Δεν ξέρω αν καμιά άλλη γυναίκα δούλεψε σκληρότερα από τη Σανταία- γι’ αυτό αν θα έστηνε κανείς Ηρώο στη γυναίκα για την εργασία της, αυτό θα έπρεπε να στηθεί για τη Σανταία.
Από τις πρώτες ημέρες τής άνοιξης, ως το τέλος του φθινόπωρου, ούτε μια στιγμή έμενε χωρίς δουλειά. Η αργία, η ανάπαυση, ήταν γι' αυτή πράγματα άγνωστα- ούτε κατ’ αυτές τις μεγάλες γιορτές μπορούσε να ξεκουρασθεί.
Κι’ αυτές ακόμα οι έγκυες δεν κάθονταν άεργες. Ή κοιλία ’τς σο στόμαν, τό σαλάκ σή ράχαν, και τ’ όρτάρ σά χέρια τ’ς, έλεγαν για τις έγκυες που ήσαν αναγκασμένες να δουλεύουν.
Μόλις έλιωναν τα χιόνια, η Σανταία έπρεπε να καθαρίσει τα τσαΐρια από τις πέτρες και να κουβαλήσει την κοπριά με καλάθι στην πλάτη ή σο κεπίν ή σα τσαΐρια ή σά φυτωναρούς (σπορεία σε απόσταση 10—30 λεπτών και περισσότερο- κατόπι να τη σκορπίσει.
Δουλειά κουραστική και συνεχής επί πολλές μέρες. Ύστερα θα έσκαβε το χωράφι για πατάτες ή σανό και τον κήπο για κρεμμυδάκια, λάχανα, πράσα, κοκκινογούλια. Ακολουθούσε το φύτεμα της πατάτας και η σπορά των λαχανικών.
Πριν καλά καλά τελειώσει τις δουλειές αυτές, έφθανε η ώρα ν’ ανεβάσει τ’ γελάδια στο παρχάρι- θα κουβαλήσει τα κεράνια (μαρτάκια - κυλινδρικά ξύλα της στέγης), τα χαρτώματα, τα βαρέλια, τα καρσάνια και άλλα σύνεργα. Μερικές θα χτίσουν και κανένα μέρος του τοίχου του στάβλου που έπεσε και θα τον στεγάσουν θα φέρουν και κανένα φόρτωμα ξύλα την παρχαρέτζαν.
Στο μεταξύ ωρίμαζε το χόρτο που ήταν γύρω στον κήπο- τι τραβούσε η καημένη να το ξεράνει ένας θεός το ξέρει- γιατί στη Σαντά έβρεχε πολύ συχνά- ήταν λοιπόν υποχρεωμένη να το μαζέψει κ' ας μην ήταν ξερό και να το βάλει στον αχυρώνα, έπειτα να το βγάλει στον ήλιο, να το γυρίσει από την άλλη μεριά (να κλώθατο) και να το ξαναμαζέψει και να το τοποθετήσει στον αχυρώνα. Πολλές φορές αναγκαζόταν να το μαζέψει και να το σκορπίσει τρεις και τέσσερις φορές, και όχι λίγες φορές αναγκαζόταν να το πετάξει, γιατί άρχιζε να σήπεται.
Είπα παραπάνω ότι ούτε την Κυριακή δεν είχε ανάπαυση γιατί, αν μεν είχε χόρτα θερισμένα έπρεπε να τα φροντίζει, αν πάλι δεν είχε χόρτα, έπρεπε να ζυμώσει ή να πάει στο παρχάρι να κρούει το θόγαλαν (να βγάλει το βούτυρο από τη κρέμα) και να φέρει στο χωριό βούτυρο, ύλιστόν, τσορτάνια ή τάν.
Μετά τη γιορτή του Προφήτη Ηλία άρχιζε ο θερισμός των τσαϊριών (χορτολείβαδου) και πριν να τελειώσουν αυτά, άρχιζε ο θερισμός τή ραχί (χορτολείβαδα επάνω στά οροπέδια) .
Αλλά και τ’ γελάδια έπρεπε να κατεβούν από το παρχάρι πίσω· πάλι τα κεράνια, χαρτώματα, βαρέλια, κοβλάκια, γεμάτα αυτή τη φορά. Κατά τα μέσα του Σεπτεμβρίου, αν ό καιρός πήγαινε καλά, τελείωνε· ο θερισμός, μερικές όμως που δεν είχαν αρκετά τσαΐρια αναγκάζονταν να πάνε πιο μακριά για να θερίσουν ζουούδ’ - χόρτο σκληρό, ψιλό και κοντό και επειδή δεν μπορούσαν να το κουβαλήσουν μόνο με σχοινί, γιατί ήταν· κοντό, γι' αυτό το έβαζαν πατετά σε μεγάλα τρίχινα σακιά (χαράρια).
Το χόρτο που μπορούσε να κρατήσει στη μια πλάτη λεγόταν χερόβολον. Το χόρτο πού μπορούσε να μεταφέρει στην αγκαλιά λεγόταν άγκάλια· μια αγκαλιά που απόθεταν κατά γης και την πατούσαν με τα γόνατα, λεγόταν γονατίτζα. Αν το χόρτο λίγο ή πολύ ήταν δεμένο, λεγόταν δεμάτ’, το φόρτωμα 4 ή 5 γονατίτζας σαλάκ και τό ρήμα σαλακιάζω, ο σωρός του χόρτου ονομαζόταν θεμόν και το ρήμα θεμονιάζω.
Αφού γέμιζαν το χαράρ, στοίβαζαν επάνω και άλλο χόρτο, το ένα τρίτο του σακιού (πασλούχ - κιφάλ') και το φορτώνονταν όρθιο. Χρειαζόταν όμως μεγάλη προσοχή κατά το βάδισμα, γιατί μπορούσε να ταριβεύ (να γείρει) και να πέσει και μαζί μ' αυτό κι' εκείνη που το κουβαλούσε.
Τέλη Σεπτεμβρίου άρχιζε η μεταφορά των καυσόξυλων. Ούαί και αλίμονο. Από απόσταση 2 ωρών κουβαλούσαν τα ξύλα τής χρονιάς κι' επειδή ο χειμώνας ήταν μακρύς και βαρύς, χρειάζονταν χιλιάδες οκάδες.
Στη μεταφορά έπαιρναν μέρος και τα παιδιά, πού όχι μόνο "έπέγναν κάθεν" πήγαιναν να πάρουν μέρος από το φορτίο τής μάνας τους για να ξαλαφρώσει, αλλά και μόλις φυσούσε ο φθινοπωρινός άνεμος και έπεφταν οι κώνοι (καρποί από τα έλατα), τα κουθούρια, έτρεχαν με μεγάλα καλάθια (ράχας καλάθια) να τα μαζέψουν και να τα μεταφέρουν για προσάναμμα.
"Αδικαιολόγητη τσιγκουνιά" η Σαντά είχε τόσα δάση ώστε να μπορέσει κάθε χρόνο κάθε οικογένεια να προμηθευτεί από κοντινή απόσταση τα αναγκαία ξύλα χωρίς να υπάρχει φόβος να τελειώσουν ποτέ.
Ήρθε ο χειμώνας- θα νόμιζε κανείς πως τώρα η Σανταία θα ξεκουραζόταν αλλά ούτε και τώρα. Πρώτα πρώτα έπρεπε να περιποιείται τ’ γελάδια- τάϊισμα, πότισμα, καθάρισμα του στάβλου, άρμεγμα. Επειδή χιόνιζε πολύ, κάποτε 1 μέτρο και περισσότερο, ήταν υποχρεωμένη να καθαρίσει το δρόμο. Όταν ήταν κακοκαιρία, πήγαινε το παιδί στο σχολείο. Κάποτε κατέβαινε στην Τραπεζούντα για να πουλήσει βούτυρο, τσορτάνια, και ν’ αγοράσει κάτι· έκανε 2 μέρες να κατεβεί και 2 ν’ ανεβεί και με το φόβο να μη τη ληστεύσουν οι Σιμωνίτες.
Κατά τα βράδια του χειμώνα δεν καθόταν άεργη, αλλά λανάριζε, έξανε, έγνεθε, έπλεκε. Πρώτα έπλενε το μαλλί ωσότου να καθαριστεί καλά. Αφού στέγνωνε το έξαινε, σ’ αυτό τη βοηθούσαν και οι γέροι και τα παιδιά. Το μαλλί από τα αρνιά ονομαζόταν άρνομάλλ’, το δε άλλο γιαπαγούν.
Το λανάριζε με λανάρια απλά και το χώριζε σε ποιότητες· ούκρα η πρώτη και πούρτ η τελευταία ποιότητα πού χρησιμοποιόταν για τσαρχόσκοινα (δέματα τσαρουχιών). Το ιδίως (στημόνι) και το υφάδ’ το τύλιγε σε βέργες (εζαρουδιάζεν άτο σό ζαρουδευτέρ’) σάν στριμμένη πλεξούδα, για να μη μπερδευτεί κατά το γνέσιμο (κάμσιμον), όπως εδώ το τυλίγουν στη ρόκα. Τα έγνεθεν (έκαμνεν) με αδράχτια, που στο κάτω μέρος τους είχαν κωνοειδές ξύλο, το σποντύλ’ και το στήριζε σε παλιό βαθουλό πιατάκι (νέστρ). Για να γίνει χοντρό το νήμα, γιατί χονδρά ήσαν τα υφάσματα και τα περιπόδια, ένωνε το νήμα δύο αδραχτιών (δίκκοκον) και το έκαμνε κουβάρι. Το έκλωθε με το κλωστάρδαχτον (μεγάλο αδράχτι) και πάλι το έκαμνε κουβάρι. Το υφάδ’ το τύλιγε σε κοντές βέργες (μακόκ - σαΐτα).
Οι αργαλειοί (άργαστέρ’) λίγοι σε κάθε χωριό ήταν πρωτόγονοι. Τα κύρια μέρη τους ήταν τα χτένια, τα μιτάρια, τα μακόκια, τα καλαπόδια (πατήθρες).
Πρώτα κάρφωνε κατά γης ή στον τοίχο πασσάλους σε απόσταση ανάλογη με το μάκρος του υφάσματος πού θα ύφαινε, και πηγαίνοντας με το νήμα στο χέρι από τον πρώτο πάσσαλο στον τελευταίο τύλιγε "το ιδίως" πολλές φορές ανάλογά με το πλάτος του υφάσματος.
Την πλεξούδα αυτή την τύλιγε σ’ ένα ξύλο του αργαλειού, και την άκρη των νημάτων περνούσε στο χτένι (ένα νήμα σε κάθε δόντι) και στα μιτάρια. Τά υφάσματα γίνονταν χονδρά για να κάνουν απ’ αυτά οι γυναίκες και οι άνδρες πανωφόρια της δουλειάς (τσόχας), ποδιές (φοτάδας), περισκελίδας (ζίβρας) για τούς άνδρες με στενά πατζάχια και πολλές κοντές δίπλες και σαλβάρ με κοντά πατζάχα και πολλές μακριές δίπλες (όπως οι κρητικές βράκες) για τους γέρους. Μετρούσαν δε το ύφασμα - σάλ με ιδιαίτερο μέτρο (τόλ) που ήταν 12 πήχεις.
Αφού τελείωνε το ύφασμα, το πατούσε ώρες πολλές μέσα σε ξύλινη σκάφη για να γίνει πυκνότερο, στερεότερο, μαλακότερο και χνουδωτό, δεν υπήρχαν εκεί μπατάνια πού κάνουν τη δουλειά αυτή εδώ.
Αν το ύφασμα ήταν λευκό το έβαφε ή ίδια με κλερθολέπια (φλούδες κλείθρας) ή λυθρίδι, μαύρο για τις ηλικιωμένες γυναίκες και τούς άνδρες, γερανέεν (κυανουν) για τις νέες και κεραμίδι για τις ποδιές.
Ή ίδια έπλεκε και γαϊτάν (σειρήτια). Με απλό εργαλείο ύφαινε τα φυτοδέμια (στενές ταινίες ως 4 πόντους) με διάφορα σχέδια και στην άκρη τους τα κασίκια (ταινίες ως 1,5 πόντο πλάτος) με διάφορα και αυτά σχέδια για τις μάλλινες ποδιές. Στην άκρη των κασικιών έκαμναν φούντες από χρωματιστές βαμβακερές κλωστές διαφόρων χρωμάτων.
Στον ίδιο εργαλείο ύφαινε με χρωματιστά νήματα και τα σαντέτκα τα τσαντάγια με δέματα και φούντες όπως τής ποδιάς.
Από τα ίδια νήματα έπλεκε και τα περιπόδια (όρτάρια) ανδρών, γυναικών και παιδιών και τα χεριόρτια (γάντια) για το κρύο και τις τσουκνίδες κατά το θέρισμα. Τα έπλεκε δέ με μετάλλινες βελόνες (τζιπία η τσιβία) που ήσαν ή ατσάλινες ή χαλκωματένιες (ορταροτσίπια)·
Ήσαν τριών λογιών: χονδρά, μεσαία και ψιλά. Τα ορτάρια ήσαν ή άσπρα ή μαύρα η πλουμιστά με διάφορα σχέδια και ονόματα. Για τους γέρους έπλεκε και περικνημίδες ως επάνω στο γόνατο (τοζλούχα) διότι το σαλβάρι τους έφθανε ως εκεί.
Τελευταία άρχισαν να πλέκουν και κάλτσες βαμβακερές ή μισομάλλινες με καλτσοτσίπια πού είχαν μεγαλύτερη αντοχή. ·
Από τιφτίκι (αΐας) έπλεκαν μόνο περιπόδια νηπίων. Από τρίχες κατσίκας ελάχιστες ύφαιναν σακιά τριχαρένια (χαράρια) και μακριές περικνημίδες (καλτζίνας) για τούς βοσκούς, δασοφύλακες και άλλους που ήσαν υποχρεωμένοι να γυρίζουν έξω.
Τσαντάγια, ορτάρια, και σάλια πουλούσαν στή Γεμουρά και στην αγορά των Σουρμένων.
Από τις πρώτες ημέρες τής άνοιξης, ως το τέλος του φθινόπωρου, ούτε μια στιγμή έμενε χωρίς δουλειά. Η αργία, η ανάπαυση, ήταν γι' αυτή πράγματα άγνωστα- ούτε κατ’ αυτές τις μεγάλες γιορτές μπορούσε να ξεκουρασθεί.
Κι’ αυτές ακόμα οι έγκυες δεν κάθονταν άεργες. Ή κοιλία ’τς σο στόμαν, τό σαλάκ σή ράχαν, και τ’ όρτάρ σά χέρια τ’ς, έλεγαν για τις έγκυες που ήσαν αναγκασμένες να δουλεύουν.
Μόλις έλιωναν τα χιόνια, η Σανταία έπρεπε να καθαρίσει τα τσαΐρια από τις πέτρες και να κουβαλήσει την κοπριά με καλάθι στην πλάτη ή σο κεπίν ή σα τσαΐρια ή σά φυτωναρούς (σπορεία σε απόσταση 10—30 λεπτών και περισσότερο- κατόπι να τη σκορπίσει.
Δουλειά κουραστική και συνεχής επί πολλές μέρες. Ύστερα θα έσκαβε το χωράφι για πατάτες ή σανό και τον κήπο για κρεμμυδάκια, λάχανα, πράσα, κοκκινογούλια. Ακολουθούσε το φύτεμα της πατάτας και η σπορά των λαχανικών.
Πριν καλά καλά τελειώσει τις δουλειές αυτές, έφθανε η ώρα ν’ ανεβάσει τ’ γελάδια στο παρχάρι- θα κουβαλήσει τα κεράνια (μαρτάκια - κυλινδρικά ξύλα της στέγης), τα χαρτώματα, τα βαρέλια, τα καρσάνια και άλλα σύνεργα. Μερικές θα χτίσουν και κανένα μέρος του τοίχου του στάβλου που έπεσε και θα τον στεγάσουν θα φέρουν και κανένα φόρτωμα ξύλα την παρχαρέτζαν.
Στο μεταξύ ωρίμαζε το χόρτο που ήταν γύρω στον κήπο- τι τραβούσε η καημένη να το ξεράνει ένας θεός το ξέρει- γιατί στη Σαντά έβρεχε πολύ συχνά- ήταν λοιπόν υποχρεωμένη να το μαζέψει κ' ας μην ήταν ξερό και να το βάλει στον αχυρώνα, έπειτα να το βγάλει στον ήλιο, να το γυρίσει από την άλλη μεριά (να κλώθατο) και να το ξαναμαζέψει και να το τοποθετήσει στον αχυρώνα. Πολλές φορές αναγκαζόταν να το μαζέψει και να το σκορπίσει τρεις και τέσσερις φορές, και όχι λίγες φορές αναγκαζόταν να το πετάξει, γιατί άρχιζε να σήπεται.
Είπα παραπάνω ότι ούτε την Κυριακή δεν είχε ανάπαυση γιατί, αν μεν είχε χόρτα θερισμένα έπρεπε να τα φροντίζει, αν πάλι δεν είχε χόρτα, έπρεπε να ζυμώσει ή να πάει στο παρχάρι να κρούει το θόγαλαν (να βγάλει το βούτυρο από τη κρέμα) και να φέρει στο χωριό βούτυρο, ύλιστόν, τσορτάνια ή τάν.
Μετά τη γιορτή του Προφήτη Ηλία άρχιζε ο θερισμός των τσαϊριών (χορτολείβαδου) και πριν να τελειώσουν αυτά, άρχιζε ο θερισμός τή ραχί (χορτολείβαδα επάνω στά οροπέδια) .
Αλλά και τ’ γελάδια έπρεπε να κατεβούν από το παρχάρι πίσω· πάλι τα κεράνια, χαρτώματα, βαρέλια, κοβλάκια, γεμάτα αυτή τη φορά. Κατά τα μέσα του Σεπτεμβρίου, αν ό καιρός πήγαινε καλά, τελείωνε· ο θερισμός, μερικές όμως που δεν είχαν αρκετά τσαΐρια αναγκάζονταν να πάνε πιο μακριά για να θερίσουν ζουούδ’ - χόρτο σκληρό, ψιλό και κοντό και επειδή δεν μπορούσαν να το κουβαλήσουν μόνο με σχοινί, γιατί ήταν· κοντό, γι' αυτό το έβαζαν πατετά σε μεγάλα τρίχινα σακιά (χαράρια).
Το χόρτο που μπορούσε να κρατήσει στη μια πλάτη λεγόταν χερόβολον. Το χόρτο πού μπορούσε να μεταφέρει στην αγκαλιά λεγόταν άγκάλια· μια αγκαλιά που απόθεταν κατά γης και την πατούσαν με τα γόνατα, λεγόταν γονατίτζα. Αν το χόρτο λίγο ή πολύ ήταν δεμένο, λεγόταν δεμάτ’, το φόρτωμα 4 ή 5 γονατίτζας σαλάκ και τό ρήμα σαλακιάζω, ο σωρός του χόρτου ονομαζόταν θεμόν και το ρήμα θεμονιάζω.
Αφού γέμιζαν το χαράρ, στοίβαζαν επάνω και άλλο χόρτο, το ένα τρίτο του σακιού (πασλούχ - κιφάλ') και το φορτώνονταν όρθιο. Χρειαζόταν όμως μεγάλη προσοχή κατά το βάδισμα, γιατί μπορούσε να ταριβεύ (να γείρει) και να πέσει και μαζί μ' αυτό κι' εκείνη που το κουβαλούσε.
Τέλη Σεπτεμβρίου άρχιζε η μεταφορά των καυσόξυλων. Ούαί και αλίμονο. Από απόσταση 2 ωρών κουβαλούσαν τα ξύλα τής χρονιάς κι' επειδή ο χειμώνας ήταν μακρύς και βαρύς, χρειάζονταν χιλιάδες οκάδες.
Στη μεταφορά έπαιρναν μέρος και τα παιδιά, πού όχι μόνο "έπέγναν κάθεν" πήγαιναν να πάρουν μέρος από το φορτίο τής μάνας τους για να ξαλαφρώσει, αλλά και μόλις φυσούσε ο φθινοπωρινός άνεμος και έπεφταν οι κώνοι (καρποί από τα έλατα), τα κουθούρια, έτρεχαν με μεγάλα καλάθια (ράχας καλάθια) να τα μαζέψουν και να τα μεταφέρουν για προσάναμμα.
"Αδικαιολόγητη τσιγκουνιά" η Σαντά είχε τόσα δάση ώστε να μπορέσει κάθε χρόνο κάθε οικογένεια να προμηθευτεί από κοντινή απόσταση τα αναγκαία ξύλα χωρίς να υπάρχει φόβος να τελειώσουν ποτέ.
Ήρθε ο χειμώνας- θα νόμιζε κανείς πως τώρα η Σανταία θα ξεκουραζόταν αλλά ούτε και τώρα. Πρώτα πρώτα έπρεπε να περιποιείται τ’ γελάδια- τάϊισμα, πότισμα, καθάρισμα του στάβλου, άρμεγμα. Επειδή χιόνιζε πολύ, κάποτε 1 μέτρο και περισσότερο, ήταν υποχρεωμένη να καθαρίσει το δρόμο. Όταν ήταν κακοκαιρία, πήγαινε το παιδί στο σχολείο. Κάποτε κατέβαινε στην Τραπεζούντα για να πουλήσει βούτυρο, τσορτάνια, και ν’ αγοράσει κάτι· έκανε 2 μέρες να κατεβεί και 2 ν’ ανεβεί και με το φόβο να μη τη ληστεύσουν οι Σιμωνίτες.
Κατά τα βράδια του χειμώνα δεν καθόταν άεργη, αλλά λανάριζε, έξανε, έγνεθε, έπλεκε. Πρώτα έπλενε το μαλλί ωσότου να καθαριστεί καλά. Αφού στέγνωνε το έξαινε, σ’ αυτό τη βοηθούσαν και οι γέροι και τα παιδιά. Το μαλλί από τα αρνιά ονομαζόταν άρνομάλλ’, το δε άλλο γιαπαγούν.
Το λανάριζε με λανάρια απλά και το χώριζε σε ποιότητες· ούκρα η πρώτη και πούρτ η τελευταία ποιότητα πού χρησιμοποιόταν για τσαρχόσκοινα (δέματα τσαρουχιών). Το ιδίως (στημόνι) και το υφάδ’ το τύλιγε σε βέργες (εζαρουδιάζεν άτο σό ζαρουδευτέρ’) σάν στριμμένη πλεξούδα, για να μη μπερδευτεί κατά το γνέσιμο (κάμσιμον), όπως εδώ το τυλίγουν στη ρόκα. Τα έγνεθεν (έκαμνεν) με αδράχτια, που στο κάτω μέρος τους είχαν κωνοειδές ξύλο, το σποντύλ’ και το στήριζε σε παλιό βαθουλό πιατάκι (νέστρ). Για να γίνει χοντρό το νήμα, γιατί χονδρά ήσαν τα υφάσματα και τα περιπόδια, ένωνε το νήμα δύο αδραχτιών (δίκκοκον) και το έκαμνε κουβάρι. Το έκλωθε με το κλωστάρδαχτον (μεγάλο αδράχτι) και πάλι το έκαμνε κουβάρι. Το υφάδ’ το τύλιγε σε κοντές βέργες (μακόκ - σαΐτα).
Οι αργαλειοί (άργαστέρ’) λίγοι σε κάθε χωριό ήταν πρωτόγονοι. Τα κύρια μέρη τους ήταν τα χτένια, τα μιτάρια, τα μακόκια, τα καλαπόδια (πατήθρες).
Πρώτα κάρφωνε κατά γης ή στον τοίχο πασσάλους σε απόσταση ανάλογη με το μάκρος του υφάσματος πού θα ύφαινε, και πηγαίνοντας με το νήμα στο χέρι από τον πρώτο πάσσαλο στον τελευταίο τύλιγε "το ιδίως" πολλές φορές ανάλογά με το πλάτος του υφάσματος.
Την πλεξούδα αυτή την τύλιγε σ’ ένα ξύλο του αργαλειού, και την άκρη των νημάτων περνούσε στο χτένι (ένα νήμα σε κάθε δόντι) και στα μιτάρια. Τά υφάσματα γίνονταν χονδρά για να κάνουν απ’ αυτά οι γυναίκες και οι άνδρες πανωφόρια της δουλειάς (τσόχας), ποδιές (φοτάδας), περισκελίδας (ζίβρας) για τούς άνδρες με στενά πατζάχια και πολλές κοντές δίπλες και σαλβάρ με κοντά πατζάχα και πολλές μακριές δίπλες (όπως οι κρητικές βράκες) για τους γέρους. Μετρούσαν δε το ύφασμα - σάλ με ιδιαίτερο μέτρο (τόλ) που ήταν 12 πήχεις.
Αφού τελείωνε το ύφασμα, το πατούσε ώρες πολλές μέσα σε ξύλινη σκάφη για να γίνει πυκνότερο, στερεότερο, μαλακότερο και χνουδωτό, δεν υπήρχαν εκεί μπατάνια πού κάνουν τη δουλειά αυτή εδώ.
Αν το ύφασμα ήταν λευκό το έβαφε ή ίδια με κλερθολέπια (φλούδες κλείθρας) ή λυθρίδι, μαύρο για τις ηλικιωμένες γυναίκες και τούς άνδρες, γερανέεν (κυανουν) για τις νέες και κεραμίδι για τις ποδιές.
Ή ίδια έπλεκε και γαϊτάν (σειρήτια). Με απλό εργαλείο ύφαινε τα φυτοδέμια (στενές ταινίες ως 4 πόντους) με διάφορα σχέδια και στην άκρη τους τα κασίκια (ταινίες ως 1,5 πόντο πλάτος) με διάφορα και αυτά σχέδια για τις μάλλινες ποδιές. Στην άκρη των κασικιών έκαμναν φούντες από χρωματιστές βαμβακερές κλωστές διαφόρων χρωμάτων.
Στον ίδιο εργαλείο ύφαινε με χρωματιστά νήματα και τα σαντέτκα τα τσαντάγια με δέματα και φούντες όπως τής ποδιάς.
Από τα ίδια νήματα έπλεκε και τα περιπόδια (όρτάρια) ανδρών, γυναικών και παιδιών και τα χεριόρτια (γάντια) για το κρύο και τις τσουκνίδες κατά το θέρισμα. Τα έπλεκε δέ με μετάλλινες βελόνες (τζιπία η τσιβία) που ήσαν ή ατσάλινες ή χαλκωματένιες (ορταροτσίπια)·
Ήσαν τριών λογιών: χονδρά, μεσαία και ψιλά. Τα ορτάρια ήσαν ή άσπρα ή μαύρα η πλουμιστά με διάφορα σχέδια και ονόματα. Για τους γέρους έπλεκε και περικνημίδες ως επάνω στο γόνατο (τοζλούχα) διότι το σαλβάρι τους έφθανε ως εκεί.
Τελευταία άρχισαν να πλέκουν και κάλτσες βαμβακερές ή μισομάλλινες με καλτσοτσίπια πού είχαν μεγαλύτερη αντοχή. ·
Από τιφτίκι (αΐας) έπλεκαν μόνο περιπόδια νηπίων. Από τρίχες κατσίκας ελάχιστες ύφαιναν σακιά τριχαρένια (χαράρια) και μακριές περικνημίδες (καλτζίνας) για τούς βοσκούς, δασοφύλακες και άλλους που ήσαν υποχρεωμένοι να γυρίζουν έξω.
Τσαντάγια, ορτάρια, και σάλια πουλούσαν στή Γεμουρά και στην αγορά των Σουρμένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου