδή στα μέρη όπου
έπρεπε να διαχειμάσουν, να περάσουν το χειμώνα.
Υπήρχαν και ειδικοί άνθρωποι στη Σάντα και αλλού που
έπαιρναν κοντά τους τα ζώα και τα φρόντιζαν για τη διαχείμαση, στους οποίους
έδιναν ως αμοιβή τα χειμαστικά. Έτσι, στη Λιβερά, όταν υπήρχαν κατά το χειμώνα
λιγότερα χιόνια, οι κτηνοτρόφοι πήγαιναν στο υγρόν, δηλαδή στα δάση και μάλιστα
εκεί όπου ήταν πλούσια η βλάστηση, και μάζευαν χλωρά φύλλα από αειθαλή
δενδρύλλια και θάμνους, για να τα δώσουν στα ζώα μαζί με την ξηρά τροφή. Το
αποτέλεσμα ήταν τα ζώα να δίνουν περισσότερο και καλύτερο γάλα.
Ιδιαίτερη, περιποιημένη τροφή για τα ζώα το χειμώνα ήταν το
πλυμίν, που γινόταν από διάφορα λαχανικά βρασμένα με πολύ νερό: κυρίως το
πλυμίν το πρόσφεραν σε αγελάδες που μόλις είχαν γεννήσει.
Σχεδόν το ίδιο σύστημα είχαν και στην Ίμερα. Εδώ τα αποθηκευμένα χόρτα τα θέριζαν οι γυναίκες την
άνοιξη με μικρά δρεπάνια και με πολλές δυσκολίες. Τα χόρτα ήταν τριφύλλια μέσα
από το χωριό ή τα μακρινά και πετρώδη χορτοθέρια.
Όταν τα μάζευαν, τα άπλωναν
επιτόπου σε σειρές και, αφού ξεραίνονταν, τα μετέφεραν οι θερίστριες στο
χωριό, πάνω στην πλάτη τους, αφού δεν είχαν υποζύγια. Επίσης στα ζώα έδιναν τροφή
και ξερά φύλλα από το δάσος, που τα έλεγαν γαζάλα. Τις ηλιόλουστες μέρες του
χειμώνα ελημερ’νίαζαν τα πρόβατα, δηλαδή τα έβγαζαν έξω πάνω στα δώματα, για να
λιαστούν.
Στο χωριό Δερετάμ ή Μποντζουκλού-Σεκού (Νικοπόλεως),
μάλιστα, όπου ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς, οι κάτοικοι από 12-45 ετών θέριζαν, συγκεντρώνοντας
40, 60 ακόμη και 80 αμάξια χόρτο η κάθε οικογένεια.
Και τούτο διότι το υπερκείμενο βουνό, το Κιοσέ-Νταγ (Σπανό βουνό), ήταν σκεπασμένο με χιόνια από ένα με δύο ή και δύο με τέσσερα μέτρα, επί έξι ολόκληρους μήνες.
Μόλις όμως αυτά έλιωναν, κατά τον Απρίλιο και το Μάιο, γρήγορα καλυπτόταν από πλούσια βλάστηση, κατάλληλη για τη βοσκή χιλιάδων ζώων. Αλλά και στη Ματσούκα υπήρχαν υπέροχα παρχάρια με έδαφος γεώδες και απαλό. Ήταν οι «Ποντικές Αλπεις» με χόρτο που έφτανε το μισό ή ένα μέτρο. Γενικά πάνω από τα 1.500 μέτρα οι κορυφές ήταν γυμνές, με άφθονο χόρτο, κι εδώ ήταν τα καλύτερα λιβάδια. Τη βλάστηση την ευνοούσε η οείσα, η καταχνιά που επικρατούσε όλη την καλοκαιρινή περίοδο, κάνοντας το κλίμα δροσερό και χλοερούς τους βοσκότοπους.
Μία από τις βουνοκορφές της Ματσούκας είναι και ο Αγε-Σέρ’ς (Αγιος Σέργιος) στα 2.700 μέτρα. Εδώ βρίσκεται η κορυφή του όρους Θήχης, από την οποία πιστεύεται ότι οι Μύριοι του Ξενοφώντα φώναξαν «θάλαττα θάλαττα», χαρούμενοι ότι βρήκαν το δρόμο της επιστροφής. Εδώ βρίσκονται και οι πηγές του πολυτραγουδισμένου ποταμού Πυξίτη. Έτσι, όταν οι χωρικοί έβλεπαν καλοθρεμμένα τα ζώα των άλλων το χειμώνα, αναρωτιούνταν τι να τρώνε. Η απάντηση βρίσκεται στο ακόλουθο δίστιχο:
«Τη Δεσποινής τα πρόβατα ντό τρώγ’νε και χειμάζ’νε;
αρ’ τρώγ’νε ελατοκούκουτσα κ’ εβγαίν’νε παχυμένα».
Γίνεται φανερό από όλα αυτά ότι οι Έλληνες του Πόντου περνούσαν τη ζωή τους με σκληρή δουλειά, με δύσκολες συνθήκες αλλά και με αισιοδοξία για το καλύτερο μέλλον, που, ελπίζοντας στο Θεό, περίμεναν. Κρατούσαν με ευλάβεια τα ήθη και τα έθιμά τους και τις θρησκευτικές γιορτές, στις οποίες, πολλές φορές έδιναν και εθνικό χαρακτήρα, προσέχοντας να μην τους καταλάβουν οι Τούρκοι. Έτσι έσπαζε η μονοτονία, έρχονταν σε επαφή μεταξύ τους και οι δεσμοί τους γίνονταν αδιάρρηκτοι.
Εύστοχα ο ποιητής-λαός, αντικρίζοντας τα ψηλά βουνά, τα φιλάει, τα χαιρετάει και τα συμβουλεύει να μην έχουν θλίψη για το φθινόπωρο και να μην κλαίνε για το χειμώνα, γιατί γρήγορα θα ’ρθει η άνοιξη με όλες τις χαρές της:
«Ψηλά ραχία, πράσινα, φιλώ και χαιρετώ σας,
μοθοπωρί’ μη θλίφκουστουν, χειμωγκονί’ μη κλαίτεν».
Έλσα Γαλανίδου- Μπαλφούσια
Αποσπάσματα απο το βιβλίο "Ποντιακή λαογραφία"
Και τούτο διότι το υπερκείμενο βουνό, το Κιοσέ-Νταγ (Σπανό βουνό), ήταν σκεπασμένο με χιόνια από ένα με δύο ή και δύο με τέσσερα μέτρα, επί έξι ολόκληρους μήνες.
Μόλις όμως αυτά έλιωναν, κατά τον Απρίλιο και το Μάιο, γρήγορα καλυπτόταν από πλούσια βλάστηση, κατάλληλη για τη βοσκή χιλιάδων ζώων. Αλλά και στη Ματσούκα υπήρχαν υπέροχα παρχάρια με έδαφος γεώδες και απαλό. Ήταν οι «Ποντικές Αλπεις» με χόρτο που έφτανε το μισό ή ένα μέτρο. Γενικά πάνω από τα 1.500 μέτρα οι κορυφές ήταν γυμνές, με άφθονο χόρτο, κι εδώ ήταν τα καλύτερα λιβάδια. Τη βλάστηση την ευνοούσε η οείσα, η καταχνιά που επικρατούσε όλη την καλοκαιρινή περίοδο, κάνοντας το κλίμα δροσερό και χλοερούς τους βοσκότοπους.
Μία από τις βουνοκορφές της Ματσούκας είναι και ο Αγε-Σέρ’ς (Αγιος Σέργιος) στα 2.700 μέτρα. Εδώ βρίσκεται η κορυφή του όρους Θήχης, από την οποία πιστεύεται ότι οι Μύριοι του Ξενοφώντα φώναξαν «θάλαττα θάλαττα», χαρούμενοι ότι βρήκαν το δρόμο της επιστροφής. Εδώ βρίσκονται και οι πηγές του πολυτραγουδισμένου ποταμού Πυξίτη. Έτσι, όταν οι χωρικοί έβλεπαν καλοθρεμμένα τα ζώα των άλλων το χειμώνα, αναρωτιούνταν τι να τρώνε. Η απάντηση βρίσκεται στο ακόλουθο δίστιχο:
«Τη Δεσποινής τα πρόβατα ντό τρώγ’νε και χειμάζ’νε;
αρ’ τρώγ’νε ελατοκούκουτσα κ’ εβγαίν’νε παχυμένα».
Γίνεται φανερό από όλα αυτά ότι οι Έλληνες του Πόντου περνούσαν τη ζωή τους με σκληρή δουλειά, με δύσκολες συνθήκες αλλά και με αισιοδοξία για το καλύτερο μέλλον, που, ελπίζοντας στο Θεό, περίμεναν. Κρατούσαν με ευλάβεια τα ήθη και τα έθιμά τους και τις θρησκευτικές γιορτές, στις οποίες, πολλές φορές έδιναν και εθνικό χαρακτήρα, προσέχοντας να μην τους καταλάβουν οι Τούρκοι. Έτσι έσπαζε η μονοτονία, έρχονταν σε επαφή μεταξύ τους και οι δεσμοί τους γίνονταν αδιάρρηκτοι.
Εύστοχα ο ποιητής-λαός, αντικρίζοντας τα ψηλά βουνά, τα φιλάει, τα χαιρετάει και τα συμβουλεύει να μην έχουν θλίψη για το φθινόπωρο και να μην κλαίνε για το χειμώνα, γιατί γρήγορα θα ’ρθει η άνοιξη με όλες τις χαρές της:
«Ψηλά ραχία, πράσινα, φιλώ και χαιρετώ σας,
μοθοπωρί’ μη θλίφκουστουν, χειμωγκονί’ μη κλαίτεν».
Έλσα Γαλανίδου- Μπαλφούσια
Αποσπάσματα απο το βιβλίο "Ποντιακή λαογραφία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου