Ο συγγενικός δεσμός ανάμεσα στους Πόντιους ήταν ιερός.
Ιερότερος όμως θεωρούνταν ο δεσμός που γινόταν με τις κουμπαριές, δηλαδή όταν
ο ένας βάφτιζε το παιδί του άλλου και γίνονταν κουμπάροι.
Ο θεσμός αυτός στους Πόντιους ήταν ελεύθερος και όχι
κληρονομικός, όπως στους ντόπιους. Οι ντόπιοι, δηλαδή οι γηγενείς, για ν
αλλάξουν νουνό, έπρεπε, να ρωτήσουν το «κούτσουρο», δηλαδή τον κληρονομικό
νουνό. Κι αν εκείνος τους έδινε τη συγκατάθεσή του, τότε άλλαζαν νουνό. Αν όχι,
«η κατάρα του νουνού ήταν βαρύτερη απ’ την κατάρα του πατέρα».
Στους Πόντιους ο περιορισμός αυτός δεν υπήρχε. Το κάθε
παιδί μιας οικογένειας είχε το δικό του νουνό και η πνευματική συγγένεια μιας
οικογένειας διακλαδιζόταν σε διάφορες κατευθύνσεις.
Αν δύο φίλοι ή απλώς δύο γνωστοί ήθελαν να συγγενέψουν
μεταξύ τους και να γίνουν κουμπάροι, αποφάσιζαν να βαφτίσει ο ένας το παιδί του
άλλου και όλα τελείωναν.
Έτσι, μόλις γινόταν η συμφωνία κι έδιναν και οι δύο το
λόγο τους, αποφάσιζαν να κάνουν το σκούλλισμαν για να επισημοποιήσουν τη
συμφωνία τους. Για να γίνει όμως αυτό, συνεννοούνταν πρώτα οι δυο
κουμπάροι για τη μέρα και την ώρα που θα πήγαιναν, κι ένα βράδυ, ο μελλοντικός
νουνός έπαιρνε μερικούς συγγενείς και φίλους μαζί του και μαζί μ’ αυτούς και
με έναν κεμεντζετζή με την κεμεντζέν, πήγαιναν στο σπίτι του μελλοντικού
κουμπάρου, που τους περίμενε.
Γυναίκες σε αστική περιοχή του Πόντου |
Ο τελευταίος, κάνοντας όλες τις ετοιμασίες για το
γλέντι που θα ακολουθούσε, τους δεχόταν, τους καλωσόριζε και τους έβαζε να
καθίσουν ‘ς σον κα- λόν τον οντάν.
Πριν όμως τους κεράσουν κι αρχίσει επίσημα το γλέντι,
έπαιρνε ο νουνός το μικρότερο παιδί του κουμπάρου του κι έκοβε με το ψαλίδι
λίγες τρίχες σταυρωτά από το κεφάλι του. Αν δεν είχε παιδιά, τότε έκοβε λίγες
τρίχες από το κεφάλι της κουμπάρας που ήταν έγκυος, και τις ζύμωνε με τα
δάχτυλά του σε μια μπαλίτσα από γνήσιο κερί μέλισσας. Ύστερα, κολλώντας ένα
ασημένιο νόμισμα στην μπαλίτσα, την έπιαναν και οι δύο μαζί και την κολλούσαν
σ’ ένα μαδέρι του ταβανιού λέγοντας:
«Χαϊρλίδικα! Καλά βαφτίσια αγούριν!» έλεγε ο
μελλοντικός νουνός του παιδιού που θα γεννιόταν. Και αγκαλιάζοντας το
μελλοντικό κουμπάρο του, φιλιόνταν τρεις φορές σταυρωτά μεταξύ τους.
Τη στιγμή αυτή, τους έπιαναν όλοι από το χέρι, καθώς
στέκονταν γύρω τους, και τους εύχονταν: «Χαϊρλίδικα! ... Να χαρείτε και ’ς σο
βάφτισμαν!...»
Στη συνέχεια τους κερνούσαν γλυκά και ρακίν, και ο
κεμεντζετζής με την κεμεντζέν, που ήταν απαραίτητος σε τέτοιες επίσημες
εκδηλώσεις, άρχιζε κι έπαιζε χαρούμενους σκοπούς για να γιορτάσουν το ευχάριστο
τούτο γεγονός, που για την εποχή εκείνη το συγγένεμα με πολλούς ανθρώπους
επιβάλλονταν για πολλούς και διάφορους λόγους.
Στο μεταξύ ο νουνός έδινε χρήματα ή και κανένα
φιστάν’ στο παιδί του οποίου έκοβε τα μαλλιά, και από τότε φώναζε ο ένας τον
άλλο «κουμπάρε» και τις γυναίκες τους «κουμπάρισσες».
Μετά τη γέννηση και τη βάφτιση του παιδιού, κι όταν
αυτό μεγάλωνε, το νουνό του τον φώναζε «δεξάμενε» και «δεξαμέντσα» τη νουνά
του.
Εκείνος πάλι, όταν μιλούσε για το βαφτισιμιό του
έλεγε: «Τα’ εμέτερον το δεξιμάτ’» ή «τ’ εμόν το δεξιμάτ’...»
Το γλέντι, που έπαιρνε μεγαλύτερες
διαστάσεις μετά το φαγητό, κρατούσε πολλές ώρες και καμιά φορά και πολλές
μέρες, αν ήταν χειμώνας και δεν είχαν δουλειές στα χωράφια. Και τότε, η ρακή
μαζί με τις κοσσάρες’ που ξεκουπουλίζονταν και ψήνονταν σε κάθε σπίτι απ’ τα
δικά τους έπαιρναν κι έδιναν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου