Μετά την εγκατάσταση στον Πόντο των Ελλήνων οι κατοπινοί αιώνες κύλησαν ομαλά. Διατήρησαν οι Έλληνες την ανεξαρτησία τους, προόδεψαν και λάτρευαν τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου.
Μιλούσαν την Ιωνική διάλεκτο που επηρεάστηκε αργότερα από την Αττική γλώσσα των Αλεξανδρινών χρόνων και από τη γλώσσα του Ευαγγελίου.
Στην Αλεξανδρινή περίοδο όλοι οι Ποντιακοί πληθυσμοί, επομένως και οι Παφραίοι, με τον πολιτισμό τους εξελλήνισαν ένα μέρος από τους άγριους βαρβάρους. Η Ελληνική γλώσσα και παιδεία εξαπλώθηκαν έξω από τα τείχη των οχυρών και των αυτόνομων πόλεων και εξευγένισαν τους ιθαγενείς.
Παράλληλα στο χώρο του Πόντου ιδρύθηκε ένα μικρό ανεξάρτητο κράτος με ελληνικές επιρροές. Ιδρυτής του Ποντιακού κράτους ήταν ο Πέρσης σατράπης Αριοβαρζάνης (363-337) π.Χ., ο οποίος έγινε και ο πρώτος βασιλιάς του Πόντου και ο Μιθριδάτης ο Α' (337-302 π.Χ.) σύγχρονος του Μ. Αλεξάνδρου.
Μεγάλο μέρος του κράτους του το κατέκτησε ο Μ. Αλέξανδρος αλλά μετά τον θάνατό του το 323 π.Χ. το ανακατέλαβε ο Μιθριδάτης. Μετά το θάνατο του Μιθριδάτη Α' ανέβηκε στο θρόνο ο Μιθριδάτης Β' (302-266 π.Χ.), ο οποίος προσάρτησε στο κράτος του την Παφλαγονία και την Καππαδοκία.
Μετά το θάνατό του τον διαδέχτηκε ο Αριοβαρζάνης ο Β' (266-255 π.Χ.) και αυτόν ο γιος του Μιθριδάτης ο Γ' (255-222) ο οποίος νυμφεύθηκε με Ελληνίδα γυναίκα.
Ο διάδοχός του ο Μιθριδάτης ο Δ' (222-184 π.Χ.) με ορμητήριο το φρούριο Κιμίατα της Παφλαγονίας επεξέτεινε το κράτος του. Ο επόμενος Μιθριδάτης Ε' (157-120 π.Χ.), ο Ευεργέτης, όπως ονομάστηκε, συμμάχησε με τους Ρωμαίους και προσάρτησε στο κράτος του τη Μεγάλη Φρυγία. Το 120 π.Χ. ανέβηκε στο θρόνο ο σπουδαιότερος βασιλιάς του Πόντου ο Μιθριδάτης ο ΣΤ' ο Μεγάλος, ο επονομαζόμενος Ευπάτωρ (120-63 π.Χ.), ο οποίος με την πολεμική του δράση αναστάτωσε για πολλά χρόνια τη Ρώμη.
Ίδρυσε μεγάλο Ποντιακό κράτος με έδρα την Αμισό. Το κράτος αυτό περιελάμβανε την περιοχή από το Βατούμ (Βαθύ) μέχρι το Βόσπορο, αλλά στη συνέχεια περιορίστηκε στις περιοχές που περιλαμβάνονταν μεταξύ των πόλεων Ινέμπολη, Σινώπη, Αλάτσαμ, Κασταμονή Πάφρα, Βεζύρκιοπρου, Κάβζα, Μερζηφούντα, Τσορούμ, Αμάσεια, Τοκάτ, Έρπα Τσαρσαμπά, Νεοκαισάρεια, Αμισός, Οινόη Φάτσα, Ορδού, Κερασούντα, Τρίπολη Αργυρούπολη, Σεβάστεια, Ερζερούμ, Τραπεζούντα, Αθήναι, Βατούμ κ.λ.π.
Στο απέραντο αυτό κράτος υπήρχαν διάφορες φυλές όπως, Έλληνες, Αρμένιοι, Λαζοί, Κιρκάσιοι, Κιζιλπάσιδες, Κούρδοι, Πέρσες, Τάταροι, Γεωργιανοί (Γκιουρτζίδες), Άραβες ακόμη και Αγγλοσαξωνικές φυλές που είχαν έρθει στη Μ. Ασία και είχαν ιδρύσει το κράτος των Γαλατών στην περιοχή της Άγκυρας και μιλούσαν εικοσιδύο διαφορετικές γλώσσες.
Ο Μιθριδάτης ο ΣΤ' είχε ελληνική παιδεία και περιστοιχιζόταν από Έλληνες διανοούμενους, ποιητές φιλοσόφους, πολιτικούς, ιστορικούς, υπουργούς, αξιωματικούς, όπως ήταν ο περίφημος στρατηγός Νεοπτόλεμος και ο Αρχέλαος. Η μητέρα του ήταν Ελληνίδα, η Λαοδίκη, η οποία τον επιτρόπευε ως τα δώδεκά του χρόνια. Και ο ίδιος είχε νυμφευτεί με Ελληνίδα. Προσπάθησε να εξελληνίσει το κράτος ενώνοντας τον Ελληνικό με τον Περσικό πολιτισμό και με την επιβολή του δωδεκάθεου στους περσικούς θεούς.
Ο εξελληνισμός αυτός προχώρησε σε βάθος και με τη βιολογική ανάμειξη που ενθάρρυνε ο Ευπάτορας χρησιμοποιώντας τις επιγαμίες ανάμεσα σε Έλληνες και ιθαγενείς για να πετύχει την εθνική ενότητα.
Η αφομοίωση των φυλών στην εποχή αυτού του μονάρχη έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε ο Δορύλας, Έλληνας και πρόγονος του Πόντιου ιστορικού Στράβωνα, να διοριστεί αρχιερέας στα Κόμανα χωρίς καμία αντίδραση. Επίσης είχαν κοπεί και νομίσματα από πολλές πόλεις με απεικονίσεις από την Ελληνική Μυθολογία.
Ο Μιθριδάτης ο Ευπάτορας, που ήταν κατά το μισό Έλληνας και κατά το μισό Πέρσης, 27 χρόνια πολέμησε με τους Ρωμαίους. Οι γνωστοί από την ιστορία τρεις Μιθριδατικοί πόλεμοι είναι οι εξής: Ο Μιθριδάτης κατέλαβε τη Γαλατία, την Καππαδοκία, τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου και τη ρωμαϊκή Επαρχία της Μακεδονίας.
Συνεπαρμένος από τις νίκες του και για να δέσει πιο σταθερά το κράτος του με τους κατοίκους αυτών των περιοχών, διέταξε γενική σφαγή των Ρωμαίων και των Ιταλών που βρίσκονταν στη Μ. Ασία. (Εφέσιος εσπερινός 88 π.Χ.). 80.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
Ο Πόντιος Βασιλιάς, συνεχίζοντας την εκστρατεία του, κήρυξε την ανεξαρτησία της Ελλάδας και των πόλεών της από τους Ρωμαίους κατακτητές. Στο κάλεσμά του ανταποκρίθηκαν οι Αθηναίοι.
Η Ρώμη αναστατώθηκε. Τέτοιο κίνδυνο είχε να αντιμετωπίσει από την εποχή του Αννίβα. Ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας με 30.000 στρατιώτες πολιόρκησε την Αθήνα και τον Περαιά και έσφαξε πολλούς Έλληνες. Δύο μάχες έγιναν μεταξύ του Σύλλα και του Μιθριδάτη. Μία στη Χαιρώνεια το 86 π.Χ. και η άλλη στον Ορχομενό. Νίκησαν οι Ρωμαίοι. Τελικά στο Δάρδανο της Τρωάδας το 85 π.Χ. υπογράφτηκε ειρήνη μεταξύ του Σύλλα και του Μιθριδάτη, ο οποίος υποχρεώθηκε στην καταβολή ελαφρών φόρων και μικρής αποζημίωσης.
Στο δεύτερο Μιθριδατικό πόλεμο απέκρουσε ο Μιθριδάτης τις επιθέσεις του στρατηγού του Σύλλα, Μουρήνα (81 π.Χ.).
Ο τρίτος Μιθριδατικός πόλεμος που ξέσπασε 10 χρόνια αργότερα (71 π.Χ.) ήταν πολύ δραματικός και κράτησε οχτώ χρόνια. Το 70 π.Χ. ο στρατηγός των Ρωμαίων Λούκουλος, ύστερα από σκληρές μάχες στα οχυρά του Άλυ ποταμού και στα γύρω βουνά νίκησε τα στρατεύματα του Μιθριδάτη, τα οποία τα υπεράσπιζε ο στρατηγός Καλλίμαχος..
Μετά την από ξηρά νίκη του ο Λούκουλος κατέλαβε τα Άνδραπα (Βεζύρκιοπρου), την Κάβζα (Νεάπολη), την Πάφρα (Φαζημονίτης), την Αμισό (Σαμψούντα), την Έρπα και Τσαρσαμπά (Κλαυδιανούπολη ή Ευπατορία).
Έχασε χιλιάδες Ρωμαίων στρατιωτών κατά τη διάβασή του από τον Άλυ ποταμό και στη συνέχεια στα γύρω βουνά. Άρχισε ένα εξοντωτικό πόλεμο, διωγμό των κατοίκων της περιοχής με θανατώσεις, πυρπολήσεις χωριών και πόλεων, αποστολή αιχμαλώτων σε καταναγκαστικά έργα.
Η μανία του Λούκουλου ήταν μεγάλη για τους κατοίκους των περιοχών αυτών. Πολλά γυναικόπαιδα έριξε στο ποτάμι Άλυ και τα έπνιξε. Τούτο το έπραξε για να εκδικηθεί τις γυναίκες που πολεμούσαν μαζί με τους άνδρες τους κατά μήκος του ποταμού και είχαν προξενήσει μεγάλες ζημιές στα στρατεύματα του, όταν προσπαθούσαν να περάσουν τον Άλυ ποταμό.
Οι εντόπιοι και ο στρατός του Ποντίου στρατηγού Καλλίμαχου χρησιμοποίησαν σε ευρεία κλίμακα το ΤΣΙΤΙΧ (Πετροβολητό), όταν προσπαθούσαν να περάσουν τον Άλυ τα ρωμαϊκά στρατεύματα. Σύμφωνα με πληροφορίες του ιστορικού της εποχής εκείνης Διώνα Κάσσιου, όπως προκύπτει από το ανέκδοτο Αρχείο του Γ. Αντωνιάδη (Ν. Πάφρα Σερρών) και του Αλπιανού, διατάχθηκαν τα ρωμαϊκά στρατεύματα να φονεύουν όλους τους νέους και τους έφηβους ή να τους ευνουχίζουν.
Η περιοχή Πάφρας, Βεζύρκιοπρου, Κάβζας, Αμάσειας, Αμισού, Τσαρσαμπάς και Έρπα αποτελούσε την κύρια αμυντική γραμμή με φυσικό οχυρό τον ποταμό 'Αλυ και οι μεγαλύτερες και φονικότερες μάχες έγιναν στην περιοχή αυτή από των αρχαιοτάτων χρόνων και για το λόγο αυτό η μανία του κατακτητή χτυπούσε πρώτα τις περιοχές αυτές όπως έγινε και στις μετέπειτα εποχές.
Κατά τη συνήθεια της εποχής οι Ρωμαίοι στις πόλεις που καταλάμβαναν έδιδαν ονόματα στρατηγών ή των συζύγων και αδελφών ακόμη.
Έτσι η Κασταμονή ονομάστηκε Πομπιούπολη, η Πάφρα Φαμηζονίτης. η Αμισό, Σαμψούντα, το Βεζύρκιοπρου Άνδραπα, η Κάβζα Νεάπολη, το Τσαρσαμπά Κλαυδιανούπολη, η Τοκάτη Λαοδικία, η Αμάσεια Σεουκριανή, η Κερασούντα Φαρνάκεια από το όνομα του στρατηγού Φαρνάκη, η Νικομήδεια Αντωνιανή, κ.ο.κ.
Τελικά ο Μιθριδάτης νικήθηκε κατά κράτος από τον Πομπήιο, ο οποίος σε ανάμνηση του γεγονότος έκτισε τη Νικόπολη το 66 π.Χ.. Ο Μιθριδάτης καταδιωκόμενος αναγκάστηκε να διατάξει τον υπασπιστή του να τον σκοτώσει.
Έτσι ο Πόντος το 63 π.Χ. έγινε Ρωμαϊκή επαρχία. Οι Ρωμαίοι σεβάστηκαν την αυτονομία όλων των Ελληνικών πόλεων και ο Πόντος διατήρησε την εσωτερική του αυτοδιοίκηση, την πολιτειακή του συγκρότηση και τον εθνικό του χαρακτήρα. Ο Πόντος ως ρωμαϊκή Επαρχία προόδεψε πολύ και ιδιαίτερα στην εποχή του Αδριανού, ο οποίος ήταν θαυμαστής του Ελληνικού πολιτισμού.
Μιλούσαν την Ιωνική διάλεκτο που επηρεάστηκε αργότερα από την Αττική γλώσσα των Αλεξανδρινών χρόνων και από τη γλώσσα του Ευαγγελίου.
Στην Αλεξανδρινή περίοδο όλοι οι Ποντιακοί πληθυσμοί, επομένως και οι Παφραίοι, με τον πολιτισμό τους εξελλήνισαν ένα μέρος από τους άγριους βαρβάρους. Η Ελληνική γλώσσα και παιδεία εξαπλώθηκαν έξω από τα τείχη των οχυρών και των αυτόνομων πόλεων και εξευγένισαν τους ιθαγενείς.
Παράλληλα στο χώρο του Πόντου ιδρύθηκε ένα μικρό ανεξάρτητο κράτος με ελληνικές επιρροές. Ιδρυτής του Ποντιακού κράτους ήταν ο Πέρσης σατράπης Αριοβαρζάνης (363-337) π.Χ., ο οποίος έγινε και ο πρώτος βασιλιάς του Πόντου και ο Μιθριδάτης ο Α' (337-302 π.Χ.) σύγχρονος του Μ. Αλεξάνδρου.
Μεγάλο μέρος του κράτους του το κατέκτησε ο Μ. Αλέξανδρος αλλά μετά τον θάνατό του το 323 π.Χ. το ανακατέλαβε ο Μιθριδάτης. Μετά το θάνατο του Μιθριδάτη Α' ανέβηκε στο θρόνο ο Μιθριδάτης Β' (302-266 π.Χ.), ο οποίος προσάρτησε στο κράτος του την Παφλαγονία και την Καππαδοκία.
Μετά το θάνατό του τον διαδέχτηκε ο Αριοβαρζάνης ο Β' (266-255 π.Χ.) και αυτόν ο γιος του Μιθριδάτης ο Γ' (255-222) ο οποίος νυμφεύθηκε με Ελληνίδα γυναίκα.
Ο διάδοχός του ο Μιθριδάτης ο Δ' (222-184 π.Χ.) με ορμητήριο το φρούριο Κιμίατα της Παφλαγονίας επεξέτεινε το κράτος του. Ο επόμενος Μιθριδάτης Ε' (157-120 π.Χ.), ο Ευεργέτης, όπως ονομάστηκε, συμμάχησε με τους Ρωμαίους και προσάρτησε στο κράτος του τη Μεγάλη Φρυγία. Το 120 π.Χ. ανέβηκε στο θρόνο ο σπουδαιότερος βασιλιάς του Πόντου ο Μιθριδάτης ο ΣΤ' ο Μεγάλος, ο επονομαζόμενος Ευπάτωρ (120-63 π.Χ.), ο οποίος με την πολεμική του δράση αναστάτωσε για πολλά χρόνια τη Ρώμη.
Ίδρυσε μεγάλο Ποντιακό κράτος με έδρα την Αμισό. Το κράτος αυτό περιελάμβανε την περιοχή από το Βατούμ (Βαθύ) μέχρι το Βόσπορο, αλλά στη συνέχεια περιορίστηκε στις περιοχές που περιλαμβάνονταν μεταξύ των πόλεων Ινέμπολη, Σινώπη, Αλάτσαμ, Κασταμονή Πάφρα, Βεζύρκιοπρου, Κάβζα, Μερζηφούντα, Τσορούμ, Αμάσεια, Τοκάτ, Έρπα Τσαρσαμπά, Νεοκαισάρεια, Αμισός, Οινόη Φάτσα, Ορδού, Κερασούντα, Τρίπολη Αργυρούπολη, Σεβάστεια, Ερζερούμ, Τραπεζούντα, Αθήναι, Βατούμ κ.λ.π.
Στο απέραντο αυτό κράτος υπήρχαν διάφορες φυλές όπως, Έλληνες, Αρμένιοι, Λαζοί, Κιρκάσιοι, Κιζιλπάσιδες, Κούρδοι, Πέρσες, Τάταροι, Γεωργιανοί (Γκιουρτζίδες), Άραβες ακόμη και Αγγλοσαξωνικές φυλές που είχαν έρθει στη Μ. Ασία και είχαν ιδρύσει το κράτος των Γαλατών στην περιοχή της Άγκυρας και μιλούσαν εικοσιδύο διαφορετικές γλώσσες.
Ο Μιθριδάτης ο ΣΤ' είχε ελληνική παιδεία και περιστοιχιζόταν από Έλληνες διανοούμενους, ποιητές φιλοσόφους, πολιτικούς, ιστορικούς, υπουργούς, αξιωματικούς, όπως ήταν ο περίφημος στρατηγός Νεοπτόλεμος και ο Αρχέλαος. Η μητέρα του ήταν Ελληνίδα, η Λαοδίκη, η οποία τον επιτρόπευε ως τα δώδεκά του χρόνια. Και ο ίδιος είχε νυμφευτεί με Ελληνίδα. Προσπάθησε να εξελληνίσει το κράτος ενώνοντας τον Ελληνικό με τον Περσικό πολιτισμό και με την επιβολή του δωδεκάθεου στους περσικούς θεούς.
Ο εξελληνισμός αυτός προχώρησε σε βάθος και με τη βιολογική ανάμειξη που ενθάρρυνε ο Ευπάτορας χρησιμοποιώντας τις επιγαμίες ανάμεσα σε Έλληνες και ιθαγενείς για να πετύχει την εθνική ενότητα.
Η αφομοίωση των φυλών στην εποχή αυτού του μονάρχη έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε ο Δορύλας, Έλληνας και πρόγονος του Πόντιου ιστορικού Στράβωνα, να διοριστεί αρχιερέας στα Κόμανα χωρίς καμία αντίδραση. Επίσης είχαν κοπεί και νομίσματα από πολλές πόλεις με απεικονίσεις από την Ελληνική Μυθολογία.
Ο Μιθριδάτης ο Ευπάτορας, που ήταν κατά το μισό Έλληνας και κατά το μισό Πέρσης, 27 χρόνια πολέμησε με τους Ρωμαίους. Οι γνωστοί από την ιστορία τρεις Μιθριδατικοί πόλεμοι είναι οι εξής: Ο Μιθριδάτης κατέλαβε τη Γαλατία, την Καππαδοκία, τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου και τη ρωμαϊκή Επαρχία της Μακεδονίας.
Συνεπαρμένος από τις νίκες του και για να δέσει πιο σταθερά το κράτος του με τους κατοίκους αυτών των περιοχών, διέταξε γενική σφαγή των Ρωμαίων και των Ιταλών που βρίσκονταν στη Μ. Ασία. (Εφέσιος εσπερινός 88 π.Χ.). 80.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
Ο Πόντιος Βασιλιάς, συνεχίζοντας την εκστρατεία του, κήρυξε την ανεξαρτησία της Ελλάδας και των πόλεών της από τους Ρωμαίους κατακτητές. Στο κάλεσμά του ανταποκρίθηκαν οι Αθηναίοι.
Η Ρώμη αναστατώθηκε. Τέτοιο κίνδυνο είχε να αντιμετωπίσει από την εποχή του Αννίβα. Ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας με 30.000 στρατιώτες πολιόρκησε την Αθήνα και τον Περαιά και έσφαξε πολλούς Έλληνες. Δύο μάχες έγιναν μεταξύ του Σύλλα και του Μιθριδάτη. Μία στη Χαιρώνεια το 86 π.Χ. και η άλλη στον Ορχομενό. Νίκησαν οι Ρωμαίοι. Τελικά στο Δάρδανο της Τρωάδας το 85 π.Χ. υπογράφτηκε ειρήνη μεταξύ του Σύλλα και του Μιθριδάτη, ο οποίος υποχρεώθηκε στην καταβολή ελαφρών φόρων και μικρής αποζημίωσης.
Στο δεύτερο Μιθριδατικό πόλεμο απέκρουσε ο Μιθριδάτης τις επιθέσεις του στρατηγού του Σύλλα, Μουρήνα (81 π.Χ.).
Ο τρίτος Μιθριδατικός πόλεμος που ξέσπασε 10 χρόνια αργότερα (71 π.Χ.) ήταν πολύ δραματικός και κράτησε οχτώ χρόνια. Το 70 π.Χ. ο στρατηγός των Ρωμαίων Λούκουλος, ύστερα από σκληρές μάχες στα οχυρά του Άλυ ποταμού και στα γύρω βουνά νίκησε τα στρατεύματα του Μιθριδάτη, τα οποία τα υπεράσπιζε ο στρατηγός Καλλίμαχος..
Μετά την από ξηρά νίκη του ο Λούκουλος κατέλαβε τα Άνδραπα (Βεζύρκιοπρου), την Κάβζα (Νεάπολη), την Πάφρα (Φαζημονίτης), την Αμισό (Σαμψούντα), την Έρπα και Τσαρσαμπά (Κλαυδιανούπολη ή Ευπατορία).
Έχασε χιλιάδες Ρωμαίων στρατιωτών κατά τη διάβασή του από τον Άλυ ποταμό και στη συνέχεια στα γύρω βουνά. Άρχισε ένα εξοντωτικό πόλεμο, διωγμό των κατοίκων της περιοχής με θανατώσεις, πυρπολήσεις χωριών και πόλεων, αποστολή αιχμαλώτων σε καταναγκαστικά έργα.
Αμάσεια: Ιρης ποταμος |
Οι εντόπιοι και ο στρατός του Ποντίου στρατηγού Καλλίμαχου χρησιμοποίησαν σε ευρεία κλίμακα το ΤΣΙΤΙΧ (Πετροβολητό), όταν προσπαθούσαν να περάσουν τον Άλυ τα ρωμαϊκά στρατεύματα. Σύμφωνα με πληροφορίες του ιστορικού της εποχής εκείνης Διώνα Κάσσιου, όπως προκύπτει από το ανέκδοτο Αρχείο του Γ. Αντωνιάδη (Ν. Πάφρα Σερρών) και του Αλπιανού, διατάχθηκαν τα ρωμαϊκά στρατεύματα να φονεύουν όλους τους νέους και τους έφηβους ή να τους ευνουχίζουν.
Η περιοχή Πάφρας, Βεζύρκιοπρου, Κάβζας, Αμάσειας, Αμισού, Τσαρσαμπάς και Έρπα αποτελούσε την κύρια αμυντική γραμμή με φυσικό οχυρό τον ποταμό 'Αλυ και οι μεγαλύτερες και φονικότερες μάχες έγιναν στην περιοχή αυτή από των αρχαιοτάτων χρόνων και για το λόγο αυτό η μανία του κατακτητή χτυπούσε πρώτα τις περιοχές αυτές όπως έγινε και στις μετέπειτα εποχές.
Κατά τη συνήθεια της εποχής οι Ρωμαίοι στις πόλεις που καταλάμβαναν έδιδαν ονόματα στρατηγών ή των συζύγων και αδελφών ακόμη.
Έτσι η Κασταμονή ονομάστηκε Πομπιούπολη, η Πάφρα Φαμηζονίτης. η Αμισό, Σαμψούντα, το Βεζύρκιοπρου Άνδραπα, η Κάβζα Νεάπολη, το Τσαρσαμπά Κλαυδιανούπολη, η Τοκάτη Λαοδικία, η Αμάσεια Σεουκριανή, η Κερασούντα Φαρνάκεια από το όνομα του στρατηγού Φαρνάκη, η Νικομήδεια Αντωνιανή, κ.ο.κ.
Τελικά ο Μιθριδάτης νικήθηκε κατά κράτος από τον Πομπήιο, ο οποίος σε ανάμνηση του γεγονότος έκτισε τη Νικόπολη το 66 π.Χ.. Ο Μιθριδάτης καταδιωκόμενος αναγκάστηκε να διατάξει τον υπασπιστή του να τον σκοτώσει.
Έτσι ο Πόντος το 63 π.Χ. έγινε Ρωμαϊκή επαρχία. Οι Ρωμαίοι σεβάστηκαν την αυτονομία όλων των Ελληνικών πόλεων και ο Πόντος διατήρησε την εσωτερική του αυτοδιοίκηση, την πολιτειακή του συγκρότηση και τον εθνικό του χαρακτήρα. Ο Πόντος ως ρωμαϊκή Επαρχία προόδεψε πολύ και ιδιαίτερα στην εποχή του Αδριανού, ο οποίος ήταν θαυμαστής του Ελληνικού πολιτισμού.
Νικολαος Κυνηγοπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου