Πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κι αργότερα ακόμα, στα μικρά τα μέρη δεν υπήρχαν γυναικολόγοι και γυναικολογικές κλινικές όπως σήμερα. Οι γυναίκες γεννούσαν με τον πρωτόγονο τρόπο και με τη βοήθεια κάποιας εμπειρικής μαμής, που μάθαινε την τέχνη της από άλλες πιο ηλικιωμένες γυναίκες του τόπου τους.
Στο Σύδενδρο Γρεβενών ζούσε, πριν από κάποια χρόνια, μια μαμή που τη φωνάξανε Μπάμπω Σοφία. Αυτή, όπως έλεγαν όλες οι άλλες γυναίκες του χωριού, ως μαμή δεν είχε καμιά αποτυχία στη ζωή της.
Η Μπάμπω Σοφία, που το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Κουσίδου, είχε μάθει τη μαιευτική από τη μακαρίτισσα την πεθερά της στο Σιαϊτανάντων της Τραπεζούντας, που, όπως έλεγαν, ήταν περίφημη μαμή.
Η Μπάμπω Σοφία, που ήρθε από την Τραπεζούντα μόνο με τη νύφη της την Κυριακή, εγκαταστάθηκε στο Σύδενδρο, κι εκεί έκανε τη μαμή ώσπου πέθανε.
Όταν τη φώναζαν να ξεγεννήσει καμιά γυναίκα, σηκωνόταν, όποια ώρα κι αν ήταν, κι έτρεχε να βοηθήσει την ετοιμόγεννη, βάζοντας τα δυνατά της κι όλη την πείρα και τις γνώσεις που κατείχε.
Αν ήταν χειμώνας, η πρώτη της δουλειά ήταν να βάλει να δυναμώσουν τη φωτιά και να γυρίσει τη ράχη της γυναίκας προς το τζάκι. Έτσι όπως ήταν, άρχιζε κι έτριβε τη ράχη της μαλακά μαλακά με την παλάμη της και σε λίγο την ξάπλωνε ανάσκελα στο πάτωμα, πάνω σε μια γερή, μάλλινη κουβέρτα.
Αυτή από το ένα μέρος και η νύφη της από το άλλο, έπιαναν την κουβέρτα από τις δύο άκρες και, σηκώνοντάς την πότε η μια και πότε η άλλη, ανάγκαζαν την ετοιμόγεννη να γέρνει ελαφρά, πότε προς το ένα μέρος και πότε προς το άλλο, για να «ξεκοπούν» το παιδί και το ύστερο από το σώμα της μητέρας.
Αυτή ήταν η πρώτη φάση των κινήσεων. Ύστερα, καθώς η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο πάτωμα, έμπαινε ανάμεσα στα σκέλια της και πιάνοντας με τα δυο της χέρια τα μεριά της, τη σήκωνε σιγά σιγά, έτσι που ν’ ακουμπάει μόνο το κεφάλι και οι ώμοι της στο πάτωμα κι άρχιζε να την κουνάει δεξιά κι αριστερά, ώσπου την ξάπλωνε και πάλι ανάσκελα στο πάτωμα, τη φάση αυτή την έλεγε κατακεφαλίασμαν. Αμέσως μετά, την έπιανε από το πίσω μέρος με τα δυο της χέρια και τη σήκωνε απότομα όρθια.
Οι κινήσεις αυτές και οι αναδιπλώσεις του σώματος, πίστευε, πως όχι μονάχα έκαναν να «ξεκοπεί» το παιδί από το σώμα της μάνας του, μα και να φέρει κάποια αναστάτωση στον οργανισμό της, με συνέπεια να δυναμώσουν οι πόνοι και τα ««τραβήγματα», να γίνουν ζωηρότερες οι συσπάσεις της μήτρας και, με την τάση για εμετό, να δυναμώσουν τα «τανίσματα» και να γίνει πιο εύκολος ο τοκετός.
Γι' αυτό σαν τέλειωναν όλα αυτά, έβαζε τη γυναίκα να γονατίσει με ανοιχτά τα σκέλια της μπροστά σε μια άλλη γυναίκα που καθόταν σε μια καρέκλα, κι όπως πιάνονταν και σφίγγονταν πάνω της, γεννούσε, χωρίς να το καταλάβει. Η μαμή, κόβοντας ύστερα τον οφαλό του νεογέννητου και δένοντάς τον με μια βαμβακερή, γερή κλωστή, το τοποθετούσε μέσα σε ζεστά, άσπρα, καλοπλυμένα και λαναρισμένα μαλλιά, για να μην κρυώσει, κι έβγαζε το «ύστερο» από τον κόλπο της γυναίκας, χωρίς να το καταλάβει.
Αν το παιδί ήταν στα καλά του, βγαίνοντας από την κοιλιά της Μάνας του, το ’βαζε στα κλάματα και στις φωνές. Αν όμως δεν έβγαζε καθόλου λαλιά, τότε το ’πιάνε από τα δυο του πόδια, το αναποδογύριζε με το κεφάλι προς τα κάτω, για να βγουν τα υγρά που τυχόν είχε καταπιεί, και το κουνούσε για να συνέλθει. Στη συνέχεια, σαν τελείωνε και με τη μητέρα, έπαιρνε κι έπλενε το μωρό σε χλιαρό νερό και το ’βαζε να ησυχάσει, απέσ’ ’ς σο κουνίν.
Αν στο διάστημα της λεχωνιάς πάθαινε κάτι η λεχώνα, τότε τη γήτευαν με τούτα τα λόγια:
«Ταβάρα, βάρα κι άγρυπνη
κι αγρυπνοπιμπιλίστρα,
καυκίν - καυκίν την θάλασσαν,
κοκκίν - κοκκίν την άμμον
μέτρα τ' ουρανού αστρά
, και των δεντρών τα φύλλα
κι άμα έεις καιρόν,
έλα και με τ’ εμέν».
Έτσι πλάνευε την Ταβάρα ο Ανέστης Σιδηρόπουλος από το Τερμιρτζάντων, που είχε εγκατασταθεί ως πρόσφυγας στο Σύδενδρο, και πίστευε πως η Ταβάρα ήταν κάποια νεράιδα που ενοχλούσε τη λεχώνα,
Μα ώσπου η Ταβάρα ν αδειάσει τη θάλασσα με το καυκί, να μετρήσει τους κόκκους της άμμου της θάλασσας, τ’ άστρα τ ουρανού, τα φύλλα από τα δέντρα, τα προβατομάλλια, του ποταμού τα κούμια (λιθρία) και τις τρύπες της απόχης, η ώρα περνούσε κι ερχόταν η μέρα, οπότε δεν μπορούσε να κάνει τίποτε.
Την κούνια όπου κοίμιζαν τα παιδιά τη λέγανε κουνίν.
Το κουνίν ήταν ξύλινο, με δύο ημικυκλικά ξύλινα πόδια, που στη βάση του είχε μια τρύπα, όπου κρεμούσαν ένα τενεκεδάκι για να μαζεύονται τα κάτουρα.
Το φάσκιωμα του παιδιού δεν το ’καναν με φασκιές και σπάργανα, μα το ’βαζαν ανάσκελα, με τα χέρια σε στάση προσοχής και τα τύλιγαν με το φουστανάκι του, για να μη τα βγάζει έξω. Αν ήταν αγόρι, του βάζανε ένα μπουκαλάκι ανάμεσα στα σκέλια του, για τα κάτουρα. Αν ήταν κορίτσι, του βάζανε δύο πλατιά φύλλα λαχανίδας ένα από κάτω κι ένα από πάνω, αφού πρώτα τα ζέσταιναν στη φωτιά, για να μαλακώσουν.
Ύστερα, τύλιγαν το σωματάκι του με μια κουβερτίτσα, κι όλα μαζί τα σκέπαζαν με μια χοντρή πάνα, που την είχαν δεμένη και τεξαρισμένη σε δυο παράλληλα ξύλα, που το ένα ήταν ακίνητο, δεμένο πάνω στο κουνίν, και τ’ άλλο κινητό, που το ’δεναν με σχοινιά στην άλλη πλευρά της κούνιας. Το σύστημα αυτό και ο τρόπος που τα φάσκιωναν ήταν καλά, γιατί το παιδί δεν έβρεχε τα πανιά του και ήταν πάντοτε ζεστό. Μόνο που ήταν υποχρεωμένο να μένει πάντα ανάσκελα και να διαμορφώνεται διαφορετικά το οστεϊκό σύστημα του κρανίου του, σχηματίζοντας πλάκα από πίσω.
Για να κοιμίσουν τα παιδιά τους στο κουνίν δεν ήταν αρκετό μόνο το κούνημα της κούνιας με το χέρι. Έπρεπε το κούνημα να συνοδεύεται και με κάποιο γλυκό, ήσυχο και μελωδικό τραγούδι, που θα γλύκαινε την ψυχή του και θα κάλμαρε τα νεύρα του. Τα τραγούδια αυτά, που είναι γνωστά σαν νανουρίσματα, είναι τραγούδια αυτοσχέδια, βασισμένα πάνω σε δημοτικά μοτίβα του κάθε τόπου, όπως τα παρακάτω:
Κοιμέθ’ αρνί μ’ κοιμέθ’ πουλί μ’
και πάρ’ τσ’ αυγής τον ύπνο,
εσύ ακόμα θα τρανύτς,
είσαι πολλά μικρίκον.
Μικρό μου, χαϊδεμένο μου,
μικρό λαλαχεμένο
ας σην αγάπη το πολλά,
οξωκά ’κι βγαίνω.
Στο Σύδενδρο Γρεβενών ζούσε, πριν από κάποια χρόνια, μια μαμή που τη φωνάξανε Μπάμπω Σοφία. Αυτή, όπως έλεγαν όλες οι άλλες γυναίκες του χωριού, ως μαμή δεν είχε καμιά αποτυχία στη ζωή της.
Η Μπάμπω Σοφία, που το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Κουσίδου, είχε μάθει τη μαιευτική από τη μακαρίτισσα την πεθερά της στο Σιαϊτανάντων της Τραπεζούντας, που, όπως έλεγαν, ήταν περίφημη μαμή.
Η Μπάμπω Σοφία, που ήρθε από την Τραπεζούντα μόνο με τη νύφη της την Κυριακή, εγκαταστάθηκε στο Σύδενδρο, κι εκεί έκανε τη μαμή ώσπου πέθανε.
Όταν τη φώναζαν να ξεγεννήσει καμιά γυναίκα, σηκωνόταν, όποια ώρα κι αν ήταν, κι έτρεχε να βοηθήσει την ετοιμόγεννη, βάζοντας τα δυνατά της κι όλη την πείρα και τις γνώσεις που κατείχε.
Αν ήταν χειμώνας, η πρώτη της δουλειά ήταν να βάλει να δυναμώσουν τη φωτιά και να γυρίσει τη ράχη της γυναίκας προς το τζάκι. Έτσι όπως ήταν, άρχιζε κι έτριβε τη ράχη της μαλακά μαλακά με την παλάμη της και σε λίγο την ξάπλωνε ανάσκελα στο πάτωμα, πάνω σε μια γερή, μάλλινη κουβέρτα.
Αυτή από το ένα μέρος και η νύφη της από το άλλο, έπιαναν την κουβέρτα από τις δύο άκρες και, σηκώνοντάς την πότε η μια και πότε η άλλη, ανάγκαζαν την ετοιμόγεννη να γέρνει ελαφρά, πότε προς το ένα μέρος και πότε προς το άλλο, για να «ξεκοπούν» το παιδί και το ύστερο από το σώμα της μητέρας.
Αυτή ήταν η πρώτη φάση των κινήσεων. Ύστερα, καθώς η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο πάτωμα, έμπαινε ανάμεσα στα σκέλια της και πιάνοντας με τα δυο της χέρια τα μεριά της, τη σήκωνε σιγά σιγά, έτσι που ν’ ακουμπάει μόνο το κεφάλι και οι ώμοι της στο πάτωμα κι άρχιζε να την κουνάει δεξιά κι αριστερά, ώσπου την ξάπλωνε και πάλι ανάσκελα στο πάτωμα, τη φάση αυτή την έλεγε κατακεφαλίασμαν. Αμέσως μετά, την έπιανε από το πίσω μέρος με τα δυο της χέρια και τη σήκωνε απότομα όρθια.
Οι κινήσεις αυτές και οι αναδιπλώσεις του σώματος, πίστευε, πως όχι μονάχα έκαναν να «ξεκοπεί» το παιδί από το σώμα της μάνας του, μα και να φέρει κάποια αναστάτωση στον οργανισμό της, με συνέπεια να δυναμώσουν οι πόνοι και τα ««τραβήγματα», να γίνουν ζωηρότερες οι συσπάσεις της μήτρας και, με την τάση για εμετό, να δυναμώσουν τα «τανίσματα» και να γίνει πιο εύκολος ο τοκετός.
Γι' αυτό σαν τέλειωναν όλα αυτά, έβαζε τη γυναίκα να γονατίσει με ανοιχτά τα σκέλια της μπροστά σε μια άλλη γυναίκα που καθόταν σε μια καρέκλα, κι όπως πιάνονταν και σφίγγονταν πάνω της, γεννούσε, χωρίς να το καταλάβει. Η μαμή, κόβοντας ύστερα τον οφαλό του νεογέννητου και δένοντάς τον με μια βαμβακερή, γερή κλωστή, το τοποθετούσε μέσα σε ζεστά, άσπρα, καλοπλυμένα και λαναρισμένα μαλλιά, για να μην κρυώσει, κι έβγαζε το «ύστερο» από τον κόλπο της γυναίκας, χωρίς να το καταλάβει.
Αν το παιδί ήταν στα καλά του, βγαίνοντας από την κοιλιά της Μάνας του, το ’βαζε στα κλάματα και στις φωνές. Αν όμως δεν έβγαζε καθόλου λαλιά, τότε το ’πιάνε από τα δυο του πόδια, το αναποδογύριζε με το κεφάλι προς τα κάτω, για να βγουν τα υγρά που τυχόν είχε καταπιεί, και το κουνούσε για να συνέλθει. Στη συνέχεια, σαν τελείωνε και με τη μητέρα, έπαιρνε κι έπλενε το μωρό σε χλιαρό νερό και το ’βαζε να ησυχάσει, απέσ’ ’ς σο κουνίν.
Αν στο διάστημα της λεχωνιάς πάθαινε κάτι η λεχώνα, τότε τη γήτευαν με τούτα τα λόγια:
«Ταβάρα, βάρα κι άγρυπνη
κι αγρυπνοπιμπιλίστρα,
καυκίν - καυκίν την θάλασσαν,
κοκκίν - κοκκίν την άμμον
μέτρα τ' ουρανού αστρά
, και των δεντρών τα φύλλα
κι άμα έεις καιρόν,
έλα και με τ’ εμέν».
Έτσι πλάνευε την Ταβάρα ο Ανέστης Σιδηρόπουλος από το Τερμιρτζάντων, που είχε εγκατασταθεί ως πρόσφυγας στο Σύδενδρο, και πίστευε πως η Ταβάρα ήταν κάποια νεράιδα που ενοχλούσε τη λεχώνα,
Μα ώσπου η Ταβάρα ν αδειάσει τη θάλασσα με το καυκί, να μετρήσει τους κόκκους της άμμου της θάλασσας, τ’ άστρα τ ουρανού, τα φύλλα από τα δέντρα, τα προβατομάλλια, του ποταμού τα κούμια (λιθρία) και τις τρύπες της απόχης, η ώρα περνούσε κι ερχόταν η μέρα, οπότε δεν μπορούσε να κάνει τίποτε.
Την κούνια όπου κοίμιζαν τα παιδιά τη λέγανε κουνίν.
Το κουνίν ήταν ξύλινο, με δύο ημικυκλικά ξύλινα πόδια, που στη βάση του είχε μια τρύπα, όπου κρεμούσαν ένα τενεκεδάκι για να μαζεύονται τα κάτουρα.
Το φάσκιωμα του παιδιού δεν το ’καναν με φασκιές και σπάργανα, μα το ’βαζαν ανάσκελα, με τα χέρια σε στάση προσοχής και τα τύλιγαν με το φουστανάκι του, για να μη τα βγάζει έξω. Αν ήταν αγόρι, του βάζανε ένα μπουκαλάκι ανάμεσα στα σκέλια του, για τα κάτουρα. Αν ήταν κορίτσι, του βάζανε δύο πλατιά φύλλα λαχανίδας ένα από κάτω κι ένα από πάνω, αφού πρώτα τα ζέσταιναν στη φωτιά, για να μαλακώσουν.
Ύστερα, τύλιγαν το σωματάκι του με μια κουβερτίτσα, κι όλα μαζί τα σκέπαζαν με μια χοντρή πάνα, που την είχαν δεμένη και τεξαρισμένη σε δυο παράλληλα ξύλα, που το ένα ήταν ακίνητο, δεμένο πάνω στο κουνίν, και τ’ άλλο κινητό, που το ’δεναν με σχοινιά στην άλλη πλευρά της κούνιας. Το σύστημα αυτό και ο τρόπος που τα φάσκιωναν ήταν καλά, γιατί το παιδί δεν έβρεχε τα πανιά του και ήταν πάντοτε ζεστό. Μόνο που ήταν υποχρεωμένο να μένει πάντα ανάσκελα και να διαμορφώνεται διαφορετικά το οστεϊκό σύστημα του κρανίου του, σχηματίζοντας πλάκα από πίσω.
Για να κοιμίσουν τα παιδιά τους στο κουνίν δεν ήταν αρκετό μόνο το κούνημα της κούνιας με το χέρι. Έπρεπε το κούνημα να συνοδεύεται και με κάποιο γλυκό, ήσυχο και μελωδικό τραγούδι, που θα γλύκαινε την ψυχή του και θα κάλμαρε τα νεύρα του. Τα τραγούδια αυτά, που είναι γνωστά σαν νανουρίσματα, είναι τραγούδια αυτοσχέδια, βασισμένα πάνω σε δημοτικά μοτίβα του κάθε τόπου, όπως τα παρακάτω:
Κοιμέθ’ αρνί μ’ κοιμέθ’ πουλί μ’
και πάρ’ τσ’ αυγής τον ύπνο,
εσύ ακόμα θα τρανύτς,
είσαι πολλά μικρίκον.
Μικρό μου, χαϊδεμένο μου,
μικρό λαλαχεμένο
ας σην αγάπη το πολλά,
οξωκά ’κι βγαίνω.
Αν το παιδί πάθαινε κάτι από βασκανία, τότε το πήγαιναν στον άνθρωπο που ήξερε να γητεύει, κι εκείνος, άλλοτε χασμουριώντας κι άλλοτε μουρμουρίζοντας, έλεγε:
Ηχά και μητά
εεί πέρα σο λαλλάτσ’
δεντρόν κι επίδεντρον
’ς σην ρίζαν, άψιμον,
εεί πέρα σο λαλλάτσ’
δεντρόν κι επίδεντρον
’ς σην ρίζαν, άψιμον,
’ς σην κορφήν χο νερόν.
Κατηβαίν’ το νερόν
σβην’ τ’ άψιμον.
σβην’ τ’ άψιμον.
Τ’ ομμάχι ντ’ ομματίασεν,
να σπάν’ και να τσικλίζ’.
να σπάν’ και να τσικλίζ’.
Μάννα και θυατέρα πέρα ποταμόν
και πέρα θαλασσάκρην.
και πέρα θαλασσάκρην.
Τ’ ομμάτι ντ’ ομματίασεν
να σπάται και να χάται!
Κώστας Καραπατάκης
να σπάται και να χάται!
Κώστας Καραπατάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου